Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Πέτρος Μανταίος, Τα μακαρόνια των φίλων μου, ΕΦΣΥΝ, 4.2.18

Είχα από το καλοκαίρι στην κατάψυξη κιμά, για μακαρόνια. Παραδοσιακό φαγητό της οικογένειας τα Σάββατα, όσο ζούσε η γυναίκα μου. Δεν υπάρχει στην οικογένεια, άμεση και ευρύτερη, κάποιος που να μην τρελαίνεται για μακαρόνια με κιμά. Ετυχε, ασυναίσθητα, να τα φτιάξω πάλι Σάββατο· πρώτη φορά μετά από τεσσεράμισι χρόνια.
Θυμήθηκα, τον Βασίλη (Δημητρίου). Λάτρης της μακαρονάδας με κιμά, αλλά γνώριζε και το οικογενειακό γαστρονομικό έθιμο του Σαββάτου. Ετσι, όταν Σάββατα, προς το μεσημέρι (ξυπνούσε αργά), μου τηλεφωνούσε για καφέ, πρωταρχική ερώτηση ήταν: «Ετοιμος ο κιμαδάκος, αγόρι μου;». Οταν κάποτε του είπα ότι πέτυχα μια συνταγή για μακαρόνια χωρίς να τα σουρώνω, παρατήρησε… δολοφονικά: «Την πέτυχες… σουρωμένος ή ξεσούρωτος;».
Ετερος μακαρονάς του κιμά ήταν ο Τάκης (Δραγουμάνος). Μόνο που μετά την τρίτη-τέταρτη περιγραφή, αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν λάτρης της μακαρονάδας με κιμά, αλλά του κιμά με μακαρονάδα. Γι’ αυτόν ο κιμάς ήταν είδος ιερό, μη επιδεκτό ελαχίστης νοθεύσεως· ει δυνατόν, μόνο ελάχιστο λάδι και αλάτι! Μόλις το ψυλλιάστηκα, άρχισα το δούλεμα. Κάθε φορά που με ρωτούσε: «Τι μαγείρεψες σήμερα;», απαντούσα στερεότυπα και τάχα αδιάφορα: «Α τίποτα… τα συνηθισμένα, μακαρόνια με κιμά…».
Γύριζε το μάτι του. «Και πώς τον έφτιαξες τον κιμά;». Τον πρώτο καιρό τον «έφτιαχνα» όπως τον ήθελε. Μετά, σιγά σιγά, όλο και κάτι πρόσθετα στη συνταγή. Και όσο πρόσθετα, ο Τάκης ανατρίχιαζε: «Εγκλημα!», αναφωνούσε. «Εσύ δεν φτιάχνεις κιμά! Εσύ τον σκοτώνεις!».
Εκεί που το έγκλημα έγινε ειδεχθές και παραλίγο να αναποδογυρίσει το τραπέζι, ήταν όταν «πρόσθεσα» στη συνταγή «μαρμελάδα νεράντζι… Αλλά πρόσεξε, μόνο νεράντζι και μόνο μία κουταλιά γλυκού!». Με πήρε ο διάολος. Ειλικρινά, ακόμα δεν έχω καταλάβει, είκοσι χρόνια μετά, αν του την έδιναν οι «συνταγές» ή παρακολουθούσε, έξυπνος καθώς ήταν, το παιχνίδι και έπαιζε μαζί μου.
Αλλά στη μεγάλη παρέα των μακαρονάδων κορυφαίος, ήταν ο Αντώνης (Ταβάνης). Αυτός, στο παιδικό του κρεβάτι, δεν είχε στρώμα από μπαμπάκι, είχε στρώμα από μακαρόνια, και μάλιστα τα χοντρά με την τρύπα, τα νούμερο πέντε.
Προτού εγκατασταθεί στον Λαύκο Νοτίου Πηλίου, γύρω στο ’90, όπου ασχολήθηκε πλέον αποκλειστικά με τη γλυπτική, μετήλθε διαφόρων επαγγελμάτων, μεταξύ αυτών και του ταβερνιάρη. Φεύγαμε, το λοιπόν, συχνά τα ξημερώματα από την ταβέρνα και κατηφορίζαμε στα πατσατζίδικα της κρεαταγοράς, για… μακαρονάδες με μοσχάρι κοκκινιστό.
Του άρεσε δε, να τρώει πρώτα δυο-τρεις πιρουνιές μακαρόνια σκέτα, μόνο με το τριμμένο κεφαλοτύρι, και πρόσθετε μετά τη σάλτσα ή το οτιδήποτε. Η μεγάλη πλάκα: Παράγγειλε, μια δόση, στο πατσατζίδικο, μαζί με τη μακαρονάδα, σαλάτα.
Σαλάτα δεν υπήρχε και ζήτησε ο αθεόφοβος (έκανε και την πλάκα του…), αντί σαλάτας, μία μακαρονάδα επί πλέον: «Αλλά σκέτη, με μπόλικο τυρί και σε γαβάθα!». Εφτιαχνε κολάζ κάποτε. Είχε και μια κατηγορία κολάζ, που τα έλεγε «κολάζ κουζίνας». Στο καλύτερο, νομίζω, της σειράς, που βρίσκεται στην κουζίνα μου, αναπαριστά την Εύα να δελεάζει τον Αδάμ με μια πιατέλα μακαρόνια…
ΥΓ. Οι δύο εγγονοί μου έχουν λατρεία στα «μακαρόνια με κιμά του παππού»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου