Σελίδες

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Η σκούπα του Αϊ-Σουλά, EFSYN, 22 Οκτωβρίου 2024

 

«Τη μέρα εξυπηρετεί, τη νύχτα δεσπόζει. Τι είναι;» Παλιότερα το παιχνίδι με τα αινίγματα ήταν αγαπημένη δραστηριότητα. Αφορούσε τους πάντες. Με τον τρόπο αυτό πετύχαιναν τρία πράγματα. Το ένα ήταν η συνοχή της ομάδας, καθώς όλοι συμμετείχαν σε μια ψυχαγωγική και γνωστική διαδικασία. Το δεύτερο αφορούσε την πατριδογνωσία. Το αίνιγμα αντλούσε υλικό από οικείες εικόνες, των οποίων η απάντηση υπονόμευσε τον κυρίαρχο ορθολογισμό. Το τρίτο είναι η καλλιέργεια μιας δυνατότητας απεγκλωβισμού από τον θετικισμό. Και όλα αυτά, χωρίς θεωρητικολογίες.

Η απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα είναι: η σκούπα. Στις μέρες μας το μυαλό των νεότερων θα πήγαινε στις ηλεκτρικές σκούπες, μικρές και μεγάλες. Ομως, ακόμη και σήμερα υπάρχει βιοτεχνία, ιδίως στη Νέα Βύσσα του Εβρου, που φτιάχνουν σκούπες – αλλά και αλλαχού. Στην καθαρεύουσα η σκούπα είναι γνωστή με την ονομασία «σάρωθρον». Κατασκευαζόταν από την αφάνα, έναν ακανθώδη θάμνο, ή από τις κορφάδες του φυτού σόργου.

Το ενδιαφέρον με τη σκούπα, όποιο και αν είναι το υλικό, εντοπίζεται στην καθημερινή χρηστικότητα. Καθαρίζει το σπίτι αλλά και τους επαγγελματικούς χώρους. Μαζεύει τα σκουπίδια. Ομως, στη χρηστικότητα οφείλεται η πολλαπλή μεταφορική της σημασία. Πρώτα απ’ όλα, η ταύτισή της με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τους έμφυλους ρόλους. Η σκούπα και το καθάρισμα ταυτίζονται με τις γυναίκες αλλά και με περιθωριοποιημένες κοινωνικές τάξεις (παραδουλεύτρες, καλφάδες). Είναι γνωστό πως προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένα κορίτσι έτοιμο για γάμο, ήταν να αποκτήσει τη δεξιότητα να μη «σκουπίζει όσα βλέπει η πεθερά».

Πέρα από τα άλλα, ποιος /α δεν έχει ακούσει ή δει την ιστορία της μάγισσας Φούρκας, η οποία ανεβαίνει στη σκούπα της, καταργώντας τους νόμους της φύσης και προαναγγέλλοντας τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες έκαναν πράξη τις μύχιες επιθυμίες πολλών γενεών που μεγάλωσαν με την επιθυμία να απογειωθούν.

Η λειτουργία ως σαρώθρου της σκούπας την κατέταξε στα βασικά μέσα μαγικών πράξεων. Αναφέρεται συχνά στα ξόρκια με θεραπευτική πρόθεση. Να σκουπίσει το κακό. Σ’ αυτή την περίπτωση, όταν η μαγική αντίληψη συναντιέται με την έκκεντρη θρησκευτική πίστη παράγει σουρεαλιστικά αποτελέσματα. Ενα ζευγάρι, στη δεκαετία του 1980, που είχε αποκτήσει κορίτσια, προσέφυγε σε μοναστήρι, στο οποίο ένιοι μοναχοί τούς συνέστησαν, εκτός από τη νηστεία και τις προσευχές, να επιχειρήσουν τη συνεύρεση πάνω σε σκούπα, ώστε να σαρωθεί το «κακό».

Στο μοναστήρι του Αϊ-Σουλά, στη Σουρωνή Ρόδου, επισημαίνει η λαογράφος Μαρία Ανδρουλάκη, οι πιστοί αφιέρωναν σκούπες στον άγιο, ώστε, με τη βοήθεια του αγιάσματος να τους θεραπεύσει από τα δερματικά νοσήματα. Πολύσημη η σκούπα. Ακόμη και στην πολιτική είναι παρούσα. Πολυνομοσχέδια-σκούπα αλλά και σκουπίζουν οι έχοντες την εξουσία τους αντιπάλους. Και οι πολίτες; Να ’χε σκούπρα η σκούπα μας…

 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, O Λάμποβος της Παραμυθιάς, efsyn, 15 Οκτωβρίου 2024

 

Αρχινάει στα Τρίκαλα, Λιάκο μ’, το παζάρι». Αυτά τραγουδάει η Λιζέτα Νικολάου, που μεταφέρει ήχους και λέξεις, γεύσεις και εικόνες μιας άλλης εποχής. Τότε που η ύπαιθρος περίμενε το ετήσιο παζάρι να πουλήσει σκουτιά και αγροτικά προϊόντα, αλλά, κυρίως, να γευτεί, να ψαύσει έναν άλλο τρόπο ζωής. Εκείνον της πόλης. Να χορτάσουν τα μάτια τους με εικόνες ανέγνωρες. Να σπάσουν τη μονοτονία της υπαίθρου απολαμβάνοντας έναν ξένο τρόπο ζωής. Αλλες γεύσεις και θεάματα, άλλα χρώματα. Γόβες, φούστα παρδαλή, γιορντάνι. Αλλά και να δει την Γκόλφω και τον Αράπη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τη μουσική του, κυρίως ο Κώστας Βίρβος σκιτσάρει τον κόσμο της υπαίθρου, τις επιθυμίες του, τις ανάγκες του.

Στην εποχή μας δεν θα μπορούσε να γραφτεί ένα τέτοιο τραγούδι. Οι πολίτες της χώρας, όπου και αν ζουν, βλέπουν τα ίδια θεάματα, αγοράζουν τα ίδια πράγματα, καθώς το shopping online αλλά και τα πολυκαταστήματα έχουν αντικαταστήσει, σε καθημερινή βάση, το ετήσιο παζάρι.

Δεν κίνησα για τα Τρίκαλα, ή τα Φάρσαλα, όπου γίνονται, παλαιόθεν, σπουδαία παζάρια. Στόχος μου ήταν το παζάρι της Παραμυθιάς, γνωστό ως Λάμποβος, ιστορική ένδειξη των μετακινήσεων πληθυσμών όταν δεν υπήρχαν τα σύνορα όπως τα ξέρουμε σήμερα.

Η πόλη είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία. Μοιάζει να ιππεύει το σαμάρι του όρους Γκορίλα, που έχει υψώσει προστατευτικό περιτείχισμα στην πλάτη της. Περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους, έχεις την εντύπωση ότι ακούς τις λαλιές των Τζαβελλαίων και των άλλων οπλαρχηγών. Θα επισκέπτονταν τον Λάμποβο, στις αρχές Οκτωβρίου, «όπου ικανά κτήνη και εδώδιμα πωλούνται» (Αραβαντινός, 1857). Οι Σουλιώτες, αρματωμένοι, θα κατέβαιναν στην Παραμυθιά, να ψωνίσουν για τον χειμώνα. Αλλά και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους προκρίτους.

Η πόλη έχει φορέσει τα καλά της. Ζει για τον Λάμποβο. Για δέκα ημέρες η Παραμυθιά επιστρέφει στο παρελθόν. Τότε που ήταν το κέντρο της περιοχής. Που η αγορά της εξυπηρετούσε τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς. Οι νέοι δρόμοι, η θάλασσα, το λιμάνι της Ηγουμενίτσας της στέρησαν την πρωτεύουσα θέση. Ομως, στον κόρφο της κρατάει ακόμη τα εμβλήματα ενός ακμάζοντος παρελθόντος.

Ο Λάμποβος είναι η μεγάλη, λαϊκή γιορτή. Κινητοποιούνται όλοι/ες. Παντού στήνονται πρόχειρες ψησταριές. Η τσίκνα από τα κρέατα απλώνεται στην ατμόσφαιρα, στοχεύοντας στη διέγερση της επιθυμίας. Τουριστικά λεωφορεία ξεφορτώνουν ημερήσιους επισκέπτες. Γυναίκες και άντρες επιστρέφουν με τσάντες γεμάτες. Ο κεντρικός δρόμος θυμίζει παλιό νυφοπάζαρο. Ο διάδρομος ανάμεσα στα πρόχειρα καταστήματα δυσκολοδιάβατος από την πολυκοσμία. Ανάμεσά τους μαθητές/τριες από τα τοπικά σχολεία.

Οι εποχές άλλαξαν. Η ανάγκη, όμως, για συμμετοχή σε μια γιορτή παραμένει ισχυρή. Το ίδιο και η επιθυμία των ντόπιων να διεκδικήσουν μια θέση στην οικονομική γεωγραφία.

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το παγκάκι, EFSYN, 8 Οκτωβρίου 2024

 

Οκτώβριος. Ανακουφιστική η πτώση της θερμοκρασίας. Είναι η μόνη πτώση που δεν προκαλεί αμηχανία. Τα φύλλα των δέντρων γέμισαν την πλακόστρωση. Ο γύρω χώρος μοιάζει με χαλί φτιαγμένο από φύλλα πλατάνου. Προκλητικό το θέαμα, μου ’ρχεται να ξαπλώσω πάνω του, να σκεπαστώ με το χαλί, να πέσω σε χειμερία νάρκη, να χωθώ στην αγκαλιά της φύσης. Με προλαβαίνει ένα κατάξανθο αγγελούδι, με τα μακριά μαλλιά του, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρόνων. Τα δόντια αραιωμένα, η γλώσσα να πέφτει στη λακκούβα, τα φωνήεντα να βγαίνουν πατημένα. Μαμά, έλα κι εσύ να ξαπλώσουμε. Αλλη φορά, της κάνει νόημα η μητέρα απορροφημένη από τη συνομιλία στο κινητό.

Στο διπλανό παγκάκι ένα ζευγάρι που νιώθει την εποχή να την έχει κάνει εσάρπα. Εχουν περάσει τα χρόνια, το απόγευμα ζεστό, ο ήλιος που γέρνει κρατάει τις τελευταίες αχτίδες γι’ αυτό το παγκάκι, γι’ αυτό το ζευγάρι, το λούζει στο φως του που ζεσταίνει τα κόκαλα. «Σταθμός Πελοποννήσου /κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι/μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα». Σαν να ακούω τη φωνή του Γιάννη Βαρβέρη, που συνομιλεί με τη μάνα του («Εσπερινός της Αγάπης»).

Το ζευγάρι σε αρκετά ώριμη ηλικία, η γυναίκα ακουμπά το κατάλευκο κεφάλι στον αντρικό ώμο, που την έχει αγκαλιάσει με το αριστερό, τρεμάμενο χέρι του. Απλώνει τη δεξιά παλάμη του, να εμποδίσει τον ήλιο να της προκαλέσει δυσφορία. Γυρίζει εκείνη, ακουμπά τα χείλη της στο πέτο του σακακιού. Γέρνουν και οι δύο στην πλάτη του παγκακιού. Κλείνουν τα μάτια. Ο ήλιος περιλούζει το ξύλινο παγκάκι, φαίνεται να φτιάχνεται ένας φωτοστέφανος από την αντανάκλαση των ηλιαχτίδων στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι. Κάθομαι δίπλα, να δανειστώ μια σταλιά από την αγάπη τους. Με δυσκολία μετακινούνται, να μου κάνουν χώρο. Αλαφιάζομαι. Νιώθω ιερόσυλος.

Σηκώνομαι όρθιος, βιαστικά απομακρύνομαι. Σαν να με κυνηγούν ερινύες. Διασχίζω τους πολύβοους δρόμους. Λαχανιασμένος, πλην ανακουφισμένος, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι. Με σήκωσε το οργιό. Μάρμαρο η βάση, κούρμπα οι άκρες. Απλώνω το κορμί μου προς τα πίσω να ξεκουραστώ, να απολαύσω τον καφέ που αγόρασα σε πλαστικό. Νιώθω τον καφέ να περιχύνεται στα ρούχα, τσίριξα από την κάψα. Το κεφάλι μου ευτυχώς δεν χτύπησε στον κόθρο του τσιμέντου, ευτυχώς κάποιοι είχαν αφήσει μια πλαστική σακούλα με ό,τι περίσσεψε από το απογευματινό τους.

Σκέφτομαι να γράψω γράμμα στους δημάρχους. Να μιλήσει ένα παγκάκι ξύλινο. Με πλάτη βεβαίως. Να τους ρωτήσει γιατί κυνηγάνε τους μοναχικούς, τους ερωτευμένους, τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους απελπισμένους. Ολους εκείνους που θέλουν να ξαποστάσουν. Που δεν έχουν χρήματα να καθίσουν στο καφέ. Γιατί βάζουν παγκάκια χωρίς πλάτη;

Κάθομαι σ’ ένα παλιό παγκάκι. Δίπλα μου μια καρδιά, το σχήμα ξεφτισμένο.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο γερασμένος κόσμος μας, EFSYN, 1 Οκτωβρίου 2024

 

«Προσπαθώ να πω τα πράγματα/με τ’ όνομά τους/και κάθε τόσο συναντώ/καινούργιες δυσκολίες» («Η βία», Τίτος Πατρίκιος). Η δεύτερη ημέρα του Οκτωβρίου είναι αφιερωμένη στη μη βία. Πρόκειται για μία από τις εκατοντάδες επετειακές ημέρες που προκαλούν αμηχανία. Γιατί οι αφιερωματικές ημέρες λειτουργούν ως αντιδομή, για να χρησιμοποιήσω αυτόν τον κλασικό όρο.

Είναι, με άλλα λόγια, βαλβίδες εκτόνωσης και μεγαλόστομων διακηρύξεων για όσους κυβερνούν τον πλανήτη ή έχουν την ευθύνη της ασφάλειας. Λόγια κενά περιεχομένου που χαϊδεύουν τα αυτιά. Λόγια που εξατμίζονται την επόμενη ημέρα. Μια άλλη επέτειος θα αντικαταστήσει την απελθούσα.

Εχει δίκιο ο ποιητής. Πώς μπορεί να μιλήσει κάποιος γι’αυτό που συμβαίνει. Για την καθολική βία. Ολος ο κόσμος είναι ένα καζάνι που βράζει. Κάθε τόσο το καζάνι κοχλάζει και ξεπετάγεται ο ζεματισμένος ατμός της βίας που προκαλεί κοινωνικά εγκαύματα. Η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, λεγόταν παλιότερα. Ο ποιητής δυσκολεύεται να την ορίσει, δεν προσφεύγει σε εύκολα σχήματα. Το βέβαιο είναι πως η βία ενθαρρύνεται από πολλούς, σε όλο τον κόσμο. Που προσδοκούν σε οφέλη.

Τι συμβαίνει, όμως, με τη βία των εφήβων; Πώς να οριστεί; Πώς να πεις τα πράγματα με το όνομά τους; Αρκεί η μεταφορά της συζήτησης στον ψυχικό κόσμο των παιδιών; Η Οπυ Ζούνη, η σπουδαία εικαστικός, προτείνει τη δική της στάση. Τι να αφήσεις σ’ έναν γερασμένο κόσμο; αναρωτιέται. Μόνο αισιοδοξία μέσα στην ακατάσχετη βία, προσθέτει. Και την πιο απελπιστική, τη νεανική βία. Τι κόσμο χτίζουμε, που δεν μπορούμε ακόμα να κατευθύνουμε τη νεανική ενέργεια σε θετικούς στόχους;

Μια φωνή που στοχεύει στην καρδιά της γερασμένης κοινωνίας μας. Που πιστεύει πως η μποτοξοποίηση του προσώπου της μπορεί να την ξανανιώσει. Τακτική στρουθοκαμήλου. Βάζει το κεφάλι στην άμμο ζώντας με ψευδαισθήσεις. Τι κόσμο χτίζουμε για τις νέες γενιές; Αρκεί να γινόμαστε κήνσορες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και πολιτευτές; Η βία υπάρχει παντού, γίνεται πρότυπο συμπεριφοράς. Ο δημόσιος λόγος παράγει βία. Λόγος τοξικός. Οι πρώην φίλοι, σύντροφοι και σύμμαχοι γίνονται προδότες. Μισιούνται. Και δεν εξαιρείται κανένας. Οι έφηβοι εσωτερικεύουν τη βία, τον επιθετικό λόγο ως τη μόνη λύση. Δεν καλλιεργείται η ανεκτικότητα. Ο διάλογος εξοστρακίζεται. Η εξόντωση του αντιπάλου, ο μόνος στόχος.

Τρομάζει η βία των εφήβων. Μας θυμίζει πως οι ανθρώπινες κοινωνίες οπισθοχωρούν. Οσο και αν νομίζουν πως προοδεύουν. Οι έφηβοι ζητάνε να ακουστούν. Ενα μεγάλο ποσοστό γονέων τροφοδοτεί τη βία των παιδιών. Με την απουσία τους. Πολλοί γονείς εξελίσσονται σε τρομοκράτες στα σχολεία. Η ανεξέλεγκτη παροχή υλικών αγαθών μπορεί να μακιγιάρει την ευθύνη τους. Οι συνεπείς εκπαιδευτικοί σιωπούν για να μη βρουν τον μπελά τους.

Γερασμένος ο κόσμος μας... Διορθώνεται με τιμωρίες; Αβέβαιο.