Σελίδες

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Ευάγγελος Αυδίκος, Μοναχικοί θάνατοι, ΕΦΣΥΝ, 31 Μαρτίου 2020


                  

Ο τρόπος που πεθαίνουν οι άνθρωποι είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Η ποιότητα του πολιτισμού. Αν ο μέσος όρος της ηλικίας είναι μικρός. Αν υπάρχει μεγάλη παιδική θνησιμότητα. Αν πεθαίνουν στο σπίτι τους. Μαζί με τα παιδιά τους και τους αγαπημένους τους. Ή αν αφήνουν την τελευταία τους πνοή σε οίκους ευγηρίας ή σε νοσοκομεία με τη συντροφιά μιας αποκλειστικής, στην καλύτερη περίπτωση, νοσοκόμας.
Παλαιόθεν η αντιμετώπιση των νεκρών ήταν το μέτρο για την αξιολόγηση της οικογενειακής και κοινοτικής συνοχής. Οι παραδόσεις αυτού του είδους είναι ο αψευδής μάρτυρας. Η μεγαλύτερη δυστυχία για μια οικογένεια ήταν να βρικολακιάσει ο νεκρός της. Να δημιουργηθεί η πεποίθηση πως δεν μπορεί να ησυχάσει εκεί που πήγε. Κι ένας από τους βασικούς λόγους για το βρικολάκιασμα ήταν το δρασκέλισμα του νεκρού από γάτα ή άλλο ζώο. Εν ολίγοις, ο πυρήνας αυτής της αντίληψης είναι πολύ ομιλητικός για τα μέλη της κοινοτικής ομάδας. Απέδιδαν στην οικογένεια αδιαφορία. «Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι πήγε», μια παροιμία που χώρεσε τους φόβους για έναν θάνατο που θα στιγμάτιζε την οικογένεια.
Αυτή η παροιμία ταιριάζει γάντι σ’ αυτό που συμβαίνει σήμερα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι τους. Χωρίς το χάδι των οικείων. Χωρίς την ικανοποίηση ότι αποχώρησαν από τη ζωή περιστοιχισμένοι από τους αγαπημένους. Που μπορεί να τους σφάλιζαν τα μάτια. Που μπορεί να εξομολογούνταν όσα δεν μπόρεσαν να πουν όλο τον προηγούμενο καιρό. Η ώρα του θανάτου μαλακώνει τους ανθρώπους. Είναι οι στιγμές που μανδηλοδένονται κόμπο οι ευχές και τα τελευταία λόγια γίνονται πολύτιμα πετράδια της ατομικής και οικογενειακής μνήμης.

Ο κορόνας αποκάλυψε τη γύμνια του πολιτισμού μας. Οι θάνατοι έγιναν μοναχικοί, βρόχος στον επιθανάτιο ρόγχο του πασπαλισμένου με χρυσόσκονη δηθενικού βίου μας. Ο φόβος για την αιώνια νεότητα με συχνή προσφυγή στους μποτοξεγχυτές και η διαρκής αναζήτηση μιας ψευδοκοινωνικότητας μετέτρεψε την οικογένεια σε μοναχικά άτομα με παράλληλες ζωές.
Κι ήρθε ο κορόνας ν’ αποδείξει πόσο στραβά αρμενίσαμε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Δειλοί και άβουλοι, παραδομένοι στις ηδονές ενός βουλιμικού καταναλωτισμού, απολέσαμε την ψυχή μας. Πιστέψαμε πως μπορούμε να ζεστάνουμε την ψυχή των γονέων μας βάζοντας το χέρι στο πορτοφόλι μας.
Θάνατοι μοναχικοί. Ψυχές που ζητούν την τρυφερότητα που στερήθηκαν. Η τεχνολογία καλείται να θεραπεύσει τις κοινωνικές αβελτηρίες. Αποχαιρετισμοί με Skype, ομολογία μιας πολιτισμικής στρέβλωσης.
Μοναχικοί θάνατοι. Μοναχικές κηδείες, που συνοδεύονται από τον φόβο για έναν αντίπαλο που τον γέννησε η αλαζών εποχή μας. Αδύναμοι να τιμήσουμε αυτούς που αποχωρούν με όλες τις τιμές που τους πρέπουν. Παρακολουθώντας έντρομοι και μόνοι την εκδημία τους. Μια ομολογία ότι αποτύχαμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο.

Ηχήστε οι σάλπιγγες, Ο Μανόλης Γλέζος αποχώρησε

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Βασίλης Κ. Καλαμαράς, Οι πανδημίες στη νεοελληνική λογοτεχνία. ΕΦΣΥΝ, 28-29 Μαρτίου 2020

Οι πανδημίες στη νεοελληνική λογοτεχνία

Επάνω από αριστερά: Γαλάτεια Καζαντζάκη, Γεώργιος Σουρής, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, Γ.Α. Αμποτ, Εμμανουήλ Λυκούδης. Κάτω από απαριστερά: Θέμος Κορνάρος, Παύλος Μάτεσις, Αντρέας Φραγκιάς

 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ


  • A-
  • A+
Η μονόπρακτη σατιρική κωμωδία «Η επιδημία» του Γεωργίου Σουρή που πέθανε από την ισπανική γρίπη το 1919 αναφέρεται στο κρίσιμο καλοκαίρι του 1881, όταν χτυπήθηκε η Αθήνα από τον κοιλιακό τύφο ● Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, στην «πολιτεία των λεπρών», ακολουθεί τα αντικρουόμενα συναισθήματα και τις σκέψεις της ηρωίδας της για την αρρώστια και τον υποχρεωτικό εγκλεισμό στο νησί των λεπρών όσο και για τον έρωτα που γνωρίζει στο πρόσωπο ενός δασκάλου.
Ας πάρουμε με χρονολογική σειρά τα κείμενα που γράφτηκαν με θέμα μια επιδημία, εξού και χαρακτηρίζονται επιδημικά έργα. Ως πρώτο ανακαλύπτουμε στη νεοελληνική λογοτεχνία «Το θανατικό της Ρόδου» του Εμμανουήλ Λιμενίτη (εκτιμάται ότι έζησε από τον 15ο έως τον 16ο αιώνα).
Το έμμετρο αυτό ποίημα αναφέρεται στην επιδημία βουβωνικής πανώλης που χτύπησε το νησί το έτος 1498. Ακολουθώντας μια παραδοσιακή χριστιανική κοσμοθεωρία, που αποδίδει τις φυσικές και άλλες καταστροφές στις αμαρτίες των ανθρώπων, κυρίως στον ελεύθερο ερωτισμό, στα τυχερά παιχνίδια και στην απληστία, ο ποιητής παρουσιάζει την επιδημία ως δίκαιη θεία τιμωρία.
Το ποίημα διαθέτει και στοιχεία «ιστορικού θρήνου», που γίνεται λυρικότερος με τη χρήση πολλών κοινωνικο-ανθρωπολογικών και λαογραφικών παρατηρήσεων για τις ωραίες Ροδίτισσες και γενικά για τον αστικό και τον ιπποτικό κόσμο του νησιού, καθώς και γνωρίσματα της διαδεδομένης στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση παραινετικής και ηθικοδιδακτικής λογοτεχνίας, ειδικότερα του είδους των «ομιλιών» και της μισογυνικής σάτιρας του «καθρέπτη γυναικών». Τμήματα του ποιήματος με ξεχωριστό ενδιαφέρον αποτελούν η εικαστική, δυτικοευρωπαϊκού τύπου περιγραφή («έκφραση») του Χάρου και ο διάλογος του Ποιητή με τον «Λογισμό» του, που παραπέμπει στο είδος του θεατρόμορφου/δραματικού διαλόγου.
Το θέμα της επιδημίας -με μεγάλο άλμα στον χρόνο- το συναντάμε ξανά στις αρχές του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα στην τρίπρακτη έμμετρη τραγωδία «Ασπασία» (1813) του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού (1788-1849). Ο συγγραφέας περιγράφει ζωντανά τη φρίκη του λοιμού, τη μορφολογία της επιδημίας και την κλινική συμπτωτολογία της επάρατης νόσου - έργο επηρεασμένο από τον αθηναϊκό λοιμό όπως τον αποτύπωσε ο Θουκυδίδης, που οδήγησε και τον Περικλή στον θάνατο.
Οι Αθηναίοι πολίτες έσφαλαν καθότι υποστήριξαν μια λανθασμένη πολιτική επιλογή. Αυτή η στάση τους αποτέλεσε την αφορμή «κι ανεξιλέωτος θεός την πόλιν σας ωργίσθη». Βέβαια, οι πολίτες, λόγω του πολέμου, έχουν επιλέξει τον καταυλισμό τους κοντά στα τείχη -επιλογή που λόγω του συνωστισμού προκαλεί την επιδημία. Παρότι ξεσπά πανδημία, η ηρωίδα Ασπασία δείχνει να μη φέρει σημάδια της μόλυνσης. Το υγιές βλέμμα της στέκεται κριτικά πάνω στην ασθένεια και παρόλο γνωρίζει ότι υπάρχει πιθανότητα να μολυνθεί κι αυτή, αποφασίζει να πάει στη χτυπημένη από τον λοιμό Αθήνα με σκοπό να βρει τον Περικλή.
Η Ασπασία όχι μόνο δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στον χώρο, αλλά επιλέγει να μη δεσμευτεί και από τους νόμους της Πολιτείας. Οταν της απαγορεύουν τη συμμετοχή της στην κηδεία του Περικλή, αυτή προτιμά να τον ακολουθήσει στον τάφο επιλέγοντας τον μόνο σίγουρο δρόμο έξω από τον χώρο της πόλης και της επιδημίας, τον θάνατο.

Χολέρα και κοιλιακός τύφος

Ακολουθεί το διήγημα «Η Ξένη του 1854» του Εμμανουήλ Λυκούδη (1849-1925), το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Εστία» του 1876. Εδώ γίνεται η σύνδεση της πηγής της χολέρας με την ξενική επικυριαρχία στην Ελλάδα. Μέσα από το διήγημα, φαίνεται ότι η επιδημία ταυτίζεται με το ξένο στοιχείο που έχει επικρατήσει στις διοικητικές δομές του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Αρχικά, η προέλευση της μόλυνσης, κατά τον αφηγητή, οφείλεται σε μια γαλλική φρεγάτα που μετέφερε τον Μαυροκορδάτο, είτε σε μια άλλη η οποία ήταν φορτωμένη με στρατό για την Κριμαία.
Στη χτυπημένη από την κακή αρρώστια πόλη της Αθήνας, εισέρχεται με άγνοια κινδύνου ο μπαρμπα-Μήτρος, οπότε διαπιστώσει ότι η οικογένειά του έχει αποδεκατιστεί. Ο ήρωας περιηγείται στην πάσχουσα πόλη, θρηνεί για την απώλειά του, ενώ στο τέλος του διηγήματος εξαφανίζεται χωρίς καμία ένδειξη για το τι του συνέβη. Ο χαρακτήρας αυτός ακολουθεί την αντίθετη πορεία από όλους τους υπόλοιπους πολίτες της Αθήνας, εισέρχεται μέσα στα όρια της επιδημίας ενώ όλοι πάλευαν να εξέλθουν από αυτά. Η αφοβία την οποία επιδεικνύει απέναντι στην επιδημία και στον θάνατο κορυφώνεται στο σημείο όπου παρακαλάει τους νεκροθάφτες να τον πάρουν μαζί τους στο κάρο με τους νεκρούς και αυτοί τον περιγελούν.
Η μονόπρακτη σατιρική κωμωδία «Η επιδημία» του Γεωργίου Σουρή -πέθανε από την ισπανική γρίπη (1853-1919)- αναφέρεται στο κρίσιμο καλοκαίρι του 1881, όταν χτυπήθηκε η Αθήνα από τον κοιλιακό τύφο. Η πάνδημη ασθένεια ποτέ δεν εμφανίζεται επί σκηνής. Οι ήρωες μπορεί να βρίσκονται σε ανησυχία υπό την κυριαρχία δολοπλοκιών όπου προβάλλονται αρνητικές συμπεριφορές όπως η αστική υπερβολή, η υποκρισία και η αισχροκέρδεια.
Ο τίτλος φαίνεται περισσότερο ότι αναφέρεται σε μια επιδημία ηθών, καθώς ο τύφος απλά πυροδοτεί τη δράση μέσα στο σπίτι του ήρωα Καραβοτσακισμένου. Κανένα από τα δρώντα πρόσωπα δεν νοσεί, καθώς η μολυσματική αρρώστια γίνεται ο καθρέφτης ώστε να δουν μέσα του διάφορες ατομικές τους επιθυμίες που θέλουν να πραγματοποιήσουν.
Μεταφερόμαστε από το άστυ των Αθηνών στην περιφέρεια, της οποίας τα δεινά προέρχονται από την πρωτεύουσα κυρίως με ευθύνη των πολιτευτών. «Μεγάλα δεινά, αφορία, πείνα, αρρώστια, όλα μαζί, ηκούοντο. Και ο φόβος τα έκαμνε μεγαλύτερα. Η δε αμαρτία έκαμνε μεγαλύτερον τον φόβον». Υποβλητικός, ατμοσφαιρικός, φοβικός ο λόγος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο διήγημα «Βαρδιάνος στα Σπόρκα». Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» από τις 14 Αυγούστου ώς τις 5 Σεπτεμβρίου του 1893.
Στη Σκιάθο έχει ενσκήψει χολέρα, η κεντρική ηρωίδα του διηγήματος, η γρια-Σκεύω ἡ Σαβουρόκοφα, προσπαθεί να νουθετήσει τους κακότροπους στην πλειονότητά τους νησιώτες, οι οποίοι τη χλευάζουν. «Εφρόνει ότι ήτο καιρὸς πλέον να έλθη μετάνοια. Αρκετὰ δεινὰ είχον έλθει εις τον κόσμον και περισσότερα ακόμη ηπείλουν να ενσκήψωσιν. Η αρρώστια δεν ήτο το ελάχιστον εξ αυτών. Και η αρρώστια ηπείλει ήδη πανταχόθεν να εισβάλη».
Η ηρωίδα μεταμφιέζεται σε άνδρα προκειμένου να μεταβεί εντός της καραντίνας. Η απόφασή της αυτή ενεργοποιείται τόσο από την αγάπη προς τον μοναχογιό της, γιατί η κόρη της είναι στέρφα και αχάριστη. Συνεπώς, αν χαθεί ο γιος της, αυτή θα παραμείνει μόνη και γριά χωρίς να έχει κάποιον στη ζωή της. Η απόφασή της κινητοποιεί τους νησιώτες και τις νησιώτισσες να βιώσουν έντονα συναισθήματα, συγκίνηση και θαυμασμό, αφού η γεμάτη αυτοθυσία πράξη της αγγίζει τα όρια του παραλόγου.

Ο κύκλος της λέπρας

Ως τώρα αναφερθήκαμε στο πώς περνούν στην ποίηση, στο θέατρο και στο διήγημα οι επιδημίες της πανώλης, της χολέρας και του τύφου. Τα τρία βιβλία τα οποία ακολουθούν εξετάζουν την ασθένεια της λέπρας. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962), ο Θέμος Κορνάρος (1906-1970) και ο Γουλιέλμος Α. Αμποτ (1906-2001) με έντονο καταγγελτικό τόνο αποπειρώνται να συνδέσουν τους χανσενικούς με συμπεριφορές ανήθικες, κυρίως σεξουαλικού χαρακτήρα. Αυτό είναι το στερεότυπο για αυτή την «καταραμένη» ασθενούσα κοινότητα, αλλά οι τρεις συγγραφείς, αν και το χρησιμοποιούν ως μοτίβο, στέκονται απέναντί του.
Χωρίς να ολοκληρώνεται η επιδημική αφήγηση στην καταγγελία, ωστόσο δεν απουσιάζει, καθώς πρόθεσή τους είναι να δείξουν ότι η κοινωνία υποκριτικά δεν παραδέχεται ότι κυρίως αυτή νοσεί ηθικά. Επομένως οι λεπροί είναι οι συμπολίτες των υγιών που έτυχε να νοσήσουν και αντί να αντιμετωπίζονται με όρους αλληλεγγύης, τους εξορίζουν εκτός κοινωνικού ιστού σε νησιωτική καραντίνα.
Η νουβέλα «Η άρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη πρωτοδημοσιεύτηκε το 1914 με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη, στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας. Η πλοκή ακολουθεί τα αντικρουόμενα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννούν στην ηρωίδα τόσο η αρρώστια και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί των λεπρών όσο και ο έρωτας που γνωρίζει στο πρόσωπο ενός δασκάλου. Η πρωταγωνίστρια, μια υπερήφανη κοπέλα, διχάζεται ανάμεσα στην απελπισία, στη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει σωτηρία και στη «χαρά του έρωτα» που συνάντησε αναπάντεχα στην «πολιτεία των λεπρών».
Σε αντίθεση, ο Θέμος Κορνάρος, με τη μαρτυρία του «Σπιναλόγκα: ad vitam» (1933), επικεντρώνεται κυρίως στην καταγγελία. Αναφέρει στον πρόλογο με τον τίτλο «Δυο λόγια πιο μπροστά»: «Αυτό το νοσοκομείο - τι ντροπή! Τι ανακριβολογία!! - είναι εργατικό. Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Οσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου αλλού, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή και... σεντόνι νοσοκομείου. Αυτοί που δουλέψανε σ' όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα, στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά, σε ένα κοπρόλακκο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα [...]».
Το τρίτο βιβλίο του κύκλου της λογοτεχνίας με θέμα τη λέπρα είναι το μυθιστόρημα «Γη και νερό» (1936) το οποίο υπογράφει ο Γ.Α. Αμποτ. Δεν έχει τον χαρακτήρα ημερολογίου, χρονικού και μαρτυρίας, όπως τα δύο προηγούμενα, αλλά προσπαθεί να πλάσει ένα αφηγηματικό περιβάλλον με τους όρους της μυθοπλασίας. Το κοινό χαρακτηριστικό των προσώπων είναι το γεγονός ότι παίζει όχι τόσο με τη νόσο όσο με το αμφιβόλου ηθικής παρελθόν τους προτού «εξοριστούν» στο νησί. Σ' αυτό, συναντάμε ακόμα μια γυναίκα η οποία επέλεξε με τη θέλησή της το λεπροκομείο και αφήνει να διαφανεί ότι η Σπιναλόγκα λειτουργεί γι' αυτήν ως τόπος αυτοεξορίας, γιατί ο πρότερος βίος της βρίσκεται υπό τη σκιά ενοχών.

Η επιδημία ως αλληγορία

Τα δύο τελευταία έργα είναι μυθιστορήματα που αν και διαχειρίζονται την επιδημία δεν θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην κυριολεκτικότητα της ιατρικής ορολογίας. Διαπερνώνται από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα από το παράλογο, καθώς πρόθεση του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002) στον «Λοιμό» (1972) και του Παύλου Μάτεσι (1933-2013) στο «Graffito» (2009) είναι να διαχειριστούν τις επιδημίες ως αλληγορίες.
Στον «Λοιμό» η βασική αναφορά στην επιδημία παραμένει στον τίτλο, ενώ στο «Graffito» ο «αστικός λοιμός» θυμίζει περισσότερο μία κατά Μάτεσι συντέλεια του κόσμου. Σ' αυτά τα κείμενα η κυριολεκτική διάσταση της επιδημίας έχει υποχωρήσει έναντι της μεταφορικής. Το κεντρικό θέμα τους είναι τα κακώς κείμενα των κοινωνιών τις οποίες περιγράφουν, οι οποίες διέπονται βαθιά από το στοιχείο του παραλόγου, με αποτέλεσμα οι λοιμοί που τις χτυπούν να έχουν κι αυτοί συμπτώματα πέραν της λογικής.
Οι κάτοικοι του νησιού στο έργο του Φραγκιά δεν έχουν ονόματα, έχουν μονάχα μια υποχρέωση: να υπακούουν τυφλά στις εντολές που τους δίνονται. Δεν έχουν ήθη, γιατί τα ήθη τους είναι η ηθική που τους επιβάλλεται από μια φωνή που κανείς δεν ξέρει από πού προέρχεται. Δεν έχουν ονόματα, γιατί είναι απλά ένα άβουλο πλήθος.
Σύμφωνα με τον κριτικό Δημήτρη Ραυτόπουλο, «ο πειραματικός λοιμός που απειλεί το στρατόπεδο δεν είναι η χολέρα, αλλά η λοιμική ψυχο-πνευματική παράκρουση που φτάνει στα όρια της εντομογονίας: άνθρωποι νιώθουν να μεταμορφώνονται σε έντομα. Συνεπώς, η λειτουργία του λοιμού είναι να απαλείφει τα ανθρώπινα γνωρίσματα από τα θύματά του».
Προφητικός ο Μάτεσις, καθώς στο «Graffito» του, η επιδημία είναι πανταχού παρούσα, λες και είχε ήδη προβλέψει από το 2009 τα σημερινά αλγεινά συμφραζόμενα στα οποία ζούμε! Ανθρωποι, ζώα, σπίτια, ακόμα και βιβλικά πλάσματα (!) νοσούν από τον «αστικό λοιμό», ο οποίος εκδηλώνεται σε κάθε έκφανση του ανθρώπινου πολιτισμού: «Και επειδή η ασθένεια ήταν μεταδοτική, ομάδα λειτουργών έκοψαν όλες τις συνδέσεις, τηλεφωνικές και τηλεοπτικές, καθώς και διαδίκτυο». Ο λοιμός συνδέεται άμεσα με την κατάσταση του σύγχρονου ατόμου και την ηθική που αυτό έχει διαμορφώσει: «[…]είχαν χτίσει κάστρα οι αρχαίοι δωσίλογοι. Αυτούς τους έπιασε λοιμός, αν και περίμεναν και τρίτον παγκόσμιο πόλεμο, και καινούργιο Αδόλφο, για να ξανά πλουτίσουν».
Η ασθένεια είναι παρούσα με ρεαλιστικά συμπτώματα, όπως απώλεια μελών, αιφνίδιο θάνατο, αλλά και με μη ρεαλιστικά στοιχεία, όπως κατάρρευση των κτιρίων, πτώση των χερουβείμ από τον ουρανό. Ομως, γυναικείες μορφές όπως είναι η θεία Φωτούλα και οι πιστές της ακόλουθες περιφέρονται στα περίχωρα της πόλης ληστεύοντας σούπερ μάρκετ και σπίτια, χωρίς να τις «χτυπάει» ο αστικός λοιμός, ακόμα και όταν εισέρχονται στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το ίδιο ισχύει και για την αδελφή Πάνσεμνη, η οποία, ενώ προσπαθεί να κολλήσει την ασθένεια προκειμένου να πεθάνει από τον λοιμό και να αναγορευτεί αγία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο λοιμός αυτός δεν την καταδέχεται».

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Γράφει ο Γιάννης Πανούσης, "Οδός Οφθαλμιατρείου" του Ε. Αυδίκου -Κριτική Βιβλίου, Vakxikon.gr



Δεν είμαι ειδικός για να παρουσιάσω ένα τόσο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, όπως Η ΟΔΟΣ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟΥ, με κεντρικό πρόσωπο [αλλά όχι ‘ήρωα’] τον ποιητή και πεζογράφο της νέας Αθηναϊκής Σχολής Κώστα Κρυστάλλη [1868-1894]. Έτσι θα επιχειρήσω μία προσέγγιση με το μάτι ενός απλού αναγνώστη.
1. Ο Κ. Κρυστάλλης ασχολήθηκε με λαογραφικό υλικό, ήθη, έθιμα, παραδόσεις καθώς και με τα δημοτικά τραγούδια, ενώ είχε χαρακτηρισθεί –από το πεζογραφικό του έργο- ως ‘’ποιητής του βουνού και της στάνης’’ .Έγραφε στη δημοτική γλώσσα, με απλότητα και λαϊκότητα. Κατά τον Αυδίκο ‘’ο Κ. Κρυστάλλης ήταν ο τραγουδιστής της νοσταλγίας των ελλήνων της περιφέρειας και ο Σταυραετός έγινε η ψυχή τους’’ [σελ.73].
2. Με καμβά τη μυθοπλασία της ζωής του Κρυστάλλη και του Κρύστ Σούλτις, ο Αυδίκος δημιουργεί ένα αλληγορικό, συμβολικό, ιστορικό, λαογραφικό, ίσως και εθνικό, ψηφιδωτό, στα όρια των παραβολών. Μικτές διηγήσεις, διαλογικές αφηγήσεις, με αλληλοδιαδοχή πρώτου και τρίτου προσώπου, εξιστόρηση παρελθόντων γεγονότων και καταστάσεων, με έντεχνη διαπλοκή ιστορικού,αφηγηματικού και ολίγον ‘μυθικού’ χρόνου. Εικόνες, συναισθήματα και ιδέες ανοίγουν ένα μυστικό επικοινωνιακό μονοπάτι, από το οποίο περνάνε όχι μόνο τα εξωτερικά συμβάντα αλλά και ο εσωτερικός κόσμος του ίδιου του συγγραφέα. Ο πολυτάραχος βίος των ηρώων του βιβλίου επιτρέπουν συνειρμούς που αναφέρονται στον παρόντα χρόνο, όπου οι προσωπικές αξίες και τα προσωπικά νοήματα προέχουν και δίνουν ηθικό περιεχόμενο στο κείμενο.
3. Μέσα από ένα είδος [φροϋδικής] μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης ή και μέσω μίας προβολικής ταύτισης, η ζωή του Κρυστάλλη και ο λόγος του Αυδίκου λειτουργούν ως κοινωνική συνείδηση. Το μυθιστόρημα μοιάζει σαν ένα μεγάλο ποτάμι, από το οποίο ξεκινούν και στο οποίο καταλήγουν μικροί παραπόταμοι. Η μεγάλη Ιστορία συναντάει τις μικρές ιστορίες των απλών ανθρώπων.
4. Είναι γνωστό ότι η Λογοτεχνία βοηθάει τον ιστορικό να συλλάβει το βαθύτερο νόημα των κοινωνικών στάσεων και, χωρίς να δημιουργεί δική της γεγονοτολογία, φωτίζει πρόσωπα κι ερμηνεύει πάθη. Το μυθοπλαστικό συγχωνεύεται και συνυπάρχει με το πραγματικό εάν κι εφόσον ο συγγραφέας μπορεί να προκαλέσει ‘μία δραματική ψευδαίσθηση’, προβάλλοντας την εσωτερική πάλη της ψυχής των[συχνά διπολικών] ηρώων και την τραγικότητα πολλών αποφάσεων ζωής ή θανάτου.
5. Η αφηγηματική τέχνη του Αυδίκου δεν εξαντλείται σε περιγραφές και συνδυασμούς γλωσσικών στοιχείων. Προχωράει και στη διατύπωση προσωπικών φιλοσοφικών θεωρήσεων [π.χ ‘’Οι εποχές μπερδεύονται. Το ίδιο και οι άνθρωποι’’ (σ.39)-‘’Το παρελθόν οι άνθρωποι άλλοτε το πυροβολούν κι άλλοτε το αποθεώνουν’’ (σ.44)-‘’Ο θρόνος της μνήμης είναι στο βασίλειο της κληρονομιάς των νεκρών’’ (σ.62}.
6. Επειδή η σχέση μας με το παρελθόν είναι συνήθως αμφίσημη: άλλοι το προσπερνούν αδιάφορα κι άλλοι το ‘εκμεταλλεύονται’, ο συγγραφέας Αυδίκος δανείζεται τη ζωή του Κρυστάλλη για να βγάλει στο φως τις αγωνίες της δικής μας γενιάς και μέσα από τη μουσικότητα και την καθαρότητα του λόγου του να θέσει τις προϋποθέσεις διάπλασης μιάς άλλης εθνικής και κοινωνικής συνείδησης του σημερινού Έλληνα.
Γι’ αυτό και όλοι οι ανησυχούντες για την κατάσταση της χώρας ενεργοί πολίτες οφείλουν να διαβούν την ΟΔΟ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟΥ του Ευάγγελου Αυδίκου.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

 

Ευάγγελος Αυδίκος: Να θωρακιστούμε με άλλα μοντέλα δράσης – Η κοινωνία να βγει κερδισμένη και αλληλέγγυα


Έντυπη Έκδοση




Πίσω από τον φόβο που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού, δεν παύει να υπάρχει η ελπίδα πως όλο αυτό που συμβαίνει, δύναται να αποτελέσει την απαρχή για την αλλαγή του τρόπου σκέψης στη σύγχρονη κοινωνία. Ο «εφιάλτης» του COVID-19 κάποτε θα περάσει. Το ζητούμενο είναι σε τι θα μετασχηματιστεί η συνθήκη που ζούμε τώρα.
Ο κ. Βαγγέλης Αυδίκος, ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μίλησε για τις επιπτώσεις της πανδημίας, ενώ παράλληλα επισήμανε την ανάγκη του να μπορέσει η κοινωνία να βγει κερδισμένη και αλληλέγγυα.
Διαχωρίζοντας από την αρχή της κουβέντας τα επακόλουθα της πανδημίας σε άμεσα και μακροπρόθεσμα, τόνισε: «Παρενέργειες, ούτως ή άλλως θα υπάρχουν. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι οι συνέπειες που είναι άμεσα ορατές, όπως η τρομοκράτηση, η αμφιβολία για το μέλλον και βεβαίως ο φόβος. Αυτό που έχει εμπεδωθεί σε όλους αυτή τη στιγμή είναι πως βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που δεν έχουμε κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό. Και όσο αυτό εξελίσσεται και τα θύματα αυξάνονται, έχοντας ανάμεσά τους και νέους ανθρώπους δίχως ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, τόσο περισσότερο εμφιλοχωρεί η ανησυχία. Έτσι ο φόβος γενικεύεται, γίνεται οριζόντιος.
Στην αρχή υπήρχε μία αλαζονική συμπεριφορά και αντίληψη, πως ο κορωνοϊός πλήττει μόνο τις μεγαλύτερες ηλικίες κι αυτό θα μπορούσε να εξελιχθεί σ’ έναν ηλικιακό ρατσισμό. Όμως, πλέον συνειδητοποιήσαμε άπαντες πως έχουμε να κάνουμε με έναν αντίπαλο, ο οποίος είναι απρόβλεπτος και παραμένει αδιερεύνητος, ενώ ταυτόχρονα αποδείχθηκε πως οι κοινωνίες δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένες. Ψυχολογικά είχαμε την αίσθηση ότι τρέχουμε σε μία ευθεία και πως η επόμενη ημέρα πάντοτε είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Αυτό αποδείχθηκε μία φενάκη. Όσο κι εάν εξελίσσεται η τεχνολογία, πάντοτε θα εμφανίζονται απρόβλεπτοι παράγοντες στο προσκήνιο».
Όταν ζητήθηκε να κάνει μία πρόβλεψη για το μέλλον, είπε: «Σήμερα οι περισσότεροι δεν σκέφτονται το μέλλον, δεν μπορούν να το διανοηθούν. Παραμένουμε υπό την επήρεια όσων συμβαίνουν, των οικονομικών δυσκολιών, του εγκλεισμού και της απομόνωσης, που δεν ξέρουμε και πόσο θα τραβήξουν. Όταν, όμως, βγούμε απ’ όλο αυτό κι ελπίζω να είναι σύντομα, τίποτα δεν θα είναι ίδιο την επόμενη ημέρα. Θα μιλάμε για άλλες κοινωνίες. Όποιοι κι εάν έχουν την ευθύνη γι’ αυτό, είτε είναι κοινωνικοί-επιστημονικοί φορείς, είτε οι κυβερνήσεις, θα πρέπει να κατανοήσουν πως θα χρειαστεί να επεξεργαστούν άλλα μοντέλα σκέψης και δράσης, για να μπορέσουμε να θωρακίσουμε την κοινωνία. Είμαι επιφυλακτικός, γιατί περιμένω να δω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά αυτό που θα μπορούσε να γίνει ως σκέψη, είναι να θελήσουμε να αλλάξουμε. Να θεραπεύσουμε τα μειονεκτήματα που έχουν οι διάφοροι δημόσιοι θεσμοί, αλλά να μην τους ισοπεδώσουμε». Ο κ. Αυδίκος θεωρεί δεδομένο ότι η πανδημία του κορωνοϊού θα επιφέρει αλλαγές στην κοινωνία: «Υπό κάποιες προϋποθέσεις, ναι. Βέβαια, μία κοινωνία δεν αλλάζει αυτόματα. Για να αποκτήσουμε άλλη νοοτροπία, χρειάζεται η κυβέρνηση, οι πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης, οι φορείς, να συμβάλλουν από κοινού. Το άτομο αλλάζει σε ένα περιβάλλον συλλογικό».
Όσο για το εάν ο Πρεβεζάνος ακαδημαϊκός διακρίνει ομοιότητες στα τωρινά γεγονότα, με πανδημίες που έπληξαν την ανθρωπότητα κατά το παρελθόν; «Εάν κάποιος θελήσει να δει τι συμβαίνει σήμερα, η Ιστορία και η Λογοτεχνία είναι καλοί τρόποι. Για παράδειγμα, ο Θουκυδίδης μας άφησε παρακαταθήκη για τον λοιμό που χτύπησε την αρχαία Αθήνα: Τις συμπεριφορές των ανθρώπων, την αντιμετώπιση απέναντι στους νεκρούς, την κατάπτωση των ηθών, την αδιαφορία, τον φόβο, τον τρόμο. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ, του μεγάλου Γάλλου διανοητή που με το βιβλίο του αυτό μας έδειξε πώς το ατομικό γίνεται γενικό και τελικά από υγειονομικό πρόβλημα μεταλλάσσεται σε κοινωνικό και πολιτισμικό. Αύριο-μεθαύριο μπορεί να εμφανιστεί ένας καινούριος ιός, πιο ισχυρός από τον COVID-19. Γι’ αυτό οι κοινωνίες οφείλουν να αναστοχαστούν πάνω σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων και να παρθούν δραστικές αποφάσεις. Δεν είμαστε οι θεοί του κόσμου, αλλά παραμένουμε αδύναμοι απέναντι σε πράγματα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε».


Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

International Conference "Taking part in art and culture" | Extended deadline



CALL FOR PAPERS - Extended deadline
International Conference "Taking part in art and culture. Practices, theories and policies in today's cultural mediation",
Marseille (France), October 22-24th 2020.
+++New deadline for submission: 31 March 2020+++
 
The international conference “Taking part in Art and Culture. Practices, Theories and Policies in today’s Cultural Mediation” is focusing on the issue of “participation” in the cultural field (see complete CFP below*). We will be looking into the ways in which it has evolved (notably since the 1970s) and in which it influences the role of cultural mediation today. 
 
The conference presentations will follow three main axes:
  1. The genealogy of participatory mediation practices (notably interrogating the role of cultural mediation in the educational turn in curatorial practices)
  2. Mediation and cultural rights (questioning the influence of the increasingly important topic of cultural rights on the conception, interpretation and reception of the collective cultural and artistic heritage)
  3. What teaching cultural mediation and training cultural mediators means or (could mean) today.
The purpose of this conference is to present an overview of these issues through the particular prism of the posture of mediators, a posture that may be characterised as paradoxical, notwithstanding its precarious status in the cultural field. Mediators are the depositaries of the link existing between the public and artistic or cultural offers, and their voice can never be captured as the voice of the public, the voice of artists, nor even as the voice of their employing structures. Their ceaseless engagement is therefore to struggle out of the confining roles that may result from this posture, because these roles give foundation to an order of things they precisely attempt to abolish. In this order of things, figures of exteriority are constructed within the walls of institutions, and embodied by members of the public who are labelled as unadapted to cultural spaces.
 
The conference will take place in Marseille (France), in Aix-Marseille University and at the Tiers QG of Manifesta 13, from October 22nd to October 24th 2020.
 
The abstracts and cover letters should be sent via email before March 31st 2020 to mediation.prendrepart@gmail.com
 
*Complete Call for Papers:

Taking Part in Art and Culture.
Practices, Theories and Policies
in today’s Cultural Mediation
International Conference
22-24 October 2020 | Marseille (France)
Deadline for submissions: 20 March 2020
 
Overview
The professionalisation of cultural mediation started forty years ago; the field has gradually turned more professional and the function of cultural mediators has generalised. Yet, cultural mediation is still deprived of a univocal definition (Bordeaux & Caillet, 2013). Cultural mediators thus carry out complex and polymorphous activities that are socially expected, and are “jointly required by institutions, by the supervising ministry and by different types of public” (Aubouin & Kletz, 2018: 12). Today, however, they are still suffering from a lack of recognition. It is generally admitted that cultural mediation has a role to play to “bridge the gap” between one or several sections of the general public and artistic propositions. Still, cultural mediators actually accomplish extremely diversified missions (from welcoming, communicating, guiding visits to liaising with the press) depending on the structures where they are employed and their human resource policies (Aubouin, Kletz & Lenay, 2010).
On top of that, a current evolution is spreading at the moment and is threatening these already shaky foundations. Indeed, “participation” has apparently been put at the heart of all stakeholders’ preoccupations and is expected to take place everywhere: in schools and in universities, in elections, and, of course, in museums, circuses, theatres and even in concert halls. One of the issues tackled by the conference will be to examine the twofold consequence of these developments on cultural mediators, but also to consider the more challenging issue of the role played by mediators in these developments. Examining this issue will also necessarily include questioning the definition of the notion of “participation”.
The question of the participation of “ordinary citizens” in artistic and cultural life is not new. In the French context, one of the landmarks of the issue’s evolution has been the New Museology project. Its objective is to desacralise museums so that they may be turned into instruments serving a more egalitarian society (see Desvallées, 1992). Two museologists, Georges-Henri Rivière and Hugues de Varine took active part in this movement and made their ambitions come true under the form of ecomuseums starting in the 1970s. These spaces abolish a distinction that had hitherto been characteristic of the museum institution: the distinction between spaces where knowledge and discourse on works of art are produced (by curators) on the one hand, and, on the other hand, spaces where these instances of knowledge are received (by the public). Therefore, the public no longer exists as such; we speak in terms of “inhabitants” or “populations” who are invited to take part in the construction of museums that tell their story/ies and that exhibit objects that these people have selected themselves (see Delarge, 2018). At the same period of time, performance art as well as street arts (“arts de la rue”) were enjoying unprecedented growth. They were inspired by the tradition of protest arts that ranged from dadaism to situationism and from agit-prop to happenings (see Chaudoir 2000, 2008; Goldberg, 1979 2011; Gonon, 2007; Harvie, 2013). They implement themselves according to clear objectives, namely to liberate and reappropriate these forms of art that are regarded as enclosed into theatres and stolen away by an elite. By transforming them and constructing them in public space, everyone is invited to take part so that the role of cultural mediators is shifting.
These ventures have gradually lost their momentum as they have been partly weakened by the growing dilution of their revolutionary character. Their posture was to question the relevance of hierarchical structures that preserved the existence of legitimate and illegitimate positions on art and culture; yet, they have apparently been replaced by injunctions to “participate” which are quite at odds with their original project. When theatre-goers are invited to take the stage to respond to actors, when museum visitors are urged to interact with museographic propositions, when cultural users are encouraged to use digital instruments or pursue their visits on line, many so-called “participative” initiatives may confine members of the public within the abstract figure of participants within “schemes they have not chosen, whose challenges develop beyond them and whose purposes they do not share” (Zask, 2011: 9; see also Le Marec, 1993).
However, recent developments have contributed to reviving debates on the genuine egalitarian participation of citizens in cultural life. In 2015, a new norm, hitherto lacking in French cultural policies and concerning cultural rights, was introduced in the French legislative arsenal (the NOTRe Act). It resulted from a long evolution that began at the international level in 1948 (and was notably marked by the Fribourg Declaration in 2007). Its declared objective is to valorise people’s potential contributions to cultural life, whatever their social origins and to emphasise their shared right to take part both as beneficiaries and creators (see Aubry & Blouët, 2019; Meyer-Bisch, 2008). These evolutions have strongly refocussed the debate on neighbouring issues about who currently takes part in the elaboration and/or interpretation of the collective artistic and cultural heritage, about who decides on reception norms (or determines the acceptable way of inhabiting cultural space), and about who is, deliberately or not, excluded from these operations. (Here, reference is made to recent controversial reactions to theatre plays – notably Exhibit B in 2014 or The Suppliants in 2019 – which are proof of the topicality of these issues. See Cervulle, 2017 and Hamidi-Kim, 2019).
The purpose of this conference is to present an overview of these issues through the particular prism of the posture of mediators, a posture that may be characterised as paradoxical, notwithstanding its precarious status in the cultural field. Mediators are the depositaries of the link existing between the public and artistic or cultural offers, and their voice can never be captured as the voice of the public, the voice of artists, nor even as the voice of their employing structures. Their ceaseless engagement is therefore to struggle out of the confining roles that may result from this posture, because these roles give foundation to an order of things they precisely attempt to abolish. In this order of things, figures of exteriority are constructed within the walls of institutions, and embodied by members of the public who are labelled as unadapted to cultural spaces.
Conference presentations will follow three main axes:
 
1. The genealogy of practices in participative mediation:
When cultural institutions (theoretically) become public spaces
This first axis will focus on the genealogy of practices in participative mediation. It will also revisit the genealogy of the notions of “public spaces” and of “participation” as they were initially envisaged within cultural projects that were developed from the 1970s, both in France and abroad. Subjects will include the key stages of this evolution such as the emergence of participative museology, of artistic performance or of digital technologies in cultural institutions. The issue of cultural mediation will be tackled through two interdependent prisms: (1) analysing the consequences of the advent of participation on the definition of mediators’ missions; (2) the role of these cultural actors in this evolution. Notably, proposals will examine the influence of cultural mediation in the educational turn in curatorial practices (see Jaschke & Sternfeld (ed.), 2012; Mörsch, 2011; Rogoff, 2008).
2. Mediation and cultural rights:
What is the influence of the cultural rights issue on the design, interpretation and reception of collective cultural and artistic heritage?
Within the second axis of the conference, participants will ponder over the influence, in the field of cultural mediation, of the growing centrality of cultural rights on discussions concerning culture. The issue will be tackled in an intercultural perspective, both through the French case which is developing in a specific historical context and is currently crystallising in numerous, and often controversial, debates (see the above-cited theatrical squabbles), and through several foreign cases – which are notably morphing into debates about a potential “semantic rearmament” (El Hadji Sy quoted in Deliss, 2017) of ethnographic objects within museographic projects, which have been criticised in their turn. Subjects will include questioning the role of mediators, starting from analysing the mechanisms that contribute to the distribution of participation in (or exclusion from) the elaboration, interpretation and reception of the collective cultural and artistic heritage (see Lynch, 2011, 2016; Mörsch, Sachs & Sieber (ed.), 2016).
3. Teaching cultural mediation today:
What is the place of discussion about the current challenges of cultural mediation in the training of mediators?
The purpose of the conference’s third structuring axis is to question the way the afore-mentioned issues are – or could be – introduced and discussed in mediators’ university and professional training. The issue of cultural mediation training is central in the evolutions we are studying; yet, it is rarely taken into account in academic and professional fields. Indeed, these are mostly concerned with the impact of mediators’ work and on its measurable effects. Focusing on cultural mediation training in academic and institutional fields (private and public), as this conference proposes to do, will introduce a comparative dimension (at the international level) which is crucial to understand today’s challenges of theory and practice in cultural mediation. In that respect, interest may focus on curricula which are not exclusively devoted to cultural mediation, but which have integrated it over the last few years (in fairly open ways, as is the case for “cultural professions”, intercultural mediation, translation, etc.). Examples include curricula devoted to foreign cultural areas. These are pedagogical evolutions which are both pragmatic and strategic, considering that no real dialogue is actually taking place between these training programmes and programmes which are specifically dedicated to cultural mediation.
  • *Submission Guideline*
  • Communications during the conference will be of different types:
  • - Classic papers, limited to 20 minutes
  • - Short papers, limited to 10 minutes
  • - Workshops (presentation of experiences and/or practices in interaction with the public – only a very limited number of workshops can be programmed)
  • Submissions can be written in English or in French, in Word or PDF. We solicit abstracts of maximum 3000 characters (spaces included) that should clearly present the chosen format among the three formats proposed (classic presentation, short presentation, workshop). The classic and the short presentations should indicate the methodological approach/procedure and should include a bibliography. All submissions should include a title and five keywords and indicate in which of the three conference axes they fit. Submissions should be suitable for anonymous review, and the separate cover letter should include the abstract title, author(s) name(s), institution, and a short bio (at most 150 words).
The abstract and cover letter should be sent via email to mediation.prendrepart@gmail.com
  • Submission deadline: March 31st, 2020
  • Notification of decision: End of April, 2020
***
References :
Aubouin N. et Kletz F., « Ombres et lumières sur la médiation. Une activité en quête de profession », in L’Observatoire, nº51, 2018, p. 12 à 15.
Aubry A. et Blouët C., « Les droits culturels, leviers du pouvoir d’agir », in Revue Projet, nº372, 2019/5, p. 61-66.
Bordeaux M-C et Caillet E., « La médiation culturelle : Pratiques et enjeux théoriques », in Cultures et Musées, Hors Série, 2013, p. 139-163.
Caillet E., A l’approche du musée, la médiation culturelle, Lyon, Presses Universitaires de Lyon, 1995.
Cervulle M., « Exposer le racisme : Exhibit B et le public oppositionnel », Études de communication, n° 48, 2017, p. 37-54.
Chaudoir P., « Art public, arts de la rue, art urbain », in Etudes théâtrales, nº41-42, 2008, p. 183-191.
Chaudoir P., Discours et figures de l’espace public à travers les arts de la rue : la ville en scènes, Paris, L’Harmattan, 2000.
Coëllier S. (dir), La performance, encore, Aix-en-Provence, Presses Universitaires de Provence, 2016.
Dehail J. et Le Marec J., « Habiter la bibliothèque. Pratiques d’études, entretien d’un milieu », in Communication et langages, 2018/1, nº195, p. 7-22.
Dehail J., « Repenser les enquêtes de publics, changer le musée. Le cas du musée d’instruments de musique du point de vue de ses visiteurs », in Le Marec J., Mazcek E., Musée et recherche – expérimenter et coopérer, dialogue sur le sens de l’innovation, Dijon, OCIM, 2015.
Delarge A., assisté de Roussel I., Le musée participatif. L’ambition des écomusées, Paris, La Documentation française, Coll. « Musées-Monde », 2018.
Desvallées A. (Dir.), Vagues, Une anthologie de la Nouvelle muséologie, Mâcon, Ed. W. et M.N.E.S., 2 volumes, 1992 et 1994.
De Varine H., L’initiative Communautaire, Recherche et Expérimentation, Mâcon, Editions W, MNES, 1991.
Goldberg R., Performance Art. From Futurism to the Present, London, Thames & Hudson, 2011 1979.
Gonon A., Ethnographie du spectateur : le théâtre de rue, un dispositif communicationnel analyseur des formes et récits de la réception, Thèse de doctorat en Sciences de l’information et de la communication, Université de Dijon, 2007.
La muséologie selon Georges-Henri Rivière, ouvrage collectif, Paris, Dunod, 1989.
Hamidi-Kim B., « Communauté, agora, espace public : des tensions du projet démocratique du théâtre public considérées à partir de Rousseau, Habermas, Fraser et Nancy », in Eliane Beaufils et Alix de Morant (dir.), Développement de l’être-ensemble dans les arts performatifs contemporains, Deuxième époque, 2018, p. 90-113.
Hamidi-Kim B., Pour une liberté de création partagée par tous, AOC, revue électronique, 03 mai 2019.
Harvie J., Fair Play: Art, Performance and Neoliberalism, London, Palgrave Macmillan, 2013.
Le Marec J., Publics et Musées. La confiance éprouvée, Paris, L’Harmattan, 2007.
Le Marec J., « L’interactivité : rencontre entre visiteurs et concepteurs », in Publics et Musées, Vol. 3, no1, 1993, p. 91-109.
Lynch B., « Whose cake is it anyway ? A Collaborative Investigation into Engagement and Participation in 12 Museums and Galleries in the UK », Rapport final, Londres, Paul Hamlyn Foundation, 2011.
Lynch B., « ‘Good for you, but I don’t care !’ : critical museum pedagogy in educational and curatorial practice », in Mörsch C., Sachs A., Sieber T (dir.), Contemporary and Museum Education, Bielefeld, Transcript Verlag, 2016, p. 255-268.
Mareuge A., « ‘Intermediality is no longer needed’ (Dick Higgins, 1981). Origine et devenir d’un concept », in Patricia Viallet (sous la dir. de), Formes et (en)jeux de l’intermédialité dans l’espace européen, Berlin, Königshausen & Neumann, 2020.
Meyer-Bisch, « Analyse des discriminations multiples sous l’angle des droits culturels : qu’est-ce qu’une valorisation ? », in Les cahiers de la LCD, Hors série nº1, Hors série nº1, 2018, p. 24-37.
Mörsch C., « Alliances for Unlearning : On Gallery Education and Institutions of Critique », in Afterall Journal, nº26, 2011.
Mörsch C., Sachs A., Sieber T (dir.), Contemporary and Museum Education, Bielefeld, Transcript Verlag, 2016.
Navarro N. et Renaud L., « La médiation numérique au musée en procès », in Revue française des sciences de l’information et de la communication, nº16, 2019.
Rogoff I., « Turning », e-flux journal, Journal nº0, Volume 11, [En ligne] consulté le 25.11.2019 http://www.e-flux.com/journal/turning/
Sandri E., « Le repositionnement du métier de médiateur au musée face aux enjeux de la culture numérique », in Revue Études de Communication, n°46, 2016, p. 71-86.
Suzanne G., « L’espace du musée », in Denis Chevalier (sous la dir. de), La métamorphose des musées de société, Paris, La Documentation Française, 2013.
Urrutiaguer D., Ciosi L., Suzanne G., « La diversification de l’offre des établissements
culturels patrimoniaux par le spectacle vivant dans les Métropoles du Grand Paris et d’Aix-Marseille-Provence », in Yann Nicolas (sous la dir. de), Modèles économiques des musées et des bibliothèques, Paris, La Documentation française, 2017.
Urrutaguier D., Ciosi L., Suzanne G., Butel Y., La nouvelle économie des institutions culturelles : bibliothèques et musées, Paris, Ministère de la culture et de la communication/Deps, 2016.
Zask J., Participer. Essai sur les formes démocratiques de la participation, Editions Le Bord de l’eau, 2011.
 
***
 
Locations of the conference:
  • Aix-Marseille Université – Espace « Turbulence », Campus Saint-Charles, 3, place Victor Hugo, 13003 Marseille
  • Tiers QG de Manifesta 13 – 57 place Bernard Dubois, 13001 Marseille
 
Comité d’organisation/Organizing Committee:
  • Judith Dehail, Aix-Marseille Université, LESA
  • Agathe Mareuge, Sorbonne Université, REIGENN
  • Joana Monbaron, Education & Learning Coordinator, Manifesta 13
Comité scientifique/Scientific Advisory Board:
  • Isabelle Brianso (Avignon Université, Centre Norbert Elias)
  • Maxime Cervulle (Université Paris 8, CEMTI)
  • Bérénice Hamidi-Kim (Université Lyon 2, Passages XX-XXI/IUF)
  • Julius Heinicke (Stiftung Universität Hildesheim)
  • Yana Klichuk (Manifesta)
  • Joëlle Le Marec (Sorbonne Université, GRIPIC/CELSA)
  • Birgit Mandel (Stiftung Universität Hildesheim)
  • Lise Renaud (Avignon Université, Centre Norbert Elias)
  • Gilles Suzanne (Aix-Marseille Université, LESA)
  • Antoinette Tidjani Alou (Université Abdou Moumouni, Niamey)