Σελίδες

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

5ο Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας

                                               
Τετάρτη, 26 Νοεμβρίου 2014


28, 29 & 30 Νοεμβρίου 2014

Αναλυτικό πρόγραμμα και ανοιχτή συζήτηση

Καθώς μετράμε αντίστροφα για την έναρξη του 5ου Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας, σας αποστέλλουμε το ωρολόγιο πρόγραμμα προβολών του Φεστιβάλ καθώς και την επίσημη μας αφίσα για φέτος.

Πέρα από το αφιέρωμα στον Jean Rouch και τη θεματική ενότητα της Ξενοφοβίας, θέλαμε να ανακοινώσουμε ότι στην ενότητα Ειδικές Προβολές συμπεριλάβαμε την ταινία «Νεκρά Πουλιά» («Dead Birds», 1963) του Robert Gardner, που έφυγε από τη ζωή φέτος τον Ιούνιο. Το «Dead Birds» είναι, αν όχι η καλύτερη ταινία του σημαντικού αυτού δημιουργού, σίγουρα εκείνη που σημάδεψε την  καριέρα του και την μετέπειτα πορεία του, και το Φεστιβάλ την προβάλλει στη μνήμη του μεγάλου δημιουργού και ανθρωπολόγου.

Επίσης, θέλαμε να σας ανακοινώσουμε ότι θα διοργανωθεί ανοιχτή συζήτηση την Κυριακή 30/11 στις 15:30 στο Exile Room με θέμα «Ξενοφοβία και Ανθρωπολογία» με τη συμμετοχή ειδικών καλεσμένων. Της συζήτησης θα προηγηθεί η προβολή της ταινίας «Άλλη Ευρώπη» της Rossella Schillaci.

Η είσοδος σε όλες τις προβολές του Φεστιβάλ είναι δωρεάν και τηρείται σειρά προτεραιότητας. Οι προβολές έχουν μόνο αγγλικούς υπότιτλους.

Περισσότερες πληροφορίες για τις ταινίες του φετινού προγράμματος στο www.ethnofest.gr.



Για περισσότερες πληροφορίες:

Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης (6945104788) – Χριστίνα Λιάπη (6973506618)
email: : info@ethnofest.gr


Αθηνάς 12, τρίτος όροφος,
Μοναστηράκι (απέναντι από την έξοδο του μετρό)
τηλ: 210-3223395


Χορηγός επικοινωνίας

www.toutestin.com


εκδήλωση,\ μνήμης και τιμής για τον Γιώργο Κοτζιούλα

Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων
    Πολυτεχνείου 6,  104 33  Αθήνα
 τηλ.: 210-5243434,  fax: 210-5228231
    e-mail: p-e-f@otenet.gr


 Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 2014
 Αριθμ. πρωτ.728



Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

     Η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων σας καλεί να παρευρεθείτε στην εκδήλωση, μνήμης και τιμής, για τον Γιώργο Κοτζιούλα (1909-1956), φιλόλογο, ποιητή, πεζογράφο και μεταφραστή, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο Αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης» του Πνευματικού Κέντρου Αθηνών (Ακαδημίας 50), τη Δευτέρα, 8 Δεκεμβρίου 2014, στις 5.50 μ.μ., σύμφωνα με το ακόλουθο πρόγραμμα:

Προεδρία: Μανώλης Στεργιούλης, Σχολικός Σύμβουλος Δ.Ε.

05.50-06.00 Εισαγωγική ομιλία Αναστασίου Στέφου, Προέδρου της Π.Ε.Φ.
06.00-06.20 Γεωργία Χαριτίδου, δ.φ., Επίτιμη Δ/ντρια Δ.Ε. και Γ. Γραματέας της Π.Ε.Φ.
                    Ο χώρος και ο χρόνος στη ζωή και το έργο του Γιώργου Κοτζιούλα.
06.20-06.40 Μιχάλης Μερακλής, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου.
                     Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας.
06.40-07.00 Σταμάτης Μερσινιάς, Επίκουρος Καθηγητής  Πανεπιστημίου.
                     Ο λογοτέχνης Γιώργος Κοτζιούλας: μεταφραστής και δοκιμιογράφος.
07.00-07.20 Βαγγέλης Τζούκας, δ.φ.
                     Ο Γιώργος Κοτζιούλας ως ιστοριογράφος της Εθνικής Αντίστασης.
07.20-07.40 Στέλιος Φώκος, φιλόλογος-συγγραφέας.
                    Ο Γιώργος Κοτζιούλας ως διηγηματογράφος.  
07.40-08.00 Σούλα Παπαγεωργοπούλου, δ.φ., Επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Δ.Ε.
                     Τρεις ανέκδοτες επιστολές του Γ. Κοτζιούλα στον Γ. Σκαρίμπα.
08.00-08.30 Συζήτηση.

     Η εκδήλωση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων.



Ο Πρόεδρος
Αναστάσιος Αγγ.Στέφος

Η Γενική Γραμματέας
Γεωργία Ηλ.Χαριτίδου
ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ | BENAKI MUSEUM
           

 
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΑΛΛΗΣ. ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
 
Η ονειρική Ανατολή του Θεόδωρου Ράλλη, του μεγάλου οριενταλιστή ζωγράφου,
ο οποίος συνέβαλε στη δημιουργία της νεότερης καλλιτεχνικής παράδοσης στην Ελλάδα.
Η έκθεση αποκαλύπτει το έργο του σημαντικού Έλληνα ζωγράφου,
και πραγματοποιείται με αφορμή τον εορτασμό των 10 χρόνων
του Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης.


ΕΓΚΑΙΝΙΑ 10.12.2014, ΩΡΑ 20:00
ΔΙΑΡΚΕΙΑ 11.12.2014 – 22.02.2015

ΜΟΥΣΕΙΟ ΙΣΛΑΜΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Ο πολιτισμός του κλαρίνου




       Με αφορμή κάποιους άξονες για τον πολιτισμό που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε στη δημοσιότητα , τροφοδοτήθηκε ένας ζωηρός διάλογος-άλλοτε επικριτικός κι άλλοτε υποστηρικτικός. Καλοδεχούμενη η συζήτηση, μια και αυτό είναι πολιτισμός. Με άλλα λόγια, η συζήτηση για θέματα που αφορούν τη δημιουργία, τις κοινωνικές σχέσεις, το ρόλο του κράτους στην καλλιτεχνική δημιουργία, την ίδια τη ζωή. Βέβαια, ο διάλογος δεν θα μπορούσε να μην εμβαπτιστεί στην ελληνική εκδοχή της διαλεκτικής, με βάση την οποία οι απόψεις ταξινομούνται  σε πόλους. Είσαι δικός μας ή αντίπαλός μας-αν όχι εχθρός μας. Αναπόφευκτα, η συζήτηση εξελίχθηκε σε καταμέτρηση δυνάμεων και σε ανανέωση των «στρατοπέδων». Το βασικό ερώτημα ήταν –και είναι- ο ρόλος, πρωτίστως, του κράτους στην ‘παραγωγή’ πολιτισμικών ‘προϊόντων’. Κρατισμός ή ελευθερία στη δημιουργία. Αφετηρία για τη διατύπωση επιφυλάξεων αποτέλεσε η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος-της μεταπολιτευτικής περιόδου-, κατά το οποίο το υπουργείο πολιτισμού άνοιξε τους κρουνούς του και διέθεσε σημαντικά ποσά για την ενίσχυση καλλιτεχνικών αλλά και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Είν’ αλήθεια πως αρκετές φορές τα χρήματα έπιασαν τόπο, όταν διοχετεύθηκαν σε ανήσυχους δημιουργούς με ανήσυχη κοινωνική συνείδηση. Συχνά , ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν για τη χειραγώγηση της δημιουργίας και τη συγκρότηση πελατειακών σχέσεων, από τις οποίες η κάθε φορά κυβέρνηση θα αντλούσε κύρος.
       Ασφαλώς και θα ήταν άτοπο να επικριθούν οι συντάκτες των προτάσεων για σοβιετική αντίληψη για τον πολιτισμό. Έχει παρέλθει αυτή η εποχή. Έχει θέση όμως ο θεσμικός παράγοντας στην ενίσχυση των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων; Χρειαζόμαστε υπουργείο πολιτισμού ή άλλους θεσμούς; Η πολιτική επιχορήγησης οδηγεί σε απονεύρωση της δημιουργίας; Είναι μερικά ερωτήματα που επανέρχονται τακτικά στη συζήτηση και οι προτάσεις έφεραν στην επικαιρότητα αυτά τα ζητήματα.
     Όμως, η συζήτηση αυτή με έπεισε ότι ο διάλογος στην Ελλάδα, κατά κανόνα, είναι ελλειπτικός. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την «επώνυμη» δημιουργία στο θέατρο, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο. Διόλου παράξενο. Έτσι κι αλλιώς στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι στήλες που φέρουν τον τίτλο ‘πολιτισμός’ περιορίζονται στα γράμματα και τις (καλές) τέχνες. Πρόκειται για μια μόνο εκδοχή του πολιτισμού από τους τρεις ορισμούς που παραθέτει ο Raymond Williams. Απουσιάζει ο λαϊκός πολιτισμός, που δεν χωράει σ’ αυτές τις σελίδες.
       Έχω την εντύπωση ότι αρκετοί δημιουργοί είτε αγνοούν είτε υποτιμούν το λαϊκό πολιτισμό και τη δημιουργία του. Αψευδής μάρτυρας η απουσία του από το θεματολόγιο της προαναφερθείσας συζήτησης. Αφορμή για όλα αυτά ήταν ένα βιβλίο για τον πολύ σημαντικό δημιουργό: τον κλαριτζή Τάσο Χαλκιά. Δημιουργεί πολιτισμό το κλαρίνο; Είναι καλλιτεχνική η δημιουργία του; Μήπως δεν υπάρχει πρωτοτυπία κι απλά ο κλαριτζής επαναλαμβάνει τυποποιημένα τη μελωδία; Για όσους γνωρίζουν είναι προφανής η απάντηση. Όποιος ακούσει το κλαρίνο του Χαλκιά-αλλά και τα άλλα  όργανα και τις φωνές των ραψωδών του λαϊκού μας πολιτισμού-έχει πλήρη επίγνωση της μεγαλοσύνης των λαϊκών καλλιτεχνών. Ο Τάσος Χαλκιάς δεν υπήρξε ένας συνηθισμένος μουσικός. Δεν ήταν ένας απλός, έστω προικισμένος, δεξιοτέχνης του κλαρίνου. Ανήκε στους εκλεκτούς. Κατείχε την τέχνη να σαγηνεύει, να παρασύρει, να απογειώνει να μεταμορφώνει όσους τον άκουγαν. Ο Πλάτωνας στον Φαίδρο χαρακτηρίζει αυτή τη διαδικασία  ως θεία εξαλλαγή των ειωθότων νομίμων. Με άλλα λόγια, τόσο ο μουσικός-Κίρκη όσο και οι ακροατές του-μύστες απαλλάσσονται από την καθημερινότητά τους, από τις συμβατικότητες που τους χαρακτηρίζουν.
      Αυτό ακριβώς μπόρεσε να βιώσει ο κλαρινετίστας Benny Goodman, ο οποίος υποκλίθηκε στην ιδιοφυία του Χαλκιά, στην αστείρευτη δημιουργικότητά του, όταν τον  άκουσε να παίζει κλαρίνο στη Νέα Υόρκη.
       Αυτός ο πολιτισμός χρειάζεται ενίσχυση.  Η  πολιτεία να σταθεί αρωγός στα μουσικά σχολεία, που επιτελούν θαυμαστό έργο. Απαιτείται η κρατική στοργή να απλωθεί κι εκεί όπου η παραδοσιακή μουσική(ΤΕΙ Άρτας) θεραπεύεται και μεταδίδεται στις νεότερες γενιές. Σ’ αυτή και πολλές άλλες περιπτώσεις απαιτείται το δημόσιο να έχει πολιτική.















       

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Τα κορίτσια του ‘Φιλαθλητικού’ Πρέβεζας



Είχα καιρό να πάω σε γήπεδο. Μεγάλωσα με τον ΠΑΣ Πρέβεζα, την Ένωση, τον Άγιαξ της Ηπείρου, τότε που μεσουρανούσε στην Α΄Εθνική, τον Αθλητικό Όμιλο Πρέβεζας και τα καλοκαιρινά ΑΚΤΙΑ. Μεσολάβησαν χρόνια που ξοδεύτηκαν στην επιστήμη. Τον τελευταίο καιρό, επέλεξα να επιστρέψω στα γήπεδα, τα ερασιτεχνικά, μια και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο παραέγινε επάγγελμα- κράτησε τις αδυναμίες ενός κακού επαγγελματία. Επιπλέον, θύμωσα με την ελιτίστικη αντίληψη που υποτιμά τον αθλητισμό, που τον θεωρεί κατώτερη δραστηριότητα, μη πολιτιστική. Δεν υπήρξα ποτέ αθλητής με την κλασική έννοια του όρου. Θεωρώ, όμως, τον αθλητισμό, ιδίως τον ερασιτεχνικό, όπως και τους χορευτικούς συλλόγους που μαζεύουν πολλούς νέους , ως κορυφαία εκδήλωση συλλογικότητας. Αυτή η συγκολλητική ουσία στις ανθρώπινες σχέσεις χάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Πάνω απ’ όλα ο εαυτούλης μας. Αυτή η νοοτροπία μπόλιασε και τις συλλογικές προσπάθειες, που πρωτίστως χρειάζονται τη συνεργασία.

    Έτσι, θεώρησα τη συνάντησή μου με κορίτσια της ομάδας βόλλεϋ ‘Φιλαθλητικός’ Πρέβεζας-όπως και με τα’ αγόρια της ομάδας μπάσκετ μπολ της ομάδας ‘Νικόπολη’, ως απρόσμενο δώρο. Οι διοικητικοί ηγέτες, νέα παιδιά με όρεξη, έχουν οργανώσει μια υγιή ομάδα, που δίνει χαρά και χαμόγελα, ακόμη και στις ήττες, σε πολλούς που ξαναβρίσκουν το ρόλο του υποστηρικτή των προσπαθειών της νέας γενιάς. Παρόλο που δεν έπαιξα ποτέ βόλλεϋ , τα κορίτσια με τα καθαρά πρόσωπα με έκαναν να ταυτιστώ με την ομάδα και τα όνειρά τους. Το ταξίδι στη συλλογικότητα του ερασιτεχνισμού , όμως δεν σταματάει εδώ. Θα συνεχιστεί και σ’ άλλα γήπεδα, με άλλους συλλόγους της πόλης.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΠΑΥΛΟΣ ΣΑΜΙΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ

ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ, ΠΕΙΡΑΙΩΣ 138,
Τ 210 3453111


ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Πέμπτη, Κυριακή: 10.00 - 18.00
Παρασκευή, Σάββατο: 10.00 - 22.00
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη: ΚΛΕΙΣΤΑ
Η Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη
σας προσκαλεί
την Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014, ώρα 20:00
στα εγκαίνια της έκθεσης


ΠΑΥΛΟΣ ΣΑΜΙΟΣ
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ



ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ
27.11.2014 – 11.01.2015

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Μπέκος Γρηγόρης , Βασίλης Βασιλικός: Forever young, ΤΟ ΒΗΜΑ, 23 Νοεμβρίου 204



 


Ο συγγραφέας εορτάζει τα 60 χρόνια από την εμφάνισή του στον χώρο των γραμμάτων και μιλάει στο «Βήμα» για τη λογοτεχνία, τα δαιμόνιά του και τις άγνωστες πτυχές του «Ζ»
Βασίλης Βασιλικός: Forever young
Ο Βασίλης Βασιλικός φωτογραφημένος στο Παρίσι το 1985


Βασίλης Βασιλικός
Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων:
60 χρόνια γραφής και ανάγνωσης, 1952 - 2012

Ανθολόγηση - Επιμέλεια - Εισαγωγή
Θανάσης Αγάθος, Αριστοτέλης Σαΐνης,
Εκδόσεις Gutenberg, 2014,
σελ. 365, τιμή 19 ευρώ
Συναντήσαμε τον Βασίλη Βασιλικό το πρωί της περασμένης Τρίτης στο Παλαιό Φάληρο. «Εχω σήμερα τα γενέθλιά μου» είπε ο ίδιος κάπως απρόσμενα στο «Βήμα», την ώρα που σκάλιζε την πίπα του - το σήμα κατατεθέν του μαζί με το πλατύγυρο καπέλο - και εξιστορούσε πώς βρήκαν με τη σύζυγό του Βάσω τη γάτα, ονόματι Κλειώ, που περιφερόταν στο γραφείο κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας.

Αφορμή για αυτή τη συνάντηση μαζί του - γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου του 1934 στην Καβάλα - στάθηκε η επικείμενη τιμητική βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για την 60χρονη παρουσία του ιδίου στον χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων. «Οταν με ρωτούν "πού γεννηθήκατε;" λέω καμιά φορά χαριτολογώντας "στο φεριμπότ μεταξύ Καβάλας και Θάσου". Τότε βέβαια δεν υπήρχε φεριμπότ αλλά ένα καΐκι που έκανε τη διαδρομή μέσα σε επτά ώρες. Είναι όμως πειστικό απ' ό,τι φαίνεται» γέλασε ο ίδιος.

Ο Βασίλης Βασιλικός, με έκδηλη τη νοσταλγία λόγω της ημέρας, ανακάλεσε τόσο την ομορφιά του τόπου όσο και τη μορφή του νομικού πατέρα του Νίκου. «Υπήρξε ένας άνθρωπος δημοκρατικός και καλλιεργημένος. Μικρός θυμάμαι, στη Θάσο, όταν έρχονταν οι φίλοι του στο χωριό, πηγαίνανε όλοι μαζί σε δροσερές μεριές και διαβάζανε μεγαλόφωνα Παπαδιαμάντη. Με το Κίνημα του 1935 (σ.σ.: των βενιζελικών) καταδικάστηκε σε θάνατο. Βρήκα πρόσφατα μια φωτογραφία που με κρατά στην αγκαλιά του, ενός έτους ήμουν τότε, την παραμονή της προγραμματισμένης εκτέλεσής του. Την άλλη μέρα το πρωί έφθασε αγγελιοφόρος απ' τον βασιλιά, ο οποίος τελικά έδωσε χάρη στους πολιτικούς του κινήματος της "Δημοκρατικής Αμυνας" στην Καβάλα, οι στρατιωτικοί όμως εκτελέστηκαν» σημείωσε ο ίδιος.

Τη στιγμή εκείνη ο νους του έτρεξε πίσω στη Γαλλία, όπου, μεταξύ άλλων χωρών, έζησε την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας. «Μια φορά στο Παρίσι συνάντησα τον Αλεν Γκίνσμπεργκ, ο οποίος ετοιμαζόταν να έλθει στην Ελλάδα. Εκανε τότε περιοδείες και δημόσιες απαγγελίες ποιημάτων από κοινού με τον ραβίνο πατέρα του! "Πού θα πας;" του λέω "εκεί κάτω έχει χούντα", για να με ρωτήσει ύστερα αφελώς "κομμουνιστές είναι;". Μου είπε ωστόσο και κάτι που δεν ξέχασα ποτέ, ότι "ωριμότητα είναι να συμφιλιωθείς με τους γονείς σου", μεγάλη κουβέντα. Κάπως έτσι συμφιλιώθηκα κι εγώ - επειδή είχα ήρεμα παιδικά χρόνια - με τον άλλο "πατέρα" μου, τον Νίκο Καζαντζάκη».

Τη δική του μετάφραση της ομηρικής «Οδύσσειας» επιχείρησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, να διαβάσει ο Βασίλης Βασιλικός - «ζύγιζε, θυμάμαι, γύρω στα δεκαπέντε κιλά», πλην όμως «δεν κατάλαβα τίποτα». Το γεγονός υπήρξε καθοριστικό για τη «δύσκολη» αυτή σχέση. Οταν όμως κυκλοφόρησε το 1958 η αγγλική μετάφραση της «Οδύσσειας» από τον Κίμωνα Φράιερ και τη διάβασε - ήταν τότε κατά σύμπτωση στις ΗΠΑ ο Βασίλης Βασιλικός -, «μαγεύτηκα γιατί τα καταλάβαινα όλα».

Ο Κίμων Φράιερ, συνέχισε ο συγγραφέας εξηγώντας εκείνο το «θαύμα» της μετάφρασης, «έμεινε δυο χρόνια δίπλα στον Καζαντζάκη, ο οποίος του εξηγούσε κάθε λέξη». Στη δική του αγγλική μετάφραση βασίστηκαν έκτοτε, παγκοσμίως, οι περισσότερες μεταφράσεις του ομηρικού έπους σε άλλες γλώσσες. Πώς το ξέρουμε αυτό; «Ο Κίμων Φράιερ άλλαξε θέση σε τρεις στίχους, από τους 33.333 στίχους της "Οδύσσειας", και έτσι μπορούσε να ελέγχει κάθε φορά όσες ακολουθούσαν» είπε ο Βασίλης Βασιλικός. «Τότε κατάλαβα κι εγώ το μεγαλείο του Καζαντζάκη», μια ευχαριστήρια κάρτα του οποίου έλαβε όταν εξέδωσε (και του έστειλε) το πρώτο του βιβλίο, μια κάρτα που «είχα ως ταυτότητα στο πορτοφόλι μου».

Ο πλέον πρόσφατος τόμος «Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων: 60 χρόνια γραφής και ανάγνωσης, 1952-2012», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg και περιλαμβάνει ετερόκλητα κείμενα αλλά και συνεντεύξεις του Βασίλη Βασιλικού, έρχεται να συνοδεύσει την εκδήλωση προς τιμήν του «ως χρηστικός και χρήσιμος πλοηγός» στο έργο του, «μια καλή εισαγωγή» συμφώνησε ο ίδιος, για τις νέες σχολιασμένες εκδόσεις βιβλίων του που πρόκειται να ακολουθήσουν από τον ίδιο εκδότη.

Σε ένα κείμενό του, που γράφτηκε το 1952 και έχει τη μορφή διαλόγου, «ο ποιητής» διαφωνεί με τον «πεζογράφο» και του λέει ότι «το κομμάτι από τον εαυτό μας που βάζουμε στο έργο μας έχει αξία και όχι ο όγκος του έργου που χτίζουμε». Τότε βέβαια δεν μιλούσε ο κατοπινός πεζογράφος, ο παραγωγικότατος συγγραφέας των 120 αυτοτελών τίτλων, της περίφημης «Τριλογίας: Το Φύλλο. Το Πηγάδι. Τ' αγγέλιασμα», του δημοφιλούς «Ζ» και του «Γλαύκου Θρασάκη» μεταξύ των άλλων· τότε μιλούσε ένας νεαρός αστικής καταγωγής που είχε δει δημοσιευμένα τα ποιήματά του -πρώτη φορά το 1949 - στην εφημερίδα «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης. Σε αυτήν διάβασε το 1951 - ως μαθητής της Ε' Γυμνασίου - την είδηση για τον θάνατο του Αντρέ Ζιντ. Την ίδια ημέρα μπήκε στο - ιστορικό πλέον - βιβλιοπωλείο «Μόλχο» της συμπρωτεύουσας και ρώτησε αν υπήρχε κάποιο βιβλίο του γάλλου νομπελίστα. Υπήρχε ο «Θησέας» στην πρωτότυπη έκδοσή του και ο γαλλομαθής «Μπαζίλ» την καταβρόχθισε με συνοπτικές διαδικασίες.

Ο ίδιος έκανε την επίσημη εμφάνισή του στην ελληνική λογοτεχνία με τη νουβέλα «Η διήγηση του Ιάσονα» το 1953. «Αυτός ο συγγραφέας μ' έμαθε να γράφω» είπε ο Βασίλης Βασιλικός, ο οποίος μετέφρασε μάλιστα το συγκεκριμένο έργο του Ζιντ αλλά έχασε το χειρόγραφο σε μια μετακόμιση. «Ο Ιάσονάς μου είναι ο Θησέας του και δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό» συμπλήρωσε με ένα υπομειδίαμα περηφάνιας.

Στην παρακείμενη βιβλιοθήκη, σε ένα ράφι χαμηλό, έπεσε το μάτι μας στη ράχη μιας πολυκαιρισμένης, σκληρόδετης αγγλικής έκδοσης του πρώτου μυθιστορήματος του Τρούμαν Καπότε «Αλλες φωνές, άλλοι τόποι» (1948). Ο Βασίλης Βασιλικός άνοιξε το βιβλίο· ο «Μπαζίλ» είχε σημειώσει στις πρώτες σελίδες, με μολύβι, την ημερομηνία αγοράς του: 19 Ιουνίου 1952.

«Συνήθως λέω, για να ξεμπερδεύω περισσότερο, ότι διάβασα το "Εν ψυχρώ" και έτσι, απάνω σ' αυτό, έγραψα ύστερα το "Ζ" (σ.σ.: και τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1966). Δεν έγιναν όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα. Και μου δίνετε την ευκαιρία να το πω σ' εσάς για πρώτη φορά αφού πέσατε πάνω στο "πειστήριο". Μου άρεσε πολύ ο Καπότε απ' όταν ήμουν νέος. Είχα μάλιστα μεταφράσει - δυστυχώς έχασα και αυτή τη μετάφραση - το μυθιστόρημά του "The Grass Harp" (Η άρπα από χορτάρι, 1951). Οταν λοιπόν μια σουηδέζα φίλη μού έφερε την αγγλική έκδοση του "In Cold Blood", δεν το είδα τόσο, όντας τότε 32 ετών, ως ένα καταπληκτικό non-fiction novel (μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα), που ήταν βέβαια κι έτσι, αλλά περισσότερο σαν μια στροφή του αγαπημένου μου συγγραφέα, ενός συγγραφέα που με είχε ήδη "δουλέψει" από νωρίς, σε αυτό το είδος της γραφής» υπογράμμισε ο ίδιος.

«Η ανάγνωση του "Εν ψυχρώ" με βοήθησε ουσιαστικά να βρω την πρώτη φράση του "Z", με "ξεκλείδωσε" κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν ότι μου "την έδωσε στο κεφάλι" το βιβλίο έτσι απλά, δεν ήταν ότι δεν είχα διαβάσει άλλα βιβλία και άλλα ντοκουμέντα» εξήγησε ο Βασίλης Βασιλικός. Αλλωστε τα δύο έργα «δεν έχουν σχέση υπό την εξής έννοια: ο Καπότε έγραψε ένα φοβερό, αλλά 100% ντοκουμενταρισμένο μυθιστόρημα, και εκεί έγκειται η μαεστρία του, ενώ εγώ έγραψα ένα μυθιστόρημα κατά 50% βασισμένο στα τεκμήρια (σ.σ.: από τη δολοφονία του ειρηνιστή βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς τον Μάιο του 1963 στη Θεσσαλονίκη) και κατά 50% στη λογοτεχνική φαντασία· έγραψα, με άλλα λόγια, ένα μυθιστόρημα βασισμένο σ' ένα πραγματικό γεγονός». Δεν το έγραψε εύκολα βέβαια, όταν κατάφερε να το γράψει εν τέλει, ύστερα από λίγα χρόνια. Το 1974 εξέδωσε το αυτοβιογραφικό «Ημερολόγιο του Ζ», μια «απολογία» επί της ουσίας «προς έναν φίλο μου» για την «πρώτη αποβολή του βρέφους». Στην πρώτη μάλιστα μορφή του «Ζ» είχε διατηρήσει τα πραγματικά ονόματα των πρωταγωνιστών.

Ενας άλλος φίλος του (και μετέπειτα καθηγητής στο Αριστοτέλειο), ο Παναγιώτης Μουλάς, ο οποίος είχε αναλάβει τη φιλολογική επιμέλεια των λογοτεχνικών του κειμένων ως τότε, του είπε χαρακτηριστικά: «Βασίλη, καταπληκτικό το βιβλίο αλλά θα πας φυλακή». Ο επεξηγηματικός υπότιτλος του εκδοθέντος κειμένου, δηλαδή ο «οξύμωρος» χαρακτηρισμός του «Ζ» ως «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», ήταν ένας τρόπος «να θολώσω τα νερά, να αυτοπροστατευθώ» τόνισε ο Βασίλης Βασιλικός, δεν έκρυβε καμία θεωρητική ανησυχία. Πώς όμως έφθασε ο ίδιος να ασχοληθεί με την υπόθεση Λαμπράκη; «Την εποχή εκείνη ήμουν απολύτως ενταγμένος, εξαιτίας του καθοδηγητή και φίλου μου Δημήτρη Δεσποτίδη (σ.σ.: ο «Πέτρος της ΕΠΟΝ» και ψυχή του αριστερού εκδοτικού οίκου Θεμέλιο προδικτατορικά), σε ό,τι τότε δεν λεγόταν ακόμη Ανανεωτική Αριστερά -, ξέραμε όμως ότι δεν ήταν η ορθόδοξη. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει κανείς.

Εγώ πώς έγραψα το "Z"; Μόνο με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων; Οχι, ο Δημήτρης Δεσποτίδης μου είχε φέρει, φορτωμένο σ' ένα καμιόνι, όλο το υλικό του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη - τα πρακτικά της προανάκρισης και της ανάκρισης. Διάβασα δηλαδή, εκμεταλλευόμενους τις νομικές σπουδές μου, πώς ακριβώς οι εμπλεκόμενοι οδηγήθηκαν στην καταδίκη. Επιπλέον το έγκλημα έγινε 200 μέτρα από το πατρικό μου στη Θεσσαλονίκη. Οταν είδα τις φάτσες των τραμπούκων, συνειδητοποίησα ότι τους ήξερα, ήταν μικροπωλητές στην αγορά Μοδιάνο, άνθρωποι που ούτε που τους ένοιαζε η πολιτική, κι όμως μπλέχτηκαν στα γρανάζια του εγκληματικού μηχανισμού.

Οποιος θέλει να ερευνήσει την ιστορία της δολοφονίας του Λαμπράκη, από δικαστικής πλευράς, θα πρέπει να ψάξει ένα μέρος του αρχείου μου», στη «Συλλογή Βασίλη Βασιλικού» που φιλοξενείται σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Ενα άλλο μέρος του ογκωδέστατου αρχείου του βρίσκεται στη Γεννάδειο, όπου, μεταξύ άλλων, «υπάρχει και υλικό σχετικό με τη δίκη (της ανεξιχνίαστης ως σήμερα υπόθεσης) Πολκ. Ο πατέρας μου υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης του Γ. Στακτόπουλου, ενός εκ των κατηγορηθέντων για τη δολοφονία, μόνο που δεν ήταν αυτός» είπε ο συγγραφέας και αναζήτησε αίφνης τη γάτα. Βασίλης Βασιλικός, forever young!

Η εκδήλωσηΤην Τρίτη 25 Νοεμβρίου o Βασίλης Βασιλικός γιορτάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 60 χρόνια αδιάλειπτης συγγραφικής παρουσίας, γραφής και ανάγνωσης, σε μια βραδιά αφιερωμένη στον ίδιο και στο έργο του, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus και σε συνεργασία με το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο «Ο αναγνώστης». Ομιλητές: Βασίλης Βασιλικός, Θανάσης Αγάθος, Κώστας Καλφόπουλος. Μήνυμα στέλνει ο σκηνοθέτης (του «Ζ») Κώστας Γαβράς. Μιλούν ακόμη η συγγραφείς Αλκη Ζέη και Αρης Μαραγκόπουλος, ο ποιητής Μιχαήλ Μήτρας, οι σκηνοθέτες Έφη Θεοδώρου και Τάκης Παπαγιαννίδης και άλλοι καλλιτέχνες. Σύντομα αποσπάσματα των έργων του διαβάζει η ηθοποιός Πέμυ Ζούνη. Την εκδήλωση, που αρχίζει στις 19.00, συντονίζει ο κριτικός Αριστοτέλης Σαΐνης. Η είσοδος είναι ελεύθερη (με δελτία προτεραιότητας).

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Νέο-τετζελισμός, Εφημερίδα των Συντακτών, 19 Νοεμβρίου 2014



       Η εξουσία παράγει πραγματικότητα, ισχυρίζεται ο Φουκώ. Που σημαίνει, η εξουσία ως θεσμική οντότητα(κυβέρνηση, οργανισμοί, κ.λπ) διαμορφώνει τόσο το πεδίο της συνάντησης με τους εξουσιαζόμενους όσο και τις σχέσεις που διέπουν αυτή τη σχέση, καθώς και τον τρόπο που οι πολίτες σκέφτονται, στοχάζονται και αναστοχάζονται για όσα συμβαίνουν στο πλαίσιο της πραγματικότητας που η εξουσία έχει φροντίσει να συγκροτήσει.
    Κλασικό παράδειγμα για την κατανόηση αυτής της άποψης είναι ο Δομινικανός μοναχός Τέτζελ. Δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αξιοποιήσει την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η καθολική εκκλησία στον Μεσαίωνα. Στηρίχτηκε στο φόβο και την αβεβαιότητα για το τι ακολουθεί τον θάνατο. Παράδεισος ή κόλαση; Αυτό εξαρτιόταν από τις αμαρτίες του πιστού. Η ηγεσία της καθολικής εκκλησίας λειτούργησε ως μορφή εξουσίας που διαχειρίστηκε τον μεταφυσικό φόβο. Το μέλλον μετά την έξοδο από τον φθαρτό κόσμο. Αναγορεύεται  η εκκλησιαστική διοίκηση σε διαμεσολαβητή για την απάλειψη του ημαρτημένου παρελθόντος. Με μια προϋπόθεση. Να αγοράσουν οι αμαρτήσαντες συγχωροχάρτια. Όσο δε πιο μεγάλο το ποσό που καταβάλλει ο πιστός τόσο καλύτερα για το μεταφυσικό του  μέλλον . Και τότε γίνεται φως και οι αμαρτίες κονιορτοποιούνται. «Μόλις ο ήχος του χρυσού νομίσματος ακουστεί πέφτοντας στον δίσκο, η ψυχή αναπηδάει έξω από το καθαρτήριο πυρ». Να που το μεταφυσικό μέλλον μπορεί να εξαγοραστεί. Ο Τέτζελ δημιούργησε μια σχολή πρακτικής για την κάθε λογής εξουσία, τον τετζελισμό-επιτρέψτε μου τον νεολογισμό. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το κομβικό σημείο για τη χειραγώγηση των ανθρώπων είναι ο έλεγχος, από τη μεριά της εξουσίας, του μέλλοντος των εξουσιαζόμενων.
        Αυτό συμβαίνει σε περιόδους έντονης κρίσης. Όταν διακυβεύεται το μέλλον. Το οποιοδήποτε μέλλον. Στο Μεσαίωνα ο Τέτζελ , με την υποστήριξη του Πάπα, προσπάθησε να εξαργυρώσει τη μεταφυσική ανησυχία των πιστών. Στα χρόνια του μνημονίου, επανεμφανίζεται η αντίληψη του ‘πρωτοπόρου’ της χειραγώγησης της σκέψης. Πρόκειται για τον νέο-τετζελισμό, απόδειξη της αρχής ότι το παρελθόν συχνά πυκνά επανέρχεται, έστω και ως βρικόλακας ή μεταμφιεσμένο ή ως καρικατούρα. Ο εισηγητής της αναδιατύπωσης του τετζελικού αξιώματος είναι το υπουργείο παιδείας. Αφού η μνημονιακή πολιτική διαμόρφωσε ένα νέο πεδίο, μια νέα πραγματικότητα, έρχεται η εξουσία της συγκυβέρνησης, που εκφράζει την υπέρτατη εξουσία του  θεού της μνημονιακής Ελλάδας, της τρόικας, να εξαγγείλει τετζελόμορφους τρόπους για τη σωτηρία των εργαζομένων, των εκπαιδευτικών στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αφού πρώτα απορύθμισε τις εργασιακές σχέσεις. Αφού εξώθησε έμπειρους και ικανούς εκπαιδευτικούς στην αναζήτηση τρόπων διάσωσης από τη μνημονιακή λαίλαπα και στη συνταξιοδότηση, κατηγορώντας τους με σφοδρότητα και με άστοχες γενικεύσεις ως διεφθαρμένους, τεμπέληδες και συνεπώς βυθισμένους στην κοινωνική ‘αμαρτία’. Αφού συρρίκνωσε τα σχολεία και τορπίλισε την προοπτική νέου σχεδιασμού της τεχνικής εκπαίδευσης, με τη διαθεσιμότητα χρήσιμων εκπαιδευτικών και την απειλή της οριστικής απόλυσης. Αφού σκόρπισε την απελπισία στους νέους με την απειλητική για την κοινωνική συνοχή αύξηση της ανεργίας.
       Εμφανίζεται ο νεο-τετζελισμός ως σωτήρας να προτείνει λύση για τον αμαρτωλό κόσμο του παρελθόντος που ζει στην εξαθλίωση και την αβεβαιότητα και ο λόγος είναι οι δικές του αμαρτίες. Η κρίση αναπαριστάται ως ένα προπατορικό αμάρτημα για το οποίο ευθύνη έχουν συλλήβδην όλοι. Η εξουσία έχει πάντα τον τρόπο να μετακυλύει   τις ευθύνες της στις πλάτες των εξουσιαζομένων.
       Ο νέο-τετζελισμός στην εκπαίδευση προτείνει εξαγορά του μέλλοντος με την απλήρωτη εργασία. Μόνη ανταμοιβή κάποια μόρια που θα συσσωρεύονται για τη διασφάλιση μιας καλής θέσης στο νέο κόσμο που ευαγγελίζονται οι ολετήρες της Ελλάδας.  Η εξουσία του υπουργείου παιδείας, ου μην και της συγκυβέρνησης, προτείνει να εργάζονται οι εκπαιδευτικοί για να προετοιμάσουν το μέλλον τους. Άλλωστε, όταν ετοιμάζεις τα προικιά σου πληρώνεις,  δεν πληρώνεσαι.
       Να λοιπόν πώς μπορεί να δημιουργηθεί η νέα Ελλάδα. Το μέλλον χρειάζεται θυσίες. Το μέλλον είναι ένας μύλος που αλέθει όνειρα και ανθρώπους-προπάντων νέους. Τα μόρια είναι αυτά που ανοίγουν την πόρτα στο μέλλον. Χρειάζεται όμως υπομονή. Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. Κάθε δε φορά που ένα καινούριο μόριο θα μπαίνει στο σακούλι του νέου εκπαιδευτικού η ψυχή του θα πεταρίζει προς το μέλλον. Θα δυναμώνουν τα φτερά της. Όσον δε αφορά το σώμα και τις γήινες ανάγκες του παρόντος, ποιος νοιάζεται γι’ αυτό. Ο τετζελισμός ενδιαφέρεται για το δικό της συμφέρον, για την εξουσία του. Αδιαφορεί  για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.




Βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου της Άννας Ι. Στεργίου, Τάσος Χαλκιάς, το φύσημα του Θεού, εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, Αθήνα 214, σελ.383, Δημοτικό Ωδείο Λάρισας, 19 Νοεμβρίου 2014





Νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που κλήθηκα να λάβω μέρος σε μια εκδήλωση- μυσταγωγία στο λαϊκό μας πολιτισμό. Να μιλήσω για τον Τάσο Χαλκιά και το θείο δώρο του που χάρισε απλόχερα σ’ όλους τους Έλληνες και όχι μόνο. Προσφυώς η συγγραφέας του βιβλίου αποτυπώνει αυτή τη διάσταση από την πρώτη επαφή που έχει ο αναγνώστης με το βιβλίο,  με το χαρακτηρισμό της υψηλής τέχνη του Χαλκιά ως φύσημα του Θεού.
    Η συγγραφέας επιλέγει τη μυθιστορηματική βιογραφία του Τάσου Χαλκιά και αναπτύσσει το έργο της με σεβασμό και αγάπη στον Τάσο Χαλκιά, την τέχνη του αλλά και όλα όσα πλαισίωσαν τη ζωή του και τον καθόρισαν. Τα όνειρα και τον πόνο, τη φτώχεια και τις κακουχίες, τον αγώνα και τις προσδοκίες, την αναζήτηση αλλά και την ωρίμανση της τέχνης του που τον ανεβάζει και τον τοποθετεί στη μοναχική βουνοκορφή της λαϊκής τέχνης της Ηπείρου, της Ελλάδας, του κόσμου όλου.
     Ο Τάσος Χαλκιάς δεν είναι ένας συνηθισμένος μουσικός. Δεν υπήρξε ένας απλός, έστω προικισμένος δεξιοτέχνης του κλαρίνου. Ανήκε στους εκλεκτούς, σ’ αυτούς που η μοίρα επέλεξε να φανεί γενναιόδωρη χαρίζοντάς τους την τέχνη της μαγείας. Αυτό είναι ό Τάσος Χαλκιάς. Κατέχει την τέχνη να σαγηνεύει, να παρασύρει, να απογειώνει να μεταμορφώνει όσους τον άκουγαν. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα(302). «Ο Τάσος σε κάθε γλέντι γνώριζε την αποθέωση του κοινού. Αυτό που άλλοι καλλιτέχνες ονειρεύονται μια ζωή, εκείνος το κέρδιζε σε κάθε γλέντι, σε κάθε παράσταση. Ο Χρήστος χαιρόταν και τον καμάρωνε. Ήταν παράξενο! Στο σπίτι τους ήταν ένας κανονικός άνθρωπος και μόλις έπαιζε στο πάλκο, υπήρχαν άνθρωποι που τον λάτρευαν σαν θεό. Μυσταγωγία».
    Δεν είναι υπερβολή όσα γράφει η Στεργίου στη μυθοπλαστική βιογραφία του Τάσου Χαλκιά. Ο Χαλκιάς υπήρξε η Κίρκη του μουσικού μας πολιτισμού. Το κλαρίνο του που το χρησιμοποιούσε ως γέφυρα επικοινωνίας με το ακροατήριο μάγευε το κοινό που το μεταμόρφωνε καθιστώντας τα άτομα μέλη  ενός θιάσου μυσταγωγίας που ένιωθαν να αλλάζουν φύση, όπως έγινε με τους συντρόφους του Οδυσσέα στο νησί της Κίρκης.
    Για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή ενδεχομένως να ηχούν όλα αυτά παράξενα. Ωστόσο, οι μαρτυρίες είναι πειστικές. Τα γράφει η συγγραφέας, τα μαρτυρούν όσα τα έζησαν. Τα γνωρίζουμε από τα όσα έχουν γραφτεί, αιώνες τώρα, για τη δύναμη της μουσικής και της μουσικής τελετουργίας. Ο Πλάτωνας στον Φαίδρο χαρακτηρίζει αυτή την αλλαγή, την ψυχική απογείωση, ως θεία εξαλλαγή των ειωθότων νομίμων. Με άλλα λόγια, τόσο ο μουσικός-Κίρκη όσο και οι ακροατές του απαλλάσσονται από την καθημερινότητά τους, από τις συμβατικότητες που τους χαρακτηρίζουν. Μεταλλάσσονται. Αφήνουν πίσω το συμβατικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Απογειώνονται. Μετακινούνται σε ένα διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας , όπου βιώνουν συναισθήματα πρωτόγνωρα.
   Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκε ο Τάσος Χαλκιάς και η μουσική του. Το κλαρίνο του μετάλλασσε όσους το άκουγαν. Υποτάσσονταν στο θείο χάρισμά του και γίνονταν μέλη της μουσικής μυσταγωγίας, που οφειλόταν στη μουσική ιδιοφυία του Τάσου Χαλκιά.
    Αυτή η δύναμη της τέχνης του μπορεί να κατανοηθεί ακόμη καλύτερα αν παρακολουθήσουμε τον Χαλκιά της καθημερινότητας. Μακριά από το πάλκο και τη μουσική τελετουργία. Ο γιος του Λάκης γράφει(16). «Δεν εξωτερίκευε ποτέ τα συναισθήματά του και λέξη όπως το «σ’ αγαπώ» δεν τη γνώριζε, γιατί είχε άλλους κώδικες έκφρασης, δικούς του, και αυτοί μπορεί να ήταν ένα χάδι και μια αγκαλιά, γεμάτη αγάπη και στοργή».
       Ο Χαλκιάς ήταν δωρικός , σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον της Ηπείρου. Μεγάλωσε σε σκληρές συνθήκες, όπου δεν περίσσευε χρόνος και ενέργεια για ξόδεμα. Όλα ήταν μετρημένα και η στέρηση δεν άφηνε χώρο για επανάπαυση. Σ’ αυτό το περιβάλλον ο πόνος είναι αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού και το μοιρολόι δεν αποτελεί αναστολή της δράσης. Δεν είναι δήλωση εσωστρέφειας και εγκατάλειψης του αγώνα για επιβίωση. Αντίθετα, το μοιρολόι είναι αποχαιρετισμός στους αγαπημένους νεκρούς που τοποθετούνται πλέον στο οικογενειακό εικονοστάσι. Είναι επιπλέον το μοιρολόι δήλωση κατάφασης στη ζωή. Ο πόνος αποτελούσε πρόκληση και υπόσχεση στους αγαπημένους νεκρούς. Δεν ταιριάζει η ηττοπάθεια στον πολιτισμό που γέννησε τον Τάσο Χαλκιά.
       Δανείζομαι  ένα απόσπασμα από το βιβλίο, από την εποχή που ο Χαλκιάς έπαιζε στην Ουάσιγντον όπου γνώρισε έναν βορειοηπειρώτη σερβιτόρο. Το μοιρολόγι έγινε ο κοινός τόπος του πόνου και του παρελθόντος αλλά και η έκφραση των προσδοκιών για τον μέλλον. «Ξεκίνησε να παίζει  ένα μοιρολόι και ξαφνικά , όσοι του έλειπαν κι όσα ήθελε από τη ζωή του, ήταν εκεί. Μέσα στη μελωδία χώρεσαν τα παιδιά του, τα αδικοχαμένα μωρά από το βομβαρδισμό, ο παραλογισμός της κυρά-Βασιλικής, η μυρωδιά του κορμιού της Μαρίκας, η μικρή κιθάρα του Λάκη, τα νάζια της Νίκης, το χαμόγελο του Χρήστου, ο πρόωρα πεθαμένος πατέρας, η δοξαριά του Κυριάκου, το καλαμπούρι του Φώτη, η δροσεράδα του χωριού του(…)Οι μελωδίες του κλαρίνου ξετύλιγαν το παρελθόν, φανέρωναν τους αναστεναγμούς του παρόντος κι άφηναν υπαινιγμούς για τις κρυμμένες προσδοκίες για το μέλλον»(268).
    Το μοιρολόι για τον Ηπειρώτη ήταν ένας τρόπος να θυμηθεί αλλά και να αναμετρηθεί με το μέλλον. Ήταν το άκουσμα που έβγαινε μέσα από τα ζόρκα βουνά της Ηπείρου, που αντηχούν τους καημούς αλλά και τα όνειρα για το μέλλον.
    Σ’ αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τάσος Χαλκιάς. Συνεπώς, κουβαλούσε την Ήπειρο και τον πολιτισμό της. Το κλαρίνο του έγινε το μέσο για να μιλήσει για τη ζωή των δικών του, τη δική του αλλά και όλων των ανθρώπων του μόχθου. Αν κάποιος αγνοήσει αυτό τον κόσμο, ίσως να δυσκολευτεί να κατανοήσει τον τρόπο που σκεφτόταν και δρούσε ο Τάσος Χαλκιάς. Ίσως θα θεωρούσε πως είναι στεγνός από αισθήματα και γι’ αυτό δεν προφέρει λέξεις τρυφερές(σ’ αγαπώ), τόσο οικείες στον σύγχρονο πολιτισμό. Για τον Τάσο Χαλκιά όμως, για το λαϊκό πολιτισμό της Ηπείρου-και όχι μόνο-η τρυφερότητα δεν εγκλωβιζόταν στα λόγια. Όλα ήταν δράση. Τότε, η ψυχή, το πρόσωπο, τα πάντα πλημμύριζαν από την τρυφερότητα που δεν ήταν μαθημένος να τα εκφράσει με λόγια. Η Στεργίου γράφει, δια στόματος Χρήστου, του γιου του. «Όσες λέξεις δεν άκουσε από τα χείλη του, τις άκουγε από το κλαρίνο του. Ήταν ο τρόπος επικοινωνίας του με τους ανθρώπους»(302).
    Ακόμη, για να κατανοήσει τη μεγαλοσύνη και την πορεία του Τάσου Χαλκιά προς την κορφή του μουσικού Ολύμπου της παράδοσής μας θα πρέπει ο αναγνώστης να διαβάσει με προσοχή το  βιβλίο και να εστιάσει στο ρόλο της οικογένειας, των τριών σημαντικών γυναικών στη ζωή του Χαλκιά(της μάνας του Βασιλικής, της πρώτης του, της αδελφής Σοφίας, της πρώτης και της δεύτερης γυναίκας του,  Χριστίνας και Μαρίκας αντίστοιχα), το ρόλο του μεγάλου αδελφού που γύρω του κούρνιασε όλη η οικογένεια. Θα διαπιστώσει πως μέσα από τα πρόσωπα αυτά περνάει η κοινωνική ιστορία του λαϊκού μας πολιτισμού. Ο Τάσος Χαλκιάς γαλβανίζεται μέσα στην οικογένειά του. Οι γυναίκες της ζωής του στέκουν ακοίμητοι φρουροί κρατώντας –ή και ενισχύοντας-τη φλόγα του κεριού της τέχνης του. Η κυρά-Βασιλική, η μάνα του, αυτή η πέτρινη μορφή της οικογένειας που κλείδωσε την ψυχή της στον πόνο για να στηρίξει την οικογένειά της, είναι εκείνη που ένιωσε τον καημό του παιδιού της και, χωρίς πολλές φιοριτούρες- πούλησε τις έξι γίδες, τις τόσο απαραίτητες για να αναστήσει την οικογένειά της, για ν’ αγοράσει το πρώτο κλαρίνο του Τάσου. Αυτοθυσία που δεν κραυγάζει και δεν περιμένει αντάλλαγμα. Της αρκεί η ευτυχία του παιδιού της.
    Πολλά θα μπορούσε να ιστορήσει κανείς για όλα αυτά. Ωστόσο,  αυτά καρπίζουν γιατί ο Τάσος Χαλκιάς ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ένας ευλογημένος από το ταλέντο καλλιτέχνης, που μπόρεσε να κάνει τον πόνο και τα όνειρα τρόπο παιξίματος του κλαρίνου. Που έδωσε πνοή και ψυχή στο όργανο αυτό. Που το μετέτρεψε σε ραψωδό των περιπετειών του λαού μας, σε υμνητή των συναισθημάτων του.
     Όμως, η μουσική, ο λαϊκός πολιτισμός, όταν αναδεικνύει τις δημιουργικές δυνάμεις, αποδεικνύει ότι αποτελεί σημείο σύγκλισης ανάμεσα σε λαούς που ζούνε πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο. Υπερβαίνει τα σύνορα και τις αντιθέσεις. Φέρει στην επιφάνεια την τέχνη ως κοινό τόπο αναφοράς, καταργώντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην επώνυμη δημιουργία και τη λαϊκή τέχνη. Τρανό είναι το παράδειγμα της γοητείας που ασκεί ο Τάσος Χαλκιάς σε τραγουδοποιούς(Σαββόπουλος) ,  συνθέτες(Θεοδωράκης, Καραϊνδρου) αλλά και άλλους καλλιτέχνες(Ρίτσος, Τσαρούχης). Η γλώσσα της τέχνης είναι μία. Οι τρόποι διαφέρουν. Ο Τάσος Χαλκιάς μπόρεσε να αναδείξει το λαϊκό όργανο που έπαιζε, το κλαρίνο του, σε μέσο επικοινωνίας με άλλους καλλιτέχνες, Έλληνες και μη. Η μουσική του δεξιότητα παραμέρισε τον γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό σαγήνευσε τον σπουδαίο Benny Goodman, ο οποίος υποκλίθηκε στην ιδιοφυία του Χαλκιά, στην αστείρευτη δημιουργικότητά του που αποκάλυψε στον αμερικανό καλλιτέχνη  μια νέα οπτική.
       Ο Τάσος Χαλκιάς υπήρξε ένας σπουδαίος δημιουργός. Οι μανδαρίνοι της γραφειοκρατίας του υπουργείου πολιτισμού απεφάνθησαν ότι ο Χαλκιάς δεν ήταν δημιουργός και συνεπώς δεν εδικαιούντο σύνταξη. Αυτό το γεγονός τον πίκρανε.
      Όμως, πώς μπορεί να αξιολογήσει ένας γραφειοκράτης τον σταυραετό της μουσικής μας παράδοσης; Αγνοούν την πραγματική έννοια της δημιουργίας. Δεν μετριέται αυτή με το γράψιμο νέων τραγουδιών, που συχνά ταλαιπωρούν την αισθητική της λαϊκής δημιουργίας. Ο μουσικός, ο λαϊκός δημιουργός κάθε φορά που ανεβαίνει στο πάλκο και αρχίζει να αυτοσχεδιάζει αναδεικνύεται σε κορυφαίο δημιουργό. Και το μέτρο για την αξιολόγηση της δημιουργίας είναι οι ακροατές, ιδίως οι πανηγυριστές-μέλη του κύκλου της λαϊκής μυσταγωγίας.
      Ο Τάσος Χαλκιάς υπήρξε ένας μύστης, ένας γητευτής ψυχών. Με τη δεξιοτεχνία του και τη μουσική ιδιοφυία του ανάγκασε τους πάντες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, να σεβαστούν τη λαϊκή μας παράδοση. Της έδωσε μπόι.
   

     

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΓΑΣ,Το χρονικό ενηλικίωσης στα Τρίκαλα του 1951-69, Η Καθημερινή,16 Νοεμβρίου 2014




ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
Τρίκαλα 1951-1969: Η πόλη όπου γεννήθηκα
εκδ. Γαβριηλίδης, 2014
Το βιβλίο του Ηλία Κεφάλα ξεκινά με ένα λάθος στον υπότιτλο. Τα Τρίκαλα δεν είναι η πόλη που γεννήθηκε. Τα Τρίκαλα αυτού του βιβλίου είναι η πόλη στην οποία ενηλικιώθηκε. Ηδη από τη χρονολογία που αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου «1951-1969», και σε συνδυασμό με το βιογραφικό του, ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται αυτό.

Ο Ηλίας Κεφάλας είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικογράφος. Με το τελευταίο του βιβλίο επιχειρεί την καταγραφή χαρακτηριστικών και εμπειριών της γενέθλιας πόλης του. Με είκοσι ανεξάρτητα μεταξύ τους –αλλά μερικές φορές αλληλοσυμπληρούμενα– ολιγοσέλιδα κείμενα, περιγράφει το χωριό στο οποίο γεννήθηκε και την πόλη στην οποία πέρασε τα χρόνια του γυμνασίου. Συναντούμε αφηγήσεις και περιγραφές οι οποίες είναι γνωστές από λογοτεχνικά, και μη, βιβλία αλλά και από οικογενειακές περιγραφές.

Στα Τρίκαλα και στις γύρω περιοχές που αναφέρονται στο βιβλίο, καθρεπτίζονται η ζωή και τα χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε επαρχιακής πόλης της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Κύρια ασχολία του πληθυσμού στα χωριά είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, και οι εικόνες που περιγράφονται είναι εικόνες φτώχειας και ανέχειας. Συγγενείς και συγχωριανοί δημιουργούν μικροκοινότητες αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Οι δυνατότητες όλων είναι περιορισμένες, και η μοίρα τους εν πολλοίς προκαθορισμένη.

Ο Κεφάλας όμως εντοπίζει και καταγράφει και τα στοιχεία εκείνα της πόλης των Τρικάλων που την καθιστούν ιδιαίτερη. Το ποτάμι που διατρέχει ακόμα και σήμερα το κέντρο της, οι περιφερειακοί συνοικισμοί που πλέον έχουν γίνει ένα με την πόλη λόγω της επέκτασής της, το τζαμί, οι φυλακές που μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000 βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης.

Παράλληλα με την περιγραφή της περιοχής, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται. Η πόλη γίνεται η αφορμή, το όχημα για να διηγηθεί αποσπάσματα από την παιδική και εφηβική του ηλικία. Κύριο θέμα του είναι η αγάπη του για το διάβασμα που μετουσιώθηκε στην ανάγκη για συγγραφή. Ανασυστήνει τα πρώτα του ερεθίσματα: βιτρίνες βιβλιοπωλείων, το πρώτο βιβλίο που αγόρασε, το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό, η πρώτη απόπειρα συγγραφής και δημοσίευσης. Τότε έρχεται η υπενθύμιση της εποχής και των δυσκολιών της, όταν μας πληροφορεί για τις στερήσεις που έπρεπε να κάνει για την αγορά ενός βιβλίου, χωρίς διάθεση για μεμψιμοιρία. Ακόμα και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο –εκτός αυτών του στενού οικογενειακού κύκλου–, είναι στην πλειονότητά τους άνθρωποι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μετέπειτα λογοτέχνη. Ενας καθηγητής του, ο διευθυντής της εφημερίδας όπου δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα και ένας θείος του με το παρατσούκλι «φιλόσοφος», δίπλα στον οποίο έμαθε πολλά πράγματα.

Ολόκληρο το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και την «τοπογραφία», με την πλάστιγγα να γέρνει πότε στη μία πλευρά και πότε στην άλλη. Οσο πλησιάζουμε προς το τέλος του βιβλίου, οπότε και επέρχεται η ενηλικίωση –όχι μόνο ηλικιακή, μα και πνευματική–, τόσο αυξάνονται τα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η πόλη παίζει πλέον συμπρωταγωνιστικό ρόλο.

Η ουσία του βιβλίου συμπυκνώνεται στο κείμενο με τίτλο «Η ζωή του μαθητή και το ξύπνημα της ποίησης». Εκεί, τα βιωματικά στοιχεία μπλέκονται με την έμπνευση, και ο συγγραφέας εξομολογείται ότι στα τοπικά πανηγύρια απομακρυνόταν από την οικογένειά του και έστεκε θλιμμένος μέσα στο δάσος – εικόνα που θυμίζει έντονα μια αντίστοιχη αφήγηση του Θανάση Βαλτινού στο μυθιστόρημα Ανάπλους (εκδ. Εστία). Είναι η στιγμή που ο Κεφάλας βιώνει μια απέραντη θλίψη. Θα του πάρει καιρό αλλά τελικά θα καταλάβει ότι η θλίψη αυτή είναι ο προσωπικός του μηχανισμός, που μετατρέπει τα βιώματα σε συνειδητοποίηση και τη συνειδητοποίηση σε λογοτεχνία.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Δημητρακόπουλος Σάκης,Στέισι Κέντ: Το τζαζ τραγούδι μιας κοσμοπολίτισσας, ΤΟ ΒΗΜΑ, Στέισι Κέντ: Το τζαζ τραγούδι μιας κοσμοπολίτισσας


  


Η αμερικανίδα τραγουδίστρια επισκέπτεται για πρώτη φορά τη χώρα μας στο Gazarte
Στέισι Κέντ: Το τζαζ τραγούδι μιας κοσμοπολίτισσας


Η Στέισι Κεντ ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των αμερικανίδων τραγουδιστριών που τα έφερε η τύχη να κάνουν καριέρα και να βρουν καλλιτεχνική θαλπωρή στην Ευρώπη. Δεν μετακόμισε στη Βρετανία για τους λόγους που κατέφυγαν στο παρελθόν σπουδαία ονόματα όπως η Τζοζεφίν Μπέικερ και η Νίνα Σιμόν  ή ακόμη πιο πρόσφατα η Ντι Ντι Μπριτζγουότερ στο Παρίσι. Τελειώνοντας το κολλέγιο στη Νέα Υόρκη άρχισε σπουδές το Guildhall του Λονδίνου όπου και γνώρισε τον μετέπειτα συνεργάτη και σύζυγό της, τον σαξοφωνίστα Τζιμ Τόλμινσον.

Η εμφάνισή της στο Gazarte την βρίσκει στο πιο ώριμο ίσως στάδιο της καριέρας της με μία δεκάδα εξαιρετικών και στην χειρότερη περίπτωση άκρως ενδιαφέροντων άλμπουμ και έχει καταφέρει να διακριθεί με τη ζεστή και κρυστάλινη φωνή της ως μία από τις πιο σημαντικές λευκές τζαζ τραγουδίστριες των τελευταίων χρόνων. Συμβόλαιο στην αγαπημένη εταιρία Blue Note και άλμπουμ όπως τα «Breakfast On The Morning Tram», «Raconte-moi» και το πρόσφατο «The Changing Lights» ή ακόμη η συνεργασία του ιαπωνικής καταγωγής βρετανού συγγραφέα Κάζουο Ισιγκούρο σε κάποια από τα τραγούδια της συνθέτουν ένα προφίλ  αρκετά κοντά στα πρότυπα του παρελθόντος. Η Στέσι Κεντ μίλησε στο ΒΗΜΑ λίγες ημέρες προτού επισκεφθεί την Αθήνα.
Πολύ συχνά σας συγκρίνουν με πολύ σπουδαίες τραγουδίστριες του παρελθόντος όπως η Μπίλι Χολιντέι. Πως αντιδράτε σε αυτό;
- Οι συγκρίσεις αυτές χωρίς αμφιβολία είναι κολακευτικές. Οι μεγάλες τραγουδίστριες έχουν έναν τρόπο να επικοινωνούν τα συναισθήματά τους μέσα από ένα τραγούδι. Εάν μπορώ να το κάνω αυτό, θα είμαι πολύ ευτυχισμένη.
Όταν αρχίσατε να τραγουδάτε τζαζ είχατε τον φόβο ότι αυτό το είδος «ανήκει» στις μαύρες τραγουδίστριες;
- Όχι. Η τζαζ είναι η μουσική που γεννήθηκε από το διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες. Μαύροι και λευκοί, άντρες και γυναίκες. Δεν ανήκει αποκλειστικά σε καμία κουλτούρα χωρίς σύνορα.
Νιώθετε καμιά φορά ότι χτίζετε ένα κοινό για την τζαζ;
- Ξέρω, γιατί μου το έχουν πει και πολλοί θαυμαστές μου, ότι ανακάλυψαν τη τζαζ γενικότερα μέσα από τη μουσική μου. Μου αρέσουν όλα τα είδη μουσικής και έτσι δεν συνηγορώ συνειδητά υπέρ της τζαζ αλλά αν η μουσική μου, ανοίγει πόρτες σε ακροατές για να ακούσουν περισσότερη μουσική, αυτό σίγουρα είναι ένα καλό πράγμα.
Προέρχεστε από μία οικογένεια με παράδοση στο τραγούδι;
- Τραγουδώ από τότε που με θυμάμαι αλλά όχι η οικογένειά μου δεν ήταν δοσμένη στο τραγούδι.
Γυρνώντας τον κόσμο από μικρό παιδί σας βοήθησε να εξελίξετε την τέχνη σας;
- Οπωσδήποτε έχω μία ευρεία εικόνα του κόσμου και αυτό φαίνεται στην μουσική μου. Μιλώ γαλλικά, πορτογαλικά, ιταλικά και γερμανικά και έχω ταξιδέψει πάρα πολύ. Τραγουδώ εξίσου καλά γαλλικά και πορτογαλικά και έτσι η ιδέα  του ταξιδιού «ενημερώνει» την μουσική μου κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Γιατί πιστεύετε ότι έχετε μεγαλύτερη δημοτικότητα στη Βρετανία ως αμερικανίδα τραγουδίστρια που είστε;
- Πραγματικά δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό. Υπάρχει ιστορικό αμερικανίδων τραγουδιστριών που γνωρίζουν επιτυχία στη Βρετανία, για παράδειγμα η Μάριον Μοντγκόμερι, που ήταν και φίλη. Αλλά επειδή ταξιδεύω συχνά σε ολόκληρο τον κόσμο και βρίσκω συγγενικά σκεπτόμενους ανθρώπους και αντιλαμβάνομαι πόσο η μουσική μας ενώνει, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Αυτή τη χρονιά στο πλαίσιο της περιοδείας  «The Changing Lights» έχω βρεθεί σε 30 χώρες και ακόμη συνεχίζουμε. Με συναρπάζει ακόμη το πόσο συνδεδεμένοι νιώθουμε ο ένας με τον άλλον μέσα από τη μουσική. Είναι μία ανθρώπινη συνθήκη που με εκπλήσσει πάντα. Και πάλι χωρίς σύνορα…
Ακούω πολλές φολκ αναφορές στη μουσική σας…
- Ευχαριστώ. Ακουγα πολύ φολκ μουσική μεγαλώνοντας. Ακόμη αγαπώ πολύ τη φολκ και την κάντρι (Ο Γουίλι Νέλσον είναι ένας από τους ήρωές μου) και ζώντας στο Κολοράντο όπως εγώ, ακούω πολύ φολκ μουσική. Ο Τζον Ντένβερ ήταν ντόπιος στην γειτονιά μου και μεγάλωσα με αυτή την αίσθηση, Συνδέομαι με το αφηγηματικό στυλ της φολκ μουσικής. Θεωρώ πως είμαι τόσο παραμυθάς όσο και τραγουδίστρια.
Τι θυμάστε ως το πιο κρίσιμο σημείο στη ζωής ώστε να πείτε «θέλω να γίνω τραγουδίστρια»;
- Θυμάμαι να ακούω τον Λούι Αμστρονγκ να τραγουδά το «Stardust» όταν ήμουν παιδί. Δεν ήξερα τότε πως αυτό ονομαζόταν τζαζ αλλά σίγουρα με έκανε να θέλω να έχω μια μουσική ζωή.
Η συνεργασία σας με τον σύζυγό σας και σαξοφωνίστα Τζιμ Τόμλινσον αποδείχτηκε ως μία  από τις πιο ενδιαφέρουσες σχέσεις στην σύγχρονη τζαζ. Πως δουλεύετε με αυτόν;
- Είμαι με τον Τζιμ 24 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα. Ταξιδεύουμε και δουλεύουμε μαζί ασταμάτητα. Όταν δεν δουλεύουμε ξοδεύουμε και πάλι όλο το χρόνο μας μαζί. Και το κάνουμε επειδή μας αρέσει να είμαστε μαζί, αγαπάμε τα ίδια πράγματα και απολαμβάνουμε ο ένας την παρέα του άλλου. Μουσικά η εμπειρία είναι υπέροχη, μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος και είναι ένας συνεχής διάλογος.
Πως αισθάνεστε όταν ερμηνεύετε ένα σύγχρονο τραγούδι αμέσως μετά από ένα αμερικανικό κλασικό;
- Πολύ φυσικά. Επιλέγω κλασικά τραγούδια αξεπέραστα στο χρόνο και μία ποιότητα παγκοσμίου βεληνεκούς και τα τραγούδια που γράφουμε ο Τζιμ και εγώ πιστεύω έχουν την ίδια ποιότητα. Εάν τραγουδάς για την αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων, είναι ένα αξεπέραστο θέμα.
Τι θέλατε να είστε αν όχι τραγουδίστρια;
- Να είμαι τραγουδίστρια! Αυτό ήθελα πάντα!
Ως τραγουδίστρια αισθάνεστε την ανάγκη να δείξετε ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν γύρω σας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο;
- Τα θέματα που τραγουδώ διαπερνούν τα κοινωνικά, εθνικά και πολιτικά σύνορα. Τραγουδώ για ο,τι ενώνει τους ανθρώπους: την ελπίδα, την αγάπη, τον πόνο και την απώλεια. Τραγουδώ για ανθρώπινες καταστάσεις, και μπαίνω στο συναίσθημα και την έκφραση του ανθρώπινου συναισθήματος σε όλες τις φόρμες του. Είμαι τυχερή ώστε να έχω σκέψεις και συναισθήματα που μπορώ να εκφράσω μέσα από τη μουσική και το τραγούδι μου.
Ποιο είναι το άλμπουμ σας για το οποίο αισθάνεστε περισσότερο υπερήφανη και γιατί;
- Πρέπει να πω το «The Changing Lights». Είναι το άλμπουμ που εκφράζει πιο ολοκληρωμένα και επιτυχημένα εμένα την περίοδο που το έκανα. Εχει πολύ μεγάλη σχέση με την ευαισθησία μου και μου αρέσει να τραβώ τους ακροατές μου προς τα εκεί. Αγάπησα αυτό το άλμπουμ και την περιοδεία του περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Τι θα δούμε στο Gazarte;
- Θα είναι η πρώτη μου φορά στην Αθήνα και έτσι θα παρουσιάσω το «The Changing Lights» αν και πάντα γίνονται δεκτές οι παραγγελίες από άλλες δουλειές. Μου αρέσει το γλυκό καλωσόρισμα των θαυμαστών μέσα από το facebook που επιχειρούν να με πλησιάσουν πριν από κάθε συναυλία. Ανυπομονώ να μοιραστώ μία μουσική νύχτα μαζί τους!