Το ιστολόγιο αποσκοπεί στην επικοινωνία με επιστήμονες(λαογράφους, ανθρωπολόγους, εθνολόγους, ιστορικούς, κοινωνιολόγους, φιλόλογους, κ.λπ)αλλά και σε όλους όσους αγαπούν το λαϊκό πολιτισμό, τη λογοτεχνία, ανησυχούν για την εκπαίδευση και την κοινωνία και αναζητούν μέσο έκφρασης. Είναι μια σκηνή για ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων. Ακόμη,το ιστολόγιο περιλαμβάνει στήλη(blogaρίσματα) για τη διατύπωση απόψεων σε τρέχοντα ζητήματα.
Σελίδες
▼
Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018
Δεκέμβριος στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού – Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Διαλέξεις
Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018 | Αμφιθέατρο «Μελίνα Μερκούρη» | 20:00
Διάλεξη
της αρχιτέκτονος-πολεοδόμου, ομότιμης καθηγήτριας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του
Α.Π.Θ. κ. Π. Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου με τίτλο «Θεσσαλονικέων μεγάπολις».
Διοργάνωση: Σωματείο Φίλων
Μουσείου
Βυζαντινού Πολιτισμού
Το Μουσείο είναι υποστηρικτής της εκδήλωσης.
Είσοδος ελεύθερη.
Συνέδρια-Ημερίδες
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου
2018 | Αμφιθέατρο «Μελίνα Μερκούρη» | 9:00-21:00
Επιστημονική
Συνάντηση με τίτλο «Το ξυλόγλυπτο τέμπλο των μεταβυζαντινών χρόνων
(16ος – 19ος αι.)»
Διοργάνωση:
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Είσοδος ελεύθερη.
Σάββατο 1 και Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018 | Αμφιθέατρο «Στέφανος Δραγούμης»
| 9:00-20:30
Χάρτα Αρχών Επέμβασης σε Βυζαντινά Μνημεία - 4η
Διεθνής Συνδιάσκεψη "Βυζαντινά Μνημεία και Παγκόσμια Πολιτιστική
Κληρονομιά"
Διοργάνωση: Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών Μεταβυζαντινών Μνημείων
Το Μουσείο είναι υποστηρικτής της εκδήλωσης.
Είσοδος ελεύθερη.
Παρασκευή-Κυριακή 7-9 Δεκεμβρίου 2018 | Αμφιθέατρο
«Στέφανος Δραγούμης» | Παρασκευή, 17:30-21:00. Σάββατο, 9:30-21:00. Κυριακή, 11:00- 15:00
Τρίτο Διεθνές Επιστημονικό Εργαστήριο.
Διοργάνωση: Αγιορειτική Εστία.
Το
Μουσείο είναι συνδιοργανωτής της εκδήλωσης.
Είσοδος ελεύθερη.
Σάββατο 8 Δεκεμβρίου
2018 | Αμφιθέατρο
«Μελίνα Μερκούρη» | 10:00-14:00
2η συνάντηση εργασίας των συνδέσμων επανένταξης
από τα καταστήματα κράτησης της χώρας
Διοργάνωση: ΕΠΑΝΟΔΟΣ,
Ν.Π.Ι.Δ., υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Μουσείο είναι υποστηρικτής της εκδήλωσης.
Είσοδος ελεύθερη.
Τετάρτη
12 Δεκεμβρίου 2018 | Αμφιθέατρο «Στέφανος Δραγούμης»
| 9:00-14:00
Ημερίδα
με τίτλο «ERASMUS+/Youth in Action».
Διοργάνωση: 4ο Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού
Το Μουσείο είναι υποστηρικτής της εκδήλωσης.
Είσοδος ελεύθερη.
Παρασκευή
14 Δεκεμβρίου 2018 | Αμφιθέατρο «Στέφανος Δραγούμης»
| 9:00-14:30
Ημερίδα με τίτλο
«Εκδόσεις λόγιων βυζαντινών κειμένων: προβλήματα και προοπτικές».
Διοργάνωση: Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών
Σπουδών του Α.Π.Θ.
Το Μουσείο είναι υποστηρικτής της εκδήλωσης.
Είσοδος ελεύθερη.
Εγκαίνια περιοδικής έκθεσης
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018 | Πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων «Κυριάκος Κρόκος»
Εγκαίνια περιοδικής αρχαιολογικής
έκθεσης παραγωγής του Μ.Β.Π. με τίτλο «Από τα Μακεδονικά στα Θεσσαλικά Τέμπη.
Από τη Ρεντίνα στη Βελίκα».
Συνεχίζονται οι περιοδικές εκθέσεις
«ΒΡΑΒΕΙΑ
EUROPA NOSTRA 1978 – 2018: ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΑ» | Αίθουσα πολλαπλών χρήσεων «Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου»
Είσοδος ελεύθερη.
Διάρκεια έκθεσης: έως 16 Δεκεμβρίου 2018.
Δημήτρης Μεσορράχης,Η ανάβαση, μυθιστόρημα.Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 2018
Κατερνίνα Σχινά, Καθημερινή, 25.2.18
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕΣΟΡΡΑΧΗΣ
Η ανάβαση
Εκδόσεις της Εστίας, σελ. 166
Η ανάβαση
Εκδόσεις της Εστίας, σελ. 166
Ο
Κοσμάς Λούκος είναι βιομηχανικός σχεδιαστής. Εχει αποφοιτήσει από το
Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων της Σύρου, έχει
δοκιμαστεί στον σχεδιασμό κατασκευάζοντας μια τσάντα πλάτης «από ένα
κομμάτι πλαστικό πλέγμα και μερικά δεματικά καλωδίων» (ένα «εκκεντρικό
αξεσουάρ» για τις κοσμικές παραλίες που θα φορεθεί αρκετά προτού
αντιγραφεί από κάποια κινεζική βιοτεχνία, η οποία και θα πλημμυρίσει
φτηνές εκδοχές της την αγορά), κι έχει μόλις κερδίσει μια περιζήτητη
θέση στην εταιρεία 3Σ στους κόλπους της οποίας σχεδιάζονται σχεδόν τα
πάντα – από οδοντόβουρτσες μέχρι εξαρτήματα αυτοκινήτων. Είναι
πανέτοιμος λοιπόν «να παρέμβει δημιουργικά σε όλες τις φάσεις του
“κύκλου ζωής” ενός προϊόντος, συστήματος, υπηρεσίας, ξεκινώντας από την
αναγκαιότητα ύπαρξής του, τη μορφή του, την κατασκευή πρωτοτύπων, μέχρι
και τη σχεδίαση της παραγωγής του», σύμφωνα, πάντα, με την περιγραφή των
δεξιοτήτων που παρέχει σε έναν απόφοιτό της η σχολή της Σύρου. Και με
την πρόσληψή του, ξεκινούν οι περιπέτειές του στον χώρο της παραγωγής.
Είναι
ένας ασυνήθιστος μυθιστορηματικός ήρωας ο Κοσμάς Λούκος. Απολαμβάνει
μεν τις προκλήσεις και τα προνόμια μιας θέσης –«ιερό δισκοπότηρο
σχεδιασμένο από τον Φίλιπ Σταρκ» τη χαρακτηρίζει– στην πολυεθνική
εταιρεία, τον χαροποιεί, όμως, περισσότερο που ο διορισμός του
κατασιγάζει επιτέλους τις ανησυχίες του για την επαγγελματική του
αποκατάσταση. Η αναζήτηση λύσεων τον διεγείρει καθεαυτήν· όμως στις
στιγμές της αμφιβολίας –που δεν είναι λίγες– διαπιστώνει πως, στο πεδίο
της καινοτομίας όπου δραστηριοποιείται, ό,τι έως πρόσφατα αποτελούσε
αρχή ισορροπίας –η εξυπηρέτηση των αναγκών– έχει εκπέσει σε μια
αχαλίνωτη παραγωγικότητα που αυξάνεται ασύμμετρα προς τους ίδιους τους
σκοπούς της. Βλέπει ότι τα πράγματα έχουν αδειάσει από την ουσία τους,
την αξία τους, την αναφορά τους· όσο για τους ανθρώπους, αυτοί μεν
μπορεί να ζουν μέσα στην έκσταση της επίδοσης, το χάσμα, ωστόσο, που
γεννά η έκλειψη του νοήματος απειλεί να τους καταπιεί. Τα συναισθήματα
αφυδατώνονται, το σώμα εξορκίζεται διά των σημείων του σεξ. («Πιστεύεις
ότι είμαστε απλώς ένα σόφτγουερ και ένα χάρντγουερ;», ρωτάει ο Κοσμάς τη
νεαρή συνάδελφο με την οποία, λίγο αργότερα, θα συμβρεθεί σεξουαλικά
κρατώντας πάντα, κατ’ απαίτησή της, «τα αισθήματα υπό έλεγχο». «Τι
άλλο;», του απαντά εκείνη. «Αρα για την ώρα είμαστε δύο μηχανές που
κάθονται δίπλα δίπλα», συμπεραίνει ο Κοσμάς). Ο καταναλωτισμός επελαύνει
απερίσταλτος, επειδή δεν διέρχεται από τη μέσευση του νοήματος. («Τι
είναι αυτό που σε κάνει να ανοίγεις το πορτοφόλι σου;», ρωτάει τον Κοσμά
ο προϊστάμενός του. «Δεν ξέρω. Είναι στιγμές που θέλω να αγοράσω κάτι»,
αποκρίνεται εκείνος. «Γιατί;» «Δεν ξέρω».) Μόνο η τέχνη ανοίγει μια
δίοδο στο θαύμα, στο απροσδόκητο που «κανένα σχέδιο δεν μπορεί να το
προβλέψει», στον έρωτα που δεν περιορίζεται σε απλή ανταλλαγή σωματικών
υγρών.
Ο
Δημήτρης Μεσορράχης, με το πρώτο του μυθιστόρημα, εισάγει τον αναγνώστη
σε ένα σύμπαν κλειστό, φαινομενικά στέρεο αλλά στην ουσία ευάλωτο –
γιατί ο κόσμος της τεχνολογίας και της μηχανοποίησης, έτσι που έχει
ξεφορτωθεί την ουσία του για να μπορέσει να πολλαπλασιαστεί και να
επεκταθεί, μοιάζει με άνθρωπο που έχει χάσει τη σκιά του, ενώ ταυτόχρονα
κάνει τους ανθρώπους που εμπλέκει στα γρανάζια του να χάνουν και τη
δική τους σκιά, με άλλα λόγια, να πορεύονται μισοί, ανολοκλήρωτοι. Ο
αφηγητής του μετέχει σ’ αυτόν τον κόσμο, συμπράττει στον συχνά
παραληρηματικό υπερθεματισμό της «καινοτομίας» –ο οποίος συνιστά,
εξάλλου, το ξεχωριστό του ιδιόλεκτο–, εκθέτει με τη στεγνή, σχεδόν
τεχνική του γλώσσα τις συντεταγμένες μέσα στις οποίες κινούνται ο ίδιος
και οι συνάδελφοί του. Ομως αυτή, ακριβώς, η στεγνή, τεχνική γλώσσα
είναι το όχημα της ειρωνείας του, ειρωνείας υποδόριας, αναλυτικής και
συνάμα διεγερτικής, η οποία μιμούμενη τις ψευδείς αλήθειες τις
υποχρεώνει να εκτυλίσσονται, να ανοίγουν τις αποσκευές τους, να
αποκαλύπτουν τον παραλογισμό τους.
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018
Ευάγγελος Αυδίκος, Μέσα στον φόβο πέρασε η ζωή μου, EFSYN, 28.10.18
28.11.2018, 06:09 | Ετικέτες: ποίηση, κοινωνία, άνθρωποι, Ζακ Κωστόπουλος
Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης μιλά για την αιώνια σχέση του δημιουργού με τον φόβο. Με το συναίσθημα εκείνο που θέτει σε υπερδιέγερση τις πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις την ώρα της γραφής. Της δημιουργίας. Την ώρα που αναμετράται με τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα.
Τη στιγμή που επιχειρεί, με όπλο τις λέξεις του, να καθυποτάξει την αγωνία του. Να καβαλικέψει τον φόβο και να ανοιχθεί στον χρόνο της υστεροφημίας. Αυτή η σχέση του δημιουργού με το ολισθηρό παιχνίδισμα με τις υπαρξιακές αγωνίες του απεικονίζεται στους στίχους ενός άλλου ποιητή: Δεν έγραψα ποτέ ποιήματα. Ο,τι διαβάζεται είναι ο τρόμος της ψυχής μου. Δοσμένος σε παραλλαγές (Χρήστος Λάσκαρης).
Ο ποιητής παρουσιάζεται ως ένας σχοινοβάτης, που ακροβατεί ανάμεσα στα υπαρξιακά του ζητήματα και την ανάγκη όλα αυτά να τα οικειοποιηθεί. Να γίνουν προζύμι για την ανάγκη να νικήσει τη σιωπή του μέλλοντος. Είναι ο τρόμος του κενού που τον οδηγεί σε υπερδιέγερση και στην απόφαση να επιχειρήσει την παράτολμη αναμέτρηση με τους φόβους του.
Αν όμως ο φόβος στην τέχνη γίνεται ζυμάρι για δημιουργίες, ο φόβος ως ατομικό και συλλογικό συναίσθημα αποτελεί συστατικό στοιχείο για την καλλιέργεια δυσανεξίας. Από την ανατροπή κάποιων δεδομένων που όριζαν τη σκέψη και τη δράση μας.
Η επικαιρότητα μας δίνει συνεχώς παραδείγματα αυτού του συλλογικού φόβου. Αλλάζει το τοπίο. Διατυπώνεται ένας λόγος διαφορετικός. Με αφετηρία την ανάγκη η χώρα να αναγνωρίσει τα δικαιώματα όλων. Μεμονωμένων ατόμων αλλά και ομάδων. Να φτιαχτεί μια κοινωνία που να στηρίζεται στον σεβασμό των ανθρώπων που δεν ανήκουν στην πληθυσμιακή πλειοψηφία (πολιτική, θρησκευτική, ερωτικές επιλογές).
Η επιχειρούμενη ρωγμή στον κυρίαρχο πολιτισμικό και κοινωνικό κανόνα ενσπείρει φόβο. Και τρόμο. Από τη μυθολογία ακόμη ο φόβος είναι δίδυμος αδελφός με τον τρόμο. Παιδιά του Αρη, του θεού του πολέμου.
Ετσι, ο φόβος χρειάζεται τον τρόμο. Για να γίνει κυρίαρχο συναίσθημα. Που θα καθηλώνει το μυαλό. Και θα εξουδετερώνει τη βούληση. Φάνηκε τελευταία στην περίπτωση του Ζακ. Ο φόβος μπρος στη διαφορετικότητα. Και μετά οι έμποροι του φόβου που θέλουν, τάχα μου, μια «καθαρή», ορθόδοξη κοινωνία. Κι ακολούθησε ο τρόμος.
Ο θεός του πολέμου πήρε τον γιο του Τρόμο και γέμισε τις τηλεοπτικές εικόνες από το πεζοδρόμιο στο κέντρο της Αθήνας. Από αγανακτισμένους –και «φοβισμένους» πολίτες– που πήραν τον νόμο στα χέρια τους. Από μέσα ενημέρωσης που συντάσσονται με τον τρόμο. Γιατί ο φόβος είναι πολύτιμο εμπόρευμα. Από όλους και όλες που σκιάζονται την αλλαγή. Την ισονομία. Που βολεύονται σε μια ψευδο-υπεροχή.
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018
παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Α. Τούμπουρου «Με την Ηπειρώτικη λαλιά»
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Ο Εκπολιτιστικός και Εξωραϊστικός Σύλλογος
των απανταχού Αγναντιτών, σε συνεργασία με την Αδελφότητα Αγναντιτών
Ιωαννίνων, την Αδελφότητα Αγναντιτών
Αθήνας και το Λύκειο Ελληνίδων Άρτας
Σας Προσκαλούν
στην παρουσίαση του
βιβλίου του Χρήστου Α. Τούμπουρου «Με την Ηπειρώτικη λαλιά», που θα
πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου
2018 , ώρα 20.00΄, στην αίθουσα του Εμπορικού Επιμελητηρίου Άρτας (Κοσμά Αιτωλού
και Ν. Πριόβολου).
Παρουσιάζουν: Βασιλική Παππά, Φιλόλογος
Ρένα
Τριχιά, Φιλόλογος
Συντονίζει και
παρεμβαίνει η Κατερίνα Σχισμένου, Φιλόλογος, Επιμελήτρια του βιβλίου.
Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018
Περικλής Κοροβέσης, Σκοτώνουν τους δημιουργούς όταν γεράσουν, efsyn, 24.11.18
24.11.2018, 17:50 | Ετικέτες: συγγραφείς, κοινωνία, άνθρωποι
Αν και αυτή η στήλη ασχολείται κατά κανόνα με θέματα που θεωρητικά ενδιαφέρουν όλη την κοινωνία (αυταπάτη βέβαια), σήμερα θα κάνουμε μια εξαίρεση για να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία για έναν σημαντικό συγγραφέα, που κάποτε μεσουρανούσε και που πέθανε σε απόλυτη φτώχεια, σε ένα άθλιο συνοικιακό νοσοκομείο, όπου κανείς δεν του έδινε σημασία.
Οπου φτωχός κι η μοίρα του. Γεννήθηκε στη φτώχεια. Μια εποχή έβγαλε πολλά λεφτά -για τα μέτρα του εννοείται- και ξαναγύρισε στα γεράματα στην παιδική του ηλικία.
Τότε που κοιμόταν πάνω σε ένα τραπέζι μαζί με τον συνομήλικο φίλο του, Ευθύμη Παπαδημητρίου, τον γνωστό καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και από τους θεμελιωτές της οικολογίας στην Ελλάδα. Μακαρίτης κι αυτός τώρα.
Μεγάλωσαν στην ίδια αυλή και το τραπέζι ήταν καλό κρεβάτι για τα δύο αγόρια, που προστατεύονταν από τέσσερις καρέκλες για να μην πέσουν και σκάσουν τα παιδιά στο πάτωμα. Μιλάω για τον Γιώργο Σκούρτη, που θάφτηκε την Τετάρτη που μας πέρασε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη.
Και εδώ βλέπουμε την κυνικότητα της εξουσίας. Το κράτος τού έδωσε μια γλίσχρα σύνταξη, την ονόμασε τιμητική και τον καταδίκασε σχεδόν στην ασιτία, μαζί βέβαια με δεκάδες άλλους δημιουργούς που είχαν προσφέρει πολλά στον νεοελληνικό πολιτισμό. Και μετά ζητάει εύσημα για τη δωρεάν κηδεία.
Το όνομα Σκούρτης το άκουσα για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1969 από τον κοινό μας φίλο Ευθύμη Παπαδημητρίου. Ηταν ένα όνομα και μια διεύθυνση στο Παρίσι. Ηταν τη μέρα που έφευγα παράνομα από την Ελλάδα για να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Στην ουσία ένα ταξίδι στο άγνωστο και πέρα από το σημείο επιστροφής. Και μια διεύθυνση στο εξωτερικό ήταν πολύτιμο στήριγμα. Να έχεις κάπου να πας και να μην κοιμάσαι στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου καταλήγει το τρένο σου.
Οταν πήγα στο σπίτι του, μαζί με τους παλιούς συγκρατούμενούς μου, Αριστείδη Μπαλτά και Πλάτωνα Ανδρεάδη, ήταν ένα δωμάτιο όπου δέσποζε ένα διπλό κρεβάτι και δεν είχες πού να καθίσεις. Ο μικρός τότε γιος του, προϊόν ενός συγκλονιστικού έρωτα με την Αγγελική Ελευθερίου, αδελφή του Μάνου Ελευθερίου -ο οποίος πίστευε πως εκείνη ήταν καλύτερη ποιήτρια από τον ίδιο-, ο μικρός Σπύρος, λοιπόν, κοιμόταν στο κάτω συρτάρι μιας παλιάς και ετοιμόρροπης σιφονιέρας.
Η υποδοχή ήταν ένθερμη, ήπιαμε τα κρασιά μας, από φαγητό δεν υπήρχαν και πολλά, και όταν εξοικειωθήκαμε, ρώτησα πού θα με έβαζε να κοιμηθώ, αφού ήταν το αποκούμπι μου στην Ευρώπη. «Θα κοιμηθείς όπου έχουν κοιμηθεί και οι άλλοι» είπε και μου έδειξε μια στενή λωρίδα πατώματος μεταξύ τοίχου και κρεβατιού.
Η γενναιοδωρία του δεν έγινε ποτέ γνωστή και κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Πολλοί είχαν ευεργετηθεί. Αλλά τον ξέχασαν όταν πέρασε η δόξα του. Επικράτησαν η ξεροκεφαλιά του, ο εγωκεντρισμός του και ο εριστικός χαρακτήρας του.
Ξέρω κάποιους σκηνοθέτες που ανέβασαν έργα του και που δεν ήθελαν να τον ξαναδούν. Καυγάδιζε ακόμα και με τους πιο κολλητούς του (Ευθυμιάδη και Τσικληρόπουλο π.χ.). Και εκεί που χώριζαν σαν εχθροί, την άλλη μέρα βρίσκονταν δίπλα δίπλα στην ίδια μπάρα.
(Και εδώ μια παρένθεση: Το θεατρικό μου έργο «Tango Bar» οφείλεται σε έναν έντονο καυγά του Σκούρτη με τον Ευθυμιάδη στο Dada Bar όπου σχεδόν ήρθαν στα χέρια. Πήγα να τους χωρίσω και οι δυο τους τα έβαλαν μαζί μου. Ο μπάρμαν, νηφάλιος, χαμογελούσε σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Μην ταράζεσαι» μου είπε. «Είναι θέατρο που συχνά το παίζουν εδώ»).
Ο Σκούρτης, όσο αντιπαθητικός κι αν γινόταν με το αγύριστο κεφάλι που είχε, τόσο αξιαγάπητος ήταν στις γυναίκες, που κυριολεκτικά έκαναν ουρά. Του είχα προτείνει, κάνοντας πλάκα, να πάρει ένα μηχάνημα, σαν κι αυτό που έχουν οι τράπεζες και δίνουν αριθμό προτεραιότητας. «Θα τις χάσω όλες έτσι. Αυτές είναι αναρχικές.
Αμα τους βάλεις τάξη, θα εξαφανιστούν». Και σε μια νηφάλια κουβέντα που είχαμε για τις γυναίκες (ο Παπαδημητρίου, ο Σκούρτης κι εγώ) καταλήξαμε ομόφωνα στο συμπέρασμα πως αν δεν είχαν απελευθερωθεί, εμείς ακόμα θα γυρίζαμε στα μπουρδέλα, συνηθισμένη διαδρομή για τη γενιά μας.
Σε τελική ανάλυση είναι οι γυναίκες που διαλέγουν και οι άντρες κατά κανόνα υποκύπτουν. Εντούτοις, μια γυναίκα στάθηκε δίπλα του πιστή. Η Ελένη Τσέλη, που του έκλεισε τα μάτια στο νεκροκρέβατο.
Οταν τη γνώρισα ήταν σχεδόν παιδούλα και ο Σκούρτης αρκετά μεγαλύτερός της. Ενα μάθημα: Να αγαπάμε τον άλλον γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που φανταζόμαστε. Στην ουσία κανείς δεν έχει το δικαίωμα να διορθώνει κανέναν. Και εδώ ελλοχεύει η καταπίεση του ζευγαριού.
Λίγο πριν πεθάνει, ο Σκούρτης φώναξε τους φίλους και τις φίλες που του είχαν απομείνει για να μας διαβάσει ένα από τα τελευταία θεατρικά του (την περίοδο που ήταν ξεχασμένος έγραψε καμιά εικοσαριά θεατρικά έργα). Μας είπε πως είχε γράψει μια τριλογία («Από εδώ... εκεί», «Η συνουσία στην εξουσία» και «Σκοτώνοντας τον θάνατο») και τηλεφώνησε στις εκδόσεις «Ψυχογιός». Του είπαν να στείλει πρώτα ένα βιογραφικό σημείωμα.
Ούτε το χειρόγραφο δεν ήθελαν να διαβάσουν. Ευτυχώς αυτό το έργο βρίσκεται στο τυπογραφείο και θα βγει από τις εκδόσεις Opportuna της Πάτρας. Κατηγόρησαν τον Σκούρτη για την άσωτη ζωή που έκανε. Αλλά ποτέ δεν διερωτήθηκαν αν η ζωή του ήταν μέσα στο έργο του. Ηταν διαφορετικός. Και αυτό ήταν η αιτία του αποκλεισμού του. Η κοινωνία νιώθει ασφάλεια όταν καλλιεργεί την ασημαντότητά της. Και ο Σκούρτης ήταν σημαντικός. Γι’ αυτό εξοβελιστέος
Μητσός Μιχάλης , Σεμπάστιαν Μπάρι, «Η θρησκεία μου είναι να στηρίζω τον γκέι γιο μου» Ο βραβευμένος ιρλανδός συγγραφέας μιλάει για την ομοφυλοφιλία, το ζήτημα της ταυτότητας και τον... Τσιτσάνη, ΤΑ ΝΕΑ, 24 Νοεμβρίου 2018
Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που σε μαγνητίζουν και σε σημαδεύουν από την πρώτη στιγμή που έρχεσαι σε επαφή μαζί τους. Που δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις αν δεν τελειώσεις το βιβλίο τους και που το μόνο που αποζητάς στη συνέχεια είναι να διαβάσεις το επόμενο. Δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ακριβώς ανήκουν, ξέρω όμως ότι τους αισθάνομαι πολύ κοντά μου. Τους ίδιους και τους ήρωές τους.
Ηταν δικός μου άνθρωπος ο Ινίας Μακνάλτι, από τις περιπέτειες του οποίου ξεκίνησα την περιπλάνησή μου στον κόσμο του ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρι. Συνέπασχα μαζί του όταν τον καταδίωκε ο IRA τη δεκαετία του 1920, μετά τον ιρλανδικό εμφύλιο. Ηταν δικός μου και ο Γουίλι Νταν, που πολέμησε μερικά χρόνια νωρίτερα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: οι περιγραφές των μαχών στις σελίδες τού «Μακριά, πολύ μακριά» είναι από τα πιο δυνατά πράγματα που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Οπως ένιωσα φυσικά πολύ κοντά μου και τον Τόμας Μακνάλτι, πρόγονο του Ινίας χωρίς αμφιβολία, ο οποίος γνώρισε τον έρωτα μερικές ακόμη δεκαετίες νωρίτερα, μέσα στη φρίκη των ινδιάνικων πολέμων και του αμερικανικού εμφυλίου. Το να ανήκεις σε μια σεξουαλική μειονότητα σε καιρό πολέμου δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, το έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και στη Συρία.
«Είδα έναν οδοιπόρο κουρασμένο,/ ταλαίπωρο, κουρελιασμένο»: με αυτό το μότο του αμερικανού ποιητή Τζον Ματίας ξεκινά ο 63χρονος Μπάρι το τελευταίο του βιβλίο για μια σπουδαία φιλία δύο αγοριών, που θα εξελιχθεί στη συνέχεια σε ευτυχισμένη οικογένεια με την προσθήκη μιας όμορφης Ινδιάνας. Κι όπως μου λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί, προς τιμήν αυτού του δίστιχου θα τραγουδούσε το «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Τσιτσάνη αν διάβαζε δημοσίως αποσπάσματα του βιβλίου στην Αθήνα.
«To κάθε παιδί πρέπει να σηκωθεί και να χορέψει, να χορέψει ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια, να χορέψει γερνώντας τη δύσκολη, πονεμένη καντρίλια του τέλους». Η ζωή είναι λίγο σκληρή, έτσι δεν είναι;
Εντάξει, αλλά εξακολουθεί να είναι ένας χορός. Και δεν είμαι καν σίγουρος αν λευκοί μεσοαστοί Ιρλανδοί όπως εγώ μπορούν να μιλούν με κάποιο κύρος για φτώχεια. Υπάρχουν πολλοί στην Ιρλανδία που περνούν εξαιρετικά δύσκολα, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, κάτι το απογοητευτικό σε μια ανακάμπτουσα οικονομία.
Ο Ινίας Μακνάλτι είναι φυγόδικος. Ο Γουίλι Νταν είναι ένας «άπατρις στρατιώτης».
Ο Τόμας Μακνάλτι είναι ένας ομοφυλόφιλος μετανάστης. Αυτό που σας υποκινεί είναι η μοναξιά; Ή η Ιστορία γράφεται από τις μειονότητες;
Υπάρχει μια χρήσιμη και όμορφη αμερικανική λέξη που προτιμώ από τη «μοναξιά». Είναι η «μοναχικότητα», μια κατάσταση της ύπαρξης που μπορεί να νιώσει ακόμη κι ένα άψυχο αντικείμενο. Το ίδιο το σύμπαν είναι χωρίς αμφιβολία ένα εμφανώς μοναχικό οικοδόμημα. Σε γενικές γραμμές, όμως, για μένα ως συγγραφέα, ο χαρακτήρας που εξαναγκάζεται συνεχώς να φύγει από έναν τόπο κοιτάζει πίσω πολύ έντονα και ειλικρινά αυτόν τον τόπο και τον λατρεύει ή τον απεχθάνεται με μια παράξενη ακρίβεια.
Τι σήμαινε να είσαι γκέι στην Αμερική
του 19ου αιώνα;
Σίγουρα όχι αυτό που εννοούμε σήμερα. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπήρχε καν αυτή η λέξη, και αν υπήρχε δεν ήταν υποτιμητική ή αφηρημένα βιβλική. Σε αυτόν τον τόπο της αφετηρίας και του ξεκινήματος που ήταν η Αμερική του 1850, μεγάλα δεινά ξεκίνησαν πλάι πλάι με μεγάλες δυνατότητες, κάτι που φαίνεται να εξακολουθεί να προσδιορίζει την Αμερική. Μια από τις μεγάλες δυνατότητες ήταν η γέννηση της ελευθερίας να είσαι γκέι – στην πραγματικότητα να είσαι οτιδήποτε σε κάνει η φύση και το τραγούδι της δημιουργίας. Μπορεί να το δει κανείς αυτό να λαμπυρίζει και να τρεμοφέγγει στην ανθρώπινη Ιστορία – έστω και αχνά.
Η «Guardian» έγραψε ότι το γεγονός πως χωρέσατε σε 260 σελίδες την ιρλανδική μετανάστευση, την ομοφυλόφιλη ταυτότητα και τη δημιουργία της Ευρώπης είναι ένα θαύμα. Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε;
Πραγματικά δεν έχω ιδέα! Ακολουθούσα τη φωνή του Τόμας με όλη την αφοσίωση και πίστη που μπορούσα να επιστρατεύσω ως ανθρώπινο ον. Στην ιστορία του είναι αναπόφευκτα μπλεγμένα όλα αυτά τα πράγματα, και όπως ακριβώς είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μέρα με τη μέρα – «Πού αλλού να ζήσουμε εκτός από τις μέρες;» έλεγε ο Φίλιπ Λάρκιν – έτσι κι ένα βιβλίο γράφεται ευτυχώς σελίδα με τη σελίδα, ειδάλλως θα είχαμε εγκαταλείψει έντρομοι το πεδίο της μάχης.
Εχετε μιλήσει στον Τύπο για την ημέρα που ο γιος σας ο Τόμπι σάς είπε ότι είναι γκέι. Από τότε, είπατε, σας μύησε στη «μαγεία της ζωής των γκέι». Φαίνεται λοιπόν πως δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή του Πάπα, ο οποίος είπε ότι οι γονείς πρέπει να ζητούν ψυχιατρική βοήθεια για τα ομοφυλόφιλα παιδιά τους…
Και φανταστείτε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε τόσο καλή γνώμη για τον Πάπα στο σπίτι μου – κι ας είναι ένα σπίτι κατά το ήμισυ αγνωστικιστικό και κατά το άλλο ήμισυ προτεσταντικό. Αυτός ο υποβόσκων ζήλος ορισμένων να συνεχίζουν να λένε ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το να είσαι γκέι είναι εγκληματικός και ήταν πάντα εγκληματικός. Τους περνούν άραγε από το μυαλό οι συνέπειες αυτών που λένε; Είναι σαν να προσφέρουν μια φτηνή δικαιολογία για να είσαι ομοφοβικός, ένα ξεδιάντροπο διαβατήριο μίσους.
Η χώρα σας έχει αλλάξει σε εντυπωσιακό βαθμό. Ποιο είναι το μυστικό; Η εξωστρέφεια; Η σεμνότητα; («επειδή τα ρούχα είναι κουρελιασμένα», όπως λέτε κάπου) Η ταπεινοφροσύνη;
Να μερικοί καλοί λόγοι! Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να κατανοήσει κανείς τα άγνωστα, χωρίς αμφιβολία, και σύνθετα μαθηματικά της αλλαγής μιας χώρας. Και το βέβαιο είναι ότι το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος έχει να κάνει με ένα σωρό μυστηριώδεις αριθμούς. Εξωστρέφεια, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη – ένα ωραίο μπουκέτο λέξεων κάτω από το όνομα οποιασδήποτε δημοκρατίας. Θα έπρεπε να τις υιοθετήσουμε αμέσως.
Το μεγάλο θέμα της εποχής μας είναι η ταυτότητα. Αυτό φαίνεται καθαρά και στις «Μέρες δίχως τέλος». Ποια είναι η άποψή σας για την πολιτική του ταυτοτισμού;
Είμαι πατέρας ενός ομοφυλόφιλου παιδιού που είναι σήμερα 21 ετών και ανθίζει ως καλλιτέχνης, ως φοιτητής και ως ανθρώπινο ον: αυτή είναι η μόνη μου θρησκεία. Η θρησκεία που επιλέγω είναι να στηρίζω τον γιο μου. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι γονείς των ομοφυλόφιλων παιδιών. Το να είσαι γκέι είναι ένα παράδειγμα ανθρώπινης ακτινοβολίας. Ετσι νιώθω εγώ γι’ αυτό.
Τι ανακαλύψατε στον έναν χρόνο που έχει περάσει από τότε που τιμηθήκατε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Irish Fiction laureate);
Στο διάστημα αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ με τη λέσχη βιβλίου στην οποία ανήκω μέρη στα οποία δεν θα μπορούσα ποτέ να μπω, όπως το Κεντρικό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, διάφορες νοσοκομειακές μονάδες, καθώς και το Κέντρο Επιτυχημένης Γήρανσης στο Δουβλίνο. Εκανα επίσης διάφορες διαδικτυακές εκπομπές με άλλους ιρλανδούς συγγραφείς, και γοητεύτηκα από τους ανοιχτούς τους ορίζοντες, από τη σεμνότητα, την ταπεινοφροσύνη και την ευγένειά τους απέναντί μου. Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από όλα αυτά.
Πώς επηρέασε τους ιρλανδούς συγγραφείς η χρηματοπιστωτική κρίση;
Η μεγάλη αλλαγή για τους συγγραφείς ήταν πιθανότατα η δραστική μείωση των προκαταβολών από τους εκδότες, καθώς περίμεναν πτώση των πωλήσεων. Στην Ιρλανδία οι καλλιτέχνες απαλλάσσονταν παλιότερα εντελώς από τη φορολογία. Αυτό έχει πλέον αλλάξει και έχει θεσπιστεί ένα αφορολόγητο ποσό. Αυτή είναι η πρακτική πλευρά του πράγματος. Νομίζω πως είναι λίγο σκληρό να το πω, αλλά θα το πω έτσι κι αλλιώς: η κρίση φάνηκε να ενθαρρύνει ιδιαίτερα τους ιρλανδούς συγγραφείς να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες και να πετυχαίνουν περισσότερα πράγματα, με νέες φωνές να αναδύονται από τη θολή θάλασσα των προβλημάτων δίπλα σε τόσους πλήρως ανεπτυγμένοι θεούς – τη Σάλι Ρούνεϊ, τη Σάρα Μπομ, την Αϊμίαρ Μακμπράιντ κ.λπ. κ.λπ. Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια ώρα για τα καλύτερα ονόματα της νέας ιρλανδικής λογοτεχνίας και να μην αναφέρουμε ούτε έναν άνδρα!
Μόλις τελείωσα το «Normal People», το καινούργιο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ. Μια καταπληκτική περιγραφή των χαρακτήρων, και η συγγραφέας είναι μόλις 27 ετών…
Ακριβώς, όπως είναι κι ένας λαμπρός και πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Απολύτως αυτόνομη, ευφυής και αξιοθαύμαστη. Αρχικά τη συνέκρινα με την Ελίζαμπεθ Μπόουεν και τη Μαρία Ετζγουορθ – τώρα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον εαυτό της.
Τι σημαίνει «ιρλανδικότητα στη λογοτεχνία; Στην πραγματική ζωή;
Να μια δύσκολη ερώτηση. Υπάρχει ένας κλάδος της λογοτεχνίας που προσπάθησε και προσπαθεί, μερικές φορές ακόμη και με πονηριά, να εμπλουτίζει συνεχώς το μάλλον περιορισμένο σύνολο των επιθέτων που προσδιόριζαν άλλοτε την ιρλανδικότητα. Ως ένας άνθρωπος που τα επίθετα τα οποία τον προσδιορίζουν – κάτοικος της πόλης, μεσοαστός, αγνωστικιστής κ.λπ. – δεν φάνηκαν να μεταδίδουν ποτέ στους άλλους τη δική μου αίσθηση επείγουσας ιρλανδικότητας, πασχίζω να το κάνω μόνος μου επί σαράντα χρόνια. Ελπίζω λοιπόν η ιρλανδικότητα στη λογοτεχνία να τείνει συνεχώς προς την ιρλανδικότητα στη λεγόμενη πραγματική ζωή. Περπατώντας αργόσυρτα προς τη Βηθλεέμ…
«Η Οδύσσεια του Ινίας Μακνάλτι» είναι το πρώτο σας βιβλίο που διάβασα. Μπροστά στον κίνδυνο να ανοίξουν ξανά οι πληγές στην Ιρλανδία εξαιτίας του Brexit, θα λέγατε ότι οι περιπέτειες του ήρωα δεν έχουν τελειώσει ακόμη;
Η ερώτηση αυτή με τρομάζει. Ακόμη και για εμάς τους Νότιους, οι ταραχές στον Βορρά βρίσκονταν πάντα εκεί, μια βίαιη παρουσία στο πίσω μέρος του μυαλού. Και αποτελούσαν μια παράξενη και σχεδόν σουρεαλιστική επανάληψη των ταραχών στην Ιρλανδία την εποχή του εμφυλίου πολέμου και μετέπειτα. Ενα άσβεστο μίσος που ούτε η δύναμη του καλού μπορούσε να σταματήσει. Προσεύχομαι, προσεύχομαι, άνθρωποι σαν τον Ινίας να συνεχίσουν να αναπαύονται στους συχνά άγνωστους και χωρίς διακριτικά τάφους τους.
Στην Ελλάδα
«Κάτι από τον 25χρονο εαυτό μου παραμένει στην Πάρο»
Πριν από μερικά χρόνια, σε μια συνέντευξή σας στο «Βήμα», είχατε πει ότι οι μεγαλύτεροι αδελφοί σας είναι ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Τόμας Χάρντι και ο Καβάφης. Είχατε πει επίσης ότι αγαπάτε τον Τσιτσάνη, τον Ζακ Τατί και τον Μπέργκμαν. Εχουν και οι συγγραφείς της νέας γενιάς τόσο πολλά σημεία αναφοράς;
Α, ο Τσιτσάνης… Ελπίζω πως ναι. Ισως όχι τη συγκεκριμένη ομάδα σημείων αναφοράς, γιατί είμαι 63 ετών και παιδί μιας ιδιαίτερης στιγμής. Γνώρισα τον Τσιτσάνη σε ένα μικρό παραθαλάσσιο εστιατόριο στον Δρυό της Πάρου επειδή τα παιδιά που το είχαν, κάτι υπέροχοι άνθρωποι από τα Τρίκαλα, είχαν κολλήσει εκείνες τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στο πίσω μέρος του καφέ… Μου κίνησαν την περιέργεια. Κι ύστερα ένιωσα αυτή τη δυνατή φωτιά της μουσικής του, που καίει ακόμα!
Tι κάνατε, αλήθεια, έναν χρόνο στην Πάρο; Θα ξαναπηγαίνατε να ζήσετε εκεί;
Ηθελα να πάω σε ένα φτηνό μέρος για να γράψω. Ηταν το 1980. Εκείνη την εποχή, αν είχες χίλιες λίρες στην τσέπη μπορούσες να ζήσεις στην Ελλάδα για έναν χρόνο. Τώρα μπορείς να ζήσεις τρεις μέρες! Ο πατέρας μου πήγαινε στην Πάρο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, κι έτσι όταν έφτασα στο νησί είχα τουλάχιστον μια επαφή. Αλλά στην πραγματικότητα δεν τη χρειαζόμουν. Η Νάουσα πριν από την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν στο μεταίχμιο της οικονομικής αλλαγής, αν και καταλάβαινε κανείς τις μεγάλες αλλαγές μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος της καταστολής από τη στρατιωτική δικτατορία. Αυτό που δεν περίμενα μέσα στην αθωότητά μου ήταν η έφοδος ενός είδους ομορφιάς που αλλάζει το DNA σου, τα αστραφτερά νερά, η αρχαία νεωτερικότητα. Οι δυνατές φιλίες. Και ο ανοιχτός χαρακτήρας, η σεμνότητα και το αίσθημα φιλοξενίας των ανθρώπων. Ημουν 25 ετών και γνώριζα μόνο την ψυχρή καρδιά της Βόρειας Ευρώπης, την αδιαφορία μιας πόλης σαν το Παρίσι. Αλλαξα ένα γράμμα (Paris – Paros) και βρήκα τον Παράδεισο. Επιστρέφω κάθε τόσο, αλλά κάτι από τον 25χρονο εαυτό μου παραμένει πάντα εκεί, και πηγαίνει στις Κολυμπήθρες με το ξεχαρβαλωμένο του ποδήλατο ακολουθώντας έναν χωματόδρομο που δεν υπάρχει πια.
Οταν διαβάζετε δημοσίως τα βιβλία σας συνηθίζετε να τραγουδάτε. Τι θα τραγουδούσατε αν διαβάζατε το «Μέρες χωρίς τέλος» στην Αθήνα;
Ισως το «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Τσιτσάνη, προς τιμήν του μότο του μυθιστορήματος. Δεν θα τα κατάφερνα όμως ποτέ με τα κορδελάκια στο τέλος των στίχων – σαν ελικοειδή όστρακα. Πρέπει να είσαι Ελληνας για να τραγουδήσεις ελληνικά τραγούδια, δυστυχώς. Θα μπορούσα όμως να το σιγομουρμουρίσω – τρυφερά, σιωπηλά.
Sebastian Barry
Μέρες
δίχως τέλος
Μτφ. Μαρία Αγγελίδου,
εκδ. Ικαρος, 2018, σελ. 298
«Είδα έναν οδοιπόρο κουρασμένο,/ ταλαίπωρο, κουρελιασμένο»: με αυτό το μότο του αμερικανού ποιητή Τζον Ματίας ξεκινά ο 63χρονος Μπάρι το τελευταίο του βιβλίο για μια σπουδαία φιλία δύο αγοριών, που θα εξελιχθεί στη συνέχεια σε ευτυχισμένη οικογένεια με την προσθήκη μιας όμορφης Ινδιάνας. Κι όπως μου λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί, προς τιμήν αυτού του δίστιχου θα τραγουδούσε το «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Τσιτσάνη αν διάβαζε δημοσίως αποσπάσματα του βιβλίου στην Αθήνα.
Εντάξει, αλλά εξακολουθεί να είναι ένας χορός. Και δεν είμαι καν σίγουρος αν λευκοί μεσοαστοί Ιρλανδοί όπως εγώ μπορούν να μιλούν με κάποιο κύρος για φτώχεια. Υπάρχουν πολλοί στην Ιρλανδία που περνούν εξαιρετικά δύσκολα, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, κάτι το απογοητευτικό σε μια ανακάμπτουσα οικονομία.
Ο Ινίας Μακνάλτι είναι φυγόδικος. Ο Γουίλι Νταν είναι ένας «άπατρις στρατιώτης».
Ο Τόμας Μακνάλτι είναι ένας ομοφυλόφιλος μετανάστης. Αυτό που σας υποκινεί είναι η μοναξιά; Ή η Ιστορία γράφεται από τις μειονότητες;
Υπάρχει μια χρήσιμη και όμορφη αμερικανική λέξη που προτιμώ από τη «μοναξιά». Είναι η «μοναχικότητα», μια κατάσταση της ύπαρξης που μπορεί να νιώσει ακόμη κι ένα άψυχο αντικείμενο. Το ίδιο το σύμπαν είναι χωρίς αμφιβολία ένα εμφανώς μοναχικό οικοδόμημα. Σε γενικές γραμμές, όμως, για μένα ως συγγραφέα, ο χαρακτήρας που εξαναγκάζεται συνεχώς να φύγει από έναν τόπο κοιτάζει πίσω πολύ έντονα και ειλικρινά αυτόν τον τόπο και τον λατρεύει ή τον απεχθάνεται με μια παράξενη ακρίβεια.
Τι σήμαινε να είσαι γκέι στην Αμερική
του 19ου αιώνα;
Σίγουρα όχι αυτό που εννοούμε σήμερα. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπήρχε καν αυτή η λέξη, και αν υπήρχε δεν ήταν υποτιμητική ή αφηρημένα βιβλική. Σε αυτόν τον τόπο της αφετηρίας και του ξεκινήματος που ήταν η Αμερική του 1850, μεγάλα δεινά ξεκίνησαν πλάι πλάι με μεγάλες δυνατότητες, κάτι που φαίνεται να εξακολουθεί να προσδιορίζει την Αμερική. Μια από τις μεγάλες δυνατότητες ήταν η γέννηση της ελευθερίας να είσαι γκέι – στην πραγματικότητα να είσαι οτιδήποτε σε κάνει η φύση και το τραγούδι της δημιουργίας. Μπορεί να το δει κανείς αυτό να λαμπυρίζει και να τρεμοφέγγει στην ανθρώπινη Ιστορία – έστω και αχνά.
Η «Guardian» έγραψε ότι το γεγονός πως χωρέσατε σε 260 σελίδες την ιρλανδική μετανάστευση, την ομοφυλόφιλη ταυτότητα και τη δημιουργία της Ευρώπης είναι ένα θαύμα. Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε;
Πραγματικά δεν έχω ιδέα! Ακολουθούσα τη φωνή του Τόμας με όλη την αφοσίωση και πίστη που μπορούσα να επιστρατεύσω ως ανθρώπινο ον. Στην ιστορία του είναι αναπόφευκτα μπλεγμένα όλα αυτά τα πράγματα, και όπως ακριβώς είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μέρα με τη μέρα – «Πού αλλού να ζήσουμε εκτός από τις μέρες;» έλεγε ο Φίλιπ Λάρκιν – έτσι κι ένα βιβλίο γράφεται ευτυχώς σελίδα με τη σελίδα, ειδάλλως θα είχαμε εγκαταλείψει έντρομοι το πεδίο της μάχης.
Εχετε μιλήσει στον Τύπο για την ημέρα που ο γιος σας ο Τόμπι σάς είπε ότι είναι γκέι. Από τότε, είπατε, σας μύησε στη «μαγεία της ζωής των γκέι». Φαίνεται λοιπόν πως δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή του Πάπα, ο οποίος είπε ότι οι γονείς πρέπει να ζητούν ψυχιατρική βοήθεια για τα ομοφυλόφιλα παιδιά τους…
Και φανταστείτε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε τόσο καλή γνώμη για τον Πάπα στο σπίτι μου – κι ας είναι ένα σπίτι κατά το ήμισυ αγνωστικιστικό και κατά το άλλο ήμισυ προτεσταντικό. Αυτός ο υποβόσκων ζήλος ορισμένων να συνεχίζουν να λένε ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το να είσαι γκέι είναι εγκληματικός και ήταν πάντα εγκληματικός. Τους περνούν άραγε από το μυαλό οι συνέπειες αυτών που λένε; Είναι σαν να προσφέρουν μια φτηνή δικαιολογία για να είσαι ομοφοβικός, ένα ξεδιάντροπο διαβατήριο μίσους.
Η χώρα σας έχει αλλάξει σε εντυπωσιακό βαθμό. Ποιο είναι το μυστικό; Η εξωστρέφεια; Η σεμνότητα; («επειδή τα ρούχα είναι κουρελιασμένα», όπως λέτε κάπου) Η ταπεινοφροσύνη;
Να μερικοί καλοί λόγοι! Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να κατανοήσει κανείς τα άγνωστα, χωρίς αμφιβολία, και σύνθετα μαθηματικά της αλλαγής μιας χώρας. Και το βέβαιο είναι ότι το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος έχει να κάνει με ένα σωρό μυστηριώδεις αριθμούς. Εξωστρέφεια, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη – ένα ωραίο μπουκέτο λέξεων κάτω από το όνομα οποιασδήποτε δημοκρατίας. Θα έπρεπε να τις υιοθετήσουμε αμέσως.
Το μεγάλο θέμα της εποχής μας είναι η ταυτότητα. Αυτό φαίνεται καθαρά και στις «Μέρες δίχως τέλος». Ποια είναι η άποψή σας για την πολιτική του ταυτοτισμού;
Είμαι πατέρας ενός ομοφυλόφιλου παιδιού που είναι σήμερα 21 ετών και ανθίζει ως καλλιτέχνης, ως φοιτητής και ως ανθρώπινο ον: αυτή είναι η μόνη μου θρησκεία. Η θρησκεία που επιλέγω είναι να στηρίζω τον γιο μου. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι γονείς των ομοφυλόφιλων παιδιών. Το να είσαι γκέι είναι ένα παράδειγμα ανθρώπινης ακτινοβολίας. Ετσι νιώθω εγώ γι’ αυτό.
Τι ανακαλύψατε στον έναν χρόνο που έχει περάσει από τότε που τιμηθήκατε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Irish Fiction laureate);
Στο διάστημα αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ με τη λέσχη βιβλίου στην οποία ανήκω μέρη στα οποία δεν θα μπορούσα ποτέ να μπω, όπως το Κεντρικό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, διάφορες νοσοκομειακές μονάδες, καθώς και το Κέντρο Επιτυχημένης Γήρανσης στο Δουβλίνο. Εκανα επίσης διάφορες διαδικτυακές εκπομπές με άλλους ιρλανδούς συγγραφείς, και γοητεύτηκα από τους ανοιχτούς τους ορίζοντες, από τη σεμνότητα, την ταπεινοφροσύνη και την ευγένειά τους απέναντί μου. Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από όλα αυτά.
Πώς επηρέασε τους ιρλανδούς συγγραφείς η χρηματοπιστωτική κρίση;
Η μεγάλη αλλαγή για τους συγγραφείς ήταν πιθανότατα η δραστική μείωση των προκαταβολών από τους εκδότες, καθώς περίμεναν πτώση των πωλήσεων. Στην Ιρλανδία οι καλλιτέχνες απαλλάσσονταν παλιότερα εντελώς από τη φορολογία. Αυτό έχει πλέον αλλάξει και έχει θεσπιστεί ένα αφορολόγητο ποσό. Αυτή είναι η πρακτική πλευρά του πράγματος. Νομίζω πως είναι λίγο σκληρό να το πω, αλλά θα το πω έτσι κι αλλιώς: η κρίση φάνηκε να ενθαρρύνει ιδιαίτερα τους ιρλανδούς συγγραφείς να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες και να πετυχαίνουν περισσότερα πράγματα, με νέες φωνές να αναδύονται από τη θολή θάλασσα των προβλημάτων δίπλα σε τόσους πλήρως ανεπτυγμένοι θεούς – τη Σάλι Ρούνεϊ, τη Σάρα Μπομ, την Αϊμίαρ Μακμπράιντ κ.λπ. κ.λπ. Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια ώρα για τα καλύτερα ονόματα της νέας ιρλανδικής λογοτεχνίας και να μην αναφέρουμε ούτε έναν άνδρα!
Μόλις τελείωσα το «Normal People», το καινούργιο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ. Μια καταπληκτική περιγραφή των χαρακτήρων, και η συγγραφέας είναι μόλις 27 ετών…
Ακριβώς, όπως είναι κι ένας λαμπρός και πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Απολύτως αυτόνομη, ευφυής και αξιοθαύμαστη. Αρχικά τη συνέκρινα με την Ελίζαμπεθ Μπόουεν και τη Μαρία Ετζγουορθ – τώρα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον εαυτό της.
Τι σημαίνει «ιρλανδικότητα στη λογοτεχνία; Στην πραγματική ζωή;
Να μια δύσκολη ερώτηση. Υπάρχει ένας κλάδος της λογοτεχνίας που προσπάθησε και προσπαθεί, μερικές φορές ακόμη και με πονηριά, να εμπλουτίζει συνεχώς το μάλλον περιορισμένο σύνολο των επιθέτων που προσδιόριζαν άλλοτε την ιρλανδικότητα. Ως ένας άνθρωπος που τα επίθετα τα οποία τον προσδιορίζουν – κάτοικος της πόλης, μεσοαστός, αγνωστικιστής κ.λπ. – δεν φάνηκαν να μεταδίδουν ποτέ στους άλλους τη δική μου αίσθηση επείγουσας ιρλανδικότητας, πασχίζω να το κάνω μόνος μου επί σαράντα χρόνια. Ελπίζω λοιπόν η ιρλανδικότητα στη λογοτεχνία να τείνει συνεχώς προς την ιρλανδικότητα στη λεγόμενη πραγματική ζωή. Περπατώντας αργόσυρτα προς τη Βηθλεέμ…
«Η Οδύσσεια του Ινίας Μακνάλτι» είναι το πρώτο σας βιβλίο που διάβασα. Μπροστά στον κίνδυνο να ανοίξουν ξανά οι πληγές στην Ιρλανδία εξαιτίας του Brexit, θα λέγατε ότι οι περιπέτειες του ήρωα δεν έχουν τελειώσει ακόμη;
Η ερώτηση αυτή με τρομάζει. Ακόμη και για εμάς τους Νότιους, οι ταραχές στον Βορρά βρίσκονταν πάντα εκεί, μια βίαιη παρουσία στο πίσω μέρος του μυαλού. Και αποτελούσαν μια παράξενη και σχεδόν σουρεαλιστική επανάληψη των ταραχών στην Ιρλανδία την εποχή του εμφυλίου πολέμου και μετέπειτα. Ενα άσβεστο μίσος που ούτε η δύναμη του καλού μπορούσε να σταματήσει. Προσεύχομαι, προσεύχομαι, άνθρωποι σαν τον Ινίας να συνεχίσουν να αναπαύονται στους συχνά άγνωστους και χωρίς διακριτικά τάφους τους.
Στην Ελλάδα
«Κάτι από τον 25χρονο εαυτό μου παραμένει στην Πάρο»
Πριν από μερικά χρόνια, σε μια συνέντευξή σας στο «Βήμα», είχατε πει ότι οι μεγαλύτεροι αδελφοί σας είναι ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Τόμας Χάρντι και ο Καβάφης. Είχατε πει επίσης ότι αγαπάτε τον Τσιτσάνη, τον Ζακ Τατί και τον Μπέργκμαν. Εχουν και οι συγγραφείς της νέας γενιάς τόσο πολλά σημεία αναφοράς;
Α, ο Τσιτσάνης… Ελπίζω πως ναι. Ισως όχι τη συγκεκριμένη ομάδα σημείων αναφοράς, γιατί είμαι 63 ετών και παιδί μιας ιδιαίτερης στιγμής. Γνώρισα τον Τσιτσάνη σε ένα μικρό παραθαλάσσιο εστιατόριο στον Δρυό της Πάρου επειδή τα παιδιά που το είχαν, κάτι υπέροχοι άνθρωποι από τα Τρίκαλα, είχαν κολλήσει εκείνες τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στο πίσω μέρος του καφέ… Μου κίνησαν την περιέργεια. Κι ύστερα ένιωσα αυτή τη δυνατή φωτιά της μουσικής του, που καίει ακόμα!
Tι κάνατε, αλήθεια, έναν χρόνο στην Πάρο; Θα ξαναπηγαίνατε να ζήσετε εκεί;
Ηθελα να πάω σε ένα φτηνό μέρος για να γράψω. Ηταν το 1980. Εκείνη την εποχή, αν είχες χίλιες λίρες στην τσέπη μπορούσες να ζήσεις στην Ελλάδα για έναν χρόνο. Τώρα μπορείς να ζήσεις τρεις μέρες! Ο πατέρας μου πήγαινε στην Πάρο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, κι έτσι όταν έφτασα στο νησί είχα τουλάχιστον μια επαφή. Αλλά στην πραγματικότητα δεν τη χρειαζόμουν. Η Νάουσα πριν από την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν στο μεταίχμιο της οικονομικής αλλαγής, αν και καταλάβαινε κανείς τις μεγάλες αλλαγές μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος της καταστολής από τη στρατιωτική δικτατορία. Αυτό που δεν περίμενα μέσα στην αθωότητά μου ήταν η έφοδος ενός είδους ομορφιάς που αλλάζει το DNA σου, τα αστραφτερά νερά, η αρχαία νεωτερικότητα. Οι δυνατές φιλίες. Και ο ανοιχτός χαρακτήρας, η σεμνότητα και το αίσθημα φιλοξενίας των ανθρώπων. Ημουν 25 ετών και γνώριζα μόνο την ψυχρή καρδιά της Βόρειας Ευρώπης, την αδιαφορία μιας πόλης σαν το Παρίσι. Αλλαξα ένα γράμμα (Paris – Paros) και βρήκα τον Παράδεισο. Επιστρέφω κάθε τόσο, αλλά κάτι από τον 25χρονο εαυτό μου παραμένει πάντα εκεί, και πηγαίνει στις Κολυμπήθρες με το ξεχαρβαλωμένο του ποδήλατο ακολουθώντας έναν χωματόδρομο που δεν υπάρχει πια.
Οταν διαβάζετε δημοσίως τα βιβλία σας συνηθίζετε να τραγουδάτε. Τι θα τραγουδούσατε αν διαβάζατε το «Μέρες χωρίς τέλος» στην Αθήνα;
Ισως το «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Τσιτσάνη, προς τιμήν του μότο του μυθιστορήματος. Δεν θα τα κατάφερνα όμως ποτέ με τα κορδελάκια στο τέλος των στίχων – σαν ελικοειδή όστρακα. Πρέπει να είσαι Ελληνας για να τραγουδήσεις ελληνικά τραγούδια, δυστυχώς. Θα μπορούσα όμως να το σιγομουρμουρίσω – τρυφερά, σιωπηλά.
Sebastian Barry
Μέρες
δίχως τέλος
Μτφ. Μαρία Αγγελίδου,
εκδ. Ικαρος, 2018, σελ. 298
Παναγιώτης Σ. Χατζημωυσιάδης, Η ιδιωτική μου αντωνυμία Κίχλη 2018
H ποιητική της βραχύτητας
Για τη συλλογή μικροαφηγημάτων του Παναγιώτη Σ. Χατζημωυσιάδη «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» (εκδ. Κίχλη).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Οι απόψεις διχάζονται. Μερικοί λένε, πως όταν γράφεις, μπορείς να δεις καλύτερα το πρόσωπό σου. Και άλλοι το θεωρούν μάταιο όλο αυτό· καθώς το πρόσωπο καθρεφτίζεται στο νερό, βλέπουμε ναρκισσιστικά αυτό που θέλουμε να δούμε.
Ο Χατζημωυσιάδης πειραματίζεται με τη μικρομυθοπλασία ως νέο είδος, ίσως το πιο απαιτητικό είδος πρόζας αυτή τη στιγμή. Καταφέρνει, ωστόσο, με επιτυχία να συμπυκνώσει ολόκληρες ιστορίες με τέτοιο αφηγηματικό πλάτος που χωράνε μέσα σε 120 με 150 λέξεις το πολύ.
Ο Χατζημωυσιάδης, σαρκάζοντας την περιχαράκωση της λογοτεχνίας στη σφαίρα του ιδιωτικού, γίνεται τόσο αυτοαναφορικός όσο χρειάζεται, ώστε μιλώντας για τον πολλαπλό «εγώ» που καθημερινά αναμετριέται με τις λέξεις, να μιλά συχνά με σπαραγμό για τον άλλο «εγώ», στον οποίο ο καθένας μπορεί να δει το άμορφο πλάσμα που εγκυμονεί. Αυτό που άλλοτε μοιάζει με μεταλλαγμένο βάτραχο, άλλοτε με ξωτικό του δάσους κι άλλοτε με φοβισμένο παιδάκι που αποζητά την αγκαλιά της μάνας του, μεγαλώνοντας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης σε ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο ανασυστήνεται διά της γραφής, κάπου στη μεθόριο της μεθορίου.
Ο Χατζημωυσιάδης πειραματίζεται με τη μικρομυθοπλασία ως νέο είδος, ίσως το πιο απαιτητικό είδος πρόζας αυτή τη στιγμή. Καταφέρνει, ωστόσο, με επιτυχία να συμπυκνώσει ολόκληρες ιστορίες με τέτοιο αφηγηματικό πλάτος που χωράνε μέσα σε 120 με 150 λέξεις το πολύ. Άλλωστε το πιο «εκτενές» πεζό αποτελείται μόλις από 471 λέξεις. 145 μικρά πεζά χαμηλής φωνής και εξαντλητικών αφαιρέσεων, κατανεμημένα σε εννέα ενότητες, όσα και τα είδη των αντωνυμιών, μινιατούρες που ανασύρονται από τα συρταράκια και τις παράνομες χωματερές της μνήμης, που σαν τον επιδέξιο ρακοσυλλέκτη ο συγγραφέας ξέρει να διαλέγει ό,τι πολύτιμο οφείλει να διασώσει ανάμεσα σε τόνους μνημονικών απορριμμάτων.
Κείμενα που μπορούν να εγγραφούν στον λογοτεχνικό κανόνα εφόσον διαθέτουν σαφή αφηγηματική διάθεση (έστω με στοιχειώδη πλοκή, δράση, χαρακτήρες) ή/και χρησιμοποιώντας αφηγηματικές τεχνικές όπως το παιχνίδι, την ειρωνεία, το χιούμορ, την ανατροπή, το παράδοξο, τη διακειμενικότητα. Κείμενα που θυμίζουν ενίοτε τα γκράφιτι τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, καθώς συνδυάζουν βραχύτητα, ευφυΐα και κριτική κοινωνική πρακτική. Κείμενα που δεν διολισθαίνουν σε έναν στείρο αυτοβιογραφισμό ή σε μια επαναλαμβανόμενα κουραστική μανιέρα, κείμενα –σε μεγάλο μέρος τους– αυτοαναφορικά και αναστοχαστικά για τον ρόλο της γραφής. Μια συνεχής έκθεση, μια αδιάκοπη περιφορά του βλέμματος τις νύχτες, μια ασέλγεια στα πιο αγαπημένα πτώματα και τους σκοτωμένους γιους που επιστρέφουν ύστερα από τριάντα χρόνια. Μια απόπειρα ανασύστασης προσώπων που ποτέ δεν πέθαναν, αλλά ζουν κουρνιάζοντας πίσω από τα αποσιωπητικά.
Πολλοί θα πουν ότι το νέο αυτό είδος αφορά σε επιπόλαια λεκτικά πυροτεχνήματα. Ωστόσο, τα 145 μικροαφηγήματα του Χατζημωυσιάδη απαιτούν οξύνοια, απόλυτη συγκέντρωση και ευρυμάθεια. Ειδάλλως, η πλούσια διακειμενικότητα, η υπαινικτικότητα και η νοηματική συμπύκνωση δύσκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον μη επαρκή και επιπόλαιο αναγνώστη. Και εδώ βρίσκεται ο όποιος σκεπτικισμός μου. Τα «μικρά πεζά», όπως τα ονομάζει ο ίδιος ο συγγραφέας στο εξώφυλλο του βιβλίου του, απαιτούν «αργή», προσεκτική και πολλαπλή ανάγνωση· όχι τη φευγαλέα ματιά της ψηφιακής ανάγνωσης που αντιλαμβάνεται μονάχα τα ρητά μέρη ενός κειμένου, ανίκανη όμως να διαβάσει ανάμεσα στα διάκενα και πίσω από τις λέξεις τις σύνοδες σιωπές, που συχνά είναι πιο ηχηρές και από αυτό που λέγεται ρητά. Οι αμφιβολίες μου εκκινούν από το αν είμαστε εξοικειωμένοι και έτοιμοι να διαβάσουμε και να απολαύσουμε παρόμοια κείμενα, λόγω της ανεξέλεγκτης διαδικτυακής παραγωγής που συχνά τρέφει φιλοδοξίες λογοτεχνικής και εκδοτικής καταξίωσης.
Μια γλώσσα ποιητικής πρόζας και ανάλογου ήθους, που η κατάκτησή της μέσα στο σύστημα της χρηστικής γλώσσας είναι το μόνιμο και διαρκές διακύβευμα του συγγραφέα, όπως άλλωστε αποδεικνύεται αν κανείς έχει υπόψη του το σύνολο έργο του.
Άφησα κάπου στη μέση του σημειώματός μου να μιλήσω για τη γλώσσα. Επιλέγοντας αναπόφευκτα την πρωτοπρόσωπη, ως επί το πλείστον, αφήγηση και το αθώο ή και αφελές βλέμμα του μικρού παιδιού που σταδιακά ενηλικιώνεται τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ο συγγραφέας μάς χαρίζει κείμενα επιτηδευμένα απροσποίητου λόγου ή εντέχνως ακκιζόμενου καλλιεργημένου λόγου που η χρήση του παραπέμπει ευθέως στη θεωρία περί πολυγλωσσισμού του Μπαχτίν, δίχως να διολισθαίνει σε μια ιδιωματικού τύπου γλωσσική επιλογή ως δείγμα «ηθογραφισμού». Μια γλώσσα ποιητικής πρόζας και ανάλογου ήθους, που η κατάκτησή της μέσα στο σύστημα της χρηστικής γλώσσας είναι το μόνιμο και διαρκές διακύβευμα του συγγραφέα, όπως άλλωστε αποδεικνύεται αν κανείς έχει υπόψη του το σύνολο έργο του. Ενός γλωσσικού ήθους που προσωπικά μου θυμίζει τη γραφή του Ιωάννου και του Χάκκα, «μια μοναχική ανάβαση στις πιο απάτητες κορφές» (σ. 28) ή σαν εκείνους «τους τσακισμένους χαρταετούς που παίρνουν συνέχεια ύψος και πετάνε επιτέλους στον αέρα» (σ. 24).
Μια μικρή αλλά σημαντική παρέκβαση. Ο Johan Huizinga από το 1956 διατύπωσε την ανθρωπολογική άποψη ότι όλες οι εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού μπορούν να θεωρηθούν όψεις και παράλληλα μεταμορφώσεις της ανθρώπινης τάσης για παιχνίδι που το διέπουν ορισμένες αρχές. Το ίδιο ισχύει και για τη λογοτεχνία, που οι δικοί της κανόνες δεν είναι σταθεροί αλλά τροποποιούνται από εποχή σε εποχή από τους ίδιους τους παίκτες. Και το παιχνίδι αυτό ονομάζεται «διηγούμαι ιστορίες». Ο άνθρωπος είναι πρωτίστως, κατά τον Fischer, homo narrans· διηγείται συνεχώς ιστορίες για τον κόσμο και τον εαυτό του. Ζει δηλαδή μέσα σε ένα πλέγμα αφηγήσεων και γι’ αυτό η σχέση του με τον κόσμο είναι κατεξοχήν γλωσσική. Λέμε ιστορίες για να κυλήσει ευχάριστα ο χρόνος· για να διώξουμε τον φόβο· για να νοηματοδοτήσουμε την αταξία που μας περιβάλλει με μια συμβολική τάξη· ή αντίθετα, για να αναποδογυρίσουμε τον κόσμο και να σπάσουμε την ευθραυστότητα των βεβαιοτήτων ή και να προκαλέσουμε φόβο προβάλλοντας δυστοπικά οράματα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η γραφή του Χατζημωυσιάδη στο βιβλίο αυτό επιβεβαιώνει τον βασικό του ρόλο ως ενός δεξιοτέχνη homo narrans: ένα σύνολο συμπυκνωμένων ιστοριών συχνά χιουμοριστικών ή και δραματικά γοητευτικών για τα πιο ασήμαντα πολλές φορές πράγματα που με έναν «μαγικό» τρόπο τα κάνει να φαίνονται σημαντικά, ιστορίες για τον εαυτό του/μας και για την Ελλάδα/κόσμο, ενώ παράλληλα ο λόγος της γραφής του διατηρεί στενές σχέσεις με τους άλλους «λόγους» (discourses) που διηγείται ο άνθρωπος, ώστε τελικά αυτός ο λόγος να καθίσταται ένα ιδιαίτερο μοντέλο συλλογικής μνήμης και μήτρα παραγωγής νέων ιδεών, από τη στιγμή που διαρκώς, με έναν ευφάνταστα παιγνιώδη τρόπο, εκεί που δεν το περιμένεις, με μια επιδέξια στροφή του λόγου, ανατρέπει καθιερωμένους κώδικες επικοινωνίας υπονομεύοντας τις αναγνωστικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις μας.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, αναφερόμενος στον ποιητικό λόγο, έχει πει πως ένα καλό ποίημα μοιάζει λίγο πολύ με τον Οδυσσέα: προτού πει την αλήθεια του, λέει τα ψέματά του· αν το πιέσουμε, τα «ψέματά» του πλησιάζουν προοδευτικά την αλήθεια του· προτού αφεθεί στον αναγνωρισμό του, υποδύεται άλλο πρόσωπο, για να μας δοκιμάσει· στον ώριμο καιρό δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, αναφερόμενος στον ποιητικό λόγο, έχει πει πως ένα καλό ποίημα μοιάζει λίγο πολύ με τον Οδυσσέα: προτού πει την αλήθεια του, λέει τα ψέματά του· αν το πιέσουμε, τα «ψέματά» του πλησιάζουν προοδευτικά την αλήθεια του· προτού αφεθεί στον αναγνωρισμό του, υποδύεται άλλο πρόσωπο, για να μας δοκιμάσει· στον ώριμο καιρό δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Σαν τον Οδυσσέα, λοιπόν, αυτά τα 145 «μικρά πεζά» καλούν τον υπομονετικό αναγνώστη να τα διαβάσει όχι μία, αλλά πολλές φορές, με ένταση, καθαρό βλέμμα και προσοχή, για να ανακαλύψει πρώτα τούς καλά κρυμμένους υπαινιγμούς κι έπειτα στο πλούσιο υπέδαφος τα σιωπηλά κοιτάσματα [«είναι και κάποιες άλλες αταξινόμητες, ανένταχτες κι εντελώς ιδιωτικές σιωπές», σ. 48 «The sound of silence»], ό,τι συνιστά την οικονομημένη, γι’ αυτό οικονομική, γλώσσα του συγγραφέα, δηλαδή την ποιητική – τη μέγιστη κατάκτηση. Μόνο τότε θα αποκαλύψει και την αλήθεια που κρύβουν πίσω από τα «ψέματά» τους· τις κρυφές ζωές που κυοφορούνται μες στις πιο ερμητικές σιωπές μιας γιαγιάκας· ή τα υπόκωφα κλικ πίσω από τις σιωπές ενός πληκτρολογίου.
Για το τέλος. Λένε ότι η Ιστορία καταξιώνεται όταν γίνεται δημόσια. Το ίδιο και η Λογοτεχνία. Αξίζει πραγματικά όταν κατορθώνει –με ποικίλους τρόπους– να αποκτήσει δημόσιο/πολιτικό χαρακτήρα, όταν –στην περίπτωσή μας– η Ιδιωτική Αντωνυμία συναντά τη Συλλογική μας Αντωνυμία. Και η Λογοτεχνία που για χρόνια υπηρετεί με παρρησία και συνέπεια ο Χατζημωυσιάδης, ως αξιανάγνωστη που είναι, προσφέρει τη μέγιστη αναγνωστική τέρψη με όποιο είδος κι αν καταπιάνεται ο συγγραφέας. Αυτή τη φορά – στο ελάχιστό της πληθωρική και αρκούντως μαχόμενη για την κατάληψη των ήδη αλωμένων από τους επαναστάτες χειμερινών ανακτόρων. Γράφω πάει να πει εκτίθεμαι…
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο» (εκδ. Το Ροδακιό).
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο» (εκδ. Το Ροδακιό).
→ Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας του Χρήστου Τσιμάρη «A film star».
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα
Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε ἕνα σῶμα. Δηλαδὴ ὄχι ἀκριβῶς σὰν σῶμα, ἀλλὰ σὰν ἀπροσδιόριστη ἰδέα ἑνὸς σώματος ἀπὸ ἀνυπότακτα χέρια καὶ πόδια καὶ λαιμὸ καὶ κεφάλι καὶ πέος, ποὺ κήρυξε τὴν ὁρμονική του ἐπανάσταση γιὰ νὰ γίνει καλοσχηματισμένο, στητὸ καὶ αὐτοδιάθετο καὶ γιὰ δεκαετίες ὁλόκληρες προσέβλεπε σὲ ἄλλα σώματα γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἐθνική του ὁλοκλήρωση. Καὶ ἦρθαν πράγματι καιροὶ ποὺ νόμιζε ὅτι σειόταν ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὸν περήφανο βηματισμό του, ἔστω καὶ ἂν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀποδείχτηκε ὅτι βρισκόταν συνέχεια στὸ σημειωτόν, ἐνόσω μάλιστα οἱ ἐνδόμυχες δυνάμεις του ἐξύφαιναν ἐθνικὲς μειοδοσίες. Τὰ λοιπὰ εἶναι λίγο πολὺ γνωστά».