Σελίδες

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

O Συρρακιώτης γιατρός του Αλή πασά Γ. Τσαπρασλής, Οι Βλάχοι της Πίνδου/Μαλακάσι του Κ. Κρυστάλλη

 

Περὶ τοῦ ἑτέρου ὅμως ἰατροῦ τοῦ πασᾶ, Συρακιώτου ἐπίσης, τοῦ Γ. Τσαπρασλῆ, οὐδὲν σχεδὸν ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Καὶ ὅμως διεδραμάτισε καὶ αὐτὸς σπουδαῖον πρόσωπον ἐν Ἰωαννίνοις κατὰ τὰς ἀξιοσημειώτους ἐκείνας ἡμέρας τοῦ ἔθνους μας. Τὰ ἑξῆς ὀλίγα, ἅτινα ἔμαθον περὶ αὐτοῦ παρὰ τῆς γηραιᾶς καλογραίας Στάμως τῆς μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλία ἐν Συράκῳ, παρατίθημι ἐνταῦθα. Ἀφοῦ ἐδιδάχθη τὰ πρῶτα μαθήματα ὁ Γεώργιος Τσαπρασλῆς ἐν Συρράκῳ ἀπῆλθεν εἰς Ἰταλίαν, ὅπως σπουδάσῃ τὴν ἰατρικήν. Ἐκεῖ περὶ τὸ τέλος τῶν σπουδῶν αὐτοῦ εἷς τῶν καθηγητῶν του παρατηρήσας τὴν ὀξύνοιαν καὶ μεγαλοφυίαν τοῦ νεανίου, ἐπρότεινεν αὐτῷ νὰ τὸν υἱοθετήσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴν μονογενῆ θυγατέρα του εἰς γάμον. Ὁ νεαρὸς Γεώργιος ἑλκυόμενος ὑπὸ τοῦ κάλλους τῆς Ἰταλίδος λυγερῆς, κάπως ἐπεθύμει τὸ συνοικέσιον, ἀλλὰ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ δώσῃ τὸν λόγον πρὶν ἢ ζητήσῃ τὴν συμβουλὴν τῶν οἰκείων του. Γράφει λοιπὸν πρὸς τὸν πρεσβύτερον ἀδελφόν του εἰς Συράκον. Οὗτος, Σωφρόνιος καλούμενος, Σπυρίδων δ’ ἐν τοῖς κοσμικοῖς, περινούστατος, πεπαιδευμένος καὶ πλούσιος, διετέλει τότε ἡγούμενος τῆς ἐν λόγῳ μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλία ἐν Συρράκῳ. Ἰσοπεδώσας τοὺς βράχους, ἐφ’ ὧν κεῖται η μονή, ἐπεξέτεινε τὸν χῶρον αὐτῆς οὗτος καὶ ἐξωράισεν αὐτὴν ἐπὶ τὸ ἀξιοπρεπέστερον. Ἅμα ἀναγνοὺς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ σπουδαστοῦ ἀδελφοῦ του, ἀπαντᾷ εἰς αὐτὸν αὐστηρῶς ν’ ἀπορρίψῃ ἀμέσως τὴν ὀλεθρίαν τοῦ καθηγητοῦ του πρότασιν καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ ὅσον τάχιον εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου ἄλλαι σπουδαιότεραι ἐθνικαὶ ὑποθέσεις τὸν ἐκάλουν. Ἀλλ’ ὁ Γεώργιος, ὅστις, ὡς φαίνεται, ἔτρεφε συμπάθειαν πρὸς τὴν μοναχοκόρην τοῦ καθηγητοῦ του, δὲν πείθεται εἰς τὰς συμβουλὰς τούτου. Ὥστε ἠναγκάσθη οὗτος νὰ καταφύγῃ εἰς ἄλλο μέσον, καὶ διὰ δευτέρας ἐπιστολῆς του ἐφιλοτίμησεν αὐτὸν νὰ ἔλθῃ τοὐλάχιστον νὰ λάβῃ αὐτοπροσώπως τῶν γονέων του τὴν εὐχήν. Μὴ ἀπωθῶν τὸ πάτριον τοῦτο ἔθιμον ὁ Γεώργιος καὶ θεωρῶν τὸν γάμον ἄμοιρον τῆς δεούσης εὐδαιμονίας ἄνευ τῆς εὐχῆς τῶν γονέων, πείθεται εἰς τὴν πρόσκλησιν καὶ ἔρχεται εἰς Συρράκον. Ἐνταῦθα ὅμως πίπτει εἰς τὴν πλεκτάνην, ἣν τόσον τεχνικῶς τῷ ἔστησεν ὁ ἀδελφός του Σωφρόνιος. Συλλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ καὶ κρατεῖται ἐν τῇ αὐλῇ του ὡς ἰατρός. Ἐκεῖ μετὰ τοῦ μεγαλεπηβόλου συμπατριώτου καὶ συναδέλφου του Ι. Κωλέττη συζῶν, ἐμυήθη εἰς τὰ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας καὶ λησμονήσας τὰς ἐν Ἰταλίᾳ ἐρωτικὰς ὁρμάς του, ἐπεδόθη μετ’ αὐτοῦ ψυχῇ τε καὶ σώματι εἰς τὰ ἔργα τῆς Ἑταιρίας. Πολλάκις οἱ δύο οὗτοι ἀπεπειράθησαν νὰ φονεύσωσι τὸν Ἀλῆ ἢ ζῶντα νὰ παραδώσωσιν αὐτὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας. Διὰ τοῦτο, ὅτε ἡμέραν τινὰ ὁ Βεζύρης ἠσθένησε ἢ προσεποιήθη τὸν ἀσθενῆ, ὁ Κωλέττης ἐπρότεινεν εἰς αὐτὸν τὴν ἀλλαγὴν τοῦ κλίματος καὶ συνεβούλευσεν εἰς αὐτὸν ἐκδρομὴν μέχρι τῆς Κερκύρας, ὅπου ἐσκόπευε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ καὶ παραδώσῃ εἰς δολοφονικὰς χεῖρας. Ἀλλ’ ὁ Ἀλῆς ἐννοήσας, φαίνεται, τὸν σκοπόν του ἐφρύαξε καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ διατάξῃ τὴν ἀπαγχόνισιν τοῦ Κωλέττη, ἂν δὲν εἰσήρχετο αἰφνιδίως ἀπὸ σκοποῦ ὁ Τσαπρασλῆς, ὅστις ἐπληροφόρησε τὸν πασᾶν, ὅτι δὲν ἦτο τίποτε ἡ ἀσθένειά του καὶ ὅτι δῆθεν ὁ Κωλέττης δὲν ἔκαμε καλὴν διάγνωσιν. Διὰ τῶν λόγων τούτων τοῦ Τσαπρασλῆ περιεπλάκη εἰς τὰς ὑπονοίας του ὁ Ἀλῆς καὶ θωπεύσας τοὺς ὤμους τοῦ ἰατροῦ, εἶπε μετὰ πονηροῦ μειδιάματος: «Μπράβο, ὀρὲ μπίρο μου, ἀπὸ ὅσους γιατροὺς ἔχω στὸ παλάτι μου ἐσὺ μονάχα εἶσαι ἄξιος γιὰ μένα». Ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ σατράπου ὁ Τσαπρασλῆς ἔγραψε «Γραμματικὴν τῆς Κουτσοβλαχικῆς γλώσσης», τῆς γλώσσης δηλαδὴ τῶν Βλάχων τῆς Πίνδου, ἥτις δυστυχῶς ἀπωλέσθη κατὰ τὴν ἐπανάστασιν εἰς χειρόγραφον. Εἰς βρύσιν δέ τινα ἀνεγερθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Τσαπρασλῆ, ὁ φίλος καὶ συνάδελφός του Βηλαρᾶς ἔγραψε τὸ ἑξῆς ὡραῖον ἐπίγραμμα:

 

Πίνε, διαβάτη, χορταστὰ τὸ καθαρὸ νερό μου·

κάθου, ξαπόσταινε κοντὰ στὸν ἴσκιο τὸν δικό μου.

Μ’ ἀνάστησεν ὁ Τσαπρασλῆς καὶ μοὔχει παραγγείλει

νὰ θεραπεύω δροσερὰ τὰ διψασμένα χείλη,

καθὼς κι’ αὐτὸς μὲ τὴν σπουδὴ καὶ πρᾶξιν ἔχει μάθει

νὰ θεραπεύῃ τοῦ κορμιοῦ τοὺς πόνους καὶ τὰ πάθη.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Ευάγγελος Αυδίκος, Μεταλλάξεις , ΕΦΣΥΝ, 28 Δεκεμβρίου 2021


Λίγα βήματα πριν από την εκπνοή του 2021. Βιαζόμαστε να το αποχαιρετήσουμε. Ελπίζοντας πως ο διάδοχός του θα είναι φιλικότερος μαζί μας. Είδαμε και πάθαμε με τους δύο προκατόχους. Που ματαίωσαν κάθε προσδοκία να εξισορροπήσουμε τη ζωή μας από τις λαβυρινθώδεις μνημονιακές περιπέτειες.

«Από φιλί άλλαξε αιφνίδια σ’ έλκος/κι έπρεπε να το τρέφω με κύτταρα με ιστούς/για να κρατήσω την αλκαλική του γεύση», γράφει στα 1960 ο Πατρίκιος. Ο λόγος του ποιητή αποδίδει με τον πιο ευσύνοπτο τρόπο και τη δική μας οδυνηρή κορονοεμπειρία. Το φιλί μετασχηματίζεται σε συνεχές κοινωνικό έλκος, η θεραπεία αναβάλλεται. Συχνά, η εικόνα μοιάζει με τον «Τιτανικό» όπου οι έχοντες τα ηνία ενδιαφέρονταν περισσότερο για την πρόσκαιρη διασκέδασή τους υπό τους ήχους της ορχήστρας τους.

Ο Πατρίκιος μας δανείζει τη λέξη που χαρακτήρισε τον απερχόμενο χρόνο. Μετάλλαξη στον πληθυντικό. Ο κορονοϊός έχει την ικανότητα να αποκτά διάφορες μορφές. Διατηρώντας όμως το επικίνδυνο κεντρί του, που έχει σκορπίσει τον τρόμο και την ανασφάλεια σε όλο τον κόσμο.

Μεταλλάξεις είναι η λέξη που επιλέγεται για το 2021. Προσδοκούσαμε ότι η επέτειος του 1821 θα αποτελούσε ευκαιρία να μεταλλαχθούμε ως νεοελληνική κοινωνία. Να αναστοχαστούμε για τις αστοχίες του παρελθόντος. Να καταβυθιστούμε στον εθνικό μας εαυτό. Να απαλλαγούμε από τις φοβίες και τις ανασφάλειες. Να εγκαταλείψουμε τη συνωμοσιολογία. Αντ’ αυτού, η συνωμοσιολογία μεταλλασσόταν ακολουθώντας τα τερτίπια του ιού αλλά και τις ανακολουθίες μας απέναντί του. Θέριεψε κι έγινε ανεξέλεγκτη.

Μεταλλάξεις, λοιπόν. Υπάρχει ένας ιός ανορθολογισμού που εμφανίζεται όταν στραβώνουν τα πράγματα. Τότε που ζορίζουν οι συνθήκες. Διαπιστώνουμε αναίτια έκπληκτοι ότι ο ορθολογισμός μας είναι κολοβός. Ο ανορθολογισμός έχει βαθιές ρίζες. Εχει τη δύναμη να αποκτά διαφορετικές μορφές: πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές. Κι αυτό μας παραπλανά. Η παλιότερη ευωχία μάς ξεγελούσε. Ταξιδεύαμε με την ταχύτητα των διάφορων τεχνολογικών εξαρτημάτων. Ομως, ο ανορθολογισμός είναι παρών. Περνούσε απαρατήρητος. Πλημμύριζαν, ωστόσο, οι τηλεοπτικές οθόνες από τους εμπόρους των προσδοκιών: με τις φλιτζανούδες, τις χαρτορίχτρες. Ανέδειξαν τους ποικιλώνυμους αστρολογούντες σε βασικούς παράγοντες για τη λήψη αποφάσεων.

Μεταλλάξεις, λοιπόν. Ο ορθός λόγος σε διωγμό. Συχνά από τους ίδιους που τον διακονούν. Οταν μεταλλάσσονται από επιστήμονες σε διακόνους μικροσυμφερόντων. Κάθε είδους. Η πίστη συχνά τον αντιμετωπίζει ως αντίπαλο. Και όχι ως πολέμιο των δεισιδαιμονιών και των πάσης φύσεως συνωμοσιολογιών.

Μεταλλάξεις και στελέχη. Καταφτάνουν από άλλες ηπείρους. Θυμίζοντας πως είμαστε πολίτες μιας παγκόσμιας κοινότητας. Και δεν μπορούμε να στρογγυλοκαθόμαστε στον δυτικό μας εγωτισμό.

Μεταλλάξεις. Το έτος αποχωρεί αφήνοντας τραύματα στην ψυχή των ανθρώπων. Μακάρι ο διάδοχος να γιάνει τις πληγές. Να μας θυμίσει την περιπέτεια της προσφυγιάς πριν από εκατό χρόνια. Να ανακαλύψουμε τον συλλογικό μας εαυτό.

 

50 συγγραφείς : μια χριστουγεννιατική βιβλιοφιλική ανάμνηση (συναισθηματικό γκάλοπ) 01079, https://www.oanagnostis.gr/50-syggrafeis-k-a-mia-christoygenniatiki-vivliofiliki-anamnisi-synaisthimatiko-gkalop/?fbclid=IwAR2HcLFeSvsiqh7diEhRhO8SJFd0HcLHAS2oxuAI4Hq5HwQtTFjl26oe5k4

 



 

 

 

Χριστούγεννα με την αίσθηση ενός βιβλίου:  νοσταλγία, αναστοχασμός, μνήμη οδυνηρή ή χαρούμενη, ξάφνιασμα, επιστροφή, σχέση ζωής ή πρόσκαιρη ευτυχία, ανέφελη ζωή ή βιοτή με εμπόδια, εδώ ή κάπου μακριά στον χώρο …ένα βιβλίο διασχίζει τον χρόνο. Στο συναισθηματικό αυτό γκάλοπ του Αναγνώστη ανταποκρίθηκαν τόσοι πολλοί φίλοι του περιοδικού που μας συγκίνησαν. Τους ευχαριστούμε από καρδιάς και ευχόμαστε σε όλους όσοι αγαπάνε το βιβλίο μια πλούσια αναγνωστική χρονιά. Με υγεία και δύναμη για το 2022.

Η Συντακτική Επιτροπή

 

Βενετία Αποστολίδου (καθηγήτρια Πανεπιστημίου, ΑΠΘ)

Χριστούγεννα του 1975. Μεταπολίτευση. Εγώ 14 χρονών, πρώτα φλερτ μαζί με πολιτική αφύπνιση και πρώτα σοβαρά διαβάσματα. Όλα μπερδεύονταν  γλυκά αλλά και με αγωνία. Ένα αγόρι που μ΄ενδιέφερε, πιο προχωρημένο από μένα σε όλα, στην ηλικία, στα πολιτικά, στα βιβλία, μου  δώρισε το βιβλίο του Μάριου Χάκκα,  Ο μπιντές και άλλες ιστορίες,  λέγοντάς μου με νόημα «διάβασέ το και θα το συζητήσουμε». Πιάνω το βιβλίο στα χέρια μου και παθαίνω σοκ. Δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτε. Παραλύω από το άγχος. Τι θα έχω να πω στην ενδεχόμενη «συζήτηση»; Όπως ήταν αναμενόμενο, τα πράγματα δεν πήγαν καλά με το αγόρι, αλλά τον Χάκκα δεν τον ξέχασα ποτέ και, λίγα χρόνια αργότερα, ο μπιντές βρήκε το νόημά του.

 

Διαμαντής Αξιώτης (συγγραφέας)

Στρατόπεδα συγκέντρωσης, τρόπος λειτουργίας, εντοπισμός τους σε διαφορετικές χώρες και εποχές. Η ψυχική υγεία, το στίγμα, ο εγκλεισμός και οι φαρμακευτικές αγωγές. Η τρέλα υπό το πρίσμα της ηθικής. Η ενοχή της ανθρώπινης φρίκης και των γονιδίων. Η αντιμετώπιση, η έλλειψη εξατομικευμένης θεραπείας.   Στο βιβλίο του Γκονσάλο Μ. Ταβάρες, Ιερουσαλήμ  οι ζωές πέντε ανθρώπων διασταυρώνονται βιαίως.  Ένας τρόφιμος ασύλου επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Ένας ψυχίατρος, με σηκωμένο πέος, αναζητά μια ηβική αποζημίωση. Ένας πρώην πολεμιστής σημαδεύει την αυλή ενός σχολείου, όπου παίζουν παιδιά. Μία σχιζοφρενής, αναζητώντας μια ανοιχτή εκκλησία ώρα τέσσερις το πρωί, σκέφτεται τη βασική λέξη: πόνος. Όσο το Θείον Βρέφος καθυστερεί τη γέννησή του, ο πόνος κυριαρχεί.

 

Αναστασοπούλου Γιούλη, (συγγραφέας, σεναριογράφος)

Ο παλαιός των ημερών” του Παύλου Μάτεσι υπήρξε για μένα ένα βιβλίο καθηλωτικό.Το διάβασα σε νεαρή ηλικία. Η γλώσσα του βαθιά, σαν να μιλούσε πριν να εφευρεθεί η γλώσσα, σχεδόν σε προλεκτικό επίπεδο. Ένοιωσα να ανατριχιάζω, να σαστίζω στις δυνατές εικόνες του Ελληνικού τόπου και των ανθρώπων του που ζούσαν ενστικτωδώς. Θα θυμάμαι την ιστορία του παλαιού, σαν μια θαυμάσια αλληγορία για το θαύμα και τα θαύματα που προσδοκούμε καθημερινά.

                     

Ευάγγελος Αυδίκος, (συγγραφέας, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)

Μπορεί  ένα βιβλίο που δεν διαβάστηκε, κάποια  Χριστούγεννα, να έχει αφήσει το πιο έντονο ίχνος στη μνήμη; Κι όμως. Έρωτας από την πρώτη ματιά. Ήμουν έτοιμος να ακολουθήσω τον «Μικρό πρίγκιπα» του Σαιντ Εξυπερύ στο  ταξίδι του στο άπειρο. Μετά το σκόλασμα. Εκεί. Στον πάγκο του πρακτορείου εφημερίδων. Χάιδευα το εξώφυλλο. Άδραχνα το σχοινί που κρατούσε ο πρίγκιπας , τρυπούσα μαζί του τον μικρό μου κόσμο. Πώς βρέθηκε στο σπίτι; Μπερδεύτηκε με το τετράδιο, ψέλλισα. Κοκκινογούλι τα μάγουλα. Φωτιές πετούσαν οι παλάμες όσο το φιλοξένησα στο σπίτι. Δεν τόλμησα να το ανοίξω. Ούτε να το χαϊδέψω.

Άννα Αφεντουλίδου(ποιήτρια, εκπαιδευτικός)

Μόλις είχε τελειώσει το πρώτο τρίμηνο της Α΄ Γυμνασίου και σε λίγο θα άρχιζαν οι χριστουγεννιάτικες διακοπές. Μαζί με το πρώτο ερωτικό ραντεβού σε εκείνο το στενό γραφειάκι «προτού αλλάξει ο χρόνος», πήρα, για πρώτη φορά επίσης, ως δώρο ένα ποιητικό βιβλίο: Ποιήματα και Πεζά του Κ.Γ.Καρυωτάκη. Ήταν η μουσική του τόσο μαγικά μυστική; Ήταν η εφηβεία που κάλπαζε ανυπότακτη; Δεν ξέρω. Αλλά από τότε δεν υπήρξε για εμένα καμμιά ποίηση τόσο επιδραστική, τόσο συγγενής με την ψυχική μου διάθεση, τόσο κοντά στον βαθύτερο μου εαυτό. Εξαιτίας του βιβλίου αυτού, άρχισα να γράφω. Ευγνώμων και μετανοούσα, ευτυχής και θλιμμένη… Αγκιστρωμένη συνεχώς σε εκείνο το «όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός».

Γιώργος Βέης (ποιητής)

Η συνάντησή μου με τον Μιχαήλ Στρογκώφ υπήρξε ασφαλώς καθοριστική. Συνέβη στην Τετάρτη ή στην κρίσιμη Πέμπτη Τάξη του Δημοτικού. Ακριβώς τότε που η πραγματικότητα δείχνει πάντα αχανής. Ήταν δώρο χριστουγεννιάτικο του πατέρα μου. Το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν, έκδοση για παιδιά, με πολύχρωμο, σκληρό εξώφυλλο,  διαβάστηκε μέσα σ΄ ένα απόγευμα. Δεν μπορούσα να σηκώσω κεφάλι. Ευτυχώς δεν με ενόχλησε κανείς, θυμάμαι. Οι σελίδες του βιβλίου άνοιγαν παράθυρα στον υπερ-κόσμο: η γεωγραφία με καλούσε να την μυθοποιήσω και ταυτόχρονα να την περπατήσω. Χρόνια μετά συνειδητοποιούσα ότι επρόκειτο για ένα κάλεσμα ισχυρό κι ανεπανάληπτο: να ταξιδέψω δηλαδή, όσο γίνεται, στο άλλο.

 Ελένη Γεωργοστάθη (συγγραφέας)

Το χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα που σημάδεψε την παιδική μου ηλικία ήταν η Τάξη που πετάει του Κέστνερ, ένα μυθιστόρημα όπου, με αφορμή μια χριστουγεννιάτικη σχολική παράσταση, ξεδιπλώνονταν οι συγκρούσεις, οι δυσκολίες, οι αγωνίες και τα όνειρα μιας παρέας αγοριών στην προχιτλερική Γερμανία. Κάποια άλλα Χριστούγεννα, τριάντα χρόνια μετά, ξαναδιάβασα το βιβλίο εκείνο, με το εύλογο άγχος της ενήλικης που αναρωτιέται αν θα βρει σε ό,τι αγάπησε ως παιδί κάτι περισσότερο από την εξιδανίκευση της ανάμνησης. Ευτυχώς ήταν όλα εκεί: η τρυφερή ανθρωπιά, η ευαίσθητη κοινωνική ματιά, η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Κι ακόμα, η λάμψη μιας παρέας παιδιών που έμελλε να μεγαλώσουν απότομα όταν το κακό ήρθε να σαρώσει τον κόσμο τους ολόκληρο. Ένα φως μακρινό, από έναν άλλο, χαμένο κόσμο. Το ίδιο που γέμισε χαρά, συγκίνηση κι ελπίδα τα δικά μου παιδικά χρόνια.

Ευτυχία Γιαννάκη (συγγραφέας αστυνομικών)

Στο τέλος κάθε χρόνου παίζουμε λίγο πολύ τα ρέστα μας, με ό,τι περισσεύει από τη χρονιά που φεύγει και όσα επενδύουμε στη χρονιά που έρχεται. Ένας Ταχτσής που κινείται οριακά ανάμεσα στην εξομολόγηση, τον μύθο και την πραγματικότητα, με έναν αφηγητή που μεγαλώνει στη μεταπολεμική Ελλάδα εμφανίζεται στο οικογενειακό τραπέζι των Χριστουγέννων και ζητάει τα Ρέστα μας. Έρχεται η ζωή του μέσα από ένα βιβλίο αντικανονικό, ρευστό και ως εκ τούτου επαναστατικό. Το βίωμα γίνεται οξύ σχόλιο, πάθος, επιμονή, σαρκασμός, ειρωνεία και ανοίγει φωτίζοντας την κοινωνία εδώ και τώρα, μέσω της ρευστότητας και των παραλλαγών του χαρακτήρα που ζει ανάμεσά μας, τρώει μαζί μας. Ισορροπώντας στο λεπτό όριο μεταξύ αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας το βιβλίο με συγκινεί όχι μόνο ως προς τη θεματολογία του, αλλά και ως προς την πάλη του ανθρώπου που επιχειρεί να χωρέσει την αλήθεια του στο στενό όριο της μυθοπλασίας, γιατί αυτή είναι η αίσθηση, ότι η μυθοπλασία γίνεται πάλη και στένεμα με το ανείπωτο, ενώ το τραύμα φωλιάζει πίσω από κάθε λέξη και παραμονεύει, είναι ο κίνδυνος που ετοιμάζεται να πνίξει ό,τι διαφέρει στο οικογενειακό τραπέζι των Χριστουγέννων. Ευτυχώς έρχεται η Πρωτοχρονιά και μπορούμε να τζογάρουμε από την αρχή. Προσοχή, κίνδυνος, ζωή και τα ρέστα μας!

 Μένος Δελιοτζάκης (σκηνοθέτης, ΕΡΤ)

Εκείνη την πρωτοχρονιά το δώρο του Αι Βασίλη κάτω από το δένδρο, δεν ήταν αυτό που του είχα ζητήσει. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη, για να μην πω ο θυμός, που ο πατέρας (ήξερα ότι δεν υπήρχε Αι Βασίλης) μου αγόρασε βιβλίο. Όμως η απογοήτευση και ο θυμός, μετατράπηκαν σε απόλαυση και γοητεία, για την χαμένη αθωότητα, τη χαμένη παιδικότητα, που παιδί κι εγώ, έβλεπα μπροστά μου, χαμένος μέσα στις σελίδες της Αιολικής Γης του Ηλία Βενέζη. Μου άνοιξε τότε ένα παράθυρο, που δεν έκλεισε ποτέ.

 Λουκία Δέρβη (συγγραφέας)

Χριστούγεννα, αρχές της χιλιετίας: 2002. Kαλός φίλος μου χαρίζει το «Ν’ακούω καλά το όνομά σου» του Σωτήρη Δημητρίου. Βυθίζομαι στις σελίδες του, γεμάτες Ιστορία και ποίηση, γεμάτες ζωντάνια και πόνο. Το εμβληματικό βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου χαράζεται μέσα μου. Χριστούγεννα δεν είναι μόνο χαρά, γιορτές και ζωή∙ είναι και πόνος, μοναξιά, πένθος, αγωνία∙ εντός κι εκτός κειμένου. Μέσα απ’αυτό το βιβλίο έρχομαι για πρώτη φορά σε σχεδόν φυσική επαφή μ’αυτόν τον κόσμο, τον τόσο μακρινό τότε για μένα, που σήμερα αποτελεί μέρος της συνολικής εικόνας μου για την πατρίδα μου και τους ανθρώπους της. Αξέχαστα Χριστούγεννα, αξέχαστη ανάγνωση.

Νάσια Διονυσίου (συγγραφέας)

Αυτό που με συγκινεί περισσότερο από τη βραδιά των Χριστουγέννων είναι η πίστη των ταπεινών ποιμένων και των σοφών μάγων πως ένα φωτεινό άστρο του ουρανού θα τους φανερώσει την ανέσπερη πηγή της ελπίδας, της ειρήνης και της αγάπης. Την ίδια συγκίνηση ένιωσα γνωρίζοντας τον Γιάνος Βάλουσκα, αυτή την αγγελική παρουσία στο μυθιστόρημα «Η μελαγχολία της αντίστασης» του Λάσλο Κρασναχορκάι (εκδ. Πόλις), που, παρότι περιπλανιέται σε έναν κόσμο παραδομένο στην παρακμή και τον φόβο, επιμένει να ατενίζει την ιλιγγιώδη απεραντοσύνη του ουρανού, για να μπορεί έτσι να επιβεβαιώνει, αλλά και να υπερασπίζεται, τον ακατάλυτο δεσμό μας με το σύμπαν.

Σταύρος Ζαφειρίου   (ποιητής)

Έγραψε την ιστορία της ζωής και της δράσης του στη φυλακή. Ήταν εγκληματίας. Ληστείες, φόνοι, αιματηρές αποδράσεις. Δεν απολογείται αλλά κατηγορεί.  Ιδεολογικοποιεί την παραβατικότητα σαν αντίσταση απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και κοινωνικής νόρμας.  Έχει τον δικό του κώδικα τιμής και τον ακολουθεί με κάθε τίμημα. Γίνεται σύμβολο της ελευθερίας. Εκτελείται εν ψυχρώ από ογδόντα αστυνομικούς σε ενέδρα. Είναι ο Ζακ Μεσρίν και το «Ένστικτο του θανάτου». Το διάβασα τα Χριστούγεννα του 1991, μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Ένας αντεστραμμένος ήρωας. Ένα βιβλίο που το κρατάς ή το ξορκίζεις. Το κράτησα. Λίγες του λέξεις: «Όχι, δεν είχα τύψεις για όσα είχα κάνει. Οι τύψεις δεν είναι παρά ένα σκιάχτρο που έχει στήσει η ηθική στα σύνορα του κακού».

Σπύρος Κακουριώτης (δημοσιογράφος)

Τέσσερις δεκαετίες πριν· μια περίοδος που σημαδεύεται από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, παραμονή Χριστουγέννων του 1979, ιδίως όμως από τον ξεσηκωμό της εργατικής τάξης στην Πολωνία και την ίδρυση του ανεξάρτητου συνδικάτου «Αλληλεγγύη», που θα αντιμετωπιστεί με πραξικόπημα και εφαρμογή στρατιωτικού νόμου λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1981, στις 13 Δεκεμβρίου. Μια περίοδος που ο κομματικός κορσές έχει γίνει απελπιστικά στενός. Τότε πέφτει στα χέρια μου η Ιστορία του σουρεαλισμού του Μωρίς Ναντώ, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου (Πλέθρον, 1978). Μέσα από τις σελίδες του μού αποκαλύφθηκε ένας καινούργιος κόσμος, αλλά και ένα εναλλακτικό πρόταγμα: Όχι πια (ή όχι μόνο) να αλλάξουμε την κοινωνία, αλλά να αλλάξουμε τη ζωή… The rest is history, καθώς λένε.

Κώστας Θ. Καλφόπουλος (συγγραφέας)

Στην Ελλάδα λίγα είναι τα «βιβλία για τα Χριστούγεννα», εξαιρώντας φυσικά τον Ντίκενς, τον Παπαδιαμάντη, παρέα με τον Μαιγκρέ και τον Πουαρό. Ο Γουόλλυ Λαμπ, με την «Ωραιότερη ευχή» του κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση, ταξιδεύοντας μαζί του στο μακρινό 1964, με το Wishin’ and Hopin’ της Ντάστυ Σπρίνγκφηλντ, τον ήρωά του, τον Φέλιξ, τον «ευτυχή Ευτύχη», και τις χριστουγεννιάτικες περιπέτειές του. Ένα εορταστικό κρεσέντο από σχολικές σκανδαλιές, επεισόδια σαν από αμερικανικές τηλεοπτικές κωμωδίες και οικογενειακές στιγμές που κάποιες θυμίζουν κάτι κι από τα δικά μας Χριστούγεννα. Χαρίζεται χωρίς περιτύλιγμα, λόγω του εξωφύλλου, και διαβάζεται ξανά με την ίδια, αρχική απόλαυση.

Κώστας Καναβούρης (ποιητής)

Ανοίγεις την πόρτα. Μέσα στο σπίτι κυριαρχεί ένα απίστευτα χαμηλό βαρομετρικό: σκοτάδι και κρύο. Δεν σε περιμένει κανείς, δεν περιμένεις κανένα και τίποτα. Βράδυ Χριστουγέννων του 1995. Βότκα χωρίς πάγο. Αρκεί η δική σου παγωνιά. Ξέρεις τι να κάνεις. Ανοίγεις το «Χαμηλό Βαρομετρικό» του Σπύρου Τσακνιά. Διαβάζεις για το «φτωχό λεξιλόγιο της αγάπης», για τις μάταιες εξηγήσεις. Ακολουθείς το ποίημα: «Και τότε πήγα κι άνοιξα το παράθυρο να μπει λίγος αέρας καθαρός. Εδώ θα ταμπουρωθώ σκέφτηκα, εδώ θα πολεμήσω μέχρις εσχάτων. Ούτε μια σπιθαμή πιο πίσω». Από τότε όλες τις δυσκολίες τις ονομάζω «Φούξια». Όπως το ποίημα. «Για να προλάβω την καταστροφή».

Βασίλης Κουνέλης (συγγραφέας)

Στην Γ΄ Γυμνασίου, παραμονές των γιορτών του 1978, μας συστήθηκαν σπουδαίοι λογοτέχνες. Ο Παπαδιαμάντης, ο εντελώς χριστουγεννιάτικος Χρήστος Χριστοβασίλης, κ.α. Στην τάξη πρωτοδιαβάσαμε και το «Το βλογημένο μαντρί» του Φώτη Κόντογλου, όπου ο Άη Βασίλης αποφασίζει να επισκεφτεί τον αγαθό ποιμένα, τον Γιάννη τον βλογημένο! Κάποτε έφτασε η παραμονή, τα σχολεία έκλεισαν κι εγώ αποκαμωμένος από τις λογοτεχνικές αναλύσεις, προσέτρεξα στην αγκαλιά της τσοπάνας γιαγιάς μου. Μισοκοιμισμένος στον κόρφο της, την άκουσα εντυπωσιασμένος να μου περιγράφει τις σκηνές του μεγάλου Κόντογλου, τη μεταμεσονύχτια γιορτή στο μαντρί γύρω απ’ τη φωτιά και την πίτα που μοιράζεται εξίσου μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Δεν έγραφε παρά μόνο τα αρχικά της. Έφυγε με το ανδρωνυμικό του μακαρίτη του (βλογημένου άραγε;) άντρα της, η Γιαννού. Πολλοί δεν άκουσαν ποτέ ούτε το μικρό της όνομα, Κωνσταντίνα…

 Άννα Κουππάνου(συγγραφέας)

Έγινε Χριστούγεννα; Ποιος ξέρει; Αλλά για πολλά χρόνια, εφτά συγκεκριμένα, όλος ο χρόνος μου αφιερώθηκε σε αυτό το βιβλίο. Η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής είναι πολλαπλές συναντήσεις με πολλαπλά βιβλία, αλλά υπάρχει πάντα ένα βιβλίο που γίνεται το σπίτι σου. Το έχεις συνέχεια κοντά σου – η εγγύτητά σου προς τον κόσμο βιώνεται μέσα από την εγγύτητα προς αυτό, πόσο μάλλον όταν θέμα της διατριβής σου είναι η εγγύτητα. Για πολλά χρόνια, τα Χριστούγεννα συμπεριλάμβαναν επιστροφή στο Είναι και Χρόνος. Ο τίτλος από μόνος του έστελνε το μυαλό μου σε χιλιάδες αναζητήσεις, αλλά το βιβλίο δεν το διάβαζα επιστημονικά – τώρα πια είμαι σίγουρη. Το διάβαζα ως συγγραφέας μυθοπλασίας που αναζητεί τις απαντήσεις σε όλα τα μυστήρια της ζωής μέσα σε ένα κείμενο. Μετά την ολοκλήρωση της διατριβής, το άφησα για λίγο στην άκρη  ̶  τα Χριστούγεννα, ούτε που ερχόταν στη σκέψη μου, αλλά φέτος, έχοντας βιώσει δυο χρόνια σχεδόν που η εγγύτητα και ο χρόνος άλλαξε, ίσως το ξαναπάρω στα χέρια μου, ίσως το πάρω τη στιγμή που αλλάζει ο χρόνος.

 Μένη Κανατσούλη (Καθηγήτρια, ΑΠΘ)

Από τα τόσα λογοτεχνικά βιβλία που έχω διαβάσει (ο αριθμός είναι τουλάχιστον τετραψήφιος) ξαναγυρίζω σε ένα βιβλίο που με γλύκανε στα παιδικά μου χρόνια και με γλυκαίνει ακόμη. Βέβαια ήμουν τυχερή και τα βιώματα της παιδικής μου ηλικίας ήσαν καλά, και είμαι σε θέση να το αξιολογήσω αυτό και ως μεγάλη πια. Εντούτοις, τώρα χρειάζομαι ακόμη περισσότερο την Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς της Eleanor Porter (1965, εκδόσεις Άγκυρα, απόδοση Γ.Τσουκαλά), με άλλα λόγια την σταθερή προοπτική αυτού του κοριτσιού να βλέπει τα πράγματα αισιόδοξα μόνο και μόνο γιατί θα μπορούσε να της συμβεί το χειρότερο αλλά δεν της συνέβηκε! Και καθώς η «διαστροφή» της θεωρητικού δεν μπορεί να λείψει, σκέφτομαι ότι σε αυτό το κοριτσίστικο –ρομαντικό- βιβλίο μιας άλλης εποχής διαβάζεις για έναν γυναικείο κόσμο όπου γυναίκες, με τις αδυναμίες τους και τη δυναμική τους, πρωτοστατούν και έρχεται –και πάλι- ένα κορίτσι για να μάθει στον κόσμο των ενηλίκων τις άπειρες, απλές χαρές της ζωής –το θαύμα να είμαστε ζωντανοί- που συνήθως δεν βλέπουμε.

 Αργυρώ Μαντόγλου (συγγραφέας, μεταφράστρια)

Μια από τις πιο αγαπημένες μου χριστουγεννιάτικες ιστορίες είναι το Δώρο των Μάγων (The gift of the Magi) του O Henry. Πρόκειται για την ιστορία ενός αγαπημένου αλλά φτωχού νεαρού ζευγαριού και την αδυναμία τους να αγοράσουν δώρα τα Χριστούγεννα. Η Ντέλια έχει πανέμορφα μακριά μαλλιά, ο σύζυγος ένα πολύτιμο ρολόι. Η Ντέλια κόβει και πουλάει τα μαλλιά της για να του πάρει μια καδένα για το ρολόι του. Ο άντρας πουλάει το ρολόι για να της πάρει ένα χτενάκι. Όταν έρχεται η ώρα να ανταλλάξουν τα δώρα τους, διαπιστώνουν πως αποχωρίστηκαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν χωρίς λόγο. Τα δώρα είναι πλέον άχρηστα, αλλά υπάρχει η αγάπη. Μια παραβολή για την αυτοθυσία, την αξία των δώρων και το αναντικατάστατο των συναισθημάτων.

Νίκος Μαθιουδάκης (συγγραφέας)

Τα Χριστούγεννα του 2004 μου χάρισαν το βιβλίο «Αγαπητέ θεέ» του Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ (εκδ. Opera). Με συγκίνησε βαθιά η ιδέα του δεκάχρονου Όσκαρ να αρχίσει να γράφει γράμματα στον Θεό, εξηγώντας του με λεπτομέρειες την καθημερινότητά του μέσα στο νοσοκομείο. Τα λόγια του μικρού Όσκαρ με έκαναν να νιώσω ότι η ζωή είναι ένα περίεργο δώρο, που στην αρχή το υπερεκτιμάμε και που στο τέλος καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν δώρο, αλλά κάτι σαν δάνειο – και τότε προσπαθούμε να το απολαύσουμε. Ο Όσκαρ με έκανε να γελάσω και να κλάψω… αφού κάπως έτσι άλλωστε δεν είναι και η ζωή; Γλυκόπικρη.

Καρολίνα Μέρμηγκα (συγγραφέας)

Πριν πολλά χρόνια, πλησίαζαν Χριστούγεννα, πρωτοδιάβασα τις «Αναμνήσεις του Αδριανού» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (στο πρωτότυπο). Από τότε κάθε 1-2 χρόνια το ξαναδιαβάζω, και κάθε φορά διαβάζω κάτι άλλο: οι τυπωμένες λέξεις δεν αλλάζουν, αλλάζω εγώ μέσα από τα χρόνια και, όπως συμβαίνει με κάθε αριστούργημα της λογοτεχνίας, οι άπειρες στρώσεις του μού ξεδιπλώνονται όσο μπορώ εγώ να βρίσκω μέσα μου περισσότερη εμπειρία και θάρρος να τις ψάχνω. Κάθε φορά συναντώ καινούργια κοιτάσματα που καταλαβαίνω, πια, πόσο πολύτιμα μού είναι. «Είμαι όπως οι γλύπτες μας: το ανθρώπινο με ικανοποιεί· βρίσκω μέσα του τα πάντα, μέχρι και το αιώνιο».

Γιωργος Μητάς (συγγραφέας)

Δεκέμβριος 1977. Ήξερα ότι, μόλις έκλειναν τα σχολεία για τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο χρόνος για παιχνίδι και για διάβασμα θα πολλαπλασιαζόταν. Αδημονούσα: θα διάβαζα το Χρονικό του Σαν Μικέλε, ένα βιβλίο που ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ.  Τυχαία όμως την παραμονή τράβηξα από το ράφι ένα βίπερ με τίτλο Πέστε το με λουλούδια. κι έτσι βρέθηκα να διαβάζω, εντεκάχρονος, την ιστορία της όμορφης Ούρσουλας, της καμαριέρας που αποπλανεί ένα-ένα τα αρσενικά της οικογένειας Μπερζέ κι ύστερα τα θανατώνει – το πρώτο ερωτικό ανάγνωσμα της ζωής μου. «Οι μηροί της κυλούσαν πάνω στο σεντόνι» – μια φράση που δεν ξέχασα ποτέ.

Γιάννης Μπασκόζος (δημοσιογράφος, συγγραφέας)

Βάρδια στο Μεζούρλο, στρατόπεδο έξω  από την Λάρισα, 12-3 ξημερώματα Χριστουγέννων. Στη μία έξω τσέπη του παντελονιού μικρό ταπεράκι με καφέ και στην άλλη το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι στην κόκκινη έκδοση του Γαλαξία. Τρείς παρά πέντε έρχεται να με αντικαταστήσει ο Αχμέτ, πομάκος. Μιλάει σπαστά: «άντε φίλε καλές γιορτές, πήγαινε για ύπνο». Διάβαζα το «Εγκλημα…» για δεύτερη φορά. Την πρώτη ήμουν μαθητής ακόμα, τώρα με είχε συνεπάρει και δεν ήθελα να το αφήσω. «Φύγε Αχμέτ, θα συνεχίσω και στην βάρδια σου». «Μην κάνεις πλάκα αφεντικό». «Βρε φύγε, διαβάζω κάτι που δεν κόβεται». Έκανε στροφή κουνώντας το κεφάλι. «Πάει το αφεντικό, είναι ερωτευμένος».

Ευγενία Μπογιάνου  (συγγραφέας)

Χριστούγεννα 1985. Επαρχιώτικη ανία σε αντιδιαστολή με μια άναρχη φιλοπερίεργη εφηβεία που θέλει να σαρώσει τα πάντα. Αλλά που δεν γνωρίζει ούτε το «πώς», ούτε το «γιατί». Δέκα χρόνια μεταπολίτευσης και ο αέρας μιας αμφίβολης ποιότητας «αλλαγής», όπως και να έχει «αλλαγής» πάντως, είχαν σαν αποτέλεσμα, φωτισμένοι άνθρωποι – όχι όλοι, αλλά αρκετοί – να έχουν αναλάβει τον επίπονο ρόλο να μας μορφώσουν. Σαν τώρα θυμάμαι τη φιλόλογο που μου έδωσε το βιβλίο με το μαύρο τετράγωνο πάνω σε άσπρο πλαίσιο και την κόκκινη λεπτομέρεια κάτω αριστερά. «Πάρτο να το διαβάσεις στις γιορτές», μου είπε. Το πνεύμα των Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς, είχε το σχήμα από «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Και η εφηβεία μου ήταν σαν να βρήκε ξαφνικά την πυξίδα που έψαχνε.

 Μπένης Νατάν (καθηγητής Πολυτεχνείου, συγγραφέας)

«… Μόλις έμπαινε κι ο τελευταίος καλικάντζαρος, η τρύπα έκλεινε μοναχή της και δεν μπορούσε πια να βγει κανένας έξω στη γη, παρά μονάχα του χρόνου τα Χριστούγεννα, που ξανάνοιγε πάλι μοναχή της…». Ο Πρασινοσκούφης, ένας μικρός καλικάντζαρος που παρασύρθηκε από τις τηγανίτες που έψηνε η θεία Κώσταινα, δεν πρόλαβε να επιστρέψει στη σπηλιά και έμεινε στη γη των ανθρώπων.  Πόσο με συνάρπασε η ιστορία αυτή που μετέφερε το χαρμόσυνο πνεύμα των Χριστουγέννων και τις συνήθειες του χωριού μιας άλλης εποχής. Είναι οι σκανδαλιές του Πρασινοσκούφη που κάθε παιδί ονειρεύεται αλλά αυτές ανήκουν μόνο στον χώρο της φαντασίας.

Μαρίζα Ντεκάστρο (συγγραφέας)

Το 1965, παραμονή της γιορτής, πρώτη παιδική αναγνωστική συνάντηση με Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκρανττου Βερν, στις εκδ. Αστήρ, το σκληρόδετο τούβλο των 700 και βάλε σελίδων. Ένιωσα την περιπέτεια, λάτρεψα τη γεωγραφία, γέμισα παραστάσεις, ήθελα κι εγώ να είμαι μαζί τους. Οι Μικρές κυρίες, της Λ. Μ. Άλκοτ, η επόμενη παραγγελία για την Πρωτοχρονιά, με την Τζο στην πρώτη γραμμή. Αυτό το δυναμικό αγοροκόριτσο αγάπησα εκείνη την εποχή που δεν είχα υπόψη μου τις φεμινιστικές αναλύσεις του έργου.  Χριστούγεννα 2001, ενήλικη συνάντηση με τον Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι. Η διαφήμιση στις εφημερίδες τον παρουσίαζε σαν τον πιο επιδραστικό Γερμανό κριτικό λογοτεχνίας. Τίτλος, Η ζωή μου, στις εκδ. Ίνδικτος. Έχοντας ξεκινήσει να γράφω κριτική, ρούφηξα την αυτοβιογραφία αυτής της στιβαρής προσωπικότητας και έμαθα τι θα πει ευθυκρισία και ανεξαρτησία από κυκλώματα… Πέθανε το 2013. Τον συμβουλεύομαι πού και πού μέχρι σήμερα.

 Ελεονώρα Ορφανίδου, (δημοσιογράφος, 9,84)

Πολλοί θα έχουν βιώσει την πτώση χωρίς αλεξίπτωτο από το ύψος της επιβεβλημένης χαράς των Χριστουγέννων στο σκοτάδι μιας συμφοράς που έρχεται χωρίς να εξαιρεί ανθρώπους ή ημέρες. Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη, με κατάθλιψη, αντιμέτωπη με τον ενδεχόμενο θάνατό μου, έλαβα μέσω του Ταχυδρομείου, τα Χριστούγεννα του 2006, ένα βιβλίο που με κινητοποίησε προς τη ζωή, το «Μελαγχολία και Πολεμική» του Παναγιώτη Κονδύλη (Εκδόσεις Θεμέλιο). Η μελαγχολία, λέει, δεν είναι μόνο σιωπηρό αποτέλεσμα και υπόμνηση μιας καλύτερης κατάστασης που κάποτε υπήρξε αλλά μπορεί να γίνει κινητήρια δύναμη για μεταστροφή της ζωής μας, για αγώνα, για ανταλλαγή του φόβου με την ελπίδα. Ακόμη συγκινούμαι! Καλά Χριστούγεννα σε όλους.

Λίνα Παπαδάκη, (δημοσιογράφος, ΕΡΤ)

Ο «Κατάλογος απολεσθέντων» της Γιούντιτ Σαλάνσκυ (εκδόσεις Αντίποδες) σε μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη είναι το βιβλίο αυτών των γιορτών. Η συγγραφέας γεννήθηκε στο Γκράιφσβαλντ της Ανατολικής Γερμανίας (DDR) το 1980, ζει στο Βερολίνο κι έχει ένα βιογραφικό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον : εργάζεται ως συγγραφέας, σχεδιάστρια βιβλίων και επιμελήτρια . Το 2011 έδωσαν το όνομά της στον αστεροειδή 95247 Schalansky ! Το τελευταίο το βρήκα καταπληκτικό. Το βιβλίο είναι δώδεκα κείμενα όσοι και οι μήνες που αφήνουμε πίσω μας. «Όπως όλα τα βιβλία, έτσι και αυτό εδώ γεννήθηκε από την επιθυμία να διατηρήσω κάτι στη ζωή, να αναπαραστήσω το παρελθόν, να θυμηθώ τα ξεχασμένα, να δώσω το λόγο σε καθετί που έχει βουβαθεί και να πενθήσω για όσα έχουν χαθεί». Ένας πίνακας του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, ένα σπάνιο είδος τίγρης, μια ρωμαϊκή βίλα, ένα ερωτικό ποίημα της Σαπφούς, ένα νησί στον Ειρηνικό– έχουν πλέον χαθεί. Μόνο τα παιχνίδια του μυαλού μας τα ζωντανεύουν και μας βρίσκουν μαζί τους πρωταγωνιστές κι εμείς. . Διαφυλάξτε την απώλεια.

Ηλίας Παπαμόσχος (συγγραφέας)

Τούτες τις σκοτεινές μέρες το αποζητούμε περισσότερο. Σ’ ένα υπόγειο βιβλιοπωλείο της Ερμού, στη Θεσσαλονίκη, στοκατζίδικο, ανάμεσα σε βιβλία θνησιγενή, ανακάλυψα τον Πολυπαθή του Παλαιολόγου. Καίτοι φανατικός αναγνώστης δεν τον είχα διαβάσει. Εκπαιδευτική αστοχία. Πρόκειται για μια σύγχρονη Οδύσσεια, καθότι ο ήρωας του Παλαιολόγου πολύ περιπλανήθηκε, όμως διόλου πλανημένος δεν επέστρεψε στα πάτρια. Με έκπληξη διαπίστωσα πως το ελληνικό μυθιστόρημα έχει τέτοιας ποιότητας, τόσης αξίας προπάτορα. Προχωρήσαμε άραγε από τότε; Πρόκειται για ανθρωπογνωστική και εθνική παρακαταθήκη. Πένα σατιρική, που με καθαρεύουσα εύρωστη ξεμασκαρεύει τους πάντες και τα πάντα. Μια μαύρη τρύπα που ρούφηξε εμπειρία κι αγωνία, για να εκπέμψει – δώρο χριστουγεννιάτικο – φως.

Δέσποινα Παπαστάθη (συγγραφέας)

 «Έφυγε κι η τελευταία πριν από τα Χριστούγεννα μέρα. Μπήκε η χειμωνιάτικη, ξάστερη νύχτα. Φάνηκαν τα αστέρια. Το φεγγάρι υψώθηκε μεγαλόπρεπο στον ουρανό, φωτίζοντας τους ευσεβείς ανθρώπους κι όλο τον κόσμο», όταν ξαφνικά εμφανίζεται μια σκιούλα, ο διάβολος, και το κλέβει σκορπώντας το απόλυτο σκοτάδι, απελευθερώνοντας ανομολόγητα πάθη, απιστίες και κρυφούς έρωτες. Ο θεοσεβούμενος σιδεράς Βακούλα θα αναμετρηθεί μαζί του για χάρη της αγάπης του για την πανέμορφη Οξάνα και θα τον συντρίψει. Η Νύχτα των Χριστουγέννων του Νικολάι Γκόγκολ είναι ένα ανορθόδοξο μαγικό παραμύθι, μια τρυφερή ιστορία για την αιώνια πάλη του καλού με το κακό, για τον αξεδίψαστο πόθο του ανθρώπου να κερδίζει πάντα η αγάπη.

Δανάη Παπουτσή (ηθοποιός, συγγραφέας)

Τα Μανιφέστο του Ντανταϊσμού του Τριστάν Τζαρά– που ανακάλυψα σε μικρή ηλικία, παραμονή Χριστουγέννων, σε ένα βιβλιοπωλείο με τους γονείς μου, είναι το ‘εγχειρίδιο’ που με έκανε να νιώσω πως ‘’έχω συγγενείς’’ ως προς τον ‘μυστικό’ τρόπο που έβλεπα τον κόσμο από παιδί. Δημιουργούσα λέξεις που δεν υπήρχαν, με δικό μου περιεχόμενο και το κατέγραφα. Ξεφυλλίζοντας το σχεδόν κρυφά στάθηκα στη σελ.19 : ‘’ Η μαγεία μιας λέξης – της λέξης DADA – που για τους δημοσιογράφους έχει ανοίξει τις πύλες ενός απρόβλεπτου κόσμου, δεν έχει για μας την παραμικρή σημασία.’’ Ενθουσιάστηκα, ζήτησα να μου το πάρουν και άρχισα να το διαβάζω φωναχτά στο  χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι.

Γιάννης Πάσχος (συγγραφέας)

Μόλις είχα αρχίσει να  ψευτοδιαβάζω κι  έπεσε στα χέρια μου «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου». Αμέσως η σκέψη μου πήγε στο φιλαράκι μου τον Μπεσνίκ. Ανήμερα των Χριστουγέννων,  παίρνω το βιβλίο   παραμάσχαλα και  τσαλαβουτώντας μέσα στα χιόνια  -έμενε σε μια παράγκα στη γειτονιά της γιαγιάς- πάω να τον  βρω. «Μπεσνίκ», του λέω, «σου έφερα  δώρο αυτό το  βιβλίο, το έγραψε ένας  Κωστής Παλαμάς για τον πατέρα σου!». Μαζεύτηκε όλη η οικογένεια, δέκα νοματαίοι  και κοιτούσαν το βιβλίο με απορία. «Για μένα;», ρώτησε έκπληκτος ο πατέρας του Μπεσνίκ. «Τι γράφει;».Καθίσαμε όλοι κατάχαμα κι άρχισα κουτσά-στραβά  να διαβάζω. Σιγή ιχθύος επικράτησε και αν και δεν καταλαβαίναμε τίποτε, ούτε αυτοί, ούτε εγώ,  μας πήραν όλους τα δάκρυα…

Πολυμενάκος Γιώργος (συγγραφέας)

Παραμονές Χριστουγέννων 1972. Είμαι δεκατριών ετών και με έχουν στείλει οι γονείς μου να περάσω τις γιορτές στο σπίτι του θείου μου του Μήτσου, αδερφού της μητέρας μου, λιμενεργάτη στο επάγγελμα. Μόλις έχω τελειώσει το τελευταίο τεύχος του Μικρού Σερίφη που είχα στην καβάτζα, και ψάχνω μανιωδώς μέσα στο σπίτι, κάτι άλλο, οτιδήποτε, να διαβάσω για να περάσει η ώρα. Στην αρχή δεν βρίσκω τίποτε, αλλά ξαφνικά ανακαλύπτω στο επάνω μέρος μιας τρίφυλλης ντουλάπας έναν ογκώδη, μαύρο τόμο: ‘Έγκλημα και Τιμωρία. Το έγκλημα που έκανα εναντίον του εαυτού μου, να διαβάσω Ντοστογιέφσκι στα δεκατρία μου χρόνια, το πληρώνω ακόμα.

Δήμητρα Ρουμπούλα (δημοσιογράφος)

Αγαπημένο βιβλίο για μένα είναι εκείνο το οποίο πυροδοτεί συναισθήματα και υπόγειες διεργασίες που  θαρρείς και φουντώνουν ξανά όταν για κάποιο λόγο ξαναθυμάμαι το συγκεκριμένο  βιβλίο, έστω κι αν έχω ξεχάσει λεπτομέρειες. Ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε πολλούς που έπιασα ξανά στα χέρια μου την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ. Όμως  τούτη τη φορά, πέρυσι τέτοιες χριστουγεννιάτικες μέρες, εν μέσω καραντίνας, ήταν αλλιώς. Δεν με ενδιάφερε τόσο ο αλληγορικός χαρακτήρας του βιβλίου, όσο οι ομοιότητες εκείνης της «πανούκλας» με τη σημερινή πανδημία: ο φόβος που παρέλυε τους ανθρώπους του Οράν και παραλύει επτά δεκαετίες μετά ολόκληρο τον κόσμο, οι ήρωες του τότε, σαν τον γιατρό Ριέ και τον Ταρού που οργάνωνε υγειονομικές ομάδες εθελοντών, και του σήμερα, η άγνοια που πιστεύει ότι τα ξέρει όλα, τα ατομικά πεπρωμένα που υποχωρούν μπροστά στην ομαδική ιστορία … Αλλά κι όταν τελείωσε (θα τελειώσει) το κακό η αγαλλίαση ήταν (θα είναι) πάντα υπό απειλή. Μια «χριστουγεννιάτικη συνάντηση» λοιπόν με το αριστούργημα του Καμύ, συνδεδεμένη με πρωτόγνωρα συναισθήματα.

Σαΐνης Αριστοτέλης (κριτικός λογοτεχνίας)

Θεσσαλονίκη, χιονισμένα Χριστούγεννα του 1978 και κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, με θέα τα φουστάνια της μαμάς που ψήνει τσουρέκια, και τη μυρωδιά από το μαχλέπι και το κακουλέ στη μύτη, ανακαλύπτω την ποίηση ξεφυλλίζοντας την Ανθολόγια του Περάνθη και Ρίτσο, και «ωσάν γλυκόπνοο δροσάτo αεράκι…» και «άφκιαστο κι αστόλιστο…» και «πού να σε κρύψω» και «κει που πας καρδούλα μου» και «σώσε μου το και πάρ΄ την ψυχή μου» και «ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαί κι ακούει το νερό να κοχλάζει σα να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο» και ο χρόνος πέρασε, τον σπούδασα και εγώ, και διάβασα πριν λίγα χρόνια κάπου στον Ρικαρντού ότι «χωρίς τη λογοτεχνία, ο θάνατος ενός παιδιού οπουδήποτε στον κόσμο δε θα ήταν τίποτε περισσότερο από τη θανάτωση ενός ζώου στο σφαγείο».

Σαμοθράκη Αλεξάνδρα, (θεατρικός συγγραφέας)

Η γενναιότητα και η επιμονή μιας καλόκαρδης χήρας που επιχειρεί, παρά τη σθεναρή αντίδραση της τοπικής κοινωνίας,  να ανοίξει το δικό της βιβλιοπωλείο σε μια επαρχιακή πόλη της Αγγλίας στα τέλη της δεκαετίας του 50, δεν είναι άλλη μια πολυφορεμένη ιστορία γυναικείας χειραφέτησης αλλά ένα συμπυκνωμένο αριστούργημα από τη hard rock γιαγιά της βρετανικής λογοτεχνίας, την Penelope Fitzerald, την καλύτερη συγγραφέα της γενιάς της, σύμφωνα με τον Julian Barns. H Fitzerald, έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα στα 58 της για να διασκεδάσει τον ετοιμοθάνατο σύζυγό της. Κυκλοφορούσε μια πλαστική τσάντα και έγραφε όποτε έβρισκε χρόνο από τα οικοκυρικά.  Ο εκδότης της τη χαρακτήρισε «ερασιτέχνη συγγραφέα» μια χρονιά πριν το “Bookshop” φτάσει στη βραχεία λίστα των Booker και δυο χρονιές πριν το επόμενο βιβλίο της με τίτλο “Offshore” τελικά το κερδίσει. Είναι βιβλίο που μου ταιριάζει με την αρχή κάθε νέας χρονιάς μιας και στο Bookshop διακρίνεται ολοκάθαρα αυτό που η Fitzerald ήξερε ήδη και που η ηρωίδα του βιβλίου, όπως κάθε γυναίκα με ένα στόχο, μαθαίνει εν τέλει: η αποτυχία δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος.

Μαριαλένα Σεμιτέκολο, (συγγραφέας)

Όταν, στα 16 μου, κατά τη διάρκεια των διακοπών για τα Χριστούγεννα, διάβασα τον Φύλακα στη σίκαλη του J.D. Salinger δεν υποψιαζόμουν το αποτύπωμα που θα άφηνε μέσα μου. Ένιωθα όμως βαθιά συγκίνηση με την πρωτοπρόσωπη, ειλικρινή του αφήγηση. Είχα για πρώτη φορά την αίσθηση ότι ο ήρωας του βιβλίου αφηγείται σε εμένα προσωπικά την ιστορία του. Ότι ήταν, ας πούμε, κάτι σαν φίλος μου. Κάποιος που είχε χαθεί για λίγο και τώρα ήταν πίσω, κοντά μου για να μου πει τα νέα του, να μου μιλήσει « για κείνα τα τρελά» που του συνέβησαν «γύρω στα περσινά Χριστούγεννα» και μετά τον πήρε «η κάτω βόλτα». Κι εγώ τον άκουγα αχόρταγη και συντονισμένη με την κάθε του λέξη. Όταν πια τελείωσε με όσα είχε να (μου) πει, έμεινα να διαβάζω την τελευταία πρόταση του βιβλίου, ξανά και ξανά. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ ήταν δικός μου και συγχρόνως άπιαστος. Ένας φίλος που μου έλειπε ήδη. «Είναι περίεργο. Δεν πρέπει να διηγιέσαι ποτέ τίποτα, σε κανέναν. Έτσι και το κάνεις, τότε όλοι αρχίζουν να σου λείπουνε».

Μαριαλένα Σπυροπούλου (συγγραφέας)

Οι χειμωνιάτικες νύχτες όταν ήταν νεογέννητη η Ήβη φωτίζονταν από τα πολύχρωμα φωτάκια των λέξεων των παραμυθιών. Από όταν άρχισε να μιλάει ένα παραμύθι κρατιόταν σταθερό. Μαμά, να διαβάσουμε πάλι “το ποντικάκι;”, ξανά και ξανά, ζητώντας να πιάσει και εκείνη τα αστέρια που τώρα κοσμούσαν το θόλο του δωματίου της. Και όταν άρχισε να ψηλώνει, φώναζε όλο χαρά, “μπράβο ποντικάκι, το άγγιξες το αστεράκι… ”. Το παραμύθι ξεχάστηκε. Άραγε θυμόμαστε τίποτα από την παιδική μας ηλικία; Προχθές το βράδυ βρήκα τυχαία πάνω στο γραφείο της ξανά αυτό το παραμύθι. “Αναρωτιόμουν τι να κάνει το ποντικάκι”… μου είπε χαμογελώντας. Της έκλεισα το φως. Το δωμάτιο φωτίστηκε εμπρός μου με όλες τις σκηνές της παιδικής της ηλικίας.

Δημήτρης Σωτάκης (συγγραφέας)

¨Η Σκάλα”, του Σωκράτη Καψάσκη είναι ένα κείμενο που πάντα μου προκαλεί έντονη συγκίνηση. Το πρωτοδιάβασα πριν πολλά χρόνια, πρέπει να ήταν Χριστούγεννα του 2006, πρόκειται για ένα σπάνιας ευαισθησίας βιβλίο, το οποίο κατά κάποιο τρόπο χαρτογράφησε λογοτεχνικά και τον δικό μου κόσμο. Το εν λόγω σύντομο βιβλιαράκι εκδόθηκε το 1988, ο σκηνοθέτης και ποιητής ξεδιπλώνει έναν ονειρικό κόσμο, μια σπάνια αλληγορία, ικανή να παρεισφρήσει στα βαθύτερα υπαρξιακά στρώματα της συνείδησής μου.

 Ελένη Σβορώνου (συγγραφέας)

Τα Χριστούγεννα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ένα φάντασμα! Αυτό που επισκέπτεται τον Σκρουτζ στο γνωστό μυθιστόρημα του Ντίκενς. Εγώ όμως προτιμώ να με επισκεφθεί ξανά  το Μέλος φάντασμα, εκδ. Μελάνι, μυθιστόρημα της Μαρίας Γιαγιάννου. Για να καταδυθώ πάλι στο βασίλειο του ασυνείδητου, εκεί που τα αντικείμενα χάνουν το όνομά τους, εκεί όπου μνήμη και λήθη παίζουν ένα αέναο παιχνίδι αντικατοπτρισμών. Η μία συμπληρώνει αλλά και υποσκάπτει διαρκώς την άλλη. Ένιωσα σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Και σαν τον Γκιούλιβερ: άλλοτε να περισσεύω και άλλοτε να χάνομαι σε ένα σπίτι που είναι και δεν είναι το πατρικό μου. Παιχνίδια της μνήμης λοιπόν με ένα Μέλος φάντασμα.

Θόδωρος Σούμας (συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου)

Πέρσι τα Χριστούγεννα μου ήρθε η επιθυμία να διαβάσω τη Σεροτονίνη του Μισέλ Ουελμπέκενός συγγραφέα που με εξιτάρει και με βάζει σε σκέψεις με τη διαύγεια, τον κυνισμό και τη διορατικότητα των πεζογραφημάτων του. Μου γεννήθηκε η ιδέα πως μερικές γερές δόσεις σεροτονίνης, που θα έπρεπε να περιέχει το μυθιστόρημα, θα μου έκανε καλό στις συνθήκες γενικευμένης κατάθλιψης λόγω της εξάπλωσης της πανδημίας του κορονοϊού. Ο ήρωας κατέφευγε στη λήψη της ορμόνης μετά από τον θλιβερό κι απογοητευτικό χωρισμό του με την εκλεκτή του, την ερωμένη του. Να άλλος ένας σοβαρός και συνηθισμένος λόγος για να πάρεις ένα τέτοιο χάπι, οι γυναίκες και η μεγάλη θλίψη, η απόγνωση που σου φέρνουν οι αποτυχίες, το ανέφικτο κι οι διαψεύσεις μεγάλων ελπίδων ευτυχίας μαζί τους… Δεν φτάνει που ο ήρωας πίστεψε στην ευδαιμονία και στη μακροημέρευση του έρωτα, μετά την αναπόφευκτη απογοήτευση συνταυτίζεται με έναν παλιό φίλο του, έναν αγρότη που επενδύει στην απελπισμένη, επιθετική διαμαρτυρία ενάντια στο κράτος που εν μέσω παγκοσμιοποίησης παραμελεί τους αγρότες που παλεύουν με τα χίλια κύματα. Ο Ουελμπέκ περιγράφει ένα αγανακτισμένο, βίαιο κίνημα που είναι μια προεικόνιση των επερχόμενων γαλλικών κίτρινων γιλέκων. Το τέλος του οργισμένου φίλου είναι τραγικό! Μα τι να κάνει τώρα το έρμο το καταθλιπτικό που μας προτείνεται, ενάντια σε όλες αυτές τις ολοκληρωτικές αποτυχίες, ερωτικές, πολιτικές, επαγγελματικές και κοινωνικές; Είναι ανήμπορο χριστουγεννιάτικα… Ίσως όμως του χρόνου να τα πάμε καλύτερα.

Ροζίτα Σπινάσα (συγγραφέας)

Ήμουν ακόμη παιδί όταν το έπιασα στα χέρια μου, μια χριστουγεννιάτικη ημέρα δίπλα στο τζάκι. Λίλη Πριονιστή, Σαβουάρ Βιβρ (εκδόσεις Παρνασσός), και το διάβασα ξανά και ξανά: με διασκέδαζαν οι παλιομοδίτικες, καθωσπρέπει, με αλφαβητική σειρά δοσμένες («ορειβασία», «ορμητικότης», «ουίσκι») συμβουλές και τα κωμικά, πιπεράτα σκίτσα του. Όμως αυτό που με κέρδισε ήταν η ουσία του· το βιβλίο δεν εξαντλείται σε κομψές μεν, τυπικές δε «εντολές» καλής συμπεριφοράς, μα σηματοδοτεί μια στάση και φιλοσοφία ζωής εν γένει: την καλαισθησία, τον σεβασμό, τη διακριτικότητα, το νοιάξιμο να μην φέρουμε τους άλλους σε δύσκολη θέση – να μην τους στενοχωρήσουμε.  Κι αν η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, η ευγένεια, ως έννοια υπεράνω καταγωγής, κοινωνικής τάξεως, έμφυλων διακρίσεων και κάθε είδους εξουσίας, είναι το άλλο της μισό: η αρχοντιά του να είσαι καλός άνθρωπος, από το άλφα μέχρι το ωμέγα – κι αυτό είναι ένα μήνυμα χριστουγεννιάτικο και πανανθρώπινο.

 Έρη Σταυροπούλου (καθηγήτρια ΕΚΠΑ)

Κάποια Χριστούγεννα όταν ήμουν τεσσάρων-πέντε χρονών μου χάρισαν το πρώτο μου βιβλίο, Η Μυρτώ και τ’ αρκουδάκι της, έκδοση της Θείας Λένας. Εκείνη την εποχή, ακόμη και στις γιορτές, δεν υπήρχαν πολλά βιβλία για παιδιά. Μόνο πολλά όνειρα και η ελπίδα να πραγματοποιηθούν, καθώς έλαμπαν τα φώτα και μας παράσερνε η χαρά. Στο παραμύθι ένα μικρό κοριτσάκι λατρεύει το παιχνίδι της, μια μικρή καφέ αρκουδίτσα. Ένα βράδυ στο όνειρό της η αρκουδίτσα την παίρνει από το χέρι για ένα μακρινό ταξίδι. Για χρόνια, όταν έρχονταν Χριστούγεννα, ονειρευόμουν ένα τέτοιο μαγικό ταξίδι… Τώρα πια σπάνια βλέπω όνειρα, ίσως απλώς να μην τα θυμάμαι το πρωί. Ωστόσο, τα φετινά Χριστούγεννα ελπίζω, έστω και στον ύπνο μου, να αποδράσω από την πραγματικότητα.

Ελένη Στελλάτου (συγγραφέας)

Ήμουν δέκα χρονών όταν μου έφεραν το Μυστηριώδες Νησί ως δώρο Χριστουγέννων. Το κράτησα επίτηδες κλειστό μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κι άρχισα να το διαβάζω την στιγμή που άλλαζε ο χρόνος επειδή ό,τι γίνεται εκείνη την στιγμή, επαναλαμβάνεται διαρκώς μέσα στην χρονιά. Στο βιβλίο οι ναυαγοί πρέπει να μην κουραστούν να αντέχουν ό,τι φέρνει η κάθε μέρα κι επιπλέον δίπλα τους υπάρχει κάτι που πρέπει να ανακαλύψουν, ένας άνθρωπος απέναντι στον οποίο πρέπει να σταθούν στην σωστή απόσταση- όχι πολύ κοντά, όχι πολύ μακριά. Κι εγώ, με κάποιο τρόπο, νιώθω ότι η περιπέτεια που άρχισε τότε, ακόμη συνεχίζεται].

Γεωργία Συλλαίου, (συγγραφέας, μουσικός)

Παραμονή Χριστουγέννων στο πατρικό μου. Είμαι οχτώ χρονών και ψάχνω τις χάρτινες κούκλες της αδερφής μου για να περάσει η ώρα. Κάθε φορά που αργούν οι γονείς μου με βασανίζει η ίδια έμμονη ιδέα: ότι δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ. Η αδερφή μου έχει βαρεθεί να με παρηγορεί και το κάνει μόνο όταν βάζω τα κλάματα. Τέλος ακούω τον λυτρωτικό ήχο του κλειδιού στην πόρτα. Ήρθαν! Και μάλιστα με δώρα. Η μαμά χωρίς να βγάλει το παλτό της με παίρνει αγκαλιά, αλλά το κλάμα εξακολουθεί. Μου βάζει στα χέρια το πρώτο δώρο που βρίσκει στην τσάντα της. Σκίζω το περιτύλιγμα και διαβάζω: «Έκτορος Μαλό, Χωρίς Οικογένεια».

Δημήτρης Σωκιαλίδης , (οικονομολόγος, WWF)

Χριστούγεννα 2021. Εποχή απολογισμών για θέματα Επιστήμης και Ψευδοεπιστήμης! Η ιστορία της Φρενολογίας με βοήθησε ιδιαίτερα σε αυτόν τον απολογισμό, γιατί αναδεικνύει την αιώνια διαπάλη ορθολογισμού και ανορθολογισμού που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης και επιστήμης και η οποία φαίνεται να είναι δομική στην ανθρώπινη φύση. Με βοήθησε να καταλάβω και να νιώσω την έκταση της τρέχουσας αμφισβήτησης των επιστημονικών δεδομένων.  Ο καθηγητής Θανάσης Καράβατος περιγράφει γοητευτικά την μεταλαμπάδευση της  Φρενολογίας στη χώρα μας το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα και την εξέλιξή της από μια καταρχήν σωστή επιστημονική ιδέα σε μια ψευδοεπιστήμη, όπου πλήθος διασημοτήτων στριμώχτηκαν στις ουρές για την ψηλάφηση του ψυχισμού τους στα καρούμπαλα του ξυρισμένου κρανίου τους!

 

Κωνσταντία Σωτηρίου (συγγραφέας)

Το  βιβλίο που  άλλαξε τον κόσμο μου είναι το «Διπλό Βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή. Το διάβασα τα πρώτα μου Χριστούγεννα στο Πανεπιστήμιο, σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου, μακριά από τους δικούς μου και  θυμάμαι ακόμα εκείνη την απίστευτη αίσθηση που μου έκανε, το πόσο με παρηγόρησε. Και πως ένιωσα πως θα ήθελα κι εγώ να έγραφα έτσι. Νομίζω αυτό το βιβλίο με έκανε να θέλω να είμαι συγγραφέας. Και  ενίσχυσε την πεποίθηση μου πως ένα βιβλίο μπορεί να σώσει τον κόσμο-τον δικό μου τουλάχιστον κόσμο.

 

Φίλιππος Τσαλαχούρης, (συνθέτης, Ωδείο Αθηνών)

Ένα όνομα μου έρχεται στο νου σαν Χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα: Κόντογλου. Το παράξενο είναι πως δεν κάνω τη σύνδεση αυτή με τα μαγευτικά θρησκευτικά του κείμενα με της άμεσες αναφορές στη γιορτή. Κυρίως σκέφτομαι τον «Αστρολάβο» και την ονειρική περιγραφή του κόσμου. Οι πρώτες 10-15 σελίδες του βιβλίου έχουν τη θαλπωρή που βλέπει κανείς μόνον στο πρόσωπο ενός παιδιού το βράδυ των Χριστουγέννων. Η περιγραφή του κόσμου από τον Κόντογλου μπορεί να αποκοιμίσει κάθε παιδί μετά απ’ την έξαψη της γιορτής. Η πνευματικότητα της γραφής ανήκει σε αυτόν που πιστεύει πραγματικά στο θαύμα και ως παραμυθάς ανοίγει την μεγάλη του καρδιά.

 

Μισέλ Φάϊς (συγγραφέας)

Αλησμόνητη χριστουγεννιάτικη αναγνωστική εμπειρία είναι το μυθιστόρημα του Βίκτωρα Ουγκό  «Ο άνθρωπος που γελά». Ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα με το που έμαθα να διαβάζω, γύρω στα πέντε, πεντέμισι, στην συντομευμένη εικονογραφημένη εκδοχή του (Κλασσικά Εικονογραφημένα, Νο 58, κυκλοφόρησε  30/4/1953). Μετά στη Λεόντειο Πατησίων το διάβασα και στο πρωτότυπο («L’Homme qui rit», 1869). Το πρόσωπο του Γκουίνπλεϊν με τάραξε τόσο εκείνα τα Χριστούγεννα του 1962 στην παγωμένη και λασπωμένη Κομοτηνή, που ανέβασα πυρετό. Από τότε μάλλον πειστικά πως το υπαρξιακό και το πολιτικό είναι κάτι αξεδιάλυτο κι ότι η μάσκα στη γραφή (όπως το ξεσκισμένο χαμόγελο του   ευγενούς και χαρισματικού “σαλτιμπάγκου”) είναι κάτι αναγκαίο και κρίσιμο.

Αγγελική  Φουρνάρη (βιβλιοθηκονόμος)

…και με τις φωνές μέσα μας. «Ο Αργοναύτης» του Στράτη Μυριβήλη είναι μια  αφήγηση  με κεντρικό ήρωα ένα παιδί, τον  Αντρέα, ένα σύγχρονο Αργοναύτη  που λαχταρούσε να ταξιδέψει και να γίνει θαλασσινός ενάντια στη φωνή της μάνας του που τον ήθελε στεριανό! Ο ήρωας μου παλεύει με τα θέλω  και με τα πρέπει , με τη λογική και με το συναίσθημα, λαχταρά να πετάξει , λαχταρά να τολμήσει ! Εύχομαι αυτά τα Χριστούγεννα να δώσουμε όλοι χώρο στη φωνή μέσα μας, και αν την χάσαμε κάπου στη διαδρομή να προσπαθήσουμε να την εντοπίσουμε ξανά!

Αλεξάνδρα Χαϊνη, (δημοσιογράφος)

Ο Παράνα. Ναι, ο «Παράνα ο μικρός Ινδιάνος», ήταν το πρώτο βιβλίο-πυξίδα για τη ζωή μου. Με περίμενε μια χριστουγεννιάτικη νύχτα κάτω από το δέντρο της γιαγιάς. Τι κι αν νωρίτερα είχα κρυφοκοιτάξει τον πατέρα μου να το αφήνει προσεκτικά, η ρεαλιστική αφήγηση για τις περιπέτειες του μικρού στο δάσος του Αμαζονίου, τα λιγοστά ρούχα και το μελαμψό του δέρμα, οι βουτιές στο ποτάμι με τα αδέρφια του, ο ύπνος κάτω από τα αστέρια, λειτούργησαν ιαματικά, επουλώνοντας το κενό που θα άφηνε μια για πάντα ο Άι Βασίλης. Το βρήκα με δυσκολία στο internet δεκαετίες αργότερα, ελαφρώς μεταχειρισμένο και στα γαλλικά, όμως όταν το ανοίγω, μυρίζω ακόμη στις σελίδες του μανταρίνι και κανέλα και βλέπω ίδιο κι απαράλλακτο το πρώτο αγόρι που αγάπησα – κι ας μην το ήξερα τότε.

 

Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, (μουσικολόγος, διευθυντής του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής)

Τα Χριστούγεννα του 1985 ήμουν οκτώ ετών και ένα από τα δώρα που πήρα ήταν ο «Τρελαντώνης» της Πηνελόπης Δέλτα στην σκληρόδετη έκδοση της Εστίας. Από το 1985 μέχρι σήμερα πρέπει να έχω διαβάσει τις καλοκαιρινές περιπέτειες του «Αντώνη που είναι πολύ σκάνταλος» πάνω από 60 φορές με την τελευταία να είναι μέσα στην πρόσφατη καραντίνα. Όλα μου είχαν φανεί ωραία σε αυτό το βιβλίο αλλά αυτό που θυμάμαι από εκείνη την πρώτη φορά είναι το πόσο είχα γελάσει με την ψυχή μου όταν το διάβαζα. Ίσως και να γελούσαμε ευκολότερα τότε, ποιος ξέρει;

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, (κριτικός λογοτεχνίας)

Ένα λογοτεχνικό κείμενο με θαυμαστή διάρκεια, ένα λαμπρό κινηματογραφικό κύκνειο άσμα και ένας χορός δεξιοτεχνικών υπαινιγμών λίγο προτού τελειώσουν οι μεγάλες γιορτές του χειμώνα, την παραμονή των Θεοφανίων: αυτό είναι το διήγημα (μήπως νουβέλα;) «Οι νεκροί» (σε μετάφραση Άρη Μπερλή) ή «Ο νεκρός» (σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη) από τους Δουβλινέζους του Τζέιμς Τζόις, ένα κείμενο που έδωσε τον σκελετό για την τελευταία ταινία του Τζον Χιούστον το 1987. Χιονισμένο εξωτερικό τοπίο, ατμόσφαιρα εορταστικής ευδίας στους εσωτερικούς χώρους κι ένα πνεύμα κάθε άλλο παρά καταθλιπτικό αφού οι νεκροί του τίτλου όχι μόνο θα μείνουν για πάντα ζωντανοί στη μνήμη μας, σαν ένα είδος έμπνευσης και ιερής φανέρωσης (epiphany), αλλά και θα μας παρηγορήσουν δια βίου (χωρίς καμιά πλερέζα πένθους) για όλες τις απώλειές μας.

 

Σταύρος Χατζηθεοδώρου, (εκπαιδευτικός)

Στα φοιτητικά, εκεί στην ακρή της δεκαετίας του ογδόντα το πρωτοδιάβασα. Τότε που διαβάζαμε για να κάνουμε τους καμπόσους, να μας αγαπήσουν τα κορίτσια που θέλαμε να μας αγαπήσουν. Σχεδόν τραυματικά. Στη δίτομη έκδοση του Ζαχαρόπουλου σε μετάφραση του Άρη Δικταίου. Το αγόρασα παραμονές Χριστουγέννων, να το χαρίσω. Συνάντηση που δεν έγινε ποτέ. Παρολαυτά, χρόνια μετά δυσκολεύομαι να ξεδιαλύνω, αν η σκιά αυτού του Μαγικού Βουνού του Τόμας Μαν των ιδεών της νεοτερικότητας του στοχασμού των καινούριων ιδεολογικών και αισθητικών ρευμάτων -που ως άλλον Γιαν Κάστορπφ με ακολουθεί- είναι από το βάρος του βιβλίου ή το κορίτσι που με αρνήθηκε.

Αριστείδης Χατζής, (καθηγητής, ΕΚΠΑ)

Πλησίαζε η Πρωτοχρονιά και όπως πάντα άρχισα να ψάχνω πού είχαν κρύψει οι γονείς μου τα «δώρα του Άγιου Βασίλη» που θα βρίσκαμε, εγώ και τ’ αδέλφια μου, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο τα μεσάνυχτα της παραμονής. Ξεσήκωσα τα πάντα αλλά δεν έβρισκα κάτι. Και τότε σκέφτηκα να βγω στο μικρό στενό μπαλκόνι. Ανακάλυψα εκεί 2 ή 3 μεγάλες κούτες γεμάτες βιβλία. Ήταν ολόκληρη η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών. Ήμουν μόλις 10 ετών αλλά αυτό ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει κανείς. Δεν θα μου περνούσε ποτέ η ιδέα ότι οι γονείς μου θα ξόδευαν τόσα πολλά σε μια τόσο δύσκολη για την οικογένειά μου περίοδο. Ο πατέρας μου, όμως, την είχε αγοράσει με δόσεις από το βιβλιοπωλείο του Μπαρμπουνάκη. Εκείνον τον Δεκέμβριο του 1977, στο μπαλκόνι του διαμερίσματος που νοικιάζαμε στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας της Βενιζέλου, λίγο πιο πάνω από την Ερμού, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ένα ευτυχισμένο αλλά και μαγεμένο παιδάκι ξεπάγιαζε ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας κρυφά, έτοιμο να τα ξαναβάλει αμέσως όλα στη θέση τους όταν θα επέστρεφαν οι γονείς. 30 χρόνια αργότερα χάρισα το πολύτιμο δώρο στον μεγάλο μου γιο, που λατρεύει εξίσου με μένα την Ιστορία.