Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Είμαι η παπαλίνα, η γόησσα του Αμβρακικού

Για πολλά χρόνια, πάνω από τριάντα, διοργανωνόταν  στην Πρέβεζα τον Αύγουστο η γιορτή της σαρδέλας. Σκοπός της να τιμήσει το χαρακτηριστικότερο προϊόν του Αμβρακικού κόλπου, την σαρδάλα που στην Πρέβεζα είχε το όνομα παπαλίνα λόγω του μεγέθους της.Πριν μερικά χρόνια, έκανα την παπαλίνα ηρωίδα σε διήγημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΙΑΜΒΟΣ, σε αφιέρωμα στους Ηπειρώτες λογοτέχνες.Με την  ευκαιρία αυτή αναρτώ το διήγημα, σε μια εποχή που τέτοιες εκδηλώσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα κόπωσης αλλά και χρηματοδότησης.


 

   Έμαθα ν’ αποφεύγω την πολυκοσμία και την κοσμική κίνηση στα νερά του Αμβρακικού, ίσως αυτός να είναι ένας  λόγος που ξέμεινα μόνη μου, οι γονείς μου, οι αδερφές μου χάθηκαν, το ίδιο και οι φιλενάδες μου. Είχα βρει μια τρύπα, κάτω από μια πέτρα, όπου δεν έφταναν τα δίχτυα, καθόμουν εκεί με τις ώρες, ξεχνώντας το φαγητό, μου έφερναν οι άλλοι, όσοι γύρναγαν.
   Εκεί με βρήκαν τρομαγμένα τα δισέγγονά μου, με δυσκολία ξέφυγαν από τα δίχτυα, ήταν λεπτούλες και γλίστρησαν, οι περισσότεροι δικοί μας δεν ξαναγύρισαν, «καταστροφή» ψιθύρισε με τρεμουλιαστή ψιλή φωνή η πιο μικρή.   «Πές μας, μάμη», συνέχισε το μικρό, «γιατί φαίνονταν όλοι οι δικοί μας ευχαριστημένοι, καθώς σηκωνόταν ο κύμα, κάποιοι θα μπορούσαν να γλιτώσουν, καμιά προσπάθεια όμως, αντίθετα το κύμα τους έδινε τη φόρα που χρειάζονταν για να κάνουν τη βουτιά της ζωής τους, έπεφταν και καρφώνονταν στα δίχτυα, είδα το θείο μου να κλείνει το μάτι ευχαριστημένος στη συντρόφισσά του- πρώτη μου φορά είδα να πηγαίνει κάποιος με τη θέλησή του στο χαμό».
   Δεν μπορούσα να άλλο να σιωπήσω, οι νεότεροι έπρεπε να μάθουν. Τους κάλεσα στο λόζιο μου και τους ιστόρησα τη μοίρα της σαρδελογενιάς μας. «Όλα άρχισαν κάμποσα χρόνια πριν, ήμουν αγέννητη τότε, όλα μου τα είπε η γιαγιά μου που είχε μείνει στα παλιά, δε συμφωνούσε με τους πολλούς. Μέχρι τότε, τι ήμασταν, ένα τίποτε, ασήμαντα ψαράκια. Έπιαναν σαρδέλες και μας πέταγαν στα σκουπίδια. Όμως, κάποια χρονιά όλα άλλαξαν , οι βάρκες γυρόφερναν στις γειτονιές μας. Ξαφνιαστήκαμε, μας άρεσε όμως που άρχισαν να μας δίνουν σημασία, δεν μπορούσαν όμως να το εξηγήσουν. Αργότερα, ανέθεσαν σε μένα  να πιαστώ στα δίχτυα, ν’ ανεβώ στον απάνω κόσμο. Πήγα. Γλίστρησα από το καφάσι, έπεσα σ’ έναν κουβά νερό, τα είδα όλα. Κόσμος πολύς, το είδος μας παντού, σε ζωγραφιές, σε ψησταριές, σε μια μεγάλη πινακίδα στην είσοδο έγραφε «Πρέβεζα, Γιορτή Σαρδέλας», βούρκωσα είν’ αλήθεια, δεν περίμενα τέτοια μεγαλεία, έτσι μου’ ρθε να βγω απ’  το νερό και να πέσω σε καμιά ψησταριά , ήμουν όμως σε αποστολή, είχα χρέος να μεταφέρω τι είδα, τι μ’ άρεσε και τι με στενοχώρησε, ιδίως τις μεγάλες και χοντρές σαρδέλες που δεν ήταν από τον τόπο μας, θα αφήναμε να μας κλέψουν τη δόξα οι ξενομερίτισσες; Τα είπα όλα στους δικούς μας, η επιστροφή ήταν εύκολη, κάποιος άδειασε το νερό στην κοντινή θάλασσα.
   Από τότε, η γενιά μας ορκίστηκε να κρατήσει τη γιορτή ζωντανή, η παπαλίνα έγινε η γόησσα του καλοκαιριού, εγώ προτίμησα να μείνω στην άκρη, είχα χρέος στους νεότερους, να τους μεταφέρω την ιστορία της γενιάς μας, η απόφαση ήταν δική τους, το βέβαιο είναι πως άλλαξε η μοίρα μας, δεν είμαστε πια του κλώτσου και του μπάτσου, αυτό μην το ξεχνάτε, παιδιά μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου