Σελίδες

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Φοίβος Οικονομίδης, Βορράς, μυθιστόρημα, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ


 ΦΟΙΒΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

Ο Φοίβος Οικονομίδης είδε το μυθιστόρημά του να εκδίδεται από τις εκδόσεις Εστία, στα 23 του


H σαββατιάτικη λαϊκή της Καλλιδρομίου είναι πλέον περισσότερο από ποτέ το πολιτιστικό γεγονός της γειτονιάς εν μέσω καραντίνας. Στο φοιτητικό διαμέρισμα του Φοίβου Οικονομίδη, μια ανάσα από τα κεντρικά της λαϊκής, ένας ολόκληρος τοίχος έχει μετατραπεί σε μαυροπίνακα που γράφει το σύνθημα “Η πόλη δεν μας ανήκει πια”.

Ένα από τα πράγματα που σίγουρα του ανήκουν, πάντως, είναι ο τίτλος του νεότερου συγγραφέα των εκδόσεων Εστία, οίκου συνδεδεμένου μεταξύ άλλων με τα ονόματα του Παλαμά, του Μυριβήλη και του Παπαδιαμάντη.

Ο κορωνοϊός του στέρησε το ιδανικό, ξέφρενο κλείσιμο της φοιτητικής ζωής του με ένα εξάμηνο Erasmus στο Μιλάνο, αλλά του χάρισε (την ίδια κιόλας μέρα!) το τηλεφώνημα που επικύρωνε την έκδοση του μυθιστορήματός του.

ADVERTISING

Ενός μυθιστορήματος που γράφτηκε, μεταξύ άλλων στο κινητό του, στον Κόκκινο Λωτό (κομβικό στέκι φοιτητικής ζωής στην Αθήνα!) ενώ οι φίλοι του κάπνιζαν και έπιναν λίγο πιο δίπλα. Με το εξαρχειώτικο διαμέρισμα, τoυς καλούς φίλους, τις συναυλίες και τις μπύρες, ο Φοίβος Οικονομίδης είναι ένα παιδί της γενιάς και της εποχής του. Έχει όμως ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει -καταφέρνει να ολοκληρώνει κάθε πράγμα με το οποίο καταπιάνεται.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Έτσι, ο Βορράς δεν ήταν καν η πρώτη του απόπειρα στο γράψιμο. Είχαν προηγηθεί δύο σενάρια για ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες εμπνεύστηκε, έγραψε και γύρισε τελικά με crowdfunding πετυχαίνοντας μάλιστα η δεύτερη, με τίτλο Camera Obscura να προβληθεί και στο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Θεσσαλονίκης.

Πώς βρέθηκε, όμως, ένας φοιτητής του Πολυτεχνείου να σκηνοθετεί και να γράφει μυθιστόρημα; «Διάβαζα από μικρός, είχα ερεθίσματα από ταινίες και παραστάσεις όπου έβλεπα με τους γονείς μου. Στο τρίτο έτος της σχολής έγραψα ένα σενάριο. Δεν ήξερα καν πώς πρέπει να είναι η σωστή δομή ενός σεναρίου, οπότε το έψαξα στο Google. Το έδωσα σε ένα φίλο μου σινεφίλ και με έψησε να το γυρίσουμε. Μετά από ένα χρόνο γύρισα και τη δεύτερη ταινία. Όταν άρχισα όμως να γράφω τον Βορρά, κατάλαβα ότι αυτό ήταν κάτι μεγαλύτερο. Και είπα “πάμε”. Συγκεντρώθηκα, διάβασα, και όσα διάβαζα στην πορεία με επηρέασαν -Καμύ, Κούντερα, Ουελμπέκ, Μαρκές».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Η πόρτα της Εστίας άνοιξε μέσω μιας φίλης του Φοίβου και εκείνος το έστειλε διερευνητικά, με την προσδοκία ενός feedback. Όμως το βιβλίο, που αφηγείται την ιστορία του Αλέξανδρου, ενός φοιτητή στην Αθήνα που μαθαίνει ότι σε εννιά μέρες ένας κομήτης θα πέσει στη Γη και τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παγώσουν, βρήκε το δρόμο του στο τυπογραφείο του ιστορικού οίκου.

Ο Βορράς μεταδίδει τους φρενήρεις ρυθμούς της φοιτητικής ζωής, ακόμη και υπό την απειλή ενός κομήτη. Ίσως επειδή η ίδια η διαδικασία της συγγραφής του βουτήχτηκε μέσα σε αυτήν. «Δεν είμαι ο τύπος του μοναχικού συγγραφέα. Έγραφα τη στιγμή που μου ερχόταν η έμπνευση. Ήμουν σε ένα μπαρ με τους φίλους μου και συζητούσαμε για την ευτυχία -άνοιγα εγώ τη συζήτηση για να παρατηρήσω πώς σκέφτονται οι συνομήλικοί μου πάνω στο θέμα και έγραφα τις σκέψεις στο κινητό. Ήμουν σε ένα ρεμπέτικο λάιβ και άκουγα έναν φίλο να μιλά για έναν προβληματισμό του -σημείωνα τις ατάκες και σε δεύτερη φάση έψαχνα ποιος θα ήταν μέσα στο βιβλίο και πώς θα μπορούσα να αποτυπώσω αυτή τη συζήτηση».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Μέσα στο δυστοπικό διάστημα των 9 ημερών, ο ήρωας προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει λίγες στιγμές ζωής και ευτυχίας, να συνδεθεί με τους ανθρώπους του πιο ειλικρινά από ποτέ. Ξενύχτια στην Πάτρα, μεθύσια, τσιγάρα, αυθόρμητη εξόρμηση για κάμπινγκ, η Αθήνα και η αστυνομία της -οικεία σκηνικά της πραγματικής ζωής μεταφέρονται ζεστά στο βιβλίο.«Ήθελα να γράψω την ιστορία ενός φοιτητή που θα την διαβάσουν φοιτητές και θα βρίσκουν τον εαυτό τους ή μεγαλύτεροι και θα θυμούνται τα φοιτητικά τους χρόνια. Το ταξίδι σε μια άλλη πόλη, η μελαγχολία μετά το πάρτυ, ο προβληματισμός και η αναζήτηση για την ευτυχία. Η Αθήνα, που είναι μια άσχημη πόλη αλλά ομορφαίνει από τις εμπειρίες μας, η αστυνομία που είναι πλέον παντού. Γράφοντάς το, νιώθω ότι έδωσα ένα closure στη δική μου φοιτητική ζωή».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Πάντως, ο Φοίβος είναι ένα παιδί της γενιάς του, των millenials δηλαδή, και υπό μία άλλη έννοια. Έγραψε μεν το πρώτο του βιβλίο, αλλά φυσικά έχει μια «κανονική» πρωινή δουλειά σε διαφημιστική εταιρεία -η μοίρα του συντριπτικού ποσοστού των καλλιτεχνών και creatives σήμερα. «Σκέψου ότι όταν κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία δούλευα και δεν είχα προλάβει να πάω να το δω. Θυμάμαι να σταματάω σε ένα βιβλιοπωλείο γυρίζοντας στο σπίτι, να κοιτάζω στις νέες κυκλοφορίες και να το βλέπω, και να με βλέπει. Σκέφτηκα “κάποιος μου κάνει πλάκα”».

Το ζήτημα δουλειάς για επιβίωση -δουλειάς για ευχαρίστηση είναι ένα από αυτά που θίγει άλλωστε και στον Βορρά. «Είναι αυτό που εννοώ όταν γράφω για τις “αίθουσες αναμονής”. Το να κάνεις μια άσχετη δουλεια δεν είναι καινούριο σαν ιδέα, αλλά τώρα τα πράγματα είναι χειρότερα. Εγκλωβιζόμαστε από αίθουσα σε αίθουσα, δεν παίρνουμε ανάσα, περιμένοντας να ζήσουμε αυτό που είχαμε φανταστεί. Πώς περιμένουν να πάμε τον κόσμο μπροστά, πώς περιμένουν να είμαστε χαρούμενοι;».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Συζητώντας για την «ρετσινιά» του Νetflix and chill που συνοδεύει τους millenials, φτάνουμε στην τρελιάρικη μπιτ γενιά αλλά και νωρίτερα, στη δεκαετία του ‘20 και στις ξέφρενες ζωές των διανοούμενων και συγγραφέων στο Παρίσι.

«Καταλαβαίνω ότι η μπιτ γενιά δεν έχει καμία σχέση με τη δική μας, και την κοιτάζω νοσταλγικά. Μου αρέσει ο Γκίνσμπεργκ, τον διαβάζω διαρκώς. Δεν θεωρώ όμως ότι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε και εμείς η μπιτ γενιά -απλώς είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Νομίζω ότι η ανάγκη για ελευθερία, για έντονες εμπειρίες, το συναίσθημα ότι θέλεις να βγεις εκεί έξω και να κατακτήσεις τον κόσμο υπάρχει εξίσου και εκφράζεται από τη δική μας γενιά. Μεγαλώσαμε με μία νοοτροπία ότι “το μέλλον μας ανήκει” και ξαφνικά φτάσαμε στα 20 και συνειδητοποιήσαμε ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Τι δουλειά θα κάνεις; Τι μεταπτυχιακό; Το μεταπτυχιακό θα σου εξασφαλίσει δουλειά; Ξαφνικά νιώθεις να συνθλίβεσαι. Νιώθω ότι η γενιά μας θέλει να ξεσπάσει, γιατί αγαπά τόσο πολύ τη ζωή αλλά βρίσκει διαρκώς εμπόδια».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Και τι κατάλαβε με το να καταπιαστεί τόσο νέος με ένα τεράστιο και χαώδες ζήτημα όπως αυτό της ευτυχίας; «Μπαίνεις στο κυνήγι ενός απόλυτου πράγματος, αλλά νιώθεις ότι δεν θα το φτάσεις ποτέ. Το ίδιο παθαίνουν και οι ήρωες. Νομίζω ότι αυτά τα απόλυτα είναι που μας κάνουν δυστυχισμένους. Πρέπει να δεχτούμε ότι η ευτυχία είναι ίσως κάτι φευγαλέο και όλα είναι μέσα στο παιχνίδι, ο έρωτας, η αποτυχία, η μελαγχολία. Είναι και αυτή η τάση της αυτοβελτίωσης που παίζει πολύ σήμερα, το “κατάκτησε την ευτυχία σε 5 βήματα”. Ποιος ξέρει να ζει, για να διδάξει και τους άλλους; Νομίζω ότι αν λέγαμε “ψάχνομαι, είμαι εκεί που είσαι κι εσύ” θα ήταν πιο ειλικρινές».

Τι σε κάνει χαρούμενο; «Πριν την πανδημία έβγαινα πάρα πολύ. Πήγαινα για ποτό, βόλτες, σινεμά, θέατρο, συναυλίες. Με κάνει χαρούμενο το να καταναλώνω τα δημιουργήματα άλλων ανθρώπων, με εμπνέει και νιώθω το ίδιο όταν κάθομαι και γράφω κάτι και αισθάνομαι ότι είναι ειλικρινές. Αλλά αυτό που με γεμίζει πραγματικά είναι το να τα μοιράζομαι. Αυτό δείχνω και στο βιβλίο, ότι το να μοιράζονται οι φίλοι τις χαρές αλλά και τις δυστυχίες, τις αγωνίες, τις ευάλωτες στιγμές τους είναι αυτό που τους σώζει κατά κάποιον τρόπο. Μοιράζονται τον πόνο τους και μετά μπορούν να το πάρουν και λίγο στην πλάκα. Επειδή το έχουν μοιραστεί.

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

Φεύγοντας, μια κλεφτή ματιά στα βιβλία του αποκαλύπτουν το Για την κυβέρνηση των ζωντανών του Μισέλ Φουκώ, το Ενάμισι δευτερόλεπτο φως του Γιάννη Μακριδάκη και το Όταν Όταν, μια συλλογή φωτογραφιών του Σπύρου Στάβερη και κείμενα του Ευθύμη Φιλίππου. Αν έπρεπε όμως να διαλέξει ένα βιβλίο για να προτείνει σε όλους, αυτό θα ήταν το Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μαρκές. «Προσπαθεί να σε κάνει να αισθανθείς την παροδικότητα της ζωής. Και ο μαγικός ρεαλισμός του μπορεί να κάνει και τον πιο κυνικό να πιστέψει ότι υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο στα πράγματα, κάτι μυστηριώδες και μαγικό».

Το πιστεύεις αυτό; «Όχι με την θεολογική έννοια, ίσως, αλλά υπάρχουν στιγμές που βιώνεις κάτι και λες “Αυτό είναι. Τώρα πραγματικά ένιωσα ζωντανός”».

Το μυθιστόρημα Βορράς του Φοίβου Οικονομίδη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία.


Διημερίδα με θέμα «Συρράκο 1821, 200 χρόνια από την Επανάσταση», Συρράκο, 30 και 31 Ιουλίου 2022, πνευματικό Κέντρο "Κ. Κρυστάλλης"

 


Διημερίδα με θέμα «Συρράκο 1821, 200 χρόνια από την Επανάσταση»

Ανοιχτή επιστημονική διημερίδα με θέμα «Συρράκο 1821, 200 χρόνια από την Επανάσταση» συνδιοργανώνουν ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων και το Κέντρο Μελέτης, Ανάδειξης και Προστασίας Φυσικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Συρράκου Ν.Π.Δ.Δ.«Ο Γεώργιος Γιαννιώτης», υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Ηπείρου, το Σαββατοκύριακο 30-31 Ιουλίου 2022 στο Συρράκο.

Η διημερίδα, της οποίας την έναρξη θα κηρύξει ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Κωνσταντίνος Τασούλας, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος, που έλαβε την έγκριση της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» και στοχεύει στην ανάδειξη του γεγονότος της Επανάστασης του Συρράκου το 1821, καθώς και της συμμετοχής του στον αγώνα της Ανεξαρτησίας. Τη διημερίδα συμπληρώνει η προβολή αποσπασμάτων σχετικής τεκμηριωτικής ταινίας (ντοκιμαντέρ) που εγκρίθηκε από την επιτροπή «Ελλάδα 2021» και χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης».

Τον γενικό συντονισμό της εκδήλωσης έχει η ιστορικός του Ηistoristai Νet για την εφαρμοσμένη ιστορία Μαρία Σαμπατακάκη, με την οργανωτική υποστήριξη της Τοπικής Κοινότητας Συρράκου και των Συνδέσμων Συρρακιωτών.

Οι εκδηλώσεις θα ξεκινήσουν το Σάββατο 30 Ιουλίου, στις 10.50 το πρωί, με επιμνημόσυνη δέηση στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου και θα ακολουθήσει κατάθεση στεφάνων στον χώρο των «Ηρώων».

Οι εργασίες της επιστημονικής διημερίδας θα ξεκινήσουν στις 11.30 το πρωί με χαιρετισμούς του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Κωνσταντίνου Τασούλα, της προέδρου της Επιτροπής Ελλάδα 2021 Γιάννας Δασκαλάκη – Αγγελοπούλου, του περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέξανδρου Καχριμάνη και του δημάρχου Βορείων Τζουμέρκων Γιάννη Σεντελέ.

Το υπόλοιπο πρόγραμμα έχει ως εξής:

12.15 -13.00 Εισαγωγική Συνεδρία – Παρουσίαση προγράμματος «Συρράκο 1821»

– Γιώργος Βαΐτσης, πρόεδρος κοινότητας Συρράκου – Η ανάδειξη της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς στο Συρράκο: Το πρόγραμμα: «Συρράκο 1821 – 200 χρόνια από την Επανάσταση».

– Μαρία Σαμπατακάκη, ιστορικός «Ηistoristai Net for Public & Applied History» – Γιατί το Συρράκο; Παράμετροι ενός προγράμματος δημόσιας ιστορίας.

Βικτωρία Βελοπούλου, σκηνοθέτης – Φιλμικά στιγμιότυπα: Συρράκο 1821, Η επανάσταση των Βλάχων.

13.30-14.00 Α Συνεδρία: Οι βλαχικές κοινότητες της Ηπείρου.

– Ζωή Τσιάμη, ιστορικός, υπεύθυνη σύνταξης «After Constantine» Journal – Βυζαντινές αναφορές των Βλάχων και η συγκρότηση της μετά-βυζαντινής τους ταυτότητας στην Ήπειρο του 19ου αιώνα.

– Ρωξάνη Καυταντζόγλου, ομότιμη διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ – Συνάντηση με τα αρχεία: Απρόσμενες εξελίξεις ενός ερευνητικού προγράμματος.

14.00-14.15 Συζήτηση.

14.30: Παράθεση γεύματος.

18.30-19.00 Β Συνεδρία: Συρράκο-Καλαρρύτες, πολεμικά γεγονότα, καταστροφή, ανασυγκρότηση.

– Παναγιώτης Γκαρτζονίκας, διευθυντής περιοδικού «Στρατηγείν, υποψήφιος διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου – Η Επανάσταση στην Ήπειρο και η εξέγερση Συρράκου – Καλαρρυτών.

– Κλεοπάτρα Παπουτσή, διδάσκουσα τουρκικής γλώσσας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠανεπιστημίουΜακεδονίας – Το Συρράκο μετά την καταστροφή: η επανακατοίκηση υπό οθωμανική διοίκηση.

19.00-19.15 Συζήτηση.

 

Κυριακή 31 Ιουλίου

11.30-12.30 Α Συνεδρία: Φιλελληνισμός και ιδεολογία

– Δήμητρα Κουκίου, αναπληρώτρια διευθύντρια Εθνικού Ιστορικού Μουσείου – Προσωπογραφίες Ηπειρωτών αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, φιλοτεχνημένες από τον Βέλγο διπλωμάτη Benjamin Mary.

– Ηλίας Σκουλίδας, επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων – Επαναστατικότητα στα Τζουμέρκα το 1821: οι βρετανικές προσλήψεις.

– Βασίλης Σαμπατακάκης, αναπληρωτής καθηγητής, διευθυντής Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Lund-Σουηδία – Ο Σουηδός στρατιωτικός και φιλέλληνας Nils Fredrik Aschling, η συμβολή του το 1822 στην ελληνική επανάσταση και η σχέση του με τον Ιωάννη Κωλέττη.

– Άριστείδης Χατζής, καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών Πανεπιστημίου Αθηνών – Ο νικητής της εμφύλιας σύγκρουσης: Ο Ιωάννης Κωλέττης από το 1821 έως το 1827.

12.30-12.45 Συζήτηση

13.15-14.15 Στρογγυλή τράπεζα: Η αξιοποιητική διάσταση της Ιστορίας. Μπορεί η παρελθοντική εμπειρία (οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική) ενός τόπου να γίνει μοχλός σύγχρονης ανάπτυξης;

Συζητούν οι υφυπουργός Τουρισμού Σοφία Ζαχαράκη, ο δήμαρχος Ιωαννίνων Μωυσής Ελισάφ, ο δήμαρχος Βορείων Τζουμέρκων Γιάννης Σεντελές ο πρόεδρος της Αnimasyros Film Festival & ASIFA HELLAS Βασίλης Καραμητσάνης. Συντονίζει η ιστορικός Μαρία Σαμπατακάκη.


Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Ευάγγελος Αυδικος, Ο λαϊκός δημιουργός ουδέποτε ήταν ένας απλός μεταφορέας, Μαριάνθη Καπλάνογλου: «Παραμύθια και καθημερινή ζωή, Θεωρητικές και εμπειρικές παράμετροι μιας λαογραφικής έρευνας στη Ρόδο», Σελ. 648, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2022, ΕΦΣΥΝ, 23-24 ΙΟΥΛΊΟΥ 2022


Είναι γνωστό πως ο λαϊκός πολιτισμός για πολλές δεκαετίες βρισκόταν, απαξιωμένος και από τους ίδιους τους φορείς του, στα κράσπεδα του ενδιαφέροντος. Ταυτίστηκε με μια συντηρητική αντίληψη και αποτέλεσε αναπόσπαστο στοιχείο της έκφρασης μιας συμπαγούς συλλογικότητας, στην οποία το άτομο υποτασσόταν στις ανάγκες της κοινότητας.

Αυτές οι αντιλήψεις, μπορώ να ισχυριστώ, συνιστούν αντανάκλαση, πλέον, μιας απαρχαιωμένης αντίληψης για τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνεται η λαϊκή δημιουργία. Με άλλα λόγια, υπονοείται αποκρυστάλλωσή της σε κάποιο χρονικό σημείο, το οποίο μπορεί να τοποθετείται, γενικότερα, στους αρχαίους χρόνους, το Βυζάντιο και τους πρώιμους νεότερους χρόνους. Η μορφή του είδους αλλά και η αφηγηματική οπτική, καθώς και η πολιτισμική στάση έναντι των ανιστορουμένων παραμένουν αμετάβλητα και ανεπηρέαστα στον χρόνο.

Το γεγονός οδήγησε σε στρέβλωση της αντίληψης για τη διαδικασία της πολιτισμικής δημιουργίας και τούτο οφειλόταν σε μια μακροσκοπική εξέταση των πολιτισμικών και κοινωνικών φαινομένων. Αυτά δημιουργήθηκαν άπαξ, σύμφωνα με την οπτική αυτή, και παρέμειναν αμετάβλητα στον χρόνο, χωρίς ο φορέας (τραγουδιστής, παραμυθάς κ.λπ.) να συνομιλεί με την εποχή, στη διάρκεια της δημιουργίας. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αντιμετωπίζονταν οι τραγουδιστές, οι αφηγητές, οι ξυλογλύπτες κ.λπ. ως απλοί μεταφορείς μιας γνώσης, χωρίς οιαδήποτε παρέμβαση και ενεργό συμμετοχή στην ίδια τη δημιουργία.

Από τα τέλη του 20ού αιώνα η άποψη αυτή άρχισε να αμφισβητείται. Το οφείλουμε στους νέους επιστήμονες που επιδόθηκαν σε συστηματική συλλογή του υλικού, συνομιλώντας με φορείς του πολιτισμού και τον ρόλο τους σε συγκεκριμένες κοινότητες. Συνέβη με το δημοτικό τραγούδι, με αποτέλεσμα να τίθεται με επίταση το αίτημα για ανατοποθέτηση των συνθηκών της λαϊκής δημιουργίας. Ο λαϊκός δημιουργός ουδέποτε ήταν ένας απλός μεταφορέας.

Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται, στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια και με τις λαϊκές αφηγήσεις, ιδίως με το λαϊκό παραμύθι, το οποίο για πολλά χρόνια, στη μεταπολεμική περίοδο, αποτέλεσε προνομιακό χώρο για την παιδική ηλικία. Αυτή η κατάσταση επισημοποιήθηκε με τη σύσταση των πανεπιστημιακών παιδαγωγικών τμημάτων, από τα οποία κάποια προκήρυξαν θέσεις διδασκόντων/ουσών για το λαϊκό παραμύθι. Το γεγονός αυτό λειτούργησε ανασταλτικά στη μελέτη του παραμυθιού ως συστατικού αφηγηματικού στοιχείου και διαλογικότητας στο πλαίσιο των τοπικών κοινοτήτων.

Στον 21ο αιώνα οι νέοι ερευνητές/τριες γνώρισαν τα νέα ρεύματα σκέψης, που μετατόπισαν το επίκεντρο από τα κείμενα στην αφήγηση ως μια διαδικασία επικοινωνίας και διαχείρισης των ανθρωπίνων σχέσεων. Παράγωγο της νέας αυτής στάσης είναι το βιβλίο της Μαριάνθης Καπλάνογλου, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, που ανήκει στη νεότερη γενιά των ερευνητών του λαϊκού παραμυθιού. Ουδέποτε εγκλώβισε την οπτική της στην παιδαγωγική εφαρμογή του παραμυθιού, ακόμη και όταν υπηρετούσε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Το βιβλίο της συνιστά σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Θα εξελιχθεί σε απαραίτητο εργαλείο τόσο για την κατανόηση του παραμυθιού ως αφηγηματικής και κοινωνικής διεργασίας όσο και για την ανατοποθέτηση ευρύτερα της έρευνας. Συνιστά τομή στη βιβλιογραφία, εισφέροντας νέες ιδέες και νέα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία.

Η σπουδαιότητα του βιβλίου δεν απορρέει, πρωτίστως, από τη συνομιλία με μια ευρεία βιβλιογραφία που τη διευκολύνει να δαμάσει το υλικό της. Στην Εισαγωγή και το Πρώτο Μέρος θέτει επί τάπητος τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετώπισε η επιστήμη της λαογραφίας και η παραμυθολογία, εγκλωβισμένη ούσα, για πολλά χρόνια, σε μια κειμενική προσέγγιση των παραμυθιών. Η Καπλάνογλου, διδάσκοντας αλλά και ερευνώντας το παραμύθι –και για τις διδακτικές ανάγκες της στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών– ανοίγεται στα θεωρητικά διεθνή παραμυθολογικά ρεύματα, στα οποία έχει η ίδια παρεμβατικό ρόλο, ωριμάζει και διαμορφώνει το δικό της θεωρητικό και μεθοδολογικό σύμπαν.

Ακόμη, το ειδικό βάρος του βιβλίου δεν προέρχεται από την ιστοριογραφική αναφορά στις πρώτες καταγραφές παραμυθιών, που οφείλονται σε ταξιδευτές και φιλέλληνες της κεντρικής Ευρώπης, στο πλαίσιο της στροφής, ήδη από την περίοδο του Διαφωτισμού (18ος αι.), στον λαϊκό πολιτισμό (Hahn, Pio, Dawkins κ.λπ.).

Η μελέτη της Καπλάνογλου αποκτά δυναμική από τη συστηματοποίηση παλαιότερων σπερματικών απόψεών της που ανατοποθετούν την έννοια της δημιουργίας, καθώς και τη σχέση του αφηγητή με το αφηγηματικό του ρεπερτόριο. Τέτοιο πρώιμο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Σεβαστή Σούτσου, κόρη επιφανούς οικογένειας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία άκουσε τα παραμύθια από τη Χιώτισσα υπηρέτρια, στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ωστόσο, ο ρόλος της Σούτσου δεν ήταν του απλού μεταφορέα των τριών παραμυθιών που κατέγραψε. Εχει ενεργό ρόλο στην επεξεργασία τους και στην αποτύπωση της δικής της οπτικής.

Η Καπλάνογλου χρησιμοποιεί ως αφετηρία τις παρατηρήσεις της, για να αναδείξει τον ουσιαστικό ρόλο των αφηγητών στη διαμόρφωση και εξέλιξη της αφήγησης. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιεί ένα πλουσιότατο σώμα παραμυθιών, που καταγράφηκαν στα Δωδεκάνησα, σε μια περίοδο είκοσι ετών. Και δεν περιορίζεται εκεί. Με αφετηρία τα Δωδεκάνησα, συνομιλεί με παραδείγματα από πολλές περιοχές.


Μαριάνθη Καπλάνογλου: «Παραμύθια και καθημερινή ζωή, Θεωρητικές και εμπειρικές παράμετροι μιας λαογραφικής έρευνας στη Ρόδο», Σελ. 648, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2022

Πρώτα απ’ όλα, η συγγραφέας επαναφέρει το ζήτημα των πολιτισμικών ωσμώσεων με αφορμή τις εποχικές μετακινήσεις και μεταναστεύσεις των νησιωτών του κεντρικού και νοτίου Αιγαίου στις μικρασιατικές ακτές αλλά και στην Πόλη και την Προποντίδα. Είναι προσφυής η εμμονή της στις ιστορίες ζωής των αφηγητών της αλλά και των προγόνων τους, από τους οποίους μυήθηκαν στον χώρο αυτό.

Οι αφηγήσεις για τη μετανάστευση στις απέναντι ακτές, για αγροτικές εργασίες ή για την απασχόληση ως τεχνίτες ή υπηρέτριες συμβάλλουν καθοριστικά στην κατανόηση του γεγονότος ότι η αναζήτηση της αυθεντικότητας και των ορίων στη μετανάστευση πολιτισμικών μοτίβων αποτελεί ματαιοπονία.

Θα μπορούσαν να προστεθούν και πολλές άλλες διαστάσεις, όπως, για παράδειγμα, ότι το παραμύθι δεν είναι δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου. Αντίθετα –και πέρα απ’ αυτό– το παραμύθι, ο έντεχνος λαϊκός λόγος γενικότερα, συνιστά δράση για την οργάνωση των καθημερινών εργασιακών και οικογενειακών υποχρεώσεων. Επιπλέον, είναι στρατηγικές για την ανανέωση της κοινοτικής και οικογενειακής μνήμης, αλλά και για τη διαχείριση του πολιτισμικού περιβάλλοντος, καθώς και της έκφρασης των συναισθημάτων.

Η συγγραφέας επαναφέρει στη συζήτηση την πολυπλοκότητα στη σύνθεση ενός παραμυθιού, αναδεικνύοντας όσα στερεότυπα επικράτησαν, ότι τάχα ένα παραμύθι συγκροτούνταν από μια απλή παράθεση μοτίβων. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι «το λαϊκό παραμύθι δεν είναι μόνο ένα άθροισμα μοτίβων ριζωμένων στην τοπική κουλτούρα αλλά και ένας αυτόνομος τρόπος λογοτεχνικής οργάνωσής τους σε ένα συνεκτικό σύνολο».

Η Καπλάνογλου αφιερώνει σ’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της μελέτης, εστιάζοντας στα παραδείγματα αφηγητών και αφηγητριών από το νότιο Αιγαίο. Ειδικότερα, το παράδειγμα των δύο αδελφών (Σταματίας και Μαρκέλλας) της επιτρέπει να τεκμηριώσει τον κρίσιμο ρόλο του αφηγητή/τριας στη διαχείριση του υλικού. Οι δύο αδελφές γίνονται δημιουργοί. Η διαδικασία αυτή υπενθυμίζει όσα είπε ο Νικόλαος Πολίτης, πριν από έναν αιώνα και πλέον, για τον ρόλο του ατόμου στη λαϊκή δημιουργία. «Ο είς των πολλών, ο έχων το χάρισμα» είναι η αφετηρία. Η καίρια επισήμανση του Πολίτη επικαλύφθηκε από απλοϊκές –και λαογραφικές– προσεγγίσεις.

Η συγγραφέας επιστρέφει συνεισφέροντας τη συστηματική μελέτη του ρεπερτορίου των αφηγητριών της. Οι δύο αδελφές, για παράδειγμα, έχουν το ίδιο σημείο εκκίνησης. Εμαθαν τα παραμύθια από την ίδια πηγή, τον πατέρα τους. Ομως, η κάθε μία διαχειρίζεται το υλικό με τον δικό της τρόπο, αποτυπώνοντας τη δική της αντίληψη για τη λογοτεχνική δημιουργία. Γιατί αυτό κάνει ένας χαρισματικός/ή αφηγητής/τρια.

Η μελέτη της Καπλάνογλου είναι σημαντική για την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας, η οποία δεν είναι προϊόν ευκολίας και απλοϊκής προσέγγισης της αφηγηματικής σύνθεσης. Αντίθετα, προϋποθέτει γνώση πολλών ιστοριών, συγκρότηση ρεπερτορίου και γρήγορα αντανακλαστικά στη διάδρασή του με το ακροατήριο. Ο προφορικός δημιουργός δεν έχει την πολυτέλεια του εργαστηριακού χρόνου στη συγγραφή. Τη σπουδαιότητα δε αυτών των αφηγήσεων έχουν εκτιμήσει πολύ οι σχολές δημιουργικής γραφής, τις οποίες εντάσσουν στα μαθήματά τους ως πηγή για δημιουργία κειμένων, ιδίως, της μικρής φόρμας.

Το ίδιο αντιλαμβάνονται και οι μυθιστοριογράφοι που δεν έχουν εμμονές. Οι ποιητές (Σεφέρες) κατανόησαν πολύ νωρίς τη δύναμη –που συχνά φτάνει στα όρια του σουρεαλισμού– των εικόνων του δημοτικού τραγουδιού. Το ίδιο συμβαίνει και με το παραμύθι, όπου η μεταφορά και η εικονοποιία του χρησιμοποιούνται για μια πρόδρομη εμφάνιση του μαγικού ρεαλισμού. Ο δε εγκιβωτισμός μιας ιστορίας σε μια άλλη είναι αφηγηματική ιδιοπροσωπία του παραμυθιού. Δημιουργούνται πανδοχεία παραμυθιών για τον εντοπισμό της μαγικής συζύγου

Η Καπλάνογλου, συνεπώς, καταθέτει ένα βιβλίο πολυδιάστατο. Μια μελέτη για το παραμύθι, που προσφέρεται για όλους/ες. Γιατί «το λαϊκό παραμύθι είναι σαν ένα πηγάδι που δεν ξέρουμε το βάθος του, αλλά απ’ όπου ο καθένας αντλεί σύμφωνα με τις ανάγκες του» (Röhrich).