Σελίδες

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Τατιάνα Ντέρου, μια απόστολος του λαϊκού μας πολιτισμού




Στις διακοπές υπάρχουν, κατά κανόνα, δυο δρόμοι διαθέσιμοι.Ό ένας είναι αυτός που σε οδηγεί σ’ αυτό που φαίνεται, ή σ’ αυτό που είναι μοδάτο.Ο δρόμος αυτός δεν έχει μπελάδες.Όλα είναι ρυθμισμένα από τους λαϊφστυλίστες. Ο δεύτερος δρόμος απαιτεί αυτενέργεια, επιλογές, παίδεμα.Χρειάζεται να βγει κανείς από τον κλειστό αυτοκινητόδρομο , ή να μην  εμπιστευτεί απολύτως τα προσφερόμενα πακέτα.
       Συνήθως, επιλέγω το δεύτερο δρόμο.Σε αποζημιώνει με ξαφνιάσματα.Με αισθήματα απρογραμμάτιστα.Κάτι τέτοιο μου συνέβη στα τέλη Αυγούστου όταν αποφάσισα να πιω τον καφέ μου όχι στις οργανωμένες rest areas της Εγνατίας αλλά σε κάποιο καφενείο στο εσωτερικό.Η απόφαση αυτή μ’έφερε στα Σιάτιστα, μια πόλη έξω από την οποία πέρασα αρκετές φορές αλλά ο μεγάλος δρόμος και η ανάγκη του τελικού προορισμού δυσκόλευαν την έξοδο.
       Αυτή τη φορά όλα έγιναν μηχανικά. Η έξοδος όμως με αποζημίωσε, πόσο δίκιο είχε ο Αλεξανδρινός όταν έγραφε την Ιθάκη του.Το πιο σημαντικό στο ταξίδι είναι η εμπειρία που μαζεύεις στο ταξίδι.Στη Σιάτιστα λοιπόν γνώρισα την άλλη Ελλάδα, αυτή που σπάνια γίνεται πρώτη είδηση.Που δεν κλείνει πρώτο τραπέζι στην πίστα.Που δεν οδηγεί πολυτελή αυτοκίνητα.Που δεν επιδεικνύει τον αυτιστικό της ναρκισσισμό στα πολυτελή θέρετρα των χειμερινών και καλοκαιρινών διακοπών.
       Στη Σιάτιστα συνάντησα την Ελλάδα που αγωνιά.Που νοιάζεται για τον τόπο της.Που βάζει ένα μικρό λιθαράκι στη διάσωση της ιστορικής μνήμης.Που η σεμνότητα συνεχίζει να είναι οδηγός στην καθημερινότητα.
       Όλα αυτά τα συνάντησα στο πρόσωπο της Τατιάνας Ντέρου.Δεν έχει τίτλους.Δεν κατάγεται από τζάκι.Δεν είναι νεόπλουτη.Το μόνο της όπλο είναι η παλλόμενη καρδιά της.Η αγάπη για τον τόπο της.Η ορμέμφυτη τάση να διασώζει.Ο πατέρας της κτηνοτρόφος, το μαντρί του δίπλα στην χωματερή που η Σιάτιστα στη δεκαετία του 1980 εναπόθετε το παρελθόν της.Ήταν η εποχή της ανοικοδόμησης που γκρέμισε πολλά σιατιστινά αρχοντικά.Τότε που οι άνθρωποι ένιωθαν να τους βαραίνει το παρελθόν και φρόντιζαν να το ξεφορτώνονται στις χωματερές.Γέμισε η γειτονιά της Τατιάνας με κασέλες με προικιά.Με φωτογραφίες και κεντήματα.Με πόρτες ξυλόγλυπτες.Με αντικείμενα που ιστορούσαν τη ζωή της Σιάτιστας, ένα κομμάτι του νεοελληνικού μας βίου.Σ’ αυτή τη λαίλαπα το δωδεκάχρονο τότε κοριτσάκι επωμίστηκε ένα ρόλο που ήταν βαρύς για τις αδύναμες πλάτες της.Μάζευε ό,τι εύρισκε.Εμψυχωτής ο κτηνοτρόφος πατέρας.
       Αργότερα αγόρασε το σπίτι για τους υπηρέτες του αρχοντικού της Πόλκως.Η πολιτεία της γύρισε τις πλάτες, όμως η Τατιάνα και άντρας της πήραν δάνειο για να κάνουν το σπίτι μουσείο.Λιγόψυχη και μικρόμυαλη η πολιτεία της απάντησε, μόνο για να κάνεις ταβέρνα το σπίτι μπορείς να πάρεις δάνειο.Είναι αυτή η πολιτεία που μετέτρεψε την Έλλάδα σε απέραντο «φαγάδικο».Που πέρασε σαν μπουλντόζα πάνω από το μέτρο, μια βασική αρχή του ελληνικού πολιτισμού.
     Η Τατιάνα Ντέρου έρχεται από πολύ μακριά.Έχει πάρει την σκυτάλη από την Χατζημιχάλη, την Φιλιππίδου, την Γουργιώτη και άλλες κυρίες του λαϊκού μας πολιτισμού.Είναι η στρατιά των γυναικών που πήγε κόντρα στο ρεύμα της απαξίωσης αυτού του πολιτισμού.Ανήκει στις εμβληματικές γυναικείες μορφές της λαϊκής μας πινακοθήκης.
       Είναι κατά κάποιο τρόπο ένας απόστολος του λαϊκού μας πολιτισμού.Το πάθος που την φλογίζει της έδωσε τη δύναμη να υπερβεί τις γνώσεις που είχε.Κατάφερε με την επιμονή της να συντηρήσει το υλικό που μάζεψε.Με επιμονή έξυνε επιφάνειες και καθάριζε αντικείμενα.
      Χάρη στο πάθος της  το σπίτι έγινε χώρος εκθεσειακός. Η Τατιάνα Ντέρου εξέθεσε την πολιτεία αποδεικνύοντας πως τα τελευταία χρόνια υπήρχε-και υπάρχει- μια διαφορετική Ελλάδα που δημιουργεί, που συναισθάνεται την ευθύνη για το μέλλον.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Ε.Αυδίκος(επιμ.), Λαϊκοί πολιτισμοί και σύνορα στα Βαλκάνια, εκδόσεις ΠΕΔΙΟ, εφ. ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, 20 Σεπτεμβρίου 2010

Το γεγονός της πρωτόγνωρης «εκδοτικής άνοιξης» που ζήσαμε την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συνοδεύτηκε από αναβάθμιση των αναγνωστικών μας συνηθειών, ούτε του καλού βιβλίου κατά συνέπεια. Απεναντίας, η κυριαρχία της λογοτεχνίας δευτέρας διαλογής -ως επι το πλείστον- έδωσε το χρώμα αυτής της άνοιξης.

Τούτο σημαίνει ότι αρκετές ποιοτικές προσπάθειες που δεν ακολούθησαν τις συνήθειες και τους νόμους της αγοράς δεν διεκδίκησαν -ούτε ήταν δυνατόν να αποτελέσουν- τμήμα αυτής της ανοίξεως. Παρά ταύτα, βιβλία καλά στο χώρο του δοκιμίου και της επιστημονικής έρευνας υπήρξαν αρκετά.
Η εμπορική τους τύχη, όμως, ήταν προδιαγεγραμμένη σχεδόν, καθώς δεν βρήκαν διαύλους για τις προβεβλημένες προθήκες των βιβλιοπωλείων και τις συνήθεις του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού.
Ένα τέτοιο βιβλίο μοιάζει να είναι ο τόμος Λαϊκοί πολιτισμοί και σύνορα στα Βαλκάνια των εκδόσεων «πεδίο».
Το συλλογικής γραφής πόνημα είναι μια απόπειρα να διερευνηθεί η «συμβολή» του λαϊκού πολιτισμού θετική και αρνητική στην κατασκευή «συνόρων» ανάμεσα στις εθνοτικές ομάδες που συνθέτουν το πάζλ της Βαλκανικής Χερσονήσου. Τα τελευταία χρόνια οι ερευνητές δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την έννοια των συνόρων κι αυτό όχι μόνο διότι η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική ιδεολογία προβλέπει το τέλος τους.
Το σύνορο, σε κάθε περίπτωση, οριοθετεί την κοινότητα -κάθε κοινότητα που ζει εντός του- ενώ παράλληλα διαμορφώνει και το πλαίσιο των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κοινοτήτων.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες-ιστορικές και πολιτικές που όπως είδαμε την τελευταία δεκαετία οδήγησαν σε φοβερές συγκρούσεις και αναδιατάξεις συνόρων στη «γειτονιά» μας, είναι αυτονόητο ότι θα οδηγούσε επιστήμονες να μελετήσουν και να αναστοχαστούν με ιδιαίτερη, μάλιστα, ένταση πάνω στο φαινόμενο. Χρησιμποιώντας τον λαϊκό πολιτισμό ως πλαίσιο και ταυτόχρονα ως μηχανισμό για την υποστήριξη και την αποδοχή των συνόρων -ορατών και μη- οι συγγραφείς αναδεικνύουν και φωτίζουν με επάρκεια σημαντικά κενά της μελέτης επί του συγκεκριμένου θέματος.
Στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Ευάγγελος Αυδίκος, καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, αρχαιολογίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας συμμετέχουν με μελέτες τους οι Έλληνες επιστήμονες: Αλίκη Αγγελίδου, Ιωάννης Μάνος, Κατερίνα Μάρκου, Δομνα Μιχαήλ, Βασίλης Νιτσιάκος, Χρήστος Παπακώστας και οι ξένοι: Rozita Dimova, Sarah Green, Margarita Karamihova και Ljupco Risteski.

Δημήτρης Ν.Μανιάτης, Ε.Αυδίκου, από την προξενήτρα στα γραφεία συνοικεσίων εφ. ΤΑ ΝΕΑ , 8 Μαρτίου 2011

Καθηγητής Λαογραφίας στο Τµήµα Ιστορίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας,ο Ευ. Αυδίκος είναι ένας µαχητικός και παθιασµένος ερευνητής, ιδιαίτερα ευαισθητοποιηµένος στο ποντιακό ζήτηµα. Εδώ κάνει στροφή σε µια απαξιωµένη πτυχή των σύγχρονων κοινωνιών –την επιβίωση της πρακτικής των συνοικεσίων – και διερευνά την κοινωνική διάσταση των υπηρεσιών που προσφέρουν τα γραφεία συνοικεσίων και µέσα από εκεί τον επαναπροσδιορισµό των ανθρώπινων σχέσεων µετά το 1970. Αφετηρία του οι επιστολές ενδιαφεροµένων (ανύπαντρων, διαζευγµένων, χήρων Ελλήνων της διασποράς) προς αυτά ταγραφεία. Η µελέτη του συµπληρώνεται από πλούσια βιβλιογραφία.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ, από την προξενήτρα στα γραφεία συνοικεσίων, Εφημ.ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23-4-2011

Η αναφορά στα γραφεία συνοικεσίων συνοδεύεται συνήθως από μειδιάματα προκατάληψης. Πώς γίνεται και ένας τέτοιος θεσμός να επιβιώνει στην εποχή μας, που κομπάζει για την απελευθέρωση του ατόμου; Μια πιο προσεκτική ματιά γύρω μας αρκεί για να φανεί ότι δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες. Η εποχή μας γέννησε νέα δεσμά. Μεγέθυνε υπερβολικά τον ατομικισμό και εξώθησε στο περιθώριο αρκετούς ανθρώπους. Το βιβλίο εξετάζει πώς, ενώ ο κόσμος αλλάζει, κάποιος σπόρος από τα παλιά επιζεί. Χρησιμοποιώντας επιστολές ενδιαφερομένων, επιχειρεί να μιλήσει για τη σύγχρονη κοινωνία και τις διαδρομές της.

Βιβλία από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων,Ευάγγελος Αυδίκος ,Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία,Βιβλιοθήκη, Σάββατο 27 Αυγούστου 2011


-

Ο πανεπιστημιακός και λογοτέχνης Ευάγγελος Αυδίκος επιχειρεί να μας παρασύρει μακριά από το μειδίαμα που μας επισκέπτεται κάθε φορά που διαβάζουμε μια αγγελία γραφείου συνοικεσίων. Επιδιώκει να μας προβληματίσει, να δούμε με κατανόηση το φαινόμενο, να αισθανθούμε τον άνθρωπο πίσω από την αγγελία. Εστιάζει στο γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνία οδηγεί χιλιάδες συνανθρώπους μας στη μοναξιά και στην απομόνωση. Ο συγγραφέας παραθέτει δεκάδες επιστολές προς γραφεία συνοικεσίων, κατηγοριοποιώντας τες ανάλογα με την ηλικία του αποστολέα, αν είναι διαζευγμένος/η, χήρος/α ή αν η επιστολή προέρχεται από κάποιον Ελληνα της διασποράς. Το βιβλίο γκρεμίζει τα μιντιακά στερεότυπα δημιουργώντας ρωγμές ανθρωπισμού στην αλαζονική εποχή μας.

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Γ.Σταματόπουλος, Γεύσης Εγκώμιον, Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, 27 Αυγούστου 2011


Αλέθουν τη λύπη των ανθρώπων οι μέρες του Αυγούστου. Και να, η θαυμαστή ζύμη: γεύσεις ξεχασμένες (διότι τις θεωρούσαμε φτωχές, αγροτολαϊκές) επανακάμπτουν στον ουρανίσκο. Οι χθόνιες θεότητες παίρνουν την εκδίκησή τους. Οι καρποί της Γης λάμπουν· «χαίρονται» τη ματαιοδοξία μας, την υποταγή μας στην ταχυφαγία, στην πολυφαγία. Αφού κορεστήκαμε, όκωσπερ κτήνεα, αναγκαζόμαστε να ακούσουμε τον Ηράκλειτο, που, ευγενικής, αριστοκρατικής καταγωγής ων, έμαθε στους συμπολίτες του Εφέσιους πώς μπορούν να σωθούν από την ασιτία τρώγοντας κριθάρι!
ΚΡΙΘΑΡΙ οι Εφέσιοι; Α, πα, πα! Αυτοί τρέφονταν με τα πιο ακριβά εδέσματα απ' όλο τον γνωστό τότε κόσμο. Να, όμως, που ο εχθρός τούς στέρησε αυτή την πολυτέλεια. Και τι να κάνουν; Εάν δεν τους έδειχνε τον τρόπο ο αινικτής φιλόσοφος ίσως και να πέθαιναν από την πείνα.
ΤΗ ΣΟΦΙΑ του Ηράκλειτου διέθεταν, έως και πριν από λίγες δεκαετίες, οι μανάδες της Μεσογείου, που με ελάχιστους καρπούς διαχειρίζονταν θαυμάσια την οικιακή οικονομία, σε πολυμελείς δε οικογένειες.
ΕΠΑΙΡΝΑΝ το ελάχιστο, το ζύμωναν με κάτι επίσης ελάχιστο και μοσχοβολούσε ο τόπος (και ευφραίνονταν οι γαστέρες...).
ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ τίποτε για οικολογικά κινήματα· ήταν από μόνες τους θεραπεύτριες του περιβάλλοντος. Τίποτε δεν περίσσευε, τίποτε δεν πεταγόταν στα σκουπίδια. Η ανακύκλωση στην πηγή της.
ΤΙ ΦΡΟΥΤΑ, τι καρποί, τι ρίζες, τι βολβοί, τι χόρτα, τι ζαρζαβατικά, τι μυζήθρες, τι αβγά. Τι γεύσεις! Κι ύστερα ήρθαν οι βάρβαροι... Η σοφία των παλιών μανάδων εξαφανίστηκε γιατί -λέει- ο πληθυσμός αυξήθηκε και οι παλιές καλλιέργειες αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στη ζήτηση. Και δώσ' του μονοκαλλιέργειες, δώσ' του χημικά, πάνε οι παλιοί σπόροι, πάνε οι ποικιλίες, πάν' όλα.
ΙΔΟΥ, λοιπόν, σήμερα, μετά έναν μακρόχρονο βιασμό γης, νου, ψυχής, σώματος, ένα ποτήρι με βυσσινάδα παίρνει τη θέση του στο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντιλο και το πορφυρούν επικρατεί στην ατμόσφαιρα· στη γεύση και την αισθητική.
ΤΟ ΛΑΔΙ, το μέλι, το κρασί ρέουν στις συνειδήσεις, τις ξυπνάνε, μας βγάζουν από το λήθαργο. Η διατροφή επαναποκτά τη σοφή σημασία της. Απρόσμενη ευκαιρία για τους πολλούς (γιατί οι λίγοι αρχαιογευσιγνώστες πάντα υπήρχαν) να ανακαλύψουμε τον πολιτισμό της γεύσης, να πλάσουμε το έλασσον, να δημιουργήσουμε το μείζον.
ΤΟ ΤΡΩΓΕΙΝ (με τη σοφία των μανάδων) είναι θαυμάσιος, λαϊκός πολιτισμός, άριστος. Βεβαίως και οι αστοί είναι ευπρόσδεκτοι σ' αυτές τις γεύσεις. Ας κοπιάσουν. Προλαβαίνουν

Συρράκο 2011, φωτό 12:το πανηγύρι της Παναγίας


Ο χορός γίνεται τριπλοκάγκελος την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου


Συρράκο 2011, φωτό 11: Θεόδωρος Σούλτης, πρόεδρος Συρράκου στη δεκαετία του 1980

Ο Θ.Σούλτης εγκαινιάζει μια ριζοσπαστική οπτική για το μέλλον του Συρράκου.Ο περιφερειακός δρόμος διασφαλίζει και τον δικό του δρόμο της υστεροφημίας

Συρράκο 2011, φωτό 8:Επίσημοι και Συρρακιώτες παρακολουθούν την τιμητική εκδήλωση

Κάτω από τον βαθύσκιωτο πλάτανο της πλατείας στην Γκούρα οι παριστάμενοι θυμήθηκαν αλλά και έμαθαν άγνωστες λεπτομέρειες για ανθρώπους που διοίκησαν το Συρράκο στην τελευταία εκατονταετία(1912-2011)

Συρράκο 2011, φωτό 7:Τιμή στην κοινότητα Συρράκου(1912-2011)

Ο Δήμαρχος Βορείων Τζουμέρκων Ι.Σεντελές,όρθιος δεξιά, ο αντιδήμαρχος του ίδιου Δήμου συρρρακιώτης Χ.Σκαμνέλος(στο κέντρο) οι εκπρόσωποι των συρρακιωτών Ιωαννίνων, Πάτρας,Πρέβεζας και Φιλιππιάδας(Π.Γκίζας, Μ. Μαγκλάρας,Δ.Τσουμελέκας, Ι.Καλιαμπάκος) και ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Συρράκου Ν.Γκίζας(άκρη αριστερά).Τιμήθηκαν όσοι διετέλεσαν πρόεδροι, κοινοτικοί σύμβουλοι αλλά και γραμμαρτείς-φύλακες της αυτόνομης κοινότητας Συρράκου

Συρράκο 2011, φωτό 6:Στην Τσουκαρέλα, η μεγάλη στιγμή

Η Τσουκαρέλα είναι η ψηλότερη κορυφή του Περιστερίου στα 2300 μέτρα.Θέα καταπληκτική που φτάνει ως τον Όλυμπο.Υπογράφοντας στο τετράδιο του Ε.Ο.Σ. έχεις την αίσθηση ότι εκτοξεύεσαοι στο άπειρο

Συρράκο 2011, φωτό 5:Στο δρόμο για την Τσουκαρέλα

Από αριστερά,οι Θόδωρος και Σπύρος Σούλτης και ο Μανόλης Μαγκλάρας

Συρράκο 2011, φωτό 4:Χρήστος Παπαηλίας


Ο  Κραψιώτης Χρήστος Παπαηλίας, οικεία φιγούρα στους Συρρακιώτες, νοικιάζει τα τελευταία χρόνια τα συρρακιώτικα λιβάδια για τα΄γελάδια του


Συρράκο 2011,Φωτό 2:Τα Γιάννενα από τους Αγίους Αποστόλους


Μετά το απόβροχο κατάκατσε ο κουρνιαχτός και το ανθρώπινο μάτι μπορούσε να φτάσει πολύ μακριά


Συρράκο: Δεκαπανταύγουστος 2011

    Τα ορεινά έχουν πάντα τη γοητεία τους, χειμώνα καλοκαίρι. Το καλοκαίρι όμως, ιδίως τον Αύγουστο, αποκτούν χαρακτήρα προσκυνήματος είτε στις αρχετυπικές εικόνες του ανθρώπου είτε στην πολιτισμική και καταγωγική του φύτρα.Τη φιλοξενία και τη φροντίδα όλων των επισκεπτών αναλαμβάνει η μεγάλη Δέσποινα του Αυγούστου, η Παναγία, που γιορτάζει και τρατάρει ξεκούραση, αγαλλίαση ψυχική, επανασύνδεση με οικείους κα;ι γνωστούς. 
      Όλα τα ορεινά χωριά έχουν τη δική τους, ξεχωριστή χάρη. Για μένα ο Δεκαπενταύγουστος σημαίνει επίσκεψη στο Συρράκο, σε υψόμετρο 1200 περίπου μέτρων στην πλατεία, στις πλαγιές του Περιστερίου , απέναντι από το σταυραδέρφι του, τους Καλλαρύτες. Τους χωρίζει ο Χρούσιας, ο παραπόταμος του Αράχθου που παρακάτω γίνεται Καλαρρύτης.
    Η μαγεία της ορεινής Ελλάδας είναι τα βουνά της, τα δάση της, οι πέτρινες πλαγιές της.Εκεί βρίσκεται η ψυχή της Ελλάδας, της περιφέρειας. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει ο προσκυνητής-επισκέπτης είναι να καθαρίσει τα αυτιά και την καρδιά από τα "λίπη" του αστικού κέντρου.
   Στις 11 Αυγούστου λοιπόν ήταν η ετήσια εξόρμηση στη θέση Ομπόρου των συρρακιώτικων βουνών, στα 2000 μέτρα.Οι υπεύθυνοι του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων, όπου ανήκει πλέον το Συρράκο, είχαν φροντίσει να υπάρχουν όλες οι προμήθειες.Η καλή διάθεση μπόρεσε να ξεπεράσει ακόμη και τον αέρα που δε βόλευε τη διαμονή.

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Αφιέρωμα στην ξενιτιά στην Σκούπα Άρτας:Δημοτικό τραγούδι και θεατρικά κείμενα

Το ζεύγος Νάστου διοργανώνει κάθε χρόνο στο Αράχθειο Θέατρο Παλαιοχωρίου στη  Σκούπα της  Άρτας, στον Άραχθο, σ' ένα θέατρο που οι ίδιοι έφτιαξαν πολιτιστικές εκδηλώσεις.Φέτος οι εκδηλώσεις θα γίνουν 9, 10 και 11 Αυγούστου.
Η πρώτη μέρα, Τρίτη, 9 Αυγούστου, είναι αφιερωμένη στην ξενιτιά. Ηθοποιοί θα ερμηνεύσουν 6 θεατρικούς μονόλογους και διάλογους που οι Νασταίοι μου ζήτησαν να γράψω.Είναι η πρώτη φορά που γράφω θεατρικά κείμενα.Είναι μια πρεμιέρα λοιπόν και προσκαλώ όλους τους φίλους και γνωστούς να έρθουν στη Σκούπα, η εκδήλωση ξεκινάει στις 9μμ.Θα έχετε την ευκαιρία να ακούσετε το κλαρίνο του ΄Καψάλη, το βιολί του Κωασταγιώργου και τη φωνή του Μεράντζα.
   Σας περιμένω, στρίψτε το τιμόνι και πάρτε το δρόμο που οδηγεί στο γεφύρι της Πλάκας.Λίγο, λίγο μετά, ανάλογα με την προέλευση, θα συναντήσετε τη διασταύρωση για Σκούπα.

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Είμαι η παπαλίνα, η γόησσα του Αμβρακικού

Για πολλά χρόνια, πάνω από τριάντα, διοργανωνόταν  στην Πρέβεζα τον Αύγουστο η γιορτή της σαρδέλας. Σκοπός της να τιμήσει το χαρακτηριστικότερο προϊόν του Αμβρακικού κόλπου, την σαρδάλα που στην Πρέβεζα είχε το όνομα παπαλίνα λόγω του μεγέθους της.Πριν μερικά χρόνια, έκανα την παπαλίνα ηρωίδα σε διήγημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΙΑΜΒΟΣ, σε αφιέρωμα στους Ηπειρώτες λογοτέχνες.Με την  ευκαιρία αυτή αναρτώ το διήγημα, σε μια εποχή που τέτοιες εκδηλώσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα κόπωσης αλλά και χρηματοδότησης.


 

   Έμαθα ν’ αποφεύγω την πολυκοσμία και την κοσμική κίνηση στα νερά του Αμβρακικού, ίσως αυτός να είναι ένας  λόγος που ξέμεινα μόνη μου, οι γονείς μου, οι αδερφές μου χάθηκαν, το ίδιο και οι φιλενάδες μου. Είχα βρει μια τρύπα, κάτω από μια πέτρα, όπου δεν έφταναν τα δίχτυα, καθόμουν εκεί με τις ώρες, ξεχνώντας το φαγητό, μου έφερναν οι άλλοι, όσοι γύρναγαν.
   Εκεί με βρήκαν τρομαγμένα τα δισέγγονά μου, με δυσκολία ξέφυγαν από τα δίχτυα, ήταν λεπτούλες και γλίστρησαν, οι περισσότεροι δικοί μας δεν ξαναγύρισαν, «καταστροφή» ψιθύρισε με τρεμουλιαστή ψιλή φωνή η πιο μικρή.   «Πές μας, μάμη», συνέχισε το μικρό, «γιατί φαίνονταν όλοι οι δικοί μας ευχαριστημένοι, καθώς σηκωνόταν ο κύμα, κάποιοι θα μπορούσαν να γλιτώσουν, καμιά προσπάθεια όμως, αντίθετα το κύμα τους έδινε τη φόρα που χρειάζονταν για να κάνουν τη βουτιά της ζωής τους, έπεφταν και καρφώνονταν στα δίχτυα, είδα το θείο μου να κλείνει το μάτι ευχαριστημένος στη συντρόφισσά του- πρώτη μου φορά είδα να πηγαίνει κάποιος με τη θέλησή του στο χαμό».
   Δεν μπορούσα να άλλο να σιωπήσω, οι νεότεροι έπρεπε να μάθουν. Τους κάλεσα στο λόζιο μου και τους ιστόρησα τη μοίρα της σαρδελογενιάς μας. «Όλα άρχισαν κάμποσα χρόνια πριν, ήμουν αγέννητη τότε, όλα μου τα είπε η γιαγιά μου που είχε μείνει στα παλιά, δε συμφωνούσε με τους πολλούς. Μέχρι τότε, τι ήμασταν, ένα τίποτε, ασήμαντα ψαράκια. Έπιαναν σαρδέλες και μας πέταγαν στα σκουπίδια. Όμως, κάποια χρονιά όλα άλλαξαν , οι βάρκες γυρόφερναν στις γειτονιές μας. Ξαφνιαστήκαμε, μας άρεσε όμως που άρχισαν να μας δίνουν σημασία, δεν μπορούσαν όμως να το εξηγήσουν. Αργότερα, ανέθεσαν σε μένα  να πιαστώ στα δίχτυα, ν’ ανεβώ στον απάνω κόσμο. Πήγα. Γλίστρησα από το καφάσι, έπεσα σ’ έναν κουβά νερό, τα είδα όλα. Κόσμος πολύς, το είδος μας παντού, σε ζωγραφιές, σε ψησταριές, σε μια μεγάλη πινακίδα στην είσοδο έγραφε «Πρέβεζα, Γιορτή Σαρδέλας», βούρκωσα είν’ αλήθεια, δεν περίμενα τέτοια μεγαλεία, έτσι μου’ ρθε να βγω απ’  το νερό και να πέσω σε καμιά ψησταριά , ήμουν όμως σε αποστολή, είχα χρέος να μεταφέρω τι είδα, τι μ’ άρεσε και τι με στενοχώρησε, ιδίως τις μεγάλες και χοντρές σαρδέλες που δεν ήταν από τον τόπο μας, θα αφήναμε να μας κλέψουν τη δόξα οι ξενομερίτισσες; Τα είπα όλα στους δικούς μας, η επιστροφή ήταν εύκολη, κάποιος άδειασε το νερό στην κοντινή θάλασσα.
   Από τότε, η γενιά μας ορκίστηκε να κρατήσει τη γιορτή ζωντανή, η παπαλίνα έγινε η γόησσα του καλοκαιριού, εγώ προτίμησα να μείνω στην άκρη, είχα χρέος στους νεότερους, να τους μεταφέρω την ιστορία της γενιάς μας, η απόφαση ήταν δική τους, το βέβαιο είναι πως άλλαξε η μοίρα μας, δεν είμαστε πια του κλώτσου και του μπάτσου, αυτό μην το ξεχνάτε, παιδιά μου».