Σελίδες

3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Ηπείρου 3rd WEST SIDE MOUNTAINS DOC FEST 5 - 18 Αυγούστου 2020


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Ηπείρου ή όπως έγινε γνωστό WEST SIDE MOUNTAINS DOC FEST ξεκίνησε το 2018 στο Δήμο Καραϊσκάκη της Ορεινής Άρτας. Η βασική σκέψη και πρόθεση όσων ασχοληθήκαμε με την ίδρυση του Φεστιβάλ ήταν η δημιουργία ενός σημαντικού πολιτιστικού γεγονότος, σε μία από τις φτωχότερες και πλέον δυσπρόσιτες περιοχές της Ευρώπης. Μια περιοχή απίστευτης φυσικής ομορφιάς που ξεκινά από τα Άγραφα και την κοιλάδα του Αχελώου και φτάνει σχεδόν μέχρι την Άρτα.

Το φεστιβάλ πέτυχε απόλυτα τους στόχους του και ήδη βρισκόμαστε στην παραμονή της έναρξης της τρίτης του περιόδου. Το τρίτο, λοιπόν, WEST SIDE MOUNTAINS DOC FEST, που φέτος μεγάλωσε και απλώθηκε σε όλη σχεδόν την Ήπειρο, θα πραγματοποιηθεί από τις 5 μέχρι και τις 18 Αυγούστου. Η επέκταση αυτή του φεστιβάλ έγινε πραγματικότητα με τη συμμετοχή των Δήμων Κεντρικών Τζουμέρκων, Βορείων Τζουμέρκων, Πωγωνίου, Πρεβέζης ,Άρτας , φυσικά του Δήμου Καραϊσκάκη, της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, πολλών συλλόγων, Αδελφοτήτων, τοπικών Ομοσπονδιών, του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, αλλά και της εκπροσώπου της Ηπειρωτικής Κοινότητας στην Αθήνα Πανηπειρωτικής Σ.Ε.

Με σκληρή δουλειά και ελάχιστους πόρους καταφέραμε το φεστιβάλ να αγαπηθεί από τον κόσμο και να τείνει να καθιερωθεί ως ένα διεθνούς κύρους φεστιβάλ, που πραγματοποιείται μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Καταφέραμε να ενισχύσουμε την άποψη, ότι υπάρχουν και άλλες γωνιές της Ελλάδας, που θα μπορούσαν να γνωρίσουν την κουλτούρα του κινηματογράφου και ειδικά των ταινιών τεκμηρίωσης, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποστασιοποίηση από επιρροές, που έχουμε συνειρμικά συνηθίσει.

Καταφέραμε να αποδείξουμε ότι με αφορμή το φεστιβάλ αυτό μπορούν να δημιουργηθούν ευκαιρίες ανάπτυξης θεσμών πολιτισμού, καθώς και εναλλακτικού τουρισμού στον τόπο μας, που έχει την ανάγκη να κάνει ένα βήμα μπροστά και να απεγκλωβιστεί από το υποβαθμισμένο πολιτιστικό “status”, που τον κατατρέχει και τον κρατά συχνά όμηρο της κακογουστιάς και της εμπορευματοποίησης των πάντων.

 

ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Οι εκδηλώσεις του Φεστιβάλ ξεκινούν στις 5 Αυγούστου στις 18:00 με την προφεστιβαλική ημερίδα με θέμα "Ο Διαχρονικός Πολιτισμός στην Ήπειρο". Μια συνεργασία της ΑΜΚΕ Πολιτισμού “Canto Mediterraneo” και της Αδελφότητας Πηγιωτών Άρτας.

Συμμετέχουν έγκριτοι Πανεπιστημιακοί, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, λογοτέχνες, καλλιτέχνες από τον χώρο των Εικαστικών τεχνών, της Μουσικής, του κινηματογράφου, του Θεάτρου κλπ. Οι αρχές του τόπου, οι σύλλογοι κάθε βαθμού, αλλά και οι απλοί πολίτες είναι καλεσμένοι στην εκδήλωση. Έτσι για να... μετρηθούμε και να καταθέσουμε τις απόψεις μας.

ΦΕΣΤΙΒΑΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ 2020

06 Αυγούστου: Έναρξη Φεστιβάλ & προβολές στις Πηγές Άρτας, Δήμος Γ. Καραϊσκάκη

07 Αυγούστου: Σκουληκαριά Άρτας, Δήμος Γ. Καραϊσκάκη.

08 Αυγούστου: Βουργαρέλι, Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων.

09 Αυγούστου: Καταρράκτης, Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων.

10 Αυγούστου: Κάτω Ραβένια, Δήμος Πωγωνίου.

11 Αυγούστου: Πράμαντα, Δήμος Βορείων Τζουμέρκων.

12 Αυγούστου: Βοτανικός Κήπος Πρέβεζα, Δήμος Πρέβεζας.

13 Αυγούστου: Τελετή λήξης στον ιστορικό Cine Ορφέα της Άρτας, Δήμος Αρταίων.

ΜΕΤΑΦΕΣΤΙΒΑΛΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

16 Αυγούστου: προβολές στην Πωγωνιανή, Δήμος Πωγωνίου.

17 Αυγούστου: προβολές στο Ελληνικό, Δήμος Βορείων Τζουμέρκων.

 

Ακολουθείστε το link για το τρέιλερ του Φεστιβάλ: https://youtu.be/WRyKHXayTbE

 

·         ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ 20:30

·         Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

·         ΘΑ ΤΗΡΗΘΟΥΝ ΑΥΣΤΗΡA ΤΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚA ΠΡΩΤOΚΟΛΛΑ

 

ΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ

Για τα υγειονομικά μέτρα, για το πως φτάνουμε στους χώρους προβολής, για θέματα διαμονής και άλλα ομοειδή θέματα, απευθυνθείτε στους κατά τόπους Δήμους.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Canto Mediterraneo AMKE τηλ: +30 695 5638 775, e-mail: cantomed@gmail.com και στην ιστοσελίδα www.cantomed.eu

 

Eυχαριστούμε για την προβολή του Φεστιβάλ μας και ελπίζουμε να σας δούμε τις προβολές μας.

Για οποιοδήποτε άλλο θέμα επικοινωνήστε μαζί μας.

 

Με εκτίμηση

Νίκος  Παπακώστας

Διευθυντής του Φεστιβάλ.

+30 695 5638 775


Julia Tiemann-Kollipost, 101 Middle Eastern Tales and Their Impact on Western Oral Tradition



101 Middle Eastern Tales and Their Impact on Western Oral Tradition
Ulrich Marzolph

- new publication -

Against the methodological backdrop of historical and comparative folk narrative research, 101 Middle Eastern Tales and Their Impact on Western Oral Tradition surveys the history, dissemination, and characteristics of over one hundred narratives transmitted to Western tradition from or by the Middle Eastern Muslim literatures (i.e., authored written works in Arabic, Persian, and Ottoman Turkish). For a tale to be included, Ulrich Marzolph considered two criteria: that the tale originates from or at least was transmitted by a Middle Eastern source, and that it was recorded from a Western narrator’s oral performance in the course of the nineteenth or twentieth century. The rationale behind these restrictive definitions is predicated on Marzolph’s main concern with the long-lasting effect that some of the "Oriental" narratives exercised in Western popular tradition—those tales that have withstood the test of time.

Marzolph focuses on the originally "Oriental" tales that became part and parcel of modern Western oral tradition. Since antiquity, the "Orient" constitutes the quintessential Other vis-à-vis the European cultures. While delineation against this Other served to define and reassure the Self, the "Orient" also constituted a constant source of fascination, attraction, and inspiration. Through oral retellings, numerous tales from Muslim tradition became an integral part of European oral and written tradition in the form of learned treatises, medieval sermons, late medieval fabliaux, early modern chapbooks, contemporary magazines, and more. In present times, when national narcissisms often acquire the status of strongholds delineating the Us against the Other, it is imperative to distinguish, document, visualize, and discuss the extent to which the West is not only indebted to the Muslim world but also shares common features with Muslim narrative tradition. 101 Middle Eastern Tales and Their Impact on Western Oral Tradition is an important contribution to this debate and a vital work for scholars, students, and readers of folklore and fairy tales.

 

Subjects: Cultural Studies, Fairy-Tale Studies, Folklore, Literary Criticism and Theory, Medieval History and Literature

Series: Series in Fairy-Tale Studies

Published by: Wayne State University Press

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Αθηναϊκά, ΜΙΕΤ



Οτόμος συγκεντρώνει όλα τα αθηναϊκά κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), διηγήματα και χρονογραφήματα, άλλα δημοσιευμένα όσο ζούσε και άλλα μετά το θάνατό του, βασισμένα στη φιλολογική έκδοση των Απάντων του που φρόντισε ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Εξαίρεση αποτελεί το διήγημα «[Ο αυτοκτόνος]», που δημοσιεύεται εδώ σύμφωνα με τη νέα εκδοτική πρόταση της Λαμπρινής Τριανταφυλλοπούλου (σε τρία «σχεδιάσματα»), η οποία βασίστηκε σε νέα ανάγνωση του παπαδιαμαντικού χειρογράφου.

Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει την πόλη όπου έζησε «υπέρ το ήμισυ της ζωής», και κυρίως την περιοχή του Ψυρρή και τα πέριξ της ­­­– μια πόλη «πολυάνθρωπη και αντιφατική, πνευματικά άκεντρη, μια πόλη των κοινωνικών αποκλεισμών, της φτώχειας, της κυριαρχίας του χρήματος» (Εισαγωγή, σ. xlix). Σκιαγραφεί τις συνθήκες ζωής, τη φτωχολογιά, τους εσωτερικούς μετανάστες – εντέλει τους διάφορους ανθρώπινους τύπους, θρησκευτικούς και μη: τον «διδάχο», τον «κοσμολαΐτη», το «αειπλάνητο», τον γέρο ναυτικό, τον ερωτύλο ξελογιαστή ξένων γυναικών, τις ευλαβείς ενορίτισσες, την Πολίτισσα ζωντοχήρα, τη χολεριασμένη, τη σπιτονοικοκυρά. Όλοι τους ζουν σε ενοικιαζόμενα χαμόγεια δωμάτια, συνήθως γύρω από μια αυλή, όλοι τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, θα συναντηθούν κάποια στιγμή στο ταβερνομπακάλικο της γειτονιάς.

Για την καλύτερη κατανόηση των παπαδιαμαντικών κειμένων, η έκδοση συνοδεύεται από Πίνακα με τις πηγές των εκκλησιαστικών και άλλων χωρίων που παρατίθενται από τον συγγραφέα, καθώς και από εκτενές Γλωσσάρι, που συντάχθηκε ειδικά για τις ανάγκες της χρηστικής αυτής έκδοσης και περιλαμβάνει, εκτός από τις ιδιωματικές λέξεις, και τις λέξεις της λόγιας αλλά και της δημώδους παράδοσης.


Μαρία Σπανού, Η ακμή του αργαλειού στη νεότερη Ελλάδα, Εφ.Θεσσαλία, 26 Ιουλίου 2029


Η ακμή του αργαλειού στη νεότερη Ελλάδα

Έντυπη Έκδοση

Της Μαρίας Σπανού
Στην Ελλάδα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που στις κοινότητες του εσωτερικού και του εξωτερικού ακμάζουν το εμπόριο, η αγροτική οικονομία, η βιοτεχνία και η ναυτιλία, ανθεί και η λαϊκή τέχνη σε πολλούς τομείς (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, αργυροχρυσοχοΐα, μεταλλοτεχνία, κεραμική, παραδοσιακές φορεσιές, κεντητική και υφαντική).
Τα υφαντικά έργα, αυθόρμητες δημιουργίες των ανθρώπινων χεριών, νυχθημερόν ανταποκρίνονται στο αίτημα της ένδυσης και του σπιτιού. Για δυο περίπου αιώνες, η ανθρώπινη καλαισθησία και δεξιοτεχνία πλουτίζει τη ζωή των ανθρώπων, προσφέροντας χαρά και ζωντάνια στην καθημερινότητά τους. Με την εκβιομηχάνιση, τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού παραμένουν εντονότερα στους αγροτικούς ή ημιαστικούς πληθυσμούς, όπου οι αλλαγές εισχωρούν με καθυστέρηση απ’ ό,τι στα αστικά κέντρα. Έτσι, ο αργαλειός διατηρήθηκε ως η σημαντικότερη μηχανή για την οικιακή οικονομία σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, έως τη δεκαετία του 1970. Στο μεταξύ, στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα, όπου η γενική τάση ήταν εκσυγχρονισμός και ανανέωση, είχαν ιδρυθεί θεσμοί με στόχο τη διατήρηση του λαϊκού αυτού πολιτισμού, όπως το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας (1882) με έμφαση στην ενδυματολογία και το πρώτο Λαογραφικό Μουσείο στην Ελλάδα (1918) με πρωτοβουλία του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη και του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη. Μεταξύ άλλων, ιδρύεται ο θεσμός του Λυκείου των Ελληνίδων (1911), το Μουσείο Μπενάκη (1930), το Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων (1918) – αργότερα «Εθνικόν Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών», που το 1959 ονομάζεται «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης», με πρώτη διευθύντρια την Πόπη Ζώρα. Στη συνέχεια, ιδρύονται και άλλα ιδρύματα, λαογραφικά μουσεία και συλλογές, που στις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκαν κατακόρυφα.
Στη λαϊκή τέχνη η υφαντική κατέχει περίοπτο θέση. Στην τέχνη του αργαλειού, όπως και στο κέντημα κυριαρχεί η φυσιοκρατική και αφηγηματική αντίληψη. Ο διάκοσμος ακολουθείται στα κάθε είδους μάλλινα χρηστικά και διακοσμητικά υφαντά (χράμια, κιλίμια, πατανίες, καρπέτες, βελέντζες, ανδρομίδες, καραμελωτά μάλλινα κλινοσκεπάσματα, ενδυμασίες, διακοσμητικά είδη κ.ά.). Στις φυτικές παραστάσεις κυριαρχούν ταινίες από τουλίπες, υάκινθοι, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα. Συνήθεις είναι οι συνθέσεις ανατολίζουσας παράδοσης σε συνδυασμό με ελληνικά σύμβολα από τις θρησκευτικές δοξασίες του ελληνικού λαού, όπως ο σταυρός, οι γοργόνες, το ανθρωποκέφαλο πουλί, ο δικέφαλος αετός κ.λπ. Επίσης, ιστορημένες σκηνές, αφηγηματικές παραστάσεις γάμου, σκηνές ευφρόσυνες, ανάμεσα από φυτικά ή ζωικά μοτίβα, αποτελούν πρωτότυπες διακοσμητικές συνθέσεις στα μαξιλάρια, τα τζακόπανα, τους κρεβατόγυρους, τα τραπεζομάντηλα, τους καναπεδόγυρους, τα κασελοσκεπάσματα, τις ποδιές και τις πάντες. Αρκετά συχνά εικονίζονται και ήρωες από τους αγώνες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ή του Βυζαντίου, άνθρωποι των θρύλων, άγιοι προστάτες, η βασιλική οικογένεια, η Ακρόπολη και πολύ συχνά η Αγια Σοφιά.
Αντίθετα, τα μάλλινα και βαμβακερά σκεπάσματα (χράμια, καρπέτες, μπατανίες, σεντόνια) κοσμούνται με επαναλαμβανόμενες αυστηρές ταινίες. Μεγάλες διαφορές εντοπίζονται στις νησιωτικές και τις ορεινές περιοχές με σαφή γνωρίσματα της γεωγραφικής ιδιομορφίας και της ιδιαιτερότητας των υλών. Χαρακτηριστικό αυτής της ποικιλομορφίας είναι η υφαντική της Θεσσαλίας, που την ίδια περίοδο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα. Τον χρωματικό κόσμο των θεσσαλικών υφαντών περιγράφει με ποιητική διάθεση, αλλά και στοχασμό, ο Κίτσος Μακρής. «Όπως αντικρύζεις από τα κορφοβούνια των θεσσαλικών βουνών τον καρπερό κάμπο της Θεσσαλίας, σου φαίνεται πως είναι στρωμένος μ’ ένα απέραντο υφαντό κιλίμι πάνω στο οποίο η Φύση κι ο Άνθρωπος ύφαναν λογής-λογής ξόμπλια. Χωράφια και μποστάνια, ποτάμια και ξεροτοπιές, σχηματίζουν γοητευτικούς χρωματικούς και σχεδιαστικούς συνδυασμούς, που καταλήγουν στα θυσανωτά κρόσσια των βουνοκορφών και των αιγαιοπελαγίτικων ακτών. Κι όταν περπατήσεις τον χώρο τούτο βλέπεις, πως όλη η κοινωνική και οικογενειακή ζωή των ανθρώπων του, είναι τυλιγμένη στη ζεστασιά του σπιτικού υφαντού. Στη γέννηση και στον θάνατο, στον γάμο και στο πανηγύρι, στη δουλειά και στην ξεκούραση, κάποιο υφαντό θα προσφέρει τη ζεστή μαλακότητα και το χρωματικό του χαμόγελο» (Μακρής Κ., Τα υφαντά της Θεσσαλίας, ΕΟΕΧ, Αθήνα 1961).
Σήμερα η υφαντική
Έως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η τέχνη του αργαλειού διδασκόταν από γενιά σε γενιά. Οι κοπέλες μάθαιναν την τέχνη του αργαλειού από τις παλιότερες. Οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι επέβαλαν αυτήν την «υποχρεωτική» εκπαίδευση, που εξυπηρετούσε και τις ανάγκες κοινωνικοποίησης των γυναικών. H δημοτική μας ποίηση αφιέρωσε πολλούς στίχους στην τέχνη του αργαλειού. Στις πρώτες δεκαετίες του β’ μισού του 20ού αιώνα, μετά την υποχώρηση της οικιακής οικοτεχνίας, η υφαντική μαραζώνει. Αναπτύσσεται η κλωστοϋφαντουργία που μαζί με την ταπητουργία και τη μεταξουργία αποτελούν έναν από τους παραδοσιακούς κλάδους της παραγωγικής οικονομίας της χώρας μας. Όμως το περιβάλλον δεν ήταν και ιδιαίτερα ευνοϊκό για την παραγωγική συνέχεια.
Οι μόνοι δημόσιοι υποστηρικτικοί οργανισμοί που μέσω της εκπαίδευσης συνέχισαν να παρέχουν δυνατότητες συνέχισης αυτής της τέχνης ήταν ο ΕΟΠ και ο ΕΟΜΜΕΧ. Στον ΕΟΠ μεταξύ των προνοιακών δομών που διατηρήθηκαν για παραπάνω από 40 χρόνια, σε 20 νομούς της χώρας λειτούργησαν Σχολές Ταπητουργίας και Κιλιμοποιίας, ως εκπαιδευτικές και παραγωγικές μονάδες. Ο ΕΟΜΜΕΧ επίσης, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την παράδοση της ταπητουργικής τέχνης, διατήρησε σε ακριτικές, ορεινές και νησιώτικες περιοχές της χώρας ταπητουργικά εργαστήρια με 300 περίπου υφάντριες, σχολές που έκλεισαν προ πολλού. Μεγάλο μέρος από τις αγρότισσες υφάντριες έμειναν άνεργες. Οι αργαλειοί απέμειναν ως εκθέματα λαογραφικών συλλογών και απομεινάρια του παρελθόντος.
Σήμερα η εκπαίδευση της υφαντικής στον τόπο μας φθίνει. Υπάρχουν βέβαια αξιόλογες ιδιωτικές πρωτοβουλίες, αλλά δεν φθάνουν. Πρέπει να υπάρξει η πολιτική. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εξειδικευμένο πανεπιστημιακό τμήμα ΑΕΙ. Για να σπουδάσει κάποιος υφαντική πρέπει να πάει στο εξωτερικό. Η μόνη σχετική με την υφαντική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι το Τμήμα Κλωστοϋφαντουργών Μηχανικών Τ.Ε. Πειραιά και το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης-Παράρτημα Κιλκίς «Τμήμα Σχεδιασμού & Παραγωγής Ενδυμάτων». Ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί η ίδρυση μιας πανεπιστημιακής σχολής με τμήματα υφαντικής και συγγενικών με αυτή πεδία. Η ελληνική υφαντική είναι κομμάτι της εθνικής μας κληρονομιάς και μπορεί – και πρέπει – να αποτελέσει για τους νέους μελετητές – σχεδιαστές του υφάσματος μια ουσιαστική πηγή έμπνευσης, για σύγχρονες πρωτοποριακές δημιουργίες σχεδιασμού.
Σήμερα είναι αδιαμφισβήτητο ότι η μυστηριακή έλξη της υφαντικής σε χειροποίητους αργαλειούς εξακολουθεί ν’ αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού από μεγάλο αριθμό ευαισθητοποιημένων πολιτών, ανά την υφήλιο. Στην Ελλάδα, όσο υπάρχει ακόμη η αγάπη προς τη διαχρονική αυτή τέχνη, το ενδιαφέρον των ανθρώπων διατηρείται ζωντανό.
Η από δωδεκαετίας αναβίωση του εργαστηριού των αργαλειών, που είχαν την αφετηρία τους το 1948, μαζί με τις άλλες παραδοσιακές τέχνες που διδάσκονται στο Λύκειον των Ελληνίδων Βόλου (κέντημα, πλεκτική, ραπτική) από την ίδρυσή του, εντάσσεται στην τάση αυτή. Είναι αλήθεια ότι οι συγκυρίες δυσκολεύουν τη λειτουργία τέτοιων δομών. Παρόλα αυτά το Λ.Ε.Β. με τις ελάχιστες δυνάμεις του αντιστέκεται, επιμένοντας στη διατήρησή τους. Έτσι, στην καρδιά της πόλης (Δον Δαλεζίου. Ρ. Φεραίου) χτυπούν οι έντεκα αργαλειοί του. Μια πρόταση-πρόκληση που απευθύνεται σε νέους, αλλά και μεγαλύτερους στην ηλικία, άνδρες και γυναίκες που επιλέγουν να ανατρέξουν στις ρίζες τους και να δώσουν ξανά «ζωή» στη μητέρα των τεχνών. Παράλληλα στον ίδιο χώρο, μέσω του νέου εκπαιδευτικού προγράμματος, με τίτλο «κλώθοντας… και υφαίνοντας» το Λ.Ε.Β. απευθύνεται στους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο τα παιδιά ν’ αγαπήσουν τον αργαλειό, τα χρώματα, τα νήματα, την τέχνη αυτή καθ’ αυτή. Η ευαισθητοποίηση στις παραδοσιακές τέχνες που διδάσκονται γίνεται και μέσω συναφών εκπαιδευτικών μέσων, που επικεντρώνονται και σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες.
Κοντολογίς, η ιστορία του πολιτισμού μας είναι συνυφασμένη με το ύφασμα και την ενδυμασία. Ο Γκαίτε είπε ότι η υφαντική ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο. Ο αγώνας της διατήρησής της μπορεί να δοθεί μόνο μέσω της εκπαίδευσης, ως ένα δημιουργικό μάθημα ζωής με απώτερο στόχο την επαφή των νέων γενεών με μία τέχνη, που απειλείται από αφανισμό. Και εμείς που καταπιανόμαστε με τον λαϊκό πολιτισμό έχουμε υποχρέωση να κρατήσουμε την απαξιωμένη από τους επίσημους θεσμούς αυτή τέχνη. Και αναθαρρούμε όταν βλέπουμε ευοίωνα σημάδια. Πρωτοβουλίες που βάζουν ξανά στο επίκεντρο το στοίχημα της επανεκκίνησης της ελληνικής χειροτεχνίας στο σύνολό της. Η παρουσίαση της ατζέντας που έχει καταρτίσει η νεοσυσταθείσα Εθνική Επιτροπή Χειροτεχνίας με πρόεδρό της τη συμπατριώτισσά μας, δρ Αικατερίνη Πολυμέρου – Καμηλάκη και τέως διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, πολλά υπόσχεται. Μακάρι η υφαντική και οι εφαρμοσμένες τέχνες, όπως ανακοινώθηκε, να μπουν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Μακάρι η επανάκαμψη της λαϊκής τέχνης, η οποία μπορεί να γίνει επαναστατική και να προκαλέσει όχι μόνο μεταμορφώσεις στον δημόσιο χώρο, αλλά και ανάπτυξη, να κερδηθεί. Το έδαφος ως προς το συλλογικό ενδιαφέρον και τα νέα τεχνολογικά μέσα είναι πρόσφορο.


Χαρά Τζαναβάρα, Οι θησαυροί μιας φεμινίστριας, efsyn, μάρτιος 2020

Εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο του 1988 από τη Μελίνα Μερκούρη και αποτελεί το τελευταίο «καμάρι» του Λυκείου Ελληνίδων που ιδρύθηκε στα τέλη του 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν, την πρωτεργάτρια του φεμινιστικού κινήματος στη χώρα μας. Το πρώτο της βήμα ήταν η «Εφημερίς των Κυριών», που πρωτοκυκλοφόρησε στις 9 Μαρτίου 1887 με στόχο την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών στην εργασία, την κοινωνία και την πολιτική. Χρειάστηκαν όμως πολύχρονοι αγώνες για να ψηφίσουν οι Ελληνίδες το 1934 στις δημοτικές εκλογές και το 1953 στις εθνικές, ενώ μόλις το 1977 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κάλεσε τα κράτη-μέλη του να καθιερώσουν την 8η Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα για το «μισό τ’ ουρανού».
Η απέριττη ξύλινη πόρτα είναι το πρώτο... παραπλανητικό σήμα για όσους έχουν την τύχη να ανηφορίζουν τη Δημοκρίτου, τον στενό δρόμο που ξεκινά από την Ακαδημίας και φθάνει ώς τις ρίζες του Λυκαβηττού. Τα «μυστικά» του απλού κτιρίου στον αριθμό 7 είναι όμως γνωστά σε μαθητές σχολείων, ερευνητές από όλο τον κόσμο και απλούς θαυμαστές της λαϊκής παράδοσης. Ακόμη και όσοι πέρασαν υποψιασμένοι το κατώφλι του βρέθηκαν μπροστά σε έναν απίστευτο θησαυρό, που δεν είναι παρά ένα μικρό δείγμα της συλλογής του Μουσείου, η οποία αριθμεί περισσότερα από 25.000 αντικείμενα, κυρίως παραδοσιακές φορεσιές από όλες τις γωνιές της Ελλάδας.
Η πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση του υλικού ανήκει στην Καλλιρρόη Παρρέν και συνδέεται με το κίνημα που είχε αναπτυχθεί στις αρχές του 20ού αιώνα για «επιστροφή στις ρίζες», το οποίο κάλυπτε όλες τις μορφές τέχνης και φιλοδοξούσε να δώσει απάντηση στα ξενόφερτα πρότυπα που κυριαρχούσαν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Η πρωτοπόρος από την Κρήτη

Η Καλλιρρόη, παρά το ξενικό επίθετό της, ήταν Ελληνίδα και μάλιστα Κρητικιά. Γεννήθηκε το 1861 στα Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνης και ήταν κόρη του Στυλιανού Σιγανού, ο οποίος είχε πάρει μέρος στο αποτυχημένο κίνημα για την απελευθέρωση της Κρήτης και γι’ αυτό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί. Στα έξι της χρόνια η Καλλιρρόη βρέθηκε στην πρωτεύουσα, όπου απέκτησε σπουδαία μόρφωση. Ηταν μαθήτρια στην αρχή στη Σχολή Σουρμελή στον Πειραιά, στη συνέχεια στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών και πήρε το απολυτήριό της από το Αρσάκειο, που της άνοιξε την πόρτα να γίνει το 1880 διευθύντρια του παρθεναγωγείου της ελληνικής παροικίας στην Οδησσό.

Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της ήταν η γνωριμία της με τον Ιωάννη Παρρέν, τον γαλλοαγγλικής καταγωγής δημοσιογράφο που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η νεαρή και ανήσυχη Καλλιρρόη είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής. Τότε προσβλήθηκε και από τον «ιό» της δημοσιογραφίας και, όπως είχε ομολογήσει, «παρακολουθούσα τας συζητήσεις των δημοσιογράφων και σιγά σιγά εξύπνησε μέσα μου και πάλιν ο πόθος να γράψω, όπως αυτοί, όχι μόνον για τον εαυτόν μου αλλά και για τους άλλους».
Καρπός των πρώτων αναζητήσεών της ήταν η έκδοση της πρώτης εφημερίδας από γυναίκες για γυναίκες. Η «Εφημερίς των Κυριών» κυκλοφόρησε στις 9 Μαρτίου 1887 και γρήγορα απέκτησε φανατικούς οπαδούς αλλά και ορκισμένους εχθρούς, ενώ χάρισε στην Καλλιρρόη Παρρέν τον επίζηλο τίτλο της πρώτης γυναίκας δημοσιογράφου. Η μαχητική εφημερίδα, που στην αρχή ήταν εβδομαδιαία και στη συνέχεια δεκαπενθήμερη, είχε σημαντική πορεία, αφού πουλούσε κατά μέσο όρο 5.000 φύλλα. Η πλειονότητα των αγοραστών της ήταν... άνδρες, που την πήγαιναν στο σπίτι για να τη διαβάσουν οι γυναίκες τους.
Στα τέλη του 1910 η δραστήρια Καλλιρρόη Παρρέν ίδρυσε το Λύκειο Ελληνίδων, που θεσμοθετήθηκε με διάταγμα στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Εγινε η πρόεδρός του, θέση που διατήρησε ώς τον θάνατό της, τον Ιανουάριο του 1940. Η πρώτη στέγη του Λυκείου διαμορφώθηκε στα γραφεία της εφημερίδας, ενώ λίγο αργότερα μετακόμισε στην οικία Κατσίμπαλη, στη γειτονική Οθωνος. Απέκτησε το πρώτο του κτίριο, επί της οδού Ακαδημίας, το 1931, αλλά ύστερα από δύο χρόνια εγκαταστάθηκε οριστικά στη Δημοκρίτου 14, που παραμένει έως σήμερα η έδρα των πολύμορφων δραστηριοτήτων του Λυκείου Ελληνίδων. Σε αυτό στεγάστηκε και το πρώτο υλικό του Μουσείου Ελληνικής Ενδυμασίας, που αποτελεί επίσης πρωτοβουλία της Παρρέν. Η συλλογή του ενδυματολογικού υλικού ξεκινά το 1911 με αφορμή τις μεγάλες γιορτές του Παναθηναϊκού Σταδίου. Ζήτησε και πέτυχε τότε να της δανείσουν φορεσιές από όλη την Ελλάδα, αλλά ακολούθησε «βροχή» από δωρεές, χάρη στις οποίες δημιουργήθηκε η Ιματιοθήκη που εξελίχθηκε σε μουσείο με μοναδικά εκθέματα.

Τα εγκαίνια από τη Μελίνα

Το 1985 το μουσείο απέκτησε τη δική του στέγη, πάντα στην οδό Δημοκρίτου, που εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο του 1988 από τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία ως υπουργός Πολιτισμού είχε εξασφαλίσει σημαντικά κονδύλια για την αγορά και την ανακαίνιση του κτιρίου, που είχε κατασκευάσει στη δεκαετία του 1920 ο πολιτικός μηχανικός Ηλίας Οικονόμου.
Το μεσοπολεμικό κτίριο, που βρίσκεται σε μια προνομιακή γωνιά του Κολωνακίου, ανακαινίστηκε με σεβασμό στη μορφή της αστικής κατοικίας, αλλά και με προσθήκη νέων χώρων που έχει ανάγκη ένα σύγχρονο μουσείο. Στο υπόγειο στεγάζεται το πωλητήριο, στο ισόγειο βρίσκεται ο βασικός εκθεσιακός χώρος, όπου φιλοξενούνται και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, στον πρώτο λειτουργούν τα γραφεία και η Βιβλιοθήκη με πλούσιο υλικό λαογραφικού και ενδυματολογικού ενδιαφέροντος, ενώ στον δεύτερο αναπτύσσονται οι αποθήκες.

1. Η εφημερίδα

Η «Εφημερίς των Κυριών» είχε τα γραφεία της κοντά στο Σύνταγμα, όπου ήταν και η έδρα όλων των εφημερίδων της εποχής. Στην «ταυτότητα» του πρώτου γυναικείου εντύπου αναγράφεται ότι στεγαζόταν σε κτίριο επί των οδών «Μουσών και Νίκης», από τις οποίες η πρώτη δεν είναι άλλη από τη σημερινή Καραγεώργη Σερβίας. Στη μία πλευρά διατηρείται το μέγαρο Πάλλη, που αποκλείεται να στέγαζε την εφημερίδα, η οποία μάλλον στεγαζόταν στην απέναντι πλευρά, όπου υπάρχει μια τυπική πολυκατοικία επαγγελματικών χρήσεων της δεκαετίας του 1960.

2. Οι επαφές

Το ζεύγος Παρρέν διατηρούσε ένα από τα σπουδαιότερα φιλολογικά σαλόνια του Μεσοπολέμου, στο σπίτι του επί της οδού Πανεπιστημίου, δίπλα στο επιβλητικό συγκρότημα της Τραπέζης της Ελλάδος, το οποίο κατεδαφίστηκε την εποχή της αντιπαροχής. Ο Γιάννης Παπακώστας, στο βιβλίο του «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», καταγράφει ότι στους τακτικούς επισκέπτες του περιλαμβάνονταν ο Κωστής Παλαμάς και η σύζυγός του, ο Γιάννης Γρυπάρης, ο Αδωνις Κύρου και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος. Στον Γρηγόριο Ξενόπουλο αποδίδει μάλιστα την ένταξη της Παρρέν στο κίνημα των δημοτικιστών.

3. Ο σύζυγος

Ο Ιωάννης Παρρέν, με τη σημαντική συμβολή του στη χειραφέτηση της συζύγου του, Καλλιρρόης, είναι... άγνωστος στο διαδίκτυο αλλά και στις εγκυκλοπαίδειες, ακόμα και τις γαλλικές. Δεν υπάρχει βιογραφικό του ούτε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, παρόλο που υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του.


Οι θησαυροί μιας φεμινίστριας

·                          
·                          
·                          
·                            
Εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο του 1988 από τη Μελίνα Μερκούρη και αποτελεί το τελευταίο «καμάρι» του Λυκείου Ελληνίδων που ιδρύθηκε στα τέλη του 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν, την πρωτεργάτρια του φεμινιστικού κινήματος στη χώρα μας. Το πρώτο της βήμα ήταν η «Εφημερίς των Κυριών», που πρωτοκυκλοφόρησε στις 9 Μαρτίου 1887 με στόχο την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών στην εργασία, την κοινωνία και την πολιτική. Χρειάστηκαν όμως πολύχρονοι αγώνες για να ψηφίσουν οι Ελληνίδες το 1934 στις δημοτικές εκλογές και το 1953 στις εθνικές, ενώ μόλις το 1977 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κάλεσε τα κράτη-μέλη του να καθιερώσουν την 8η Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα για το «μισό τ’ ουρανού».
Η απέριττη ξύλινη πόρτα είναι το πρώτο... παραπλανητικό σήμα για όσους έχουν την τύχη να ανηφορίζουν τη Δημοκρίτου, τον στενό δρόμο που ξεκινά από την Ακαδημίας και φθάνει ώς τις ρίζες του Λυκαβηττού. Τα «μυστικά» του απλού κτιρίου στον αριθμό 7 είναι όμως γνωστά σε μαθητές σχολείων, ερευνητές από όλο τον κόσμο και απλούς θαυμαστές της λαϊκής παράδοσης. Ακόμη και όσοι πέρασαν υποψιασμένοι το κατώφλι του βρέθηκαν μπροστά σε έναν απίστευτο θησαυρό, που δεν είναι παρά ένα μικρό δείγμα της συλλογής του Μουσείου, η οποία αριθμεί περισσότερα από 25.000 αντικείμενα, κυρίως παραδοσιακές φορεσιές από όλες τις γωνιές της Ελλάδας.
Η πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση του υλικού ανήκει στην Καλλιρρόη Παρρέν και συνδέεται με το κίνημα που είχε αναπτυχθεί στις αρχές του 20ού αιώνα για «επιστροφή στις ρίζες», το οποίο κάλυπτε όλες τις μορφές τέχνης και φιλοδοξούσε να δώσει απάντηση στα ξενόφερτα πρότυπα που κυριαρχούσαν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Η πρωτοπόρος από την Κρήτη

Η Καλλιρρόη, παρά το ξενικό επίθετό της, ήταν Ελληνίδα και μάλιστα Κρητικιά. Γεννήθηκε το 1861 στα Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνης και ήταν κόρη του Στυλιανού Σιγανού, ο οποίος είχε πάρει μέρος στο αποτυχημένο κίνημα για την απελευθέρωση της Κρήτης και γι’ αυτό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί. Στα έξι της χρόνια η Καλλιρρόη βρέθηκε στην πρωτεύουσα, όπου απέκτησε σπουδαία μόρφωση. Ηταν μαθήτρια στην αρχή στη Σχολή Σουρμελή στον Πειραιά, στη συνέχεια στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών και πήρε το απολυτήριό της από το Αρσάκειο, που της άνοιξε την πόρτα να γίνει το 1880 διευθύντρια του παρθεναγωγείου της ελληνικής παροικίας στην Οδησσό.
Advertisement
Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της ήταν η γνωριμία της με τον Ιωάννη Παρρέν, τον γαλλοαγγλικής καταγωγής δημοσιογράφο που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η νεαρή και ανήσυχη Καλλιρρόη είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής. Τότε προσβλήθηκε και από τον «ιό» της δημοσιογραφίας και, όπως είχε ομολογήσει, «παρακολουθούσα τας συζητήσεις των δημοσιογράφων και σιγά σιγά εξύπνησε μέσα μου και πάλιν ο πόθος να γράψω, όπως αυτοί, όχι μόνον για τον εαυτόν μου αλλά και για τους άλλους».
Καρπός των πρώτων αναζητήσεών της ήταν η έκδοση της πρώτης εφημερίδας από γυναίκες για γυναίκες. Η «Εφημερίς των Κυριών» κυκλοφόρησε στις 9 Μαρτίου 1887 και γρήγορα απέκτησε φανατικούς οπαδούς αλλά και ορκισμένους εχθρούς, ενώ χάρισε στην Καλλιρρόη Παρρέν τον επίζηλο τίτλο της πρώτης γυναίκας δημοσιογράφου. Η μαχητική εφημερίδα, που στην αρχή ήταν εβδομαδιαία και στη συνέχεια δεκαπενθήμερη, είχε σημαντική πορεία, αφού πουλούσε κατά μέσο όρο 5.000 φύλλα. Η πλειονότητα των αγοραστών της ήταν... άνδρες, που την πήγαιναν στο σπίτι για να τη διαβάσουν οι γυναίκες τους.
Στα τέλη του 1910 η δραστήρια Καλλιρρόη Παρρέν ίδρυσε το Λύκειο Ελληνίδων, που θεσμοθετήθηκε με διάταγμα στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Εγινε η πρόεδρός του, θέση που διατήρησε ώς τον θάνατό της, τον Ιανουάριο του 1940. Η πρώτη στέγη του Λυκείου διαμορφώθηκε στα γραφεία της εφημερίδας, ενώ λίγο αργότερα μετακόμισε στην οικία Κατσίμπαλη, στη γειτονική Οθωνος. Απέκτησε το πρώτο του κτίριο, επί της οδού Ακαδημίας, το 1931, αλλά ύστερα από δύο χρόνια εγκαταστάθηκε οριστικά στη Δημοκρίτου 14, που παραμένει έως σήμερα η έδρα των πολύμορφων δραστηριοτήτων του Λυκείου Ελληνίδων. Σε αυτό στεγάστηκε και το πρώτο υλικό του Μουσείου Ελληνικής Ενδυμασίας, που αποτελεί επίσης πρωτοβουλία της Παρρέν. Η συλλογή του ενδυματολογικού υλικού ξεκινά το 1911 με αφορμή τις μεγάλες γιορτές του Παναθηναϊκού Σταδίου. Ζήτησε και πέτυχε τότε να της δανείσουν φορεσιές από όλη την Ελλάδα, αλλά ακολούθησε «βροχή» από δωρεές, χάρη στις οποίες δημιουργήθηκε η Ιματιοθήκη που εξελίχθηκε σε μουσείο με μοναδικά εκθέματα.

Τα εγκαίνια από τη Μελίνα

Το 1985 το μουσείο απέκτησε τη δική του στέγη, πάντα στην οδό Δημοκρίτου, που εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο του 1988 από τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία ως υπουργός Πολιτισμού είχε εξασφαλίσει σημαντικά κονδύλια για την αγορά και την ανακαίνιση του κτιρίου, που είχε κατασκευάσει στη δεκαετία του 1920 ο πολιτικός μηχανικός Ηλίας Οικονόμου.
Το μεσοπολεμικό κτίριο, που βρίσκεται σε μια προνομιακή γωνιά του Κολωνακίου, ανακαινίστηκε με σεβασμό στη μορφή της αστικής κατοικίας, αλλά και με προσθήκη νέων χώρων που έχει ανάγκη ένα σύγχρονο μουσείο. Στο υπόγειο στεγάζεται το πωλητήριο, στο ισόγειο βρίσκεται ο βασικός εκθεσιακός χώρος, όπου φιλοξενούνται και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, στον πρώτο λειτουργούν τα γραφεία και η Βιβλιοθήκη με πλούσιο υλικό λαογραφικού και ενδυματολογικού ενδιαφέροντος, ενώ στον δεύτερο αναπτύσσονται οι αποθήκες.

1. Η εφημερίδα

Η «Εφημερίς των Κυριών» είχε τα γραφεία της κοντά στο Σύνταγμα, όπου ήταν και η έδρα όλων των εφημερίδων της εποχής. Στην «ταυτότητα» του πρώτου γυναικείου εντύπου αναγράφεται ότι στεγαζόταν σε κτίριο επί των οδών «Μουσών και Νίκης», από τις οποίες η πρώτη δεν είναι άλλη από τη σημερινή Καραγεώργη Σερβίας. Στη μία πλευρά διατηρείται το μέγαρο Πάλλη, που αποκλείεται να στέγαζε την εφημερίδα, η οποία μάλλον στεγαζόταν στην απέναντι πλευρά, όπου υπάρχει μια τυπική πολυκατοικία επαγγελματικών χρήσεων της δεκαετίας του 1960.

2. Οι επαφές

Το ζεύγος Παρρέν διατηρούσε ένα από τα σπουδαιότερα φιλολογικά σαλόνια του Μεσοπολέμου, στο σπίτι του επί της οδού Πανεπιστημίου, δίπλα στο επιβλητικό συγκρότημα της Τραπέζης της Ελλάδος, το οποίο κατεδαφίστηκε την εποχή της αντιπαροχής. Ο Γιάννης Παπακώστας, στο βιβλίο του «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», καταγράφει ότι στους τακτικούς επισκέπτες του περιλαμβάνονταν ο Κωστής Παλαμάς και η σύζυγός του, ο Γιάννης Γρυπάρης, ο Αδωνις Κύρου και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος. Στον Γρηγόριο Ξενόπουλο αποδίδει μάλιστα την ένταξη της Παρρέν στο κίνημα των δημοτικιστών.

3. Ο σύζυγος

Ο Ιωάννης Παρρέν, με τη σημαντική συμβολή του στη χειραφέτηση της συζύγου του, Καλλιρρόης, είναι... άγνωστος στο διαδίκτυο αλλά και στις εγκυκλοπαίδειες, ακόμα και τις γαλλικές. Δεν υπάρχει βιογραφικό του ούτε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, παρόλο που υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του.


Call for Abstracts for Issue 11 (Summer 2021) Illness, Narrated



Guest Editors: Silvia Boide, Benjamin Brendel, Maaike Hommes, Melanie Kreitler
In response to debates considering the relationship between illness and narrative, and the extent to which these concepts can be seen as mutually constitutive, this issue of On_Culture seeks to gather new approaches and critical perspectives to the intricate relationship between narrative and illness. We welcome (inter)disciplinary contributions addressing the concepts’ entanglement on an individual, societal, and global level.
Already in 1963, Michel Foucault linked (illness) narration to its discursive conditions in The Birth of the Clinic. Moving away from the politicized view on what narrative does, medical humanities today stresses the importance, and even healing aspect of telling an illness story. In this positive view on the redeeming aspects of illness narration, identity and narrative are understood as inextricably linked. Rita Charon asserts that narrative is a central instance of good medical practice, since without narrative acts, the patient cannot himself or herself grasp what the events of illness mean” (Charon 2006Narrative Medicine, 13). In this broad formulation, ‘narrative’ uncritically refers to the act of self-expression as such, without taking into account the conditions that set the parameters for it. 
The scope of narrative has been a central concern of critical approaches to the medical humanities. Scholars like Angela Woods, in taking up Galen Strawson (2004, Against Narrativity”), criticize the emphasis on narrative in the medical humanities, stating that it has never been innocent” (Woods 2011The Limits of Narrative”, 75). Woods warns against understanding a person’s narrative or story […] to be coextensive with their subjective experience, their psychological health and indeed their very humanity” (73). According to Brian Schiff, the focus on narrative reifies a Western, arguably middle and upper class concept as a universal mode of shaping and articulating experience” (Schiff 2006, The Promise”, 21). Moreover, historians of colonial and global history showed how those narratives were challenged and contradicted, leading to other conceptions of medical knowledge (e.g. Arnold 1993, Colonizing the Body). Other approaches broaden the concept of narrative, show how stories of illness might reject the comforts of narrative” (McKechnie 2014, Anxieties of Communication”, 121), yet still demand to be met with narrative engagement. 
Beyond the immediate focus on narrative as illness mediation, the turn to affect in critical theory can prove productive in addressing the autonomy of the body. For the (critical) medical humanities, this opens up space with which to think of the bodily experience beyond narrative and to ask if this is even possible. Furthermore, expanding the scope of narrative beyond literary texts, internet culture, online media, and the increasing use of digital and technological innovations in healthcare can be seen to mediate both health and illness in different ways.
In response to these ongoing debates, we welcome innovative and interdisciplinary approaches in the (critical) medical humanities, narrative medicine, history of medicine, disability studies, narratology, literary studies, historiography, empirical social science, media, television and film studies, and other related disciplines that address how narrative is interlinked with illness experience and medical practice.
Potential topics include but are not limited to:
  • Illness/Narrative and self-expression
  • Narrative as mediation of bodily experience
  • Differences in discussing physical and mental illness
  • Narrating about vs. narrating with illness
  • Disease classification/taxonomy/nosology
  • Illness as metaphor
  • Subversive illness narration (e.g. chaos narratives)
  • Illness narratives in gender, queer and trans studies
  • Non-Western conceptualizations and narratives of illness
  • Illness narratives in different media (literature, newspapers, magazines, advertising, television (series), film, games, etc.)
  • Online support groups, blogging, confession stories, memes, fora (e.g. Spoonies and Spoon Theory
  • Interfaces of the digital and medical realm (algorithms, digital data, and self-tracking apps)
If you are interested in having a peer reviewed academic article featured in this issue of On_Culture, please sub­mit an abstract of 300 words with the article title, 5-6 keywords, and a short biographical note to content@on-culture.org (subject line “Abstract Submission Issue 11”) no later than September 15, 2020. You will be notified by September 30, 2020 whether your paper proposal has been accepted. The final date for full paper sub­missions is January 15, 2021.
Please note: On_Culture also features a section devoted to shorter, creative pieces pertaining to each issue topic. These can be interviews, essays, opinion pieces, reviews of exhibitions, analyses of cultural artifacts and events, photo galleries, videos, works of art … and more! These contributions are uploaded on a rolling basis, also to previous issues. Interested in contributing? Send your ideas to the Editorial Team at any time: content@on-culture.org
About On_Culture: The Open Journal for the Study of Culture
On_Culture: The Open Journal for the Study of Culture (ISSN: 2366-4142) is a biannual, peer-reviewed academic e-journal edited by doctoral researchers, postdocs, and professors working at the International Graduate Centre for the Study of Culture (GCSC) at Justus-Liebig-University Giessen. It provides a forum reflecting on the study of culture. It investigates, problematizes, and develops key concepts and methods in the field by means of a collaborative and collective processOn_Culture is dedicated to fostering such engagements as well as the cultural dynamics at work in thinking about and reflecting on culture.
The journal consists of three sections: peer-reviewed academic _Articles_Essays, and the aforementioned _PerspectivesOn_Culture brings new approaches and emerging topics to the (trans)national study of culture ‘on the line’ and, in so doing, fills the gap ____ between ‘on’ and ‘culture.’ There are numerous ways of filling the gap, and a plurality of approaches is something for which the journal strives with each new issue.
Please note: as a commitment to the open access to scholarship, On_Culture does not charge any Article Processing Charges (APCs) for the publication of your contribution.
Visit the website for more information: www.on-culture.org
Contact Info: 
Editorial Team On_Culture
Justus-Liebig-Universität Gießen
International Graduate Centre for the Study of Culture
Alter Steinbacher Weg 38
35394 Gießen
Contact Email: