Σελίδες

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Μικέλα Χαρτουλάρη,Η κόρη της Αντιγόνης, ΕΦΣΥΝ, 31.7.15


ANTIGONI

Η κόρη της ΑντιγόνηςΗ συγγραφέας Ελια Κορέια υποστηρίζει την ελληνική υπόθεση με τον πιο παρεμβατικό τρόπο συνδυάζοντας επιχειρήματα από την υψηλή τέχνη και την πολιτική φιλοσοφία | G.SARSFIELD

Τρεις ημέρες μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, σε μια λαμπρή τελετή στην άλλη άκρη της Μεσογείου, η συγγραφέας Ελια Κορέια (Helia Correia) αφιέρωνε στην Ελλάδα το βραβείο Καμόες: τη μεγαλύτερη λογοτεχνική διάκριση της Πορτογαλίας με την οποία τιμήθηκε για το σύνολο του πεζογραφικού, ποιητικού και θεατρικού έργου της.
Εκείνη τη μέρα, είχε διαλέξει να ντυθεί στα γαλάζια και στα άσπρα, «με ένα μπλε φουλάρι που είχα αγοράσει στη Σαντορίνη!» Το πολυάριθμο κοινό συγκινήθηκε. Την είπαν «θαρραλέα», που πέταξε αιχμές στα μούτρα της εξουσίας. Αλλά εκείνη, μιλώντας στην «Εφ.Συν.», αντιστρέφει το σχόλιο: «Ακριβώς αυτός ο υπερβολικός χαρακτηρισμός δείχνει ότι ο φόβος είναι παντού και ότι ορίζει τις σκέψεις των ανθρώπων, ακόμα και όταν δεν υφίσταται απειλή…».
Είναι κρίμα που δεν γνωρίζουμε (ακόμα) το λογοτεχνικό έργο της Κορέια, παρά μόνο την εισήγησή της στη Θεατρική Ολυμπιάδα του 1995 (VIII Διεθνής Συνάντηση Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, Πρακτικά, Λιβάνης).
Πρόκειται για μια δυναμική –αλλά συνήθως διακριτική– διανοούμενη της γενιάς που μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων το 1974, έφερε την αλλαγή στα πορτογαλικά γράμματα μιλώντας ανοιχτά για θέματα ταμπού του παρόντος.
Η ίδια μεγάλωσε στη σκιά της δικτατορίας του Σαλαζάρ, είδε τον αντιφασίστα πατέρα της να φυλακίζεται, αργότερα φυλακίστηκε κι εκείνη, και εμφανίστηκε στα γράμματα στα 33 της, το 1981, λίγο μετά τον μεγάλο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες.
Τα πρώτα της μυθιστορήματα παραπέμπουν στον εγκλεισμό και στην αντίσταση. Αλλά εκείνο που την ανέδειξε ήταν η εμπνευσμένη χρήση της πορτογαλικής γλώσσας και η διεισδυτικότητά της στα ζητήματα της γυναικείας ταυτότητας, μέσα από μια θεματολογία που αμφισβητεί τα στερεότυπα, και συχνά αναπτύσσει έναν διάλογο με την ελληνική γραμματεία.
Είναι η κορυφαία Πορτογαλίδα συγγραφέας και ήδη το 2012 έκανε θραύση με την «ελληνική» ποιητική της σύνθεση «Η τρίτη ένδεια», για την έκπτωση των ηθικών και δημοκρατικών αρχών εξαιτίας της κρίσης | 
Στη δεκαετία του ’90 έγραψε τρία περίφημα θεατρικά έργα με πρωταγωνίστριες τις ηρωίδες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη: Αντιγόνη, Μήδεια και Ωραία Ελένη.
«Δεν γύρευα να τις εκσυγχρονίσω μέσα από μια διασκευή, αλλά μάλλον να εμβαθύνω στην αρχαϊκή πλευρά του μύθου, για να συλλάβω τις σταθερές της ανθρώπινης φύσης. Στα μάτια μου, η Αντιγόνη είναι ένα νεαρό κορίτσι που έζησε στην εξορία με τον πατέρα της, βίωσε την ελευθερία σαν αγόρι, και δεν θα μπορούσε ποτέ να προσαρμοστεί στη ζωή των γυναικών στο άστυ. Πλήττει στις Θήβες.
» Γι’ αυτό και ερήμην του Κρέοντα και του Αίμονα, κάνει τη μεγάλη χειρονομία της αυτοκτονίας. Οχι ως ένδειξη ηρωισμού αλλά για να ξεφύγει από τον γυναικωνίτη. Η Μήδεια, από την πλευρά της, είναι η γυναίκα που είχε μεγάλη εξουσία, όμως όταν φτάνει στην Κόρινθο δεν είναι παρά μια ξένη μετανάστρια. Είναι μια πραγματική “Αλλη”, εκπροσωπεί την ετερότητα, και είναι καταδικασμένη να βιώνει το μίσος.
»Αντίθετα από τους δύο αυτούς χαρακτήρες, η Ελένη, δεν με στοίχειωσε ποτέ. Εγραψα το έργο για χάρη μιας φίλης που είχε υποδυθεί την Ελένη στις Τρωάδες του Σαρτρ. “ Με έντυσαν σαν πουτάνα”, μου είπε. “Μπορείς να πάρεις εκδίκηση για μένα;”. Σ’ αυτήν τη γυναίκα, εγώ βλέπω το βίωμα του πολέμου και της ειρήνης. Η δική μου Ελένη, από τις τύψεις της ξυρίζει το κεφάλι της, ενώ οι άντρες, όταν επιστρέφουν στα σπίτια τους, δυσκολεύονται πια να ζήσουν χωρίς μάχες…».

Κρίση, όνειρο, πολιτικό σχέδιο

Η Πορτογαλία γνώρισε τη «λύση» των Μνημονίων πριν από την Ελλάδα, και σήμερα προετοιμάζεται για εκλογές (4/10). Οταν λοιπόν η Ελια Κορέια μιλά για τις βαθύτερες συνέπειες της κρίσης στη χώρα της, χτυπά συναγερμό.
«Αλλάξαμε ως κοινωνία, προς την πιο τρομακτική κατεύθυνση: εκείνη της αδιαφορίας και της υποταγής. Κανείς δεν πιστεύει πια στην πολιτική. Βλέπουμε να αφθονούν οι περιπτώσεις διαφθοράς στους τραπεζίτες και στους πολιτικούς, και σκεφτόμαστε ότι οι ψήφοι δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, δεν έχουν δύναμη, αφού η πραγματική εξουσία βρίσκεται αλλού. Ωστόσο οι εξελίξεις στην Ελλάδα μάς ταρακούνησαν.
Προκάλεσαν την κοινωνία να μεταβάλει κάπως τη στάση της. Εχω κι εγώ υπάρξει μάρτυρας αυτής της μεταστροφής: όποτε αναφέρομαι στην αριστοτελική έννοια της Αγοράς, ο κόσμος γύρω μου αρχίζει να συζητά θέτοντας ερωτήματα. Διψά να καταλάβει το παλιό και το καινούργιο.
Είναι αναγκαίο λοιπόν να ξανασκεφτούμε τα πάντα από την αρχή, με διαφορετικό τρόπο. Και να προσβλέπουμε σε μια Ε.Ε. που θα είναι ένα σύνολο αδελφωμένων εθνοτήτων οι οποίες θα κρατούν τις διαφορές τους σε ένα πλαίσιο αμοιβαίου σεβασμού. Ναι λοιπόν, έχω ένα όνειρο, όπως πολλοί ακόμα Πορτογάλοι. Και τώρα, αυτό το όνειρο πρέπει να μετασχηματισθεί σε πολιτικό σχέδιο».

Είμαι αντι-σεξίστρια

Η Ελια Κορέια επηρεάστηκε από τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και σήμερα προτιμά την Εμιλι Μπροντέ ή τη Γιουρσενάρ από τη Βιρτζίνια Γουλφ. «Δεν είμαι φεμινίστρια. Είμαι όμως αντι-σεξίστρια» δηλώνει. Και επισημαίνει ότι τον 21ο αιώνα, ακόμα και στις δυτικές δημοκρατίες, οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα.
Η ενδο-οικογενειακή βία λ.χ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Πορτογαλία. «Αλλά αυτά δεν λύνονται με νόμους. Αποκτήσαμε πολύ προοδευτικούς νόμους μετά την Επανάσταση. Ομως η ουσιαστική ισότητα των φύλων εξαρτάται από το αν οι γυναίκες είναι αποφασισμένες ή όχι να πάψουν να συντηρούν τους παραδοσιακούς ρόλους στην καθημερινή τους ζωή».
Ακούγοντάς την, αναρωτιέται κανείς εάν θεωρεί πως υπάρχει αντίστοιχα και μια ιδιαίτερη, «γυναικεία» γραφή.
«Στα πανεπιστήμια υπάρχουν σχετικές σπουδές. Ομως είναι πολύ περιοριστικό να προσεγγίζουμε τη λογοτεχνία από αυτό το πρίσμα. Οι εμπειρίες ζωής του κάθε φύλου δεν είναι πια τόσο διαφορετικές. Αλλά και παλιότερα, όταν ήταν, υπήρχαν ταλαντούχοι άντρες συγγραφείς που κατάφερναν να συλλάβουν μοναδικά τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.
Δείτε τις περίφημες Ερωτικές επιστολές της Πορτογαλίδας μοναχής Μαριάννα Αλκοφοράδο. Παρότι αποδείχθηκε πως γράφηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα από έναν άντρα, τον Γάλλο υποκόμη Γκιγιεράγκ, τόσο η υφολογική ανάλυση όσο και η απόδοση του ερωτικού πάθους παραπέμπουν σε μια διφορούμενη ταυτότητα.
Πιστεύω λοιπόν πως ο τόνος ενός βιβλίου ή ο τρόπος προσέγγισης του θέματος είναι ζήτημα επιλογής και όχι ζήτημα γενετικής προδιάθεσης». Το δικό της μυθιστόρημα με τη μεγαλύτερη επιτυχία είναι το Lillias Fraser του 2001, που διαδραματίζεται σε μια κομβική καμπή της πορτογαλικής Ιστορίας, όταν ο καταστροφικός σεισμός του 1755 υποχρέωσε την κοινωνία να ξαναστήσει τη χώρα από την αρχή. Πρωταγωνιστεί μια νεαρή προσφυγοπούλα από τον Βορρά, που διασώζεται από την εξόντωση των εξεγερμένων Σκοτσέζων και καταλήγει στη Λισαβόνα.
Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως πολιτική και φιλοσοφική αλληγορία, και θέτει ερωτήματα για τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ηθικές αρχές πάνω στις οποίες οικοδομείται το μέλλον… Ενα ανοιχτό στοίχημα και για τη σημερινή Πορτογαλία και για τη σημερινή Ελλάδα.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

«Νερό: φυσικό και κοινωνικό/ πολιτισμικό αγαθό», 4η Συνάντηση Θερινού Σχολείου Τζουμέρκων και Αγράφων.ΝΑ Πίνδου


nero

«Νερό: φυσικό και κοινωνικό/ πολιτισμικό αγαθό»Θερινό Σχολείο Τζουμέρκων & Αγράφων. Κάντε κλικ για να δείτε ολόκληρη την αφίσα
4η Συνάντηση. Νεράιδα, Δήμος Λίμνης Πλαστήρα, Καρδίτσα. 26-29 Αυγούστου 2015
Επιστημονικός υπεύθυνος: Ευάγγελος Αυδίκος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Το φετινό Θερινό Σχολείο είναι αφιερωμένο στο νερό, ένα αγαθό του οποίου η σημασία για πολλαπλές δραστηριότητες είναι αυταπόδεικτη. Είναι φυσικό και κοινωνικό-πολιτισμικό αγαθό και έχει καθοριστικό ρόλο σε όλα τα στάδια και τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής, αλλά και έχει προβληθεί με διάφορους τρόπους στο πεδίο της συμβολικής σκέψης.
Οι θεματικοί άξονες, διδακτικοί και ερευνητικοί, για το Θερινό Σχολείο είναι οι εξής:
1. Το φυσικό/οικολογικό πλαίσιο
α) Ο κύκλος του νερού.
β) Εισαγωγή στη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
2. Νερό και παραγωγικά συστήματα
α) Η διαχείριση των υδάτινων πόρων στην παραδοσιακή και στη σύγχρονη κοινωνία (μαντάνια, γεφύρια, μύλοι, δεξαμενές, μυλαύλακα, νεροπρίονα).
β) Αγροτικά κοινωνικο-οικονομικά συστήματα και υδάτινοι πόροι.
3. Ο «πολιτισμός του νερού»
4. Αναψυχή & τουρισμός
Το Θερινό Σχολείο απευθύνεται σε μεταπτυχιακούς φοιτητές, υποψήφιους διδάκτορες και σε τελειόφοιτους προπτυχιακούς φοιτητές από τον ευρύτερο χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών.
Για περισσότερες πληροφορίες: http://extras.ha.uth.gr/tzoumerka/
Υποβολή αιτήσεων: tzoumerkasummerschool@gmail.com

Σταυρούλα Γ. Τσούπρου,«Το δέντρο στην πεζογραφία και στο θέατρο», diastixo.gr


«Το δέντρο στην πεζογραφία και στο θέατρο» της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

[Μία περιήγηση σε κείμενα των δύο προηγούμενων αιώνων]
Τα καμένα δέντρα έρχονται για μάρτυρες στο δικαστήριο του νου σου. 
Άκουσαν και είδαν τα ζωντανά αδέρφια τους πριν εκείνα παραδώσουν 
την τελευταία τουςπνοή. Πρόλαβαν το τελευταίο χλωρό φύλλο πριν την οσμή
του καμένου. Εσύ, αφού ακούσεις τη μαρτυρία τους, έχεις κάτι να τους πεις;
Είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση μάς οδηγεί στο να θεωρούμε την προστασία της Φύσης πολυτέλεια; Είναι γεγονός ότι οι οικολογικές πρωτοβουλίες πάσης φύσεως αναστέλλονται, διότι προβάλλονται άλλες προτεραιότητες; Διαπιστώνεται πράγματι μία οπισθοδρόμηση στην πορεία προς τη διαμόρφωση μίας υγιούς οικοπεριβαλλοντολογικής συνείδησης;
Και αν η απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι θετική, πόσοι/πόσες είναι εκείνοι/εκείνες από εμάς που μια τέτοια απάντηση δεν τη θεωρούσαν και αναμενόμενη; Διότι, δυστυχώς, η Φύση, εδώ και πολλές δεκαετίες, θεωρείται κάτι (ξε)χωριστό από τις ανθρώπινες κοινωνίες, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες αποτελεί αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Φανταστείτε (στο απόσπασμα που ακολουθεί) στη θέση της καστανιάς, την οποία παρουσιάζει ο Χέρμαν Έσσε στην αρχή του βιβλίου του Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930), μία συνεκδοχή της Φύσης στο σύνολό της και στη θέση των ντόπιων και των Λατίνων, φανταστείτε επίσης μία συνεκδοχή της ανθρωπότητας· φανταστείτε ακόμα πως όλος ο κόσμος είναι πλέον «Βορράς» και πως χώρες με θερμότερα κλίματα δεν υπάρχουν (…). Η (δυστοπική) εντύπωση που, τελικά, σχηματίζεται (μετά την ως άνω προταθείσα συμβολοποίηση, βεβαίως) πόσο μακριά μας νομίζετε ότι βρίσκεται;
Μία πλευρά του μεγαλείου της Φύσης, της βλάστησης, των δέντρων, των οποίων μέχρι τώρα έχουμε δει την ήμερη εκδοχή, είναι το γεγονός ότι διαθέτουν δική τους βούληση. Και αυτή η βούληση έχει και τη σκοτεινή της όψη, την οποία, βεβαίως, έχει αναπαραστήσει τόσο η Λογοτεχνία όσο και άλλες μορφές της Τέχνης· είναι πολλές, επί παραδείγματι, οι σχετικές εκδοχές που έχουν παρουσιαστεί σε κινηματογραφικές ταινίες.
«Αποκλεισμένη εδώ πάνω στο Βορρά, μια καστανιά που τη φύτεψε πριν από χρόνια κάποιος Ρωμαίος προσκυνητής, ψήλωνε, αγέρωχη και μονήρης, πλάι στο περιστύλιο με τις στρογγυλές διπλές καμάρες στην είσοδο του μοναστηριού του Μάριαμπρον: ένα επιβλητικό, σφριγηλό δέντρο, με το φύλλωμά του να σκύβει απαλά προς τα κάτω και ν’ αντιμετωπίζει τους ανέμους με άφοβη και ήρεμη τόλμη, τόσο νωχελικό την άνοιξη που, κι αν όλα γυάλιζαν καταπράσινα ολόγυρά του, ακόμα κι αν οι καρυδιές του μοναστηριού φορούσαν την γκριζοκόκκινη φορεσιά τους, εκείνο περίμενε τις σύντομες νύχτες για να πετάξει στο φως, μέσ’ από μικροσκοπικές τούφες φύλλων, τις αμυδρές εξωτικές ακτίνες των ανθών του, και τον Οκτώβρη, όταν πια τέλειωνε ο τρύγος και συνάζονταν οι σοδειές, έριχνε απ’ την κιτρινωπή κορόνα του τους αγκαθωτούς καρπούς του […] Το όμορφο δέντρο, απόμακρο και τρυφερό, έριχνε τη σκιά του στην είσοδο του μοναστηριού, ένας ντελικάτος οικότροφος, φερμένος από θερμότερο κλίμα που αναρριγούσε, μυστικά συγγενικός με τους λεπτόκορμους κίονες της πύλης, με τις κολόνες και τις κορνίζες στις καμάρες των παραθύρων, που τον αγαπούσαν όλοι οι Λατίνοι κι όλοι οι Ιταλοί, κι οι ντόπιοι τον αντίκριζαν σαν ένα ξένο, χάσκοντας από θαυμασμό» (Έσσε, 1999).
Θα έλεγε κανείς ότι, καθώς στη λογοτεχνία του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα (για να περιοριστούμε σε λιγότερο απομακρυσμένες εποχές) η εκδήλωση της αγάπης στη φύση ήταν, ως θεματική, συνηθισμένη, δεν έχουμε παρά να επιλέξουμε τα κείμενα τα οποία θα μας φέρουνε πιο κοντά της. Είναι πράγματι έτσι; Όχι ακριβώς. Διότι, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι πολλές φορές στη Λογοτεχνία, όπως και σε κάθε μορφή Τέχνης, άλλωστε, ένα συγκεκριμένο «ρεύμα» ή «Σχολή» ή η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής και, παράλληλα, οπωσδήποτε, οι εκάστοτε επικρατούσες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν στους (μεμονωμένους) καλλιτέχνες μία θεματική που μπορεί και να μη συμφωνεί με τις προσωπικές κλίσεις τους (κάτι που είναι πιθανόν να συμβαίνει και στις μέρες μας, καθώς το θέμα της προστασίας της φύσης είχε ήδη γίνει συρμός, με όσα αρνητικά και θετικά αυτό συνεπιφέρει, πριν παρουσιαστεί, βέβαια, η νέα θεματική, που αφορά στην οικονομική κρίση), τότε θα πρέπει και να δεχθούμε ότι δεν είναι πολλά τα δείγματα «ανιδιοτελούς αγάπης» και απεικόνισης της φύσης μέσα στα κείμενα. Και με τον όρο «ανιδιοτελής» εννοούμε εδώ «που να μην υπηρετεί κάποιες άλλες αφηγηματικές ανάγκες του κειμένου ή/και να μη χρησιμοποιείται με απώτερο σκοπό την τελική αναφορά στον άνθρωπο». Η ίδια η φυσιολατρία, εξάλλου, έχει αισθητική σημασία και δεν σχετίζεται άμεσα με τη ζωή μέσα στη φύση (ο Georg Simmel κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της «αίσθησης της φύσης» που αναπτύχθηκε ουσιαστικά πρώτη φορά στους νεότερους χρόνους και της βαθιάς αίσθησης της «φύσης», όπως φανερώνεται στις θρησκείες των πιο πρωτόγονων εποχών). Έτσι, ακόμα και το γεγονός ότι η εξωτερική φύση, το τοπίο με τη χλωρίδα και την πανίδα του, είχε αποτελέσει ένα σταθερό θέμα της ρομαντικής ποίησης του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα δεν πρέπει να μας παρασύρει στο να χαρακτηρίζουμε τους ρομαντικούς ποιητές ως «ποιητές της φύσης», με την έννοια ότι το εξωτερικό σκηνικό δεν παρουσιάζεται εκεί ως αυτοσκοπός αλλά μονάχα ως ερέθισμα για να επιδοθεί ο ποιητής στην πλέον χαρακτηριστική δραστηριότητα του ανθρώπου, τη σκέψη (Abrams, 2005). Πόσο εύστοχα το έχει συλλάβει και διατυπώσει και αυτό ο Καβάφης στη «Θάλασσα του πρωιού»… Αλλά και πέρα από τα παραπάνω, υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που είτε δεν ενδιαφέρονται οι ίδιοι για τη φύση (η περίπτωση, φέρ’ ειπείν, του Jean-Paul Sartre) είτε παρουσιάζουν ήρωες οι οποίοι εκφράζουν μια διαφορετική, πιο «χρηστική», ας τη χαρακτηρίσουμε, άποψη.
Επί παραδείγματι, αρκούν οι λίγες φράσεις που ακολουθούν από το θεατρικό έργο Η βεγγέρα (1894) του Ηλία Καπετανάκη, μια εμβληματική σάτιρα των ηθών και των συμπεριφορών της αστικής εποχής, για να καταλάβει κανείς σε ποια στρεβλή νοοτροπία οφείλονται οι καταστροφικές συνέπειες τις οποίες υφιστάμεθα τις τελευταίες δεκαετίες: «ΝΕΡΟΥΛΟΣ: – Έπρεπε, έπρεπε να έχομε δάση, κ. Στενέ διότι, για συλλογίσου, αν είχαμε δάση, και αλάφια θα είχαμε, και ζαρκάδια θα είχαμε, και αγριοχοίρους θα είχαμε, και πουλιά διάφορα θα είχαμε και κανένα είδος κυνηγιού δεν θα μας έλειπε, κατάλαβες; Ενώ τώρα το πολύ-πολύ να φας κανένα λαγό ή καμιά μπεκάτσα κι αυτό να μην είναι φρέσκο. Τίποτα, τίποτα, τα δάση είναι ωφελιμότατα στον τόπο μας! Πρέπει να κάμωμε δάση! Έχεις δάση; Τρως κυνήγι, εκατάλαβες;» (Καπετανάκης, 2001). Κάτι αντίστοιχο κατέγραφε, τρεις δεκαετίες αργότερα, και ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στη Δόνια Ροζίτα, σε έναν διάλογο μεταξύ του θείου της Ροζίτας, καλλιεργητή τριαντάφυλλων, και ενός φίλου, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας· (μιλά ο δεύτερος): «Εγώ αισθάνομαι τον εαυτό μου εις το κέντρον της ζώσης πόλεως. Δεν είμαι οπαδός της φύσεως δια την φύσιν και μόνον […] Είναι βέβαια γνωστό πως η γη είναι ένας μετριότατος πλανήτης αλλά πρέπει να βοηθήσωμεν τον πολιτισμόν» (Λόρκα, 1935).
Είναι γεγονός πως η Αναγέννηση ήταν εκείνη που είχε ανακαλύψει (εκ νέου) την ομορφιά της φύσης, για την οποία δεν είχε μάτια ο μεσαιωνικός χριστιανισμός, και την είχε θεοποιήσει. Αλλά αυτή η πανθεϊστική λατρεία βρισκόταν μακριά τόσο από το σύνθημα του Ρουσσό, «επιστροφή στη φύση», όσο και από τις ανάγκες της ίδιας της φύσης, διαφορετικές από εκείνες του ανθρώπου, όπως είδαμε. Είναι, άραγε, η αδιαφορία για τις πραγματικές ανάγκες της φύσης (πριν από την ισχυροποίηση του οικολογικού κινήματος) χαρακτηριστική του «νεωτερικού» τρόπου σκέψης, με όσα μπορεί να συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον όρο; Και τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για τη λογοτεχνία εκείνη που εξακολουθούσε να «μεταφράζει» τη Φύση; Μήπως ότι ήταν παρωχημένη; Ντεμοντέ;
«Δρυμών απέραντος και σκιερός ήρχιζεν αυτόθι, απαρτιζόμενος υπό βρυοφόρων αυτοφυών δένδρων […] Εν αυτώ έζων ως εις κοινόβιον αι πολυμελείς και ευκάμπυλοι δρυς, […] αι αγριοκαστανέαι, ων ο καρπός τοσούτον ηδέως τρέφει τον οφθαλμοφλόγον σκίουρον, αι αγριελαίαι, αίτινες τοσούτον ευκόλως εξημερούνται, οι υδρόφιλοι και ελαφρόσκιοι πλάτανοι, υφ’ ους ο ύπνος είναι σειρά τερπνών ονείρων, και η μικρά αγριόβατος, ης οι κερασοφόροι βότρυς, έχοντες του κοραλλίου το χρώμα, συχνάκις κοσμούσι των ορεσιτρόφων μελαχρινών παρθένων τας κόμας. §Τα δένδρα ταύτα περιεβάλλοντο και συνεδέοντο υπό μυριάδων αγρίων κλημάτων, ων η ποικίλη συμπλοκή εσχημάτιζε διάφορα της αρχιτεκτονικής σχήματα, άτινα απαραμίλλως οι πρόγονοί μας με το μάρμαρον απεμιμήθησαν. Μακρά περιστύλια και στοαί εκ κιόνων διαφόρου τάξεως, στεγασμέναι και μη, προπύλαια και αετώματα, θολιαί αφ’ ων εκρέμαντο παντός μεγέθους φυλλάδες και κληματόκλαδα, και μεταξύ κορμοί δένδρων, φαινόμενοι μακρόθεν ως ανδριάντες, απετέλουν το αξιοθαύμαστον εκείνο σύνολον. […] Το δάσος τούτο επεσκέπτετο πάντοτε η Τασσώ κατά τας θερμάς του χρόνου εποχάς […] Τοσούτον δε είχεν συνοικειωθή με τα μέρη, ένεκεν της αλλεπαλλήλου διαμονής, ώστε η απομόνωσις ουδεμίαν τη επροξένει εντύπωσιν, η δε λειψανθρωπία ουδένα τη ενέπνεε φόβον. Εθεώρει το μέρος ως κατοικίαν ευρύχωρον, τα δε ετερογενή εν αυτώ όντα, ως συγκατοίκους. Τούτου ένεκεν διήρχετο ενώπιον λύκου, ή αλώπεκος χωρίς ποσώς να ταραχθή, ουδέ την δειλήν έλαφον ετάραττον τα ελαφρά πατήματά της. Εγνώριζε κάλλιστα τας λαβυρινθώδεις στοιχάδας του δάσους και τας κυριωτέρας και μάλλον ευαρέστους αυτού τοποθεσίας, εξ ων κατ’ έτος εξέλεγε νέον ως θυμηδίας μόνιμον αυτής προσορμητήριον» (Λεβέντης, 2000).
Νομίζω πως θα συμφωνήσουμε στο ότι δεν είναι η γλώσσα μόνον ή κυρίως που θα κρατούσε τον σημερινό αναγνώστη / τη σημερινή αναγνώστρια σε απόσταση από την παραπάνω περιγραφή του Αχιλλέα Λεβέντη, συγγραφέα της νουβέλας Η Τασσώ (1858), από όπου και προέρχεται το απόσπασμα. Είναι η ίδια η εμπειρία που φαίνεται ξένη, σε όσους τουλάχιστον δεν ανήκουν ως ενεργά μέλη σε κάποιον σύλλογο ή περιβαλλοντική οργάνωση.
Κατά την ίδια περίπου περίοδο, τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία βρίσκουμε, επίσης, εξαιρετικές περιγραφές – εμπειρίες της φύσης και των δέντρων, που ξεπερνούν οποιαδήποτε γραφικότητα ή ηθογραφικότητα. Ο Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ (1871-1909), από τους πρωτεργάτες στη δημιουργία του ιρλανδέζικου (ποιητικού) θεάτρου, μεταφέρει στις σελίδες του το επίμονο ενδιαφέρον του για τη φύση, όπως και τις εμπειρίες του από τη ζωή του στα νησιά Άραν στον Ατλαντικό, στο πιο απόμερο σημείο της Δυτικής Ιρλανδίας. Εκεί, όπου όσοι ζουν για πολύν καιρό μέσα στα δάση δεν φοβούνται τον θάνατο, εκεί, όπου η πιο μεγάλη ευτυχία συγκρίνεται με την ευτυχία των φύλλων στα νέα δέντρα, εκεί, όπου οι άνθρωποι ξυπνούν με τη μοσκοβολιά της άνοιξης μέσα στη χλόη, «όταν οι οξιές σκιρτούν απ’ τ’ ασήμι στο χαλκό κι οι φλαμουριές λαμποκοπούν καθαρό χρυσάφι» (Συνγκ, 2007). Ο Γάλλος συγγραφέας Σταντάλ, ο οποίος στο έργο του στρέφεται, βέβαια, σε διαφορετική κατεύθυνση, ήταν ωστόσο λάτρης του δάσους και των βουνών της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Δελφινάτου, εξ ου και η απέχθειά του για το Παρίσι, και γι’ αυτό μπορούσε να κάνει, λίγο πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, τις ακόλουθες εκτιμήσεις, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αγγλία: «[…] πράσινα μαγευτικά λιβάδια κατάστικτα από τεράστια δέντρα, που οι αιώνες τα έκαναν σεβάσμια. […] Τίποτα δεν φτάνει τη φρεσκάδα του πράσινου που βρίσκεις στην Αγγλία και την ομορφιά των δέντρων της: το κόψιμό τους θεωρείται πράξη εγκληματική και ατιμωτική, ενώ ο Γάλλος ιδιοκτήτης, μόλις βρεθεί στην ελάχιστη χρηματική ανάγκη πουλάει πέντε-έξι μεγάλες βαλανιδιές που υπάρχουν στο κτήμα του» (Σταντάλ, 1983). Αυτά τα σεβάσμια υπεραιωνόβια δέντρα της Μεγάλης Βρετανίας είχε σίγουρα στον νου του ο Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν (κάνουμε εδώ ένα χρονικό άλμα, χάριν μιας εντελώς ιδιαίτερης περίπτωσης συγγραφέα, και ως προς την αγαπητική σχέση του με τη φύση), όταν δημιούργησε, στον Άρχοντα των δαχτυλιδιών,τους συγκλονιστικούς Εντ, τους δεντροβοσκούς· μέσα στα μάτια τους «Ένιωθες σαν να υπήρχε ένα τεράστιο πηγάδι […] γεμάτο μέχρι πάνω με αναμνήσεις αιώνων, το αποκρυστάλλωμα μακριάς, αργής, σταθερής σκέψης· αλλά η επιφάνειά τους σπίθιζε από ζωντάνια: σαν τον ήλιο που λαμπυρίζει στα εξωτερικά φυλλώματα ενός θεόρατου δέντρου ή τις ρυτιδώσεις μιας πολύ βαθιάς λίμνης. Δεν ξέρω, αλλά ένιωσα σαν κάτι που φύτρωνε στη γη –κοιμισμένο, θα ’λεγες, ή που ένιωθε απλώς σαν κάτι ανάμεσα σε ακρόρριζο και ακρόφυλλο, ανάμεσα στη βαθιά γη και στον ουρανό– να είχε ξαφνικά ξυπνήσει και να σε εξέταζε με την ίδια αργή φροντίδα που αφιέρωνε στις δικές τους εσωτερικές υποθέσεις χρόνια ατέλειωτα» (Τόλκιν, 2001).
Και πόσο συγκινητικός είναι ο γιατρός Άστροφ, ο ήρωας του Αντόν Τσέχοφ στον Θείο Βάνια (έργο που αποτελεί ανάπλαση ενός προγενέστερου με τον τίτλο Το στοιχειό του δάσους), όταν παρουσιάζει στην Έλενα Αντρέεβνα την εξέλιξη της κατάστασης του δάσους και άρα την αναπόφευκτη μείωσή του τα τελευταία, τότε, πενήντα χρόνια: «Το πράσινο χρώμα, ανοιχτό και σκούρο, δηλώνει τα δάση: η μισή έκταση ήταν σκεπασμένη από δάση. Όπου έχει πάνω στο πράσινο αυτή την κόκκινη διαγράμμιση, εκεί υπήρχαν τάρανδοι, αγριοκάτσικα… Σημειώνω πάνω δω και τη χλωρίδα και την πανίδα. […] Ας κοιτάξουμε τώρα παρακάτω. Έτσι ήταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Τα δάση πλέον καλύπτουν μόλις το ένα τρίτο της έκτασης. […] Προχωρούμε στο τρίτο τμήμα: το χάρτη της περιοχής όπως είναι σήμερα. Υπάρχει πράσινο κατά τόπους, αλλά όχι ενιαίο – μπαλώματα. Τάρανδοι, κύκνοι, φασιανοί έχουν εξαφανιστεί. […] Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια εικόνα βαθμιαίας και κατάφωρης παρακμής, που κατά τα φαινόμενα σε καμιά δεκαριά, το πολύ δεκαπέντε χρόνια θα είναι πλήρης. Θα μου πείτε ότι αυτά είναι οι συνέπειες του πολιτισμού, ότι είναι φυσικό η παλιά ζωή να παραχωρεί τη θέση της στην καινούργια» (Τσέχοφ, 1995). Και όλα αυτά εν έτει 1897. Τι θα έλεγε ο υπέρμαχος της προστασίας του πλανήτη από την ανθρώπινη αυθαιρεσία, σήμερα;
Πολύ συχνά, κάτι το οποίο για ορισμένους και σε ορισμένη περίοδο θεωρήθηκε ξεπερασμένο, έρχεται η στιγμή να προβάλλει, το ίδιο, ως περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ· πόσω μάλλον όταν δεν πρόκειται για ένα ανθρώπινο δημιούργημα, άρα πρόκειται για κάτι μη δεσμευόμενο, ουσιαστικά, από συρμούς και επικαιρότητες. Μία πλευρά του μεγαλείου της Φύσης, της βλάστησης, των δέντρων, των οποίων μέχρι τώρα έχουμε δει την ήμερη εκδοχή, είναι το γεγονός ότι διαθέτουν δική τους βούληση. Και αυτή η βούληση έχει και τη σκοτεινή της όψη, την οποία, βεβαίως, έχει αναπαραστήσει τόσο η Λογοτεχνία όσο και άλλες μορφές της Τέχνης· είναι πολλές, επί παραδείγματι, οι σχετικές εκδοχές που έχουν παρουσιαστεί σε κινηματογραφικές ταινίες. Κατά περίεργο τρόπο, λοιπόν, αλλά όχι ανεξήγητο, αυτή η σκοτεινή εκδοχή πολύ πιο δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί παρωχημένη. Έτσι, η εικόνα της φύσης του Κονγκό, στην καρδιά τής Αφρικής, την οποία δίνει ο Τζόζεφ Κόνραντ στη νουβέλα του Η καρδιά του σκότους, απηχεί εκείνο τον αρχέγονο φόβο του ανθρώπου τον οποίο ο τελευταίος, πιθανόν, να βαυκαλίζεται ότι έχει ξεπεράσει: «Ο μεγαλειώδης τοίχος της βλάστησης, εκείνο το συνονθύλευμα από κορμούς, κλαριά και φύλλα, ακίνητο μέσα στο σεληνόφως έμοιαζε με μια θριαμβική παρουσία άηχης, βουβής ζωής, που, θαρρείς, άλλο νόημα δεν είχε από το να σαρώσει εμάς τους ασήμαντους και τις ασήμαντες ζωές μας! Η ζούγκλα έμενε ακίνητη, σιωπηλή, επιβλητική. […] Δένδρα, δένδρα… χιλιάδες, εκατομμύρια δένδρα, ογκώδη, θεόρατα, τεράστια. Και ανάμεσά τους, πάνω στα νερά, να έρπει ένα μικρό μουντζούρικο ατμόπλοιο, θυμίζοντας νωθρό σκαθάρι που σέρνεται βαριεστημένα πάνω σε μια βεράντα. Τα δένδρα σ’ έκαναν να νιώθεις πολύ χαμένος, πολύ μικρός, κι ωστόσο δεν ήταν καταθλιπτικό αυτό το συναίσθημα. Ούτως ή άλλως ήσουν μικρός, ήσουν σκαθάρι και όφειλες να έρπεις. Αυτό ήταν όλο» (Κόνραντ, 1990).
Διαπιστώσαμε μέχρι τώρα πως, στο πλαίσιο της λογοτεχνίας, μπορούν να ανευρεθούν ποικίλες παλαιότερες οπτικές και στάσεις απέναντι στη Φύση, οι οποίες εξέθρεψαν τις αντίστοιχες σημερινές στάσεις και οπτικές. Ανάμεσα σε αυτές υπάρχει και εκείνη η αντιμετώπιση η οποία, σιωπηρά αλλά σταθερά, παραμένοντας ανεπηρέαστη από τους συρμούς που έρχονται και παρέρχονται, βαδίζει στους δρόμους της Τέχνης προερχόμενη από όσους αγαπούν τη φύση για αυτό που είναι. Τέτοιοι άνθρωποι, προικισμένοι ταυτόχρονα με το ταλέντο του δημιουργού, δίνουν εκείνα τα δείγματα που πάντοτε θα είναι κατάλληλα να οδηγήσουν την ψυχή των ανθρώπων σε έναν άξιο λόγου προορισμό. «Τ’ ανθισμένα μου δέντρα, το ένα τους πίσω/ από τ’ άλλο, η μηλιά, η μυγδαλιά/ η αχλαδιά, η λεμονιά, έχουν πάνω τους/ δέσει σε άσπρους φιόγγους το φως/ και προσέρχονται. Κ’ εγώ τα υποδέχομαι/ με το φως μες στο στήθος μου κρεμασμένο/ σε δέσμες από άσπρα ποιήματα» («Κυριακάτικη συνάντηση»). «Υπάρχουν κι αυτοί που με είδαν τη νύχτα/ γυρίζοντας μ’ ένα θαμπό φαναράκι/ να φωτίζω ένα-ένα τα δέντρα/ του κήπου μου (φύσαγε, έβρεχε/ ήταν σκοτάδι) να ιδώ αν φοβούνται/ ή αν κρυώνουν, όπως έκανα κάποτε/ στα παιδιά μου. Υπάρχουν κι αυτοί/ που με ακούσαν να φεύγω μετά/ μουρμουρίζοντας: “Δόξα σοι, είμαστε/ όλοι καλά”» («Σύνοικοι») (Βρεττάκος, 1991). Αυτά καταθέτει ταπεινά ο Νικηφόρος Βρεττάκος (τον οποίο στάθηκε αδύνατον να μην συμπεριλάβω εδώ, ως προερχόμενο από τον χώρο της ποίησης)[1] και, ως προς την αθωότητα της μαρτυρίας του, θα μπορούσε ίσως να τον συναγωνιστεί, από μία άποψη, εκείνος ο πρώτος ήρωας του Ν.Γ. Πεντζίκη, ο Αντρέας Δημακούδης, από το ομώνυμο μυθιστόρημα, ο οποίος αποφάσισε, προκειμένου να συγκινήσει τη γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος, παρουσιαζόμενος μπροστά της «καθαρός και αγνός», να μεταμορφωθεί σε φυτό: «Σ’ ένα δέντρο με ρίζες και κλαδιά και κορμί λεβέντικο. Θα κρύβονταν παρουσιάζοντας μια άλλην όψη όμορφη» (Πεντζίκης, 1988).[2]
Μπορούμε, βέβαια, πάντα να διαπιστώσουμε τον σεβασμό στη φύση και σε κείμενα συγγραφέων, και είναι, εξάλλου, οι περισσότεροι, οι οποίοι δεν την έβαλαν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, αλλά συνέδεαν το φυσικό περιβάλλον με την ανθρώπινη περιπέτεια. «– […] Έχετε το νου σας και στα λιόδεντρα και στ’ αμπέλια, να τα κοπρίζετε, να τα ποτίζετε, να τα κλαδεύετε, αν θέτε να σας κάνουν καρπό· παλαιικοί ανθρώποι είναι κι αυτά, μα πολλά παλαιικοί και δε θυμούνται· μα ο άνθρωπος θυμάται, και γι’ αυτό, μαθές, είναι άνθρωπος. Ακούτε; Για μπας και μιλώ σε κουφούς;»· έτσι μεταφέρει ο συγγραφέας τα λόγια του παππού του στην Αναφορά στον Γκρέκο (Καζαντζάκης, 2005).
Η Τατιάνα Σταύρου, σε μια πρωτοποριακή, θα λέγαμε, εργασία της, διάλεξε ένα συγκεκριμένο δέντρο, την Ελιά, την οποία, όχι τυχαία, μόλις είδαμε να αναφέρει και ο Καζαντζάκης (ούτε είναι τυχαίο το ότι σε αυτό το δέντρο αναφερόμαστε ως «ρίζα» – «έχει τόσες ρίζες ελιές»), και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής της για να γράψει την ιδιότυπη όσο και θαυμαστή Βιογραφία του, ανθολογώντας, επιπλέον, 174, συνολικά, αποσπάσματα από 120 έργα, που εκτείνονται από την ελληνική αρχαιότητα και την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ένα από αυτά τα αποσπάσματα θα δανειστούμε στη συνέχεια εδώ· πρόκειται για απόσπασμα από το διήγημα «Ακήφ», του γοητευτικού αφηγητή Ηλία Βενέζη: «Ο κόρφος της Γέρας, στη Λέσβο, είναι σα μια μεγάλη λίμνη, τριγυρισμένη από βουνά που κρύβουν το μικρό πέρασμα που τον δένει με το Αιγαίο. […] Στο βυθό του κόρφου αναπαύονται οι αρχαίες θαλασσινές θεότητες του Αιγαίου. Μια φορά μονάχα κάθε τόσα χρόνια, σε ασέληνες νύχτες, ξυπνούν κι ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Έρχονται ώς τις ακρογιαλιές και ρωτούν τα δέντρα, που είναι τόσο αρχαία όσο εκείνες, ρωτούν να μάθουν αν τίποτα νέο υπάρχει απ’ τα δάση της Ελλάδας για τον Πάνα και για τους σατύρους. Τα φύλλα σαλεύουν τότε, αλαφρά, για να αποκριθούν πως “Όχι, τίποτα ακόμα”. “Άραγε να ζουν;” λένε πάλι οι πικραμένες θεότητες της θάλασσας. Κ’ οι ελιές, που είναι βέβαιες γι’ αυτό, τις ησυχάζουν· “Ω! πώς γίνεται να πεθάνουν!”» (Σταύρου, 2001). Τα ίδια τα δέντρα, όμως, αλίμονο, είναι δυνατόν και πραγματικά πεθαίνουν, όπως γνωρίζουμε όλοι μας, και μάλιστα με τρόπο φριχτό.
Θα κλείσω την παρούσα περιήγηση με ένα απόσπασμα από το διήγημα «Ελεονώρα»του Κοσμά Πολίτη, καθώς οι σκέψεις του απηχούν και προσωπικές μου διερωτήσεις: «[…] δεν κατόρθωσα ποτέ να νιώσω το ρόλο μου […] μέσα σ’ ένα τοπίο. Φαντάζομαι τα δέντρα, τα βουνά, το χώμα, τα λουλουδάκια του αγρού, τις πέτρες, να ρωτιόνται: – Τι χρειάζεται αυτός; – και βέβαια δεν είμ’ εγώ που θάβρισκα μια δικαιολογία. Είμαι πρώτος και καλύτερος να ξέρω πως δε χρειάζομαι σε τίποτα εκεί μέσα, ούτε στη ρεματιά τού Βουραϊκού σαν κρεμιέται αυτός από το βράχο με τ’ ατσαλένια μπράτσα του για να πηδήσει το γκρεμνό, ούτ’ εκεί που μια τόση δα μικρή ανεμώνα πάει και ξεφυτρώνει στη σκισμάδα του σπόνδυλου μιας αρχαίας κολόνας και τη μεταμορφώνει σε γλυκανάλατο εικονογραφημένο επιστολικό δελτάριο» (Πολίτης, 1990).
Η Φύση δεν χρειάζεται, στ’ αλήθεια, σωτήρες. Η Φύση θα φροντίσει τον εαυτό της, όταν ο άνθρωπος δεν θα είναι πια εκεί.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Έχω ασχοληθεί επανειλημμένα στο παρελθόν με τις ποικίλες αναπαραστάσεις του Δέντρου στη λογοτεχνία. Ενδεικτικά, στα ποιητικά κείμενα έχω εστιάσει στο άρθρο μου «Ποιήματα για τα δέντρα», ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό e-poema, στο πλαίσιο του εκεί αφιερώματος «Δέντρο και Ποίηση», www.e–poema.eu/afieromatext.php?id=74&pid24, αλλά και ως «Ανθολόγος» της εφημ. Η Αυγή, για τον Νοέμβριο του 2011. Μια γενικότερη προσέγγιση του θέματος έχει γίνει στο: Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, «Δενδρολόγιο: Από την φυσιολατρία τού ποιητή/πεζογράφου στην οικολογική συνείδηση του σημερινού αναγνώστη», Πρακτικά του 1ου Πανελλήνιου Διεπιστημονικού Συνεδρίου Τέχνης και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης: Η Τέχνη ως εργαλείο εκπαίδευσης για το περιβάλλον: Παιδαγωγικές Προσεγγίσεις για το Δάσος/Δέντρο και την Ανακύκλωση, Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής και Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα, 29-31 Μαΐου 2009, δίσκος ακτίνας, 2009.
[2] Στην Ανακοίνωσή μου με τον τίτλο «Η καλλιτεχνική “ανιδιοτέλεια” στην “Ποιητική τού τοπίου”: ένα λογοτεχνικό κίνημα στις παρυφές ενός “φυσιολατρικού νατουραλισμού”», υπό δημοσίευση στα Πρακτικά του Ε′ Συνεδρίου τής Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας: «Η Ποιητική του Τοπίου», 19-22 Ιανουαρίου 2012, Αθήνα, αναφέρομαι αναλυτικά στην επιστημονική αντιμετώπιση της Φύσης από τον κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο και καλλιτέχνη Άντον Τσέχωφ, στην ιδιότυπα λεπτομερή παρουσίαση της Φύσης από τον πεζογράφο Ν.Γ. Πεντζίκη, καθώς και στα σχόλια που έγιναν σχετικά, κυρίως από τον Γιώργο Σεφέρη, αλλά και στην εμπειρική και, ως εκ τούτου, έως έναν βαθμό, επίσης «επιστημονική», στην προκειμένη περίπτωση, αντιμετώπιση της Φύσης από έναν μεγάλο Έλληνα ποιητή αλλά και καλλιεργητή τής γης, τον Νικηφόρο Βρεττάκο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abrams, 2005: M. H. Abrams, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων. Θεωρία – Ιστορία – Κριτική Λογοτεχνίας, Μετάφραση: Γιάννα Δεληβοριά, Σοφία Χατζηιωαννίδου, εκδόσεις Πατάκη, 2005, στο λήμμα «νεοκλασικό και ρομαντικό».
Βρεττάκος, 1991: Νικηφόρου Βρεττάκου, Τα ποιήματα, τόμος τρίτος, εκδόσεις Τρία Φύλλα, 1991, Ο Διακεκριμένος πλανήτης.
Έσσε, 1999: Έρμαν Έσσε, Νάρκισσος και Χρυσόστομος, Απόδοση στα ελληνικά: Φώντας Κονδύλης, Καστανιώτης, 1999, σ. 7.
Καββαθάς Διονύσης (επιμ.) GeorgSimmel – JoachimRitter – ErnstHGombrich: Το Τοπίο, Επίμετρο: Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ποταμός, 2004, σ. 14.
Καζαντζάκης, 2005: Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, 2005, σ. 66.
Καπετανάκης, 2001: Ηλία Καπετανάκη, «Η Βεγγέρα», Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα Κομοτηνής-Σερρών, Καλοκαίρι 2001.
Κόνραντ, 1990: Τζόζεφ Κόνραντ, Η καρδιά του σκότους, Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα, 1990, σσ. 78, 92-3.
Λεβέντης, 2000: Αχιλλεύς Λεβέντης, Η Τασσώ, Φιλολογική επιμέλεια: Αθηνά Βογιατζόγλου, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σσ. 81-84.
Λόρκα, 1935: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Δόνια Ροζίτα. Η γεροντοκόρη ή η γλώσσα των λουλουδιών, Μετάφραση: Ιουλία Ιατρίδη, CD περιοδικού Ραδιοτηλεόραση.
Πεντζίκης Νίκος Γαβριήλ, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, 2005, σ. 32.
Πεντζίκης, 1988: Ν.Γ. Πεντζίκη, Αντρέας Δημακούδης και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις Α.Ε., Β′ έκδοση, 1988, σ. 123.
Πολίτης, 1990: Κοσμά Πολίτη, Η κορομηλιά και άλλα διηγήματα, Ερμής, 1990, σ. 51.
Σταντάλ, 1983: Σταντάλ, Αναμνήσεις εγωτισμού, Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Τίτος Πατρίκιος, Γνώση, 1983, σσ. 111-2.
Σταύρου, 2001: Τατιάνα Σταύρου, Ελιά. Η βιογραφία ενός δέντρου. Μια ασυνήθιστη μυθιστορία, επιμέλεια: Γεωργία Τσάκωνα, εκδόσεις Ηλίβατον, Αθήνα, 2001.
Συνγκ, 2007: Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ, Η Ντίαρντρη των Θλίψεων [Μικρή Θεατρική Βιβλιοθήκη αρ. 42], Μετάφραση Κανέλλου Αποστόλου, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 2007, σ. 79.
Τόλκιν, 2001: Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών, βιβλίο δεύτερο: Οι Δύο Πύργοι, Μετάφραση: Ευγενία Χατζηθανάση-Κόλλια, Κέδρος, 2001, σ. 88.
Τσέχοφ, 1995: Αντόν Τσέχοφ, Ο θείος Βάνιας, Μετάφραση από τα ρωσικά: Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, Ίκαρος, 1995, σσ. 50-51.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

New Journal: The Bulletin of the International Association for Robin Hood Studies


The International Association for Robin Hood Studies (IARHS) is pleased to announce the creation of a new, peer-reviewed, open-access journal, The Bulletin of the International Association for Robin Hood Studies. The journal will be published bi-annually beginning in Spring 2016 and will be available on the IARHS’ website, Robin Hood Scholars: IARHS on the Web:http://robinhoodscholars.blogspot.com/. Scholars are invited to send original research on any aspect of the Robin Hood tradition. The editors welcome essays in the following areas: formal literary explication, manuscript and early printed book investigations, historical inquiries, new media examinations, and theory / cultural studies approaches. We are looking for concise essays, 4,000-8,000-words long. Submissions should be formatted following the most recent edition of the Chicago Manual of Style. Submissions and queries should be directed to both Valerie B. Johnson (valerie.johnson@lmc.gatech.edu) and also Alexander L. Kaufman (akaufman@aum.edu).

Virginia Forum: March 3–5, 2016 “Convergences and Disjunctures”



The 2016 Virginia Forum will be hosted by the Jamestown-Yorktown Foundation and held at the Jamestown Settlement in Williamsburg, Virginia. The Virginia Forum brings together historians, teachers, writers, archivists, museum curators, historic site interpreters, librarians, and others engaged in the study and interpretation of Virginia history to share their knowledge, research, and experiences.
The Virginia Forum is interdisciplinary and welcomes proposals on all aspects of Virginia history and culture from scholars, teachers, students, and professionals in all fields. This year’s theme, “Convergences and Disjunctures” reflects the mission of the Jamestown-Yorktown Foundation to study and teach Virginia history through the convergence of American Indian, European, and African cultures and the legacies of those interactions in the development of the nation.
Virginia is a place of many convergences: the waterways that brought the first European settlers to Jamestown in 1607, the cultures that met there, and the convergence of Washington’s troops at Yorktown in 1781. Virginia history has also demonstrated disjunctures: the conflicts between Europeans and American Indians, the importation of Africans to Virginia, the separation from Great Britain in 1776, the cession of vast western land to the Federal Government in 1783, and the creation of West Virginia during the Civil War. These convergences and divergences have continued up until the present day with the various civil rights struggles taking root and shape here in the Old Dominion.
Our theme is meant to inspire proposals, but it is not exclusive. Proposals on all topics related to the history and culture of Virginia are welcome, as are proposals for creative presentation formats such as poster sessions, roundtables, workshops, demonstrations, etc.
Proposals are invited on topics such as:
  • The history of the Chesapeake Bay
  • Recognition of Virginia Indians
  • African American experiences in Virginia
  • Revolution, Secession, Reconstruction
  • Virginia and the World Wars
  • Teaching and interpreting Virginia history at museums and historical sites
  • Beginnings, endings, and anniversaries
We plan to offer sessions and workshops that draw from the full range of Virginia-focused research, including the humanities and sciences. We invite proposals about any aspect of Virginia life, society, history, and culture and from a variety of fields, including: economics, politics, geography, law, literature, history, politics, archaeology and anthropology, environmental studies, museum and library studies, preservation, and others.
Individual Papers:
Please submit a one-page paper proposal and one-page curriculum vitae in a single Word/pdf document to VAForum@jyf.virginia.gov by 30 September 2015. Please be sure to include your email address and other contact information.
Panels:
Proposals for complete panel sessions, workshops, or any other presentation formats are encouraged. Submissions should include: 1) a one-page description of the overall session; 2) a separate, one-page description for each individual presentation in the session; and 3) a one-page curriculum vitae for each panel member, including the chairperson. Please include all of the above in a single Word/pdf document submitted to VAForum@jyf.virginia.gov by 30 September 2015. Please be sure to include your email address and other contact information.
Chairs:
If you are interested in chairing a session, please indicate your area(s) of interest and submit a one-page curriculum vitae in a single Word/pdf document to VAForum@jyf.virginia.gov by 30 September 2015. Please be sure to include your email address and other contact information.
Additional information, including previous conference programs, is available online at www.virginiaforum.org.
Direct further inquiries to: VAForum@jyf.virginia.gov
Proposal Deadline: September 30, 2015.

Μίλτος Σαχτούρης: Ο ποιητής της οδύνης, tvxa, 29.7.15



Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου
Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου
Δὲν ἔχω γράψει
ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα καρφώνω
«Ὁ στρατιώτης ποιητής», Μίλτος Σαχτούρης, από τη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο κόσμο», 1958
Σαν σήμερα στις 29 Ιουλίου 1919 γεννήθηκε ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές, τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.
Στο τέταρτο έτος της Νομικής το 1944 αποφάσισε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη: την ποίηση.
Έχοντας ήδη από το 1938 δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο «Μίλτος Χρυσάνθης» ένα διήγημα στο περιοδικό «Εβδομάδα», ο Σαχτούρης πρωτοέγραψε ποίηση το 1941. Δυο χρόνια αργότερα γνώρισε τους Οδυσσέα Ελύτη και Νίκο Εγγονόπουλο και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον τελευταίο. Ήταν, όμως, ο Ελύτης εκείνος που τον παρότρυνε να εμφανιστεί στο χώρο των γραμμάτων ως ποιητής, στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» το 1944.
Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Η Λησμονημένη», βιβλίο, το οποίο «είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα», όπως θα δηλώσει αργότερα ο ίδιος. Το 1948 εξέδωσε τη συλλογή «Παραλογαίς» και ακολούθησαν πολλές άλλες, με κορυφαία για πολλούς την «Με το πρόσωπο στον τοίχο» το 1952.
Αν και στην αρχή τουλάχιστον της μακρόχρονης πορείας του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από τους ποιητές της γενιάς του ’30, οι κριτικοί δεν άργησαν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του σημαντικού αυτού ποιητή. Όσον αφορά τα κυρίαρχα θέματα του έργου του, αυτά αφορούν την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Ο Σαχτούρης θεωρείται ότι επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και παρά τη κυρίαρχη θέση του παραλόγου και του συμβολισμού στα ποιήματά του, δεν θεωρείται ότι εντάχθηκε ποτέ πλήρως στο ρεύμα αυτό.
Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα». Έργα του Σαχτούρη έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική και ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.
O Βρασίδας Καραλής, τέλος, σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», αναφέρει: «Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του.
Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ' όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.
Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου. Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας».

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Φοίβος Γκικόπουλος ,Τα «άλλα» μυθιστορήματα, ΕΦΣΥΝ, 28.7.15


grafoun.jpg

Τα «άλλα» μυθιστορήματαΓια το μόνο πράγμα που μπορούμε να μιλήσουμε, στην ουσία, είναι η αισθητική, είναι το ύφος, και οποιαδήποτε αναφορά είναι μια αναφορά κρίσεως | dreamstime

Κι αν, πού και πού, ξεπηδούν μυθιστορήματα που στιγματίζουν με την παρουσία τους την παραγωγή ή δίνουν λαβή για πολεμικές, που αφήνουν αυτό που οι ιστορικοί ή οι δημοσιογράφοι ονομάζουν σημάδι, τότε, κι αυτά είναι διακοσμητικά, και δέχονται, κατά την άποψή μου, τον τυπικό σεβασμό που το σύστημα, με λειτουργικό ξόρκι, αποδίδει στην τέχνη.
Φυσικά δεν φταίνε οι μυθιστοριογράφοι. Οχι ότι δεν έχουν κι αυτοί τις ευθύνες τους, από τη στιγμή που φιλτράρουν το κουράγιο όπως ένας ψαράς το σάλιο του ψαριού, τόσο που μερικοί από αυτούς τους ειδικούς τού «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος» θυμίζουν τους γάμους στην Κανά. Και κυκλοφορεί ακόμη και κανένα τρομπόνι που διακηρύσσει τη βελτίωση -προσοχή, όχι τόσο του βιβλίου όσο του συγγραφέα- της αφηγηματικής πρακτικής∙ και θα τον βλέπατε λοιπόν τον πιστό των Χαμένων Καλλιτεχνών να τυραννάει όπως ένα κομπολόι το λουράκι που έχει στο χέρι και να πιστεύει ότι είναι βραχιόλι, όπως κάνουν οι νοσταλγοί του Ελβις Πρίσλεϊ;
Από την άλλη μεριά, δεν προξενεί ευχαρίστηση να το σκέφτεσαι; Να πιστεύεις, έστω και για μια στιγμή, στη δικαιοσύνη, να πολεμάς δονκιχωτικά για μια αρχή, για οποιαδήποτε αρχή, και να ανυψώνεις στο επίπεδο του τελικού σκοπού εκείνο που σε τελευταία ανάλυση είναι μόνον ό,τι συγκεκριμένες προσωπικότητες, περισσότερο ή λιγότερο της μόδας, περισσότερο ή λιγότερο καταψυγμένες σε μια απλή ενσταντανέ εποχικής επιμόρφωσης, προσλαμβάνουν ως ωραίο;
Για το μόνο πράγμα που μπορούμε να μιλήσουμε, στην ουσία, είναι η αισθητική, είναι το ύφος, και οποιαδήποτε αναφορά είναι μια αναφορά κρίσεως. Γιατί οι ιδέες είναι ακόμη πιο σπάνιες από εκείνες τις θρυλικές δύο ή τρεις βασικές πλοκές, εκείνες τις θρυλικές δύο ή τρεις ατάκες, και τελικά η τέχνη είναι ένα ιδανικό που τρέπεται σε φυγή - είδος που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, αντανάκλαση της αντανάκλασης, σαν τα κομμάτια από χρωματιστό γυαλί σε ένα καλειδοσκόπιο.
* Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ

Τα βλίτα και οι άνθρωποι, efsyn, 27.7.15






    Η φύση είναι μεγάλος δάσκαλος. Το μόνο που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος είναι να την παρατηρεί και να γνωριστεί μαζί της. Παλιότερα, αυτός ο δεσμός σφυρηλατιόταν από την πρώτη στιγμή που ερχόταν στον κόσμο. Έμπαιναν στη ζωή του τα αρωματικά φυτά στη διατροφή και τα θεραπευτικά βότανα στον πόλεμο με την αρρώστια. Οι παλιότεροι γνώριζαν τις ιδιότητες, τη μορφολογία, τη χρησιμότητα κάθε είδους της φύσης. Μπορούσε να ξεχωρίζει τα διάφορα γένη των λαχανικών, ήξερε όμως και τι μπορούσε να αποκομίσει από κάθε είδος, ακόμη κι από αυτά που περνούσαν απαρατήρητα. Στη φύση υπάρχει αρμονία, όλα έχουν τη θέση τους. Το ένα συμπληρώνει το άλλο ολοκληρώνοντας την αλυσίδα της βιοποικιλότητας.
      Δυστυχώς, αυτός ο πλούτος χάθηκε. Απαξιώθηκε. Θεωρήθηκε πως η γνώση του κόσμου της φύσης ήταν άχρηστη. Η επιστήμη είχε πάρει τη θέση της και ο άνθρωπος έχασε αυτή τη βιωμένη σοφία, που αντλούσε από την συν-ύπαρξη με τη φύση και τον πλούτο της. Ονόματα, σχήματα, ιδιότητες, διαφορές σταμάτησαν να έχουν νόημα ακόμη και όσους κατάγονται αγροτικές οικογένειες. Οι ιστορίες που μιλούσαν για τον κόσμο της φύσης κλειδώθηκαν στις αραχνιασμένες αποθήκες του νεοελληνικού πολιτισμού. Θεωρήθηκαν ξεπερασμένες, που δεν ταίριαζαν με την «πλαστική» ζωή μας.
     Τα τελευταία χρόνια ανακάλυψα τον κόσμο της φύσης. Χρειάστηκε πρώτα να βγάλω από το σώμα μου την προκατάληψη , την απέχθεια που καλλιεργήθηκε σε μένα και όλη τη γενιά μου-και όλους τους κατοπινούς-για το χώμα και τη φύση. «Στην πόλη», η προσταγή. Εκεί που όλα είναι ‘εύκολα’. Χρειάστηκε να παλέψω, να βγάλω τα λέπια της απαρέσκειας για τη φύση. Έφτιαξα έναν κήπο. Εξήντα τετραγωνικά όλος κι όλος. Με ανυπομονησία περίμενα την πρώτη φορά τις ντοματιές να μου δώσουν καρπό. Ξερίζωσα με μανία τα πρώτα ψιλόλιγνα λαχανικά που φύτρωσαν ανάμεσά τους. Τα μίσησα γιατί εμπόδιζαν τις καλές μου ντομάτες. Ώσπου έμαθα γι’ αυτά τα ασεβή λαχανικά.
      Ήταν τα βλίτα. Ταπεινά, με μια σεμνότητα, που πάλευαν να προσελκύσουν την προσοχή μου. Είναι λαχανικά φυλλώδη που κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Συνήθως, φυτρώνουν απρόσκλητα. Τρυπώνουν ανάμεσα στα άλλα φυτά. Ωστόσο, διαπίστωσα πόσο ωφέλιμα είναι. Προσφέρουν το υλικό για γευστική σαλάτα, που έχει μεγάλη διατροφική αξία. Ρώτησα κι έμαθα. Αποτέλεσμα. Αυτό το ταπεινό χόρτο κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό μου. Επέβαλε την παρουσία του στον κήπο μου αλλά και προσέλκυσε τη φροντίδα μου, ώστε να  πλουτίζει τακτικά το τραπέζι μου.
      Γιατί όμως οι άνθρωποι τους κόλλησαν τη μεταφορική τους σημασία;   Αυτά τα ταπεινά λαχανικά έγιναν η λέξη-σύμβολο για τους αργόστροφους. Και γιατί αυτό; Ο ανθρώπινος πολιτισμός θεωρεί τους χαμηλόφωνους βλίτα, αργόστροφους, λειψούς. Έχει ταυτίσει την ικανότητα με τη θορυβώδη συμπεριφορά, την εντυπωσιακή εμφάνιση, το ξόδεμα κόπου και χρημάτων. Όταν κάτι προσφέρεται άδολα, χωρίς περιτύλιγμα και την ανάγκη αλληλεξάρτησης αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα. Δεν του δίνεται ιδιαίτερη σημασία.
     Τα βλίτα είναι αντισυμβατικά λαχανικά. Δεν ενδιαφέρονται για τις κοινωνικές νόρμες του ανθρώπινου πολιτισμού. Φυτρώνουν απρόσκλητα κι αυτό θεωρείται σοβαρή παρέκκλιση από τα κρατούντα για τις κοινωνίες που έχουν αυστηρή οργάνωση, όπου τίποτε δεν είναι τυχαίο.
     Τα βλίτα, λοιπόν, μπορεί να γίνουν το σύμβολο ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής, όπου η στροφή στη φύση και η γνώση της βιοποικιλότητας είναι αναγκαία συνθήκη για να ενισχυθεί ο αυθορμητισμός και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα. Τα βλήτα υπενθυμίζουν πως δεν χρειάζονται μόνο οι πύρινοι λόγοι για το σεβασμό όλων των όντων, όλων των κοινωνικών τάξεων. Πρωτίστως χρειάζεται να ενσωματωθούν αυτές οι νόρμες στην καθημερινότητα.
     Τα ταπεινά βλίτα μας θυμίζουν αλήθειες που έχουν ξεχαστεί. Στην εποχή μας που η δύναμη βρίσκεται στην εικόνα, τα βλίτα αντιτάσσουν την ουσία. Με διακριτικότητα λένε τη δική τους αλήθεια, που συχνά, μέσα στο θόρυβο που κάνει η εικόνα, δεν ακούγεται. Ρίξτε μια ματιά στους ταπεινούς, μπορεί να κρύβονται θησαυροί.
     







Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ,Η αθηναϊκή κουλτούρα των κυνικών καυμάτων, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ



H Aθήνα το καλοκαίρι είναι πόλη μιας ιδιαίτερης κουλτούρας.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΠΤΥΧΕΣ
Υ​​πάρχουν μέρες, όπως αυτές οι πολύ ζεστές του καλοκαιριού, που η Αθήνα αχνίζει. Η ζέστη διυλίζει τους όγκους, γεννά ψευδαισθήσεις αποστάσεων και μεταφέρει μια αίσθηση σχεδόν απόκοσμη. Είναι γνωστή από τους αρχαίους χρόνους η ζέστη της Αττικής, όπως και του Αργοσαρωνικού και της Ανατολικής Πελοποννήσου. Είναι μια νοητή κοιλάδα μέσα στον ελλαδικό χώρο, όπου η ζέστη λιμνάζει και οι τόποι αχνίζουν.

Αυτή η κουλτούρα των κυνικών καυμάτων δίνει στην Αθήνα έναν βραχίονα υπερρεαλιστικής εμπειρίας, καθώς σαν σε κινηματογραφικό σκηνικό η πόλη ασθμαίνει. Ο Καβάφης, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα το 1901, την περπάτησε μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού και παρότι συνηθισμένος σε πολύ πιο έντονες ζέστες στην Αίγυπτο, είδε την πρωτεύουσα (που του θύμισε χαριτωμένες πολιτείες της Γαλλίας ή της Ιταλίας) ναρκωμένη, με τις τέντες των μαγαζιών κάθετα κατεβασμένες στα πεζοδρόμια, με τους δρόμους σκονισμένους και έρημους ντάλα μεσημέρι.

Η Αθήνα είναι μια πόλη ανοιχτή στο φως. Τα αμέτρητα μπαλκόνια της, οι ατελείωτες ταράτσες και η αυθόρμητη ζωή στον δρόμο μαρτυρούν έναν χαρακτήρα σχεδόν πρωτόγονο, ενίοτε ακατέργαστο ή αγοραίο, αλλά σε κάθε περίπτωση χωνεμένο μέσα σε κώδικες και συμπεριφορές που μετρούν δεκάδες γενιές πίσω στον χρόνο. Υπάρχει ένας «τρόπος» που μας συνδέει με αυτό που ένιωθε ένας Αθηναίος του 1880 όταν αγκομαχούσε μέσα στη ζέστη περπατώντας στην Ομόνοια. Και αυτό δεν είναι μόνο το κλίμα αλλά η καταλυτική επίδραση της βαριάς καλοκαιρινής ζέστης, που στο παρελθόν ήταν ένα μείγμα οσμών από σκόνη, καβαλίνα και άπλυτα σώματα. Η θερινή αποφορά που τύλιγε την πόλη τη μεταμόρφωνε, όπως και τώρα, την έκανε να δείχνει από ψηλά να φέγγει σε ένα χλωμό κίτρινο χρώμα. Τα παλιά χρόνια πύρωναν οι κεραμιδένιες στέγες, τώρα λαμπυρίζουν οι ηλιακοί θερμοσίφωνες. Η αίσθηση όμως δεν αλλάζει και είναι κοντά σε αυτό που έγραφε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στην «Κερένια Κούκλα» όταν «όλα είχαν αρχίσει να ψήνονται στον ήλιο». Και που η Αθήνα «είχε απάνω της ένα βαρύ πάπλωμα από αχνόν κιτρινοκόκκινο» και η Ακρόπολη ήταν «χρυσοφιλημένη απ’ τον ήλιο, και γλαυκοφέγγριζε η θάλασσα πέρα κάτω»...
Γιατί η Αθήνα του Χρηστομάνου από το 1910 και η Αθήνα του Τερζάκη αργότερα και η Αθήνα η κατοπινή και η σημερινή γίνονται μία πόλη, ενιαία, αδιάσπαστη και εξουθενωτικά οικεία. Η ερμηνεία της Αθήνας είναι κοινή αλλά ταυτόχρονα γίνεται και μια βαθιά προσωπική εμπειρία, όταν η πόλη βράζει στους δικούς της καύσωνες και αχνίζει πάντα με τον ίδιο τρόπο. Γίνεται τότε μια πόλη-παγίδα, αλλά και μια πεδιάδα αισθήσεων, ένας ναρκωμένος μεσημεριανός ύπνος και μια παραισθησιογόνα οπτασία. Δεν είναι περίεργο που η πόλη το καλοκαίρι ορίζεται από τη βάσανο της μεγάλης ζέστης. Είναι μια σχέση κυτταρική. Υπάρχουν τρόποι να δει κανείς πώς επιδράει η μεγάλη ζέστη στον τρόπο που οι κάτοικοι ορίζουν τη σχέση με το δικό τους σώμα, με την αυτοδιάθεσή τους και εν τέλει με το θυμικό τους. Καθώς τα κυνικά καύματα είναι σταθερά επαναλαμβανόμενο γεγονός, δημιουργούν αυτομάτως συνειρμούς με καλοκαίρια περασμένα και γεννούν μια περίεργη αίσθηση αδιάσπαστου και ενιαίου χρόνου. Το αθηναϊκό καλοκαίρι έχει ενσωματώσει τις αντιθετικές έννοιες της δοκιμασίας και της χαράς. Και αυτή η συνύπαρξη δείχνει να είναι κομμάτι της αθηναϊκής ταυτότητας.