Στις διακοπές υπάρχουν, κατά κανόνα, δυο δρόμοι διαθέσιμοι.Ό ένας είναι αυτός που σε οδηγεί σ’ αυτό που φαίνεται, ή σ’ αυτό που είναι μοδάτο.Ο δρόμος αυτός δεν έχει μπελάδες.Όλα είναι ρυθμισμένα από τους λαϊφστυλίστες. Ο δεύτερος δρόμος απαιτεί αυτενέργεια, επιλογές, παίδεμα.Χρειάζεται να βγει κανείς από τον κλειστό αυτοκινητόδρομο , ή να μην εμπιστευτεί απολύτως τα προσφερόμενα πακέτα.
Συνήθως, επιλέγω το δεύτερο δρόμο.Σε αποζημιώνει με ξαφνιάσματα.Με αισθήματα απρογραμμάτιστα.Κάτι τέτοιο μου συνέβη στα τέλη Αυγούστου όταν αποφάσισα να πιω τον καφέ μου όχι στις οργανωμένες rest areas της Εγνατίας αλλά σε κάποιο καφενείο στο εσωτερικό.Η απόφαση αυτή μ’έφερε στα Σιάτιστα, μια πόλη έξω από την οποία πέρασα αρκετές φορές αλλά ο μεγάλος δρόμος και η ανάγκη του τελικού προορισμού δυσκόλευαν την έξοδο.
Αυτή τη φορά όλα έγιναν μηχανικά. Η έξοδος όμως με αποζημίωσε, πόσο δίκιο είχε ο Αλεξανδρινός όταν έγραφε την Ιθάκη του.Το πιο σημαντικό στο ταξίδι είναι η εμπειρία που μαζεύεις στο ταξίδι.Στη Σιάτιστα λοιπόν γνώρισα την άλλη Ελλάδα, αυτή που σπάνια γίνεται πρώτη είδηση.Που δεν κλείνει πρώτο τραπέζι στην πίστα.Που δεν οδηγεί πολυτελή αυτοκίνητα.Που δεν επιδεικνύει τον αυτιστικό της ναρκισσισμό στα πολυτελή θέρετρα των χειμερινών και καλοκαιρινών διακοπών.
Στη Σιάτιστα συνάντησα την Ελλάδα που αγωνιά.Που νοιάζεται για τον τόπο της.Που βάζει ένα μικρό λιθαράκι στη διάσωση της ιστορικής μνήμης.Που η σεμνότητα συνεχίζει να είναι οδηγός στην καθημερινότητα.
Όλα αυτά τα συνάντησα στο πρόσωπο της Τατιάνας Ντέρου.Δεν έχει τίτλους.Δεν κατάγεται από τζάκι.Δεν είναι νεόπλουτη.Το μόνο της όπλο είναι η παλλόμενη καρδιά της.Η αγάπη για τον τόπο της.Η ορμέμφυτη τάση να διασώζει.Ο πατέρας της κτηνοτρόφος, το μαντρί του δίπλα στην χωματερή που η Σιάτιστα στη δεκαετία του 1980 εναπόθετε το παρελθόν της.Ήταν η εποχή της ανοικοδόμησης που γκρέμισε πολλά σιατιστινά αρχοντικά.Τότε που οι άνθρωποι ένιωθαν να τους βαραίνει το παρελθόν και φρόντιζαν να το ξεφορτώνονται στις χωματερές.Γέμισε η γειτονιά της Τατιάνας με κασέλες με προικιά.Με φωτογραφίες και κεντήματα.Με πόρτες ξυλόγλυπτες.Με αντικείμενα που ιστορούσαν τη ζωή της Σιάτιστας, ένα κομμάτι του νεοελληνικού μας βίου.Σ’ αυτή τη λαίλαπα το δωδεκάχρονο τότε κοριτσάκι επωμίστηκε ένα ρόλο που ήταν βαρύς για τις αδύναμες πλάτες της.Μάζευε ό,τι εύρισκε.Εμψυχωτής ο κτηνοτρόφος πατέρας.
Αργότερα αγόρασε το σπίτι για τους υπηρέτες του αρχοντικού της Πόλκως.Η πολιτεία της γύρισε τις πλάτες, όμως η Τατιάνα και άντρας της πήραν δάνειο για να κάνουν το σπίτι μουσείο.Λιγόψυχη και μικρόμυαλη η πολιτεία της απάντησε, μόνο για να κάνεις ταβέρνα το σπίτι μπορείς να πάρεις δάνειο.Είναι αυτή η πολιτεία που μετέτρεψε την Έλλάδα σε απέραντο «φαγάδικο».Που πέρασε σαν μπουλντόζα πάνω από το μέτρο, μια βασική αρχή του ελληνικού πολιτισμού.
Η Τατιάνα Ντέρου έρχεται από πολύ μακριά.Έχει πάρει την σκυτάλη από την Χατζημιχάλη, την Φιλιππίδου, την Γουργιώτη και άλλες κυρίες του λαϊκού μας πολιτισμού.Είναι η στρατιά των γυναικών που πήγε κόντρα στο ρεύμα της απαξίωσης αυτού του πολιτισμού.Ανήκει στις εμβληματικές γυναικείες μορφές της λαϊκής μας πινακοθήκης.
Είναι κατά κάποιο τρόπο ένας απόστολος του λαϊκού μας πολιτισμού.Το πάθος που την φλογίζει της έδωσε τη δύναμη να υπερβεί τις γνώσεις που είχε.Κατάφερε με την επιμονή της να συντηρήσει το υλικό που μάζεψε.Με επιμονή έξυνε επιφάνειες και καθάριζε αντικείμενα.
Χάρη στο πάθος της το σπίτι έγινε χώρος εκθεσειακός. Η Τατιάνα Ντέρου εξέθεσε την πολιτεία αποδεικνύοντας πως τα τελευταία χρόνια υπήρχε-και υπάρχει- μια διαφορετική Ελλάδα που δημιουργεί, που συναισθάνεται την ευθύνη για το μέλλον.