Σελίδες

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΧΡ.ΚΑΡΑΜΟΥΣΤΑΚΗΣ Φαρμακοποιός, Βήμα Πρεβέζης, 1955(;)




Στην Πρέβεζα

Σε την γενέτειρα και όμορφη νύμφη
λαμπρά στολισμένη με κάθε λουλούδι
και σε που δροσίζει το κάτασπρο κύμα
και του Ιονίου καθάρια πνοή

Δέξου φιλτάτη γλυκειά μου πατρίδα
αντί στεφάνι μικρό τραγούδι
που σου προσφέρει ευγνωμονούσα
η ασθενής μου αυτή φωνή

Από μακράν κανείς σαν βλέπει
την πρώτη όψι σου τη μαγική
λες πως ταιριάζεις με μια ωραία
μια ξακουσμένη και θρυλική

Εκείνη μέσα κλείει τον Πόντο
τη Μαύρη θάλασσα «Ωκεανό»
συ αντ’ εκείνης κλείεις ομοίως
τον γαληνιαίον «Αμβρακικόν».

Τα φρούριά σου άσπρα πελώρια
μέσα στη θάλασσα τη μελανή
λες πως παλαίουν μ’ αυτό το κύμα
μια πάλη αδιάκοπη παντοτεινή.

Λαμπρός εκτείνεται πέριξ τριγύρω
Και καταπράσινος ο ελαιών
Προσδίδει θέα, προσδίδει χάρι
Στον ατενίζοντα οφθαλμόν.

Να μετ’ολίγον και το στενό σου
προβάλλει ήρεμα σιωπηλά
τα Παλιοσάραγα-Πλευρά Ακτίου
κι αυτά τα νέα σου θερμά λουτρά.

Έχεις τοπία που τα θαυμάζουν
Γιατί είναι όλα σου φυσικά
Ως το «Ψαθάκι» και η «Βρυσούλα»
Και τόσα άλλα πιο μαγικά.

Πλην ω γλυκειά μου χρυσή Πατρίδα
δε θ’αποκρύψω που στην καρδιά
να πόθο για σε φιλτάτη
να ίδω κάτι πιο ταιριαστά.

Κι’ ευγνώμων  πόσον θα είναι πας τις
σε κείνον όστις πραγματικά
χαλιβδωμένος θ’ ανοιξη δρόμο
για λίγα έργα σου τεχνικά.

Και ένα σύμπλεγμα ωσάν Στεφάνι
φύσι και τέχνη αρμονικά
\θα μοιάζεις τότε χρυσή Πατρίδα
του Ιονίου Περιστερά





Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ευάγγελος Αυδίκος,Το αχ… του 95ου, EFSYN, 26.6.18


podosfairo-mundial.jpg

Μαρόκο - ΙσπανίαAP Photo/Petr David Josek
Το ποδόσφαιρο και πάλι στο προσκήνιο. Μια μεγάλη παγκόσμια γιορτή, που μαγνητίζει τα πλήθη και τροφοδοτεί τις κουβέντες στους ανά τη χώρα ταβερνοκαφενέδες.
Ξαναγυρίζει το μοτίβο για το κλοτσοσκούφι, σύμβολο ενός αντρικού πολιτισμού που δημιουργεί εντάσεις στα ζευγάρια όσον αφορά τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου στη διάρκεια του ενός μήνα που διαρκούν οι αγώνες.
Είναι εδραία προσωπική θέση μου πως το ποδόσφαιρο είναι μια σημαντική τελετουργία, που έχει να μαρτυρήσει πολλά για την οργάνωση των κοινωνιών και τη θέση της οικονομίας και της κοινωνικότητας στη ζωή των ανθρώπων.
Η παρέα συνέτρωγε έχοντας το ένα μάτι στον τηλεοπτικό δέκτη, που μετέδιδε τον αγώνα. Περισσότερο προσηλωμένη από όλη τη συντροφιά ήταν η Αννα. Δεν ξεκολλούσε το μάτι της από την τηλεόραση.
Διαμαρτυρόταν με την ένταση της συζήτησης, δεν την άφηνε να ακούσει τα σχόλια των δημοσιογράφων. Ηθελε να ευχαριστηθεί το ματς, να μπει στο κλίμα του αγώνα. Με τις φωνές και τα συνθήματα.
«Είναι μια ψευδαίσθηση, το ξέρω, αλλά θέλω να ρουφήξω όλη την ατμόσφαιρα», μου εξήγησε στο διάλειμμα. Τότε, έγινε περισσότερο εξομολογητική.
Μίλησε για την κόρη της, μια εικοσάχρονη, που είναι διεθνής με την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου των γυναικών. Για το πάθος όλης της οικογένειας. Για την κόρη της που λατρεύει το άθλημα. Για τα στερεότυπα που θέλουν τις γυναίκες εχθρικές προς το ποδόσφαιρο.
Η συζήτηση διακόπηκε απότομα με το σφύριγμα του διαιτητή για το δεύτερο ημίχρονο. Η Αννα δεν ξαναμίλησε. Δεν αντάλλαξε κουβέντα με την παρέα.
Επαναλήφθηκε... το πρώτο ημίχρονο. Ακούσαμε τη φωνή της τη στιγμή που σκόραρε η Σουηδία.
Τινάχτηκε από την καρέκλα της, έκανε μια στροφή γύρω από το τραπέζι. Με σφιχτές γροθιές και φωνάζοντας «γκόοοοολ».
Ο ενθουσιασμός μετριάστηκε με την ισοφάριση των Γερμανών. Ομως, η ελπίδα για τον αποκλεισμό τους ήταν ακόμη ισχυρή. Της αρκούσε ο εξοβελισμός τους από τη συνέχεια των αγώνων.
Κάθε αποτυχημένη επιθετική προσπάθεια των Γερμανών συνοδευόταν από έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. «Η ώρα της εκδίκησης πλησιάζει», μουρμούριζε η Αννα, αδιαφορώντας για τα πειράγματα της παρέας.
Οσο όμως πλησίαζε το τέλος, η παρέα σιώπησε. Σταμάτησε να κουβεντιάζει. Ακουγόταν πλέον ένας συλλογικός ανασασμός. Τα μάγουλα ξαναμμένα. «Η εκδίκηση τρώγεται κρύα!» φώναξε ο Κώστας.
Ωσπου ήρθε το 95ο λεπτό. Οι Γερμανοί άρπαξαν την μπουκιά λίγο πριν να τελειώσει ο αγώνας. Η παρέα ξεφούσκωσε. Τα έβαλε με τον δημοσιογράφο που περιέγραφε τον αγώνα.
«Στο τέλος νικάνε οι Γερμανοί», έλεγε. «Μα ήταν καλύτεροι στο δεύτερο ημίχρονο», αντέτεινα. «Εχουν τη δύναμη να επιβάλλουν την άποψή τους», ο αντίλογος.
Απλή ποδοσφαιροκουβέντα; Η ζωή είναι πιο πολύπλοκη για να χωράει στα κουτάκια μας.

Αριστοτέλης Σαΐνης,Από τη συγχρονική στη γραμματολογική κριτική, EFSYN, 24.6.18


gefyra.jpg

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εργο αναφοράς. Πολυαναμενόμενο, τουλάχιστον από το 2015 και την επίσημη ανακοίνωση του σχεδίου σε συνέδριο αφιερωμένο στη μνήμη του Παναγιώτη Μουλλά. Απαραίτητο εγχειρίδιο προσανατολισμού σ’ ένα θολό τοπίο, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του τελεί ακόμα υπό διαμόρφωση. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (1959), μόνιμος συνεργάτης των πιο σημαντικών λογοτεχνικών σελίδων της περιόδου, βάδιζε για χρόνια στην τροχιά του τολμηρού εγχειρήματος.
Οι ενδείξεις πύκνωναν στο πέρασμα του χρόνου, αρχής γενομένης από τη συναγωγή μελετών «Οδόσημα» (Καστανιώτης) του 1999. Ηδη εκεί διακρίνονται οι απαρχές της συλλογιστικής σκαλωσιάς που σε πλήρη ανάπτυξη διαβάζουμε σήμερα. Καθόλου τυχαία, δύο κείμενα ήταν αφιερωμένα στην «κριτική πράξη» του Σπύρου Τσακνιά («η κριτική ως ανοιγμένη βεντάλια της εποχής της») και στην «ιστορική κριτική» του Αλέξανδρου Αργυρίου, ο οποίος στο μάκρος μιας ζωής κινήθηκε αδιάκοπα ανάμεσα στους πόλους του ατομικού και του συλλογικού («όπως αυτά συμπλέκονται αξεδιάλυτα στη λογοτεχνία»).
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου «Η κίνηση του εκκρεμούς. Ατομα και κοινωνία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017» Πόλις, 2018 Σελ. 912.
Κάπως έτσι, σε μάκρος χρόνου, προκύπτει η «γραμματολογική κριτική» του Χατζηβασιλείου που αφορμάται από το κείμενο, κρίνει και αξιολογεί θεματικά και μορφικά χαρακτηριστικά, και στη συνέχεια ανοίγει προοδευτικά το πλάνο της, αρχικά στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα (ιστορικά, πολιτικά, καθημερινά, γλωσσικά και τεχνικά συμφραζόμενα) και μετά στην προϊστορία και τις εξελίξεις, αναζητώντας την πανοραμική λήψη του γραμματολογικού κάδρου.

Σχήματα του συλλογικού και του ατομικού

Η ανά χείρας μελέτη για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία ξεκινάει από το 1974 και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, καλύπτει το σύνολο της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς μεγάλο μέρος της μεταπολιτευτικής παραγωγής ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Φυσικά, τα δύο ακραία όρια δεν έχουν επιλεγεί τυχαία.
Το πολιτειακό γεγονός της αφετηρίας που απέκτησε προοδευτικά μεγάλη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική σημασία, σβήνει στα χρόνια της κρίσης. Δεν πρόκειται, πάντως, για τυπική γραμματολογία, αλλά για μια μελέτη με γραμματολογική προοπτική και αφηγηματικό άξονα την εξιστόρηση, σε δέκα σταθμούς-κεφάλαια, της αδιάκοπης ταλάντευσης ανάμεσα στα εννοιολογικά σχήματα του συλλογικού και του ατομικού.
Είναι αλήθεια ότι από το εμβληματικό (και εναρκτήριο λάκτισμα της περιδιάβασης) «Κιβώτιο» (1974) του Α. Αλεξάνδρου στους «Τυφλούς» (2017) του Ν. Μάντη, ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, οι ταλαντώσεις μεταξύ ατομικού και συλλογικού δεν ήταν πάντα αρμονικές.
Η περιπλάνηση αρχίζει με το μεταπολιτευτικό έργο των πρώτων μεταπολεμικών που προαναγγέλλει τη σταδιακή απαγκίστρωση από τον εναγκαλισμό του συλλογικού [«Το δημόσιο βάρος μιας εποχής»]. Στο καμίνι της κρίσιμης ιστορικής περιόδου, η πολιτική λειτουργεί ως «κενό νοήματος» (Α. Αλεξάνδρου), ως «βαρίδι» (Σ. Τσίρκας, Δ. Χατζής), ως «ηθικός αναστοχασμός» (Σ. Πλασκοβίτης, Α. Κοτζιάς, Α. Φραγκιάς), ή προβάλλει ανάγλυφα τη βία της (Ν. Κάσδαγλης).
Σε κάποιους το νόημα της ιστορίας αρχίζει ν’ αποκτά παράλογο περιεχόμενο (Α. Νικολαΐδης, Π. Καλιότσος), κάποιοι συνδέουν την εξωτερική αποξένωση με την εσωτερική (Μ. Αλεξανδρόπουλος, Α. Ζέη), άλλοι απομακρύνονται απ’ τα συλλογικά πάθη μέσω της έμφασης σε ζητήματα φύλου (Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ), σε εσωτερικά τοπία (Τ. Κουφόπουλος), στην καλλιτεχνική μορφή (Ν. Πολίτης), και άλλοι περιχαρακώνονται στην τέχνη τους (Ν. Βαλαωρίτης, Α. Σχινάς, Ε. Γονατάς).
Η διαμεσολαβημένη σχέση της επόμενης γενιάς με την Ιστορία ενισχύει τις ατομικιστικές διαφυγές [«Η μεσολάβηση της μνήμης»]. Ατομικό και συλλογικό ισορροπούν στην πεζογραφία του Θ. Βαλτινού, η Ιστορία θαμποφέγγει στον ορίζοντα του Χ. Μηλιώνη, ενώ η μνήμη σπάει τα δεσμά της με την Ιστορία στο έργο του Τ. Καζαντζή. Από κοντά η πεζογραφία των ποιητών Μ. Μέσκου και Π. Μάρκογλου, το έργο του Β. Βασιλικού στο οποίο ο εαυτός ρίχνει τη σκιά του στο συλλογικό, ή η πεζογραφία του Χ. Μίσσιου όπου το εγώ προβάλλει ως πολιτική μαρτυρία.
Στους κόλπους αυτής της γενιάς των δεύτερων μεταπολεμικών θα ξεκινήσει η μάχη υπέρ της ατομικότητας [«Η ελευθερία του ατόμου»]. Ο πόθος για την απελευθέρωση του εγώ από τον κοινωνικό περίγυρο (Μ. Κουμανταρέας, Π. Αμπατζόγλου) διασχίζει μεταμορφωμένος το έργο του Γ. Ιωάννου, την ίδια ώρα που η αντιδραματική καθημερινότητα προσφέρει δρόμους διαφυγής (Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Π. Σφυρίδης). Σε παράλληλες τροχιές θα κινηθεί η πλειονότητα των συγγραφέων της εποχής, ενώ τον προσωπικό δρόμο της καλλιτεχνικής φυγής θ’ ακολουθήσει ένας ορκισμένος μοντερνιστής (Γ. Χειμωνάς).
Και καθώς οι νεότεροι πεζογράφοι έρχονται αντιμέτωποι με το δράμα της δημόσιας πτώσης, η πολιτική και η Ιστορία απομακρύνονται στο βάθος του πεδίου [«Αποχαιρετώντας την πολιτική και την ιστορία»]. Εδώ η διαρκής ταλάντευση μεταξύ ατομικού και συλλογικού (Μ. Δούκα), η αρνητική υπογράμμιση του ατομικού (Αλ. Πανσέληνος) ή η αποκάλυψή του (Δ. Νόλλας). Εδώ η «Remington» (1981) του Γ. Πάνου, αλλά και η οριστική απόδραση από την Ιστορία με την «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» (1998) του ίδιου. Αν τον δρόμο της παραβολής ανοίγει η «Ιστορία» (1982) του Γ. Γιατρομανωλάκη και ο γλωσσοκεντρισμός του Δ. Δημητριάδη πολιορκεί την Ιστορία, το έργο του Φ. Δρακονταειδή ή του Μιχάλη Γκανά («Μητριά πατρίδα») επιφέρει την προσγείωση στην καθημερινότητα.
Τη σκυτάλη θα πάρει η «γενιά της παρωδίας και της ατομικής εμπειρίας» [όπως έχει ήδη χαρακτηριστεί στο λεξικό «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80» (Πέρασμα, 2010)] για να βαδίσει αποκλειστικά τη γραμμή της εξατομίκευσης, χρησιμοποιώντας τα παραμορφωτικά γυαλιά της παρωδίας (νοούμενης κυρίως ως παρωδία της πραγματικότητας) [«Η επέλαση της παρωδίας»].
Ο τόνος δίνεται από μια ομάδα πεζογράφων που εμφανίζεται μεταξύ 1979-1989 (Β. Ραπτόπουλος, Ε. Σωτηροπούλου, Χρ. Βακαλόπουλος, Π. Τατσόπουλος, Α. Σφακιανάκης) και κάποιους λίγο μεγαλύτερους (Σ. Σερέφας, Σ. Καρυδάκης), κι ανεβαίνει μετά το 1990, με το «Σοφό παιδί» του Χ. Χωμενίδη. Απέναντι στον στιλιζαρισμένο κυνισμό του «αναβαθμισμένου ή μεταμοντέρνου ρεαλισμού» των παρωδών, μια ποικιλία παράλληλων τροχιών θα ανακτήσει επαφή με τον κοινωνικό ιστό, αναζητώντας με μεγάλη πολυμορφία αφηγηματικών τρόπων διεξόδους προς τη διακωμώδηση (Α. Σουρούνης, Π. Μάτεσις, Α. Στάικος), το χιούμορ (Β. Τσιαμπούσης, Χ. Χαρτοματζίδης), ή τη σάτιρα (Γ. Δενδρινός, Ν. Κουνενής).
Κι ενώ η προσπάθεια αποκατάστασης του ατόμου συνεχίζεται, η καθημερινότητα κυριαρχεί, για να φτάσει ακμαία ώς τις μέρες μας. Η περιπλάνηση στο κεντρικό και εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου [«Καθημερινές και αλληγορικές κοινωνίες»] αρχίζει με τους συγγραφείς του άκρατου ατομικισμού (Μ. Καραπάνου, Μ. Μήτσορα), για ν’ ακολουθήσει η αναζήτηση του μοναχικού εγώ (Γ. Ξανθούλης ή Σ. Δημητρίου), και όλα τα κείμενα με τους κεντρικούς χαρακτήρες (τους) στραμμένους στον εαυτό τους, σε σύγκρουση με τον κόσμο και τη βία της καθημερινότητας.
Εδώ ο ιδιότυπος αυτοβιογραφικός λόγος στην πεζογραφία του Μ. Φάις, η αναζήτηση ταυτότητας στην Α. Μιχαλοπούλου και οι ταυτόχρονα εσωτερικές και εξωτερικές περιπλανήσεις της Α. Δημητρακάκη. Παρά την έντονη ανομοιογένεια των κειμένων, η αφήγηση ξετυλίγει επιδέξια το κουβάρι των δεσμών του ατόμου με την κοινωνία. Κάποιοι θα κινηθούν προς την πολιτικοκοινωνική καθημερινότητα, άλλοι θ’ αναζητήσουν καταφύγιο σε εκδοχές του μαγικού ρεαλισμού, άλλοι θα χαθούν στο καθαρό φανταστικό. Στο συλλογικό θα επαναπροσανατολιστούν όσοι πειραματιστούν με δυστοπικές και ετεροτοπικές αναζητήσεις.
Για πρώτη φορά σε μια ελληνική γραμματολογία οι διάδοχοι του Μαρή και οι συνεχιστές του Μπέκα θα καταλάβουν τη θέση που τους αρμόζει [«Το αστυνομικό μυθιστόρημα: από τις ιδιωτικές σχέσεις στην κοινωνία»]. Ο Χατζηβασιλείου αφιερώνει στο είδος το πρώτο του αμιγές ειδολογικό κεφάλαιο, και σε εκατό σχεδόν σελίδες, αν προσθέσει κανείς και την εντός κρίσης παραγωγή, χαρτογραφεί τις δύο βασικές ειδολογικές γραμμές: τις ιστορίες μυστηρίου από τη μια, τα κοινωνικοπολιτικά νουάρ από την άλλη. Αν οι πρώτες παραμένουν ατομοκεντρικές και κοινωνικά απομονωμένες, οι δεύτερες πριμοδοτούν ολοφάνερα το συλλογικό.
Εκτενές και το κεφάλαιο των πολλαπλών προσώπων της ιστορικής μυθοπλασίας [«Η ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος και η στροφή προς μια καινούρια συλλογικότητα»]. Η αναδρομή θα φτάσει στη δεκαετία του 1980 και στην ανάδυση ενός εντελώς διαφορετικού ρεύματος. Μυθιστορήματα της Ρ. Γαλανάκη, μέρος της πεζογραφίας της Μ. Δούκα και του Αλ. Πανσέληνου, λίγο μετά του Ν. Θέμελη, απορρυθμίζουν το εθνικό εγώ και ανοίγουν το βλέμμα στη διαφορετικότητα ή στον Αλλο.
Αλλοι συνάδελφοί τους ανοίγονται στη φαντασμαγορία της ιστορικής πραγματικότητας (Θ. Κοροβίνης, Ι. Ζουργός κ.ά.), άλλοι στρέφονται στην εντοπιότητα (από τον Θ. Γρηγοριάδη και τον Δ. Αξιώτη στον Δ. Παπαμάρκο), σε άλλους ο ιστορικός και ο παροντικός χρόνος ισομοιράζονται (Σ. Νικολαΐδου) επιφέροντας και την ισορροπία ατομικού και συλλογικού. Σύντομα η επέλαση της ιστορικής μεταμυθοπλασίας που κυοφορείται στο έργο του Μπακόλα, θα ρίξει πάλι το άτομο στην υπαρξιακή του δίνη. Εδώ ο «Τελευταίος Βαρλάμης» του Θ. Βαλτινού, το «Ελληνικό σταυρόλεξο» του Θ. Σκάσση, το έργο του Α. Μαραγκόπουλου. Και κάπου εκεί στο 1994, με την «Ορθοκωστά», ξεκινά απρόσμενα ένας «νέος γύρος» για τον Εμφύλιο που ο Χατζηβασιλείου θα τον ακολουθήσει από κοντά μέχρι τις μέρες μας.
Κάπως έτσι φτάνουμε στην πεζογραφία που, αρχής γενομένης από τη συλλογή του Χ. Οικονόμου «Κάτι θα γίνει θα δεις» (2010), αναγκάστηκε να μιλήσει για μια κοινωνία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης [«Η πεζογραφία της κρίσης και η ολική επαναφορά του συλλογικού»]. Ακόμα και αν δεν απέφυγε πάντα τους κινδύνους ενός καταγγελτικού νατουραλισμού, ανέδειξε τα αντανακλαστικά των Ελλήνων συγγραφέων: πολλοί δεν είχαν προσχωρήσει στον γενικευμένο ατομικισμό, ενώ κάποιοι είχαν προειδοποιήσει για την οριακή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλοι θα τοποθετήσουν την κρίση στον πυρήνα της δράσης, άλλοι θα την ιστορικοποιήσουν, άλλοι θα τη βάλουν στο φόντο, άλλοι θα την κοιτάξουν με μελλοντολογικό ή συμβολικό φίλτρο. Μάλιστα, η κρίση θα χτυπήσει και όσους φαίνονταν κλεισμένοι στο εργαστήριό τους.

Τον επίλογο του βιβλίου γράφει [«Πέρα από το άτομο και την κοινωνία: ο λόγος του συγγραφικού εργαστηρίου»] ένα «κάθε άλλο παρά αδιάφορο» κομμάτι μεταπολιτευτικών πεζογράφων, στο έργο των οποίων «απόλυτη δεσπόζουσα», για τον Χατζηβασιλείου, παραμένει η καλλιτεχνική έγνοια της γραφής: από τον Σ. Παπαδημητρίου και τον Ν. Θεοφίλου στον Α. Κυριακίδη ή την Α. Δεληγιώργη, από τον Γ. Αριστηνό και την Μ. Ευσταθιάδη στον Ε. Αρανίτση, τον Τ. Γουδέλη και την Κ. Μιτσοτάκη, μέρος της πεζογραφίας του Κ. Βούλγαρη, του Γ. Γιατρομανωλάκη, του Λ. Παπαστάθη ή της Ε. Μαρούτσου, οι ψευδώνυμοι Σ. Κρητιώτης και Α. Ντουφεξή-Πόουπ, αλλά και το μοναδικό μυθιστόρημα του νεότερου Λ. Καλοσπύρου. Από κοντά τους μια σειρά ποιητές που πέρασαν στην πεζογραφία και, μόλο που μπορεί να μην αγνοούν την εξωγενή πραγματικότητα, παραμένουν προσανατολισμένοι προς το πρόσωπο: Μ. Μήτρας, Ν. Βαγενάς, Α. Χιόνης, Κ. Μαυρουδής, Α. Ισαρης, Δ. Καλοκύρης, Β.Αμανατίδης, Μ. Πρατικάκης, Γ. Χουλιάρας, Θ. Ρακόπουλος.

Δουλεύοντας συγχρονικά και διαχρονικά

Και μόνο η αδρή σκιαγράφηση είναι αρκετή. Το βιβλίο είναι ένας άθλος. Με ενσωματωμένη θεωρία και κατακτημένα κριτικά εργαλεία, ο Χατζηβασιλείου προτείνει ένα ερμηνευτικό σχήμα, στις διακλαδώσεις του οποίου καταφέρνει, κατά κύριο λόγο πετυχημένα, να εντάξει σαράντα χρόνια πεζογραφική παραγωγή, δεκάδες συγγραφείς διαφορετικών αφετηριών και εκατοντάδες κείμενα διαφορετικών στοχεύσεων. Δουλεύοντας συγχρονικά (ερμηνεία, κριτική) και διαχρονικά (περιοδολόγηση), αναζήτησε τη βαθύτερη διαπλοκή θεματικών και μορφικών αναζητήσεων και έδωσε κατά τόπους ειδολογική προοπτική (προϊστορία, διαμόρφωση, παράλληλες αναζητήσεις) στο βιβλίο του.
Ο Χατζηβασιλείου είναι ο πρώτος. Χωρίς βιβλιογραφικά ερείσματα (όσο πλησιάζουμε στις μέρες μας, ο κριτικός δεν έχει παρά να στηριχτεί ή να διαφωνήσει στις υποσημειώσεις παρά με τη συγχρονική κριτική) ανοίγει τον δρόμο. Ως πρωτοπόρος, όμως, αντιμετωπίζει και προβλήματα. Ο αναγνώστης οφείλει να σκύψει με προσοχή πάνω απ’ το βιβλίο και ν’ ανοίξει διάλογο μαζί του, να διαβάσει προσεκτικά και, κυρίως, να ξαναδιαβάσει, μπαίνοντας από όποιο σημείο θέλει, ακόμα και από τα ευρετήρια.
Εχοντας στον νου τις βολές για «παραλείψεις» που δέχεται κάθε γραμματολογική απόπειρα ή τα πυρά για «συμπεριλήψεις» εναντίον κάθε ανθολογίας και τη «φιλολογία» τις παραμονές της ανακοίνωσης κάθε λογοτεχνικού βραβείου, είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα επιμείνουν σε μιαν ατέλειωτη ονοματολογία. Εχω την αίσθηση ότι αυτό θα αδικούσε τη φανερή κριτική διάθεση συμπερίληψης παρά αποκλεισμού. Ομως, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, νομίζω ότι η πεζογραφία της Ε. Λαδιά, για παράδειγμα, του Μ. Ξεξάκη ή του Π. Κουτρουμπούση θα είχε τη σημασία της σ’ αυτό το πλαίσιο, όπως χρήσιμη για την τεκμηριωτική μυθοπλασία θα ήταν και η «Χάρτινη ζωή» της Π. Παμπούδη.
Ωστόσο, θεωρώ πιο σημαντικό ότι η πρόκριση θεματικών κριτηρίων (το ενδιαφέρον για υφολογικές αναζητήσεις δεν απουσιάζει, αλλά συνήθως έπεται στην ανακεφαλαίωση κάθε ομαδοποίησης) αναβαθμίζει, εμμέσως, συντηρητικότερες μορφές αφήγησης. Το δίπολο άτομο-κοινωνία, όσο ευέλικτο και διαβαθμισμένο κι αν είναι, δεν μπορεί να διαχειριστεί όλες τις περιπτώσεις, ιδιαίτερα τις πιο προωθημένες. Αυτό φαίνεται σε αρκετά σημεία του βιβλίου, κυρίως στο κεφάλαιο με τους «συγγραφείς του εργαστηρίου» (παρεμπιπτόντως, χρήσιμα θα ήταν εδώ και κείμενα του Γ. Κοροπούλη ή του Μ. Μαρκίδη).
Θα έπρεπε το σχήμα να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει κανονικότητες και εξαιρέσεις, ώστε να μη χάνονται ποτέ τα νήματα που μπορεί να συνδέουν τον «απομονωμένο» Χειμωνά με πιθανούς συνεχιστές του, και ειδολογικές γραμμές που, ξεκινώντας από τον Ν. Βαγενά και την ελληνική δεξίωση του Μπόρχες, μπορεί να ενώνουν τόσο διαφορετικούς συγγραφείς όσο ο Α. Κυριακίδης ή ο Δ. Καλοκύρης, ο Κ. Μαυρουδής ή ο Μ. Καραγιάννης, ακόμα και ο Τ. Καζαντζής ή ο Ν. Κουνενής.
Παρόλο που συχνά η ανάλυση αφορά προωθημένα στη μορφή κείμενα, ο λογοτεχνικός κανόνας που φαίνεται να προκρίνεται, κυρίως όσο πλησιάζουμε στις μέρες μας, φαντάζει πιο κοντά σε συντεταγμένες μορφές ρεαλισμού. Συνειδητή επιλογή ή αποτύπωση μιας γραμματολογικής πραγματικότητας που οφείλει να μην ξεχνάει τους «μέσους όρους»;
Αναρωτιέμαι, επίσης, αν η συνολική εικόνα της πεζογραφίας που κυριάρχησε κατά κύριο λόγο από τη δεκαετία του ’90 και μετά (εντός και, κυρίως, εκτός λογοτεχνικού πεδίου) χαρακτηρίζεται από «μεταμοντερνιστικούς μετατονισμούς του ρεαλισμού» (όπως αναφέρεται στα της πεζογραφίας των παρωδών) ή από την κυριαρχία ενός γραμμικού και μονοφωνικού αναπαραστατικού τρόπου που έκοψε, μάλλον απότομα, τον διάλογο με τις πραγματικά μοντερνιστικές και τις αρχόμενες, επίσης πραγματικά μεταμοντερνιστικές κατευθύνσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ο μεταμοντερνισμός παντού στον κόσμο είχε εκδοχές ριζοσπαστικές, μετριοπαθείς, αλλά και κιτς.
Είναι αλήθεια ότι συχνά δεν χρειάζεται καν αλλαγή προοπτικής για να διαφωνήσει κανείς με επιμέρους παρατηρήσεις (αρκεί ένα στρίψιμο της ερμηνείας με τα ίδια κριτήρια, για να προκληθούν αντιμεταθέσεις στις προτεινόμενες ομαδοποιήσεις), όπως και ότι κάθε γραμματολογία τονίζει ομοιότητες και εξαλείφει διαφορές, και τίποτα δεν εμποδίζει να αναζητήσει κανείς ένα άλλο σχήμα ως βάση μιας άλλης ιστορικής σύνθεσης.
Οπως και να ’χει, ο Χατζηβασιλείου προσέρχεται έτοιμος στο πεδίο της γραμματολογίας και του διαλόγου. Η εισαγωγή του δεν αποσαφηνίζει μόνο κριτήρια και προθέσεις, αλλά θέτει ήδη και τον βασικό προβληματισμό. Πώς περνάμε από τον κριτικό λόγο στον γραμματολογικό; Πώς γίνεται η σύνθεση και η ενσωμάτωση της αξιολόγησης σε μια αφήγηση μεγάλης κλίμακας;
Πώς τοποθετείται ο κριτικός, όταν γίνεται γραμματολόγος, έναντι των κρίσεών του που, αν δεν λάθεψαν, πάντως και εξ ορισμού αγνοούσαν το όλον από τη σκοπιά του σήμερα; Τι θ’ απομείνει απ’ αυτή την πρώτη λογοτεχνική χαρτογράφηση;
Ο κριτικός έχει συνείδηση ότι δεν εποπτεύει πανοραμικά και από απόσταση το υλικό του, ότι η χρονικότητα καθορίζει και την εξιστόρησή του, ότι η γραμματολογία του καθρεφτίζει το αξιολογικό σύστημά του κι ότι, κατά συνέπεια, η απόπειρά του «πασχίζει να δώσει ιστορική προοπτική στο υλικό της, αλλά δεν μπορεί και, εντέλει, δεν θέλει να αποτινάξει ούτε την αίσθηση του καιρού της ούτε την αξιολογική της βάση». Οπως σημειώνει ο ίδιος, παράλληλα με το εκκρεμές του αφηγηματικού άξονα ταλαντεύεται και το εκκρεμές της δικής του ερμηνευτικής εμπλοκής, καθώς το βιβλίο διαγράφει τη διαδρομή από την επικαιρική κριτική προς μια γραμματολογία εν τω γεννάσθαι…
Οσο για τον νοούμενο ή ιδανικό αναγνώστη, για τον οποίο γράφει ο Χατζηβασιλείου, όπως σημειώνει πάλι ο ίδιος, δεν είναι αυτός «ενός μακρινού και αδιάγνωστου ακόμα μέλλοντος, αλλά ο αναγνώστης που έχει κοινά βιώματα με τον κριτικό που έγινε γραμματολόγος», κινείται στην ίδια σπείρα της Ιστορίας μαζί με τη λογοτεχνική παραγωγή γύρω του και αγωνίζεται να βγάλει άκρη… Εν ολίγοις, εμείς όλοι.
Οφείλουμε χάριτες στον Χατζηβασιλείου για το βιβλίο αυτό που αναμφίβολα θα πυροδοτήσει την απαραίτητη συζήτηση για το «ανοιχτό» πεδίο της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Οι συζητήσεις έχουν ξεκινήσει από καιρό, οι πρώτες δοκιμαστικές βολές έχουν πέσει. Εν αναμονή της επίσης αναμενόμενης γραμματολογικής δοκιμής της Ε. Κοτζιά, για την ίδια περίοδο, της εργασίας της ειδολογικά προσανατολισμένης συλλογικής γραμματολογίας που ετοιμάζεται από τις Εκδόσεις Gutenberg, και συναφών εργασιών που αναμένουμε, το τοπίο θ’ αρχίσει να χαρτογραφείται και να επαναχαρτογραφείται.
Ο Χατζηβασιλείου θα είναι, πάντως, αυτός που πρώτος τόλμησε να γράψει με γραμματολογική πληρότητα μια ιστορία της ελληνικής μεταπολιτευτικής πεζογραφίας.

Στέλιου Μαφρέδα, ανθολόγηση, Η Πρέβεζα στη Νεοελληνική ποίηση, Ακτία Νικόπολις 2018

Με την αυτοχειρία του Κώστα Γ. Καρυωτάκη στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928, η πόλη της θανής του καθιερώθηκε ως ένα από τα πλέον ενεργά σύμβολα της νεοελληνικής ποίησης. Ο κ. Στέλιος Θ. Μαφρέδας ανθολογεί για χρόνια ποιήματα που αναφέρονται στην Πρέβεζα ως πόλης συμβόλου. Η πρώτη έκδοση της Ανθολογίας του εκδόθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πρέβεζας το 2001 και 
περιείχε 44 ποιήματα. Στην δεύτερη, σημαντικά επαυξημένη και βελτιωμένη έκδοσή της, από το Ίδρυμα "Ακτία Νικόπολις" αυτή τη φορά, περιλαμβάνονται 110 ποιήματα, δημιουργήματα 79 ποιητών, γεγονός που αποδεικνύει τη συνεχή λειτουργία της Πρέβεζας ως συμβόλου, ιδιαίτερα στις νέες γενιές ποιητών. Την έκδοση προλογίζει ο ομότιμος καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας κ. Γιάννης Παπακώστας.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Ευάγγελος Αυδίκος, Τσούτσκες Ψαράδων, EFSYN,19. 6.18


Συχνά, η γνώση δεν έφτανε για να μαλακώσουν οι πληγές. Σαν εκείνη την πολύ πετυχημένη συνάδελφο, με σπουδαίες μελέτες για τις αλλαγές στην ταυτότητα των κατοικούντων τη Στρούγκα, στη λίμνη Οχρίδα, στα σύνορα με την Αλβανία. Η καθυστέρηση στην απόδοση της αποζημίωσης για τη μετακίνησή της -πού τέτοια πολυτέλεια πια- αποδόθηκε με ευκολία στην εκδικητική διάθεση της ελληνικής πλευράς. Του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δηλαδή, και δικής μου βεβαίως.
Εκλεινε τα αυτιά της στο επιχείρημα της γραφειοκρατικής δυστοκίας με τις αλλεπάλληλες καταλήψεις της πρυτανείας εκείνη την εποχή. Το στερεότυπο σε τέτοιες εποχές κολλάει σαν βδέλλα πάνω στα μυαλά και δεν αφήνει περιθώριο σε καμιά άλλη διάσταση στην προσέγγιση του παρελθόντος αλλά και της τρέχουσας καθημερινότητας.
Αυτό το καύκαλο του στερεότυπου φαίνεται να ραγίζει. Αν θα εξαφανιστεί, καλύτερα να περιμένουμε. Οι νοοτροπίες δεν εξαϋλώνονται μονομιάς. Θέλουν τον χρόνο τους.
Αυτό που άλλαξε, όποια κι αν είναι η εξέλιξη, είναι η θέση των Ψαράδων και του Οτέσοβο στην Ιστορία. Την Κυριακή παρήλασαν ενώπιον της παγκόσμιας Ιστορίας. Κι όπως γίνεται στην εποχή μας, τέτοιου είδους παρελάσεις προκαλούν διχογνωμίες. Και επιφυλάξεις. Κάποιες κατανοητές, άλλες όχι. Οι Ψαράδες και το Οτέσοβο εισήλθαν στο μεγάλο σαλόνι της Ιστορίας ως εμβληματικοί τόποι. Ανήκουν στη γεωγραφία πια που επιχειρεί να λύσει τις διαφορές με συνεννόηση και αμοιβαίο σεβασμό.
Αυτό σκεφτόμουν παρακολουθώντας στην τηλεόραση τα τελετουργικά για την υπογραφή της συμφωνίας ανάμεσα στους δύο πρωθυπουργούς. Είχα ετοιμάσει για την περίσταση φασόλια Πρεσπών. Ο μεγάλος κάμπος ετοιμάζει την καινούργια παραγωγή κι έτσι περιορίστηκα στο περσινό απόθεμα. Δίπλα είχα βάλει τσούτσκες. Τις είχα αγοράσει την προηγούμενη χρονιά από μαγαζί στους Ψαράδες, πολύ κοντά από κει που στήθηκε η τέντα για τη συνάντηση.
Χρειάστηκε να ξεπεράσω βέβαια την πληγωμένη μνήμη μου. Την πρώτη φορά που δοκίμασα τσούτσκες ήταν στα Μπιτόλια (Μοναστήρι), αναζητώντας τα ίχνη του Αρχοντόπουλου, του ερωτευμένου νέου στο γιαννιώτικο τραγούδι. Τότε, άρχισα να βγάζω καπνούς από τη μύτη και από τα αυτιά. Αμαθος από καινούργιες γεύσεις. Δεν τις άντεχε τότε ο οργανισμός μου. Με τον καιρό συνήθισα βέβαια.
Οι τσούτσκες μ’ έκαναν πιο προσεκτικό. Μ’ έμαθαν να μην εκπλήσσομαι με τις ανθρώπινες αντιδράσεις στις καινούργιες γεύσεις. Στα νιόφερτα συναισθήματα. Σε καταστάσεις που ξεβολεύουν.
 

Θανάσης Γιαλκέτσης, Αντίδοτα στον φανατισμό, EFSYN


Πρόσφατα κυκλοφόρησε και στη γλώσσα μας το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Αγαπητοί ζηλωτές» (εκδόσεις Καστανιώτη).
Για το βιβλίο αυτό μιλάει ο Αμος Οζ στην ακόλουθη συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica.
 Αμος Οζ Αμος Οζ | 
● Πιστεύετε ότι ένας φανατικός θα ενδιαφερθεί να διαβάσει τις τρεις επιστολές που του απευθύνατε;
Οι επιστολές δεν απευθύνονται στους φανατικούς, αλλά σε όλους εμάς. Σε όλους μας υπάρχει ένας πυρήνας φανατισμού. Ολοι μας είμαστε λίγο ώς πολύ φανατικοί, επειδή στις σχέσεις μας με τους συνεργάτες μας ή με τα παιδιά μας όλοι λέμε: οφείλεις να είσαι όπως είμαι εγώ.
Θέλουμε να αναμορφώσουμε τους άλλους από ένα είδος αλτρουισμού, για το καλό τους.
Η επιθυμία να αναμορφώσουμε τον άλλον είναι ο πρώτος βαθμός του φανατισμού.
● Είναι ωστόσο μια ευγενής επιθυμία. Θέλουμε να γίνουν καλύτερα τα πρόσωπα που αγαπάμε. Τι νόημα θα είχε να το κάνουμε αν όχι για να αλλάξουμε την κοινωνία;
Ο αληθινός φανατικός δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα ούτε για την καθημερινή κοινωνική ζωή. Το δικό του ενδιαφέρον είναι για μια πίστη και μιαν ιδέα. Νομίζει ότι δρα για το καλό του άλλου, αλλά στην πραγματικότητα θέλει έναν κόσμο στον οποίο όλοι θα του μοιάζουν, όλοι θα είναι ίδιοι, και επομένως δεν θα υπάρχει πλέον ο άλλος.
Μια σαφής ένδειξη με την οποία αναγνωρίζουμε ένα φανατικό είναι η έλλειψη της αίσθησης του χιούμορ.
Προσθέτω τα λόγια του Τσόρτσιλ: O φανατικός δεν αλλάζει ποτέ γνώμη ούτε επιτρέπει να αλλάξει το θέμα της συζήτησης.
● Συνήθως όταν μιλάμε για τον φανατισμό έχουμε στον νου μας τους φονταμενταλιστές θρησκευόμενους ή τους πολιτικούς που θέλουν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Από αυτά που εσείς λέτε μπορούμε όμως να συμπεράνουμε ότι υπάρχει και ένας κοσμικός φανατισμός που δεν θέλει δικτατορίες…
Προφανώς. Ο φανατισμός π.χ. ορισμένων οικολογικών τάσεων ή ρευμάτων του κινήματος εναντίον της παγκοσμιοποίησης ή ακόμη και ο ποδοσφαιρικός φανατισμός.
● Θα υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε κάποιον που θέλει ένα ολοκληρωτικό ή φονταμενταλιστικό καθεστώς και σε ένα φανατικό οπαδό της Φιορεντίνα, για παράδειγμα.
Η διαφορά είναι πολύ μικρή αν αυτός ο φανατικός οπαδός εύχεται τον θάνατο των οπαδών άλλων ομάδων, επειδή μόνον η Φιορεντίνα αξίζει μια παθιασμένη υποστήριξη.
● Λέτε ότι ο φανατισμός προμηνύει τον συμβολικό θάνατο;
Ναι. Δεν πειράζει να ουρλιάζει κανείς στο γήπεδο, δεδομένου ότι όποιος υψώνει τη φωνή δεν είναι υποχρεωτικά φανατικός.
Ο φανατισμός δεν μετριέται από τον τόνο της φωνής, αλλά από τη διαθεσιμότητα να ακούμε και να ανεχόμαστε άλλες φωνές. Η άρνηση της ακρόασης του άλλου ισοδυναμεί με συμβολική θανάτωση.
● Πώς θεραπεύεται ένας φανατικός;
Εχω ήδη πει ότι δεν έχω ποτέ συναντήσει ένα φανατικό προικισμένο με την αίσθηση του χιούμορ. Και αν θα μπορούσα να συγκεντρώσω την αίσθηση του χιούμορ σε ένα εμβόλιο, θα είχα κερδίσει το Νόμπελ Ιατρικής.
Μιλώντας πιο σοβαρά, είμαι πεισμένος ότι η λογοτεχνία, η καλή λογοτεχνία, είναι ένα αντίδοτο στον φανατισμό. Η λογοτεχνία είναι ξαδέρφη του κουτσομπολιού. Το κουτσομπολιό με τη σειρά του είναι το αποτέλεσμα της θέλησής μας να κοιτάμε μέσα από τα παράθυρα των άλλων, για να μάθουμε τι τρώνε, πως ζουν.
Η λογοτεχνία όμως κάνει ένα πρόσθετο βήμαδεν θέλει μόνο να βλέπει το παράθυρο των άλλων, αλλά εξετάζει και αυτό που μπορεί να βλέπουν από αυτό το παράθυρο εκείνοι που είναι μέσα στο σπίτι. Η λογοτεχνία δηλαδή μας δίνει τη δυνατότητα να βλέπουμε τον κόσμο με το βλέμμα των άλλων.
Ενα πρόσωπο ικανό να βλέπει τον εαυτό του ή το σύμπαν με τα μάτια των άλλων δεν μπορεί να είναι φανατικό, επειδή ένα τέτοιο πρόσωπο γνωρίζει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να βλέπουμε και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα.
Ενας άνδρας ή μια γυναίκα που διαβάζει λογοτεχνία γνωρίζει ότι δεν υπάρχει μια μόνο γλώσσα. Ο Τζον Ντον έγραψε ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Εγώ λέω ότι είμαστε όλοι μια χερσόνησος. Για τη σκέψη ολοκληρωτικού τύπου είμαστε μόνο ένα μόριο κάποιου μεγαλύτερου πράγματος (μιας ηπείρου), για τη νεοφιλελεύθερη σκέψη είμαστε ένα αρχιπέλαγος νησιών χωρίς δεσμούς μεταξύ τους.
Εγώ υποστηρίζω μια μέση οδό: εν μέρει συνδεόμαστε με κάτι μεγάλο και συλλογικό, αλλά μπροστά στον έρωτα και στον θάνατο είμαστε μόνοι, εκτεθειμένοι αποκλειστικά στη σιωπή του ωκεανού και του βουνού.
● Γιατί αισθανθήκατε την ανάγκη να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Το αφιέρωσα στα τέσσερα εγγόνια μου. Καθώς έχω φτάσει στην ηλικία των 78 ετών, έχω μόνο τον λόγο μου. Δεν έχω ένα κόμμα, δεν είμαι καθοδηγητής ούτε δάσκαλος.
Ηθελα να πω: ο παππούς σας επί εξήντα χρόνια ήταν στην πρώτη γραμμή, στη δημόσια ζωή. Τώρα ο παππούς είναι γέρος. Βρίσκεται στα μετόπισθεν. Αν θέλετε να παλέψετε, ο παππούς θα σας δώσει τα εφόδια, θα σας δώσει συμβουλές για το πώς να σκεφτόσαστε. Αυτό κάνω.
Προσθέτω: ο καπιταλισμός μάς κάνει όλους παιδαριώδεις, μας λέει ότι η ευτυχία έγκειται στο να αγοράζουμε ένα ορισμένο προϊόν.
Παιδαριώδεις μας κάνει όμως και η πολιτική, η οποία μαζί με τα ΜΜΕ αποτελεί ήδη μέρος της βιομηχανίας της διασκέδασης. Εγώ θα ήθελα να ξαναγίνουμε ενήλικες, δηλαδή υπεύθυνοι για τις πράξεις μας.
Οταν ο Ιησούς λέει: «Αφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», κάνει λάθος.
● Λέτε ότι υπάρχει ένα στοιχείο κακού σε όλους μας και ότι μας αρέσει να προκαλούμε το κακό;
Ναι. Το δέντρο από το οποίο ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Η θεωρία της Χάνα Αρεντ, σύμφωνα με την οποία το κακό είναι μια σειρά γραφειοκρατικών διαδικασιών, δεν με πείθει. Ο δολοφόνος γνωρίζει ότι παραβιάζει ένα ταμπού.
● Αναφέρετε μιαν ιστορία του Ταλμούδ, στην οποία ο Θεός παρεμβαίνει σε μια διαμάχη μεταξύ ραβίνων. Και όταν ένας από αυτούς του λέει: «Κύριε, αυτή είναι μια δική μας ανθρώπινη υπόθεση και Συ δεν πρέπει να ανακατεύεσαι», ο Θεός καταλήγει να του δίνει δίκιο. Είναι μια παραβολή για την ελευθερία επιλογής ιδιαίτερα προσφιλής στους κοσμικούς εβραίους, κυρίως στους υπαρξιστές. Ωστόσο, γιατί οι κοσμικοί εβραίοι να προσφεύγουν σε ένα κείμενο της εβραϊκής παράδοσης; Γιατί να επηρεάζονται τόσο από το πολιτισμικό τους υπόβαθρο;
Το ορθό ερώτημα δεν είναι πόσο επηρεαζόμαστε από το υπόβαθρό μας, αλλά σε ποιο βαθμό είμαστε ικανοί να απελευθερωνόμαστε από αυτό το υπόβαθρο. Αυτό είναι το αληθινό ερώτημα για την ελευθερία μας.
Και σε ό,τι αφορά την αυτονομία μας σε σχέση με τον Θεό: όποιος από μας απευθύνεται σε Αυτόν, ακόμη και για να τον καταραστεί, στο βάθος φέρνει μέσα του ένα στοιχείο πίστης.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Με τον τομέα κοινωνικής ανθρωπολογίας του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Ανάμεσα στις Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν και τη Βασιλική Γιακουμάκη.Μπροστά η Έλενα Τζελέπη, η Πηνελόπη Παπαηλία και η γραμματέας του τμήματος Έμμη Αβραμίδου

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Call for Submissions—Deadline August 1, 2018 Elli Köngäs-Maranda Prize American Folklore Society, Women’s Section



The Women’s Section of the American Folklore Society awards an annual professional prize in honor of pioneering scholar Elli Köngäs-Maranda. The prize recognizes exemplary or innovative workon women’s traditional, vernacular, or local culture and/or feminist theory and folklore.

  • Eligible works include books, films, videos, exhibitions or exhibition catalogues, and sound recordings
  • Materials should have been published/produced no more than two years prior to the submission deadline
  • The EKM Professional Prize carries a cash award of $250
  • Please submit three copies of books, videos, etc., postmarked by August 1, 2018

The awards will be announced at the American Folklore Society Annual Meeting in Buffalo, NY, October 17–20, 2018. Prize recipients need not be members of the Society.

Please direct all submissions and questions to:

Kristina Downs
3401 N. Stoneycrest Rd.
Bloomington, IN 47405
About Elli Köngäs-Maranda

Internationally renowned feminist folklorist Elli Kaija Köngäs-Maranda was born in Finland in 1932. She studied Finnish folklore at the University of Helsinki and did her doctoral dissertation at Indiana University (1963) on Finnish-American folklore. She held various research positions, and taught at the University of British Columbia (1970–1976) and at Laval University from 1976 until her premature death on November 1, 1982. She was elected a Fellow of the American Folklore Society in 1978. Academically, she was known for her structural analysis of traditional culture, demonstrating precision and mathematical intellect, but also for her eloquent writing.

She published extensively and in English, French, Finnish, German, and Russian. Her feminism was particularly evident in her research and writing on the Lau people, based on fieldwork conducted between 1966 and 1976. In 1983, the American Folklore Society Women’s section inaugurated two prizes in her memory, one for student work and one for professional work, funded by highly successful auctions, T-shirt sales, the making and raffling of a quilt, and, most recently, the sale of note cards commemorating that quilt.
For more information about Elli Köngäs-Maranda, see Felix J. Oinas, “Elli Kaija Köngäs Maranda: In Memoriam.” Folklore Forum 15 #2 (1982): 115–123.