Σελίδες

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Ν.Σκουτέρη-Διδασκάλου, Θρύψαλα, φαντάσματα, φυγές

Θρύψαλα, φαντάσματα, φυγές
κείμενα
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΑΥΔΙΚΟΣ | Κυριακή 15 Ιουνίου 2003

H συγκέντρωση μιας εικοσιπεντάχρονης αρθρογραφίας (δεκαπενθήμερος «Πολίτης», «Το Βήμα της Κυριακής», «Καθημερινή», «Αυγή») και η έκδοσή της σε έναν τόμο που αισθητικά σχηματίζει τη βασική συνιστώσα στη σκέψη της Νόρας Σκουτέρη-Διδασκάλου - το παιγνιώδες ύφος στη χρήση των λέξεων, τα νοήματα, τα χρώματα, που καλούν τον αναγνώστη να συμπληρώσει τα μισοτελειωμένα σχήματα, για να εισχωρήσει στον διανοητικό κόσμο της συγγραφέως - θυμίζει την απουσία της από την κυριακάτικη αρθρογραφία.

Τα κείμενά της διευκόλυναν τους αναγνώστες να κατανοήσουν την τάξη της αταξίας, στην οποία συχνά αναφέρεται στα κείμενά της. Προσέφεραν τη χαρά του ταξιδιού «στο εδώ και στο εκεί, στο περιορισμένο και στο επέκεινα, στο οικείο και στο ξένο, στο ιθαγενές και στο οθνείο» (σελ. 351), τη δυνατότητα να αρμενίσουν στη φαινομενική αταξία. Οι κυριακάτικοι συν-ταξιδιώτες της είχαν το προνόμιο να ταξιδέψουν με τα άρθρα-βαρκούλες της σε πράγματα ακατανόητα με την πρώτη ματιά, δυσεξήγητα, που έμοιαζαν ανόμοια. H Σκουτέρη ως καλός καπετάνιος φρόντιζε να εξασφαλίζει καλό αρμένισμα στον κόσμο της.

H τύχη των κειμένων


H έκδοση των κειμένων επαναφέρει το ερώτημα για την τύχη των κειμένων που δημοσιεύονται στις εφημερίδες. H Σκουτέρη τα ονομάζει χάρτινες βαρκούλες. Προφανώς υπαινίσσεται με τον χαρακτηρισμό αυτόν την τύχη της αρθρογραφίας στις εφημερίδες. Συνήθως έχουν την ίδια τύχη με τις χάρτινες βαρκούλες. Κάποια στιγμή μουσκεύουν και βουλιάζουν, χάνονται, ξεχνιούνται. Βεβαίως, το ότι επιχείρησε να τα δημοσιεύσει μαρτυρεί την πρόθεσή της να σώσει τις χάρτινες βαρκούλες της, να μακρύνει το νήμα του ταξιδιού τους, να μεταβάλει το εφήμερο της σχέσης αναγνώστη - άρθρου σε μια πιο απτή και μόνιμη διαντίδραση με τη στέγασή τους σε ένα βιβλίο.

Στο βιβλίο έχουν συγκεντρωθεί 55 κείμενα που ταξινομούνται σε εννέα ενότητες (μικρές ιστορίες, παιχνίδια, αντανακλάσεις, διαθλάσεις, θρύψαλα, φαντάσματα, στα όρια, γέφυρες, φυγές). Ολες όμως οι ιστορίες της μπορούν να διαβαστούν σαν μία, «σαν παραλλαγές σε ένα θέμα, που είναι το ίδιο πάντα θέμα οι διακρίσεις - εν πάση περιπτώσει, αυτή ήταν η πρόθεση. Παραλλαγές, για να ασκείται το μάτι να διαβάζει τις αποστάσεις μιας ετερότητας που οι αποστάσεις της διαφεύγουν πεισματικά, για να ασκείται ο νους να ανακρίνει τις αντιστάσεις μιας ταυτότητας που υψώνει στη μοναξιά της τείχη της αδιαλλαξίας» (σελ. 12 ).

H Σκουτέρη έχει την αίσθηση πως αφηγείται, πως γράφει την ίδια ιστορία. Αλλάζουν μόνο τα ονόματα, οι τόποι, οι χρόνοι. H ουσία είναι η ίδια. Σχετίζεται με το ενδιαφέρον της να μιλήσει για τους κόσμους που συχνά βρίσκονται έξω από τη σύγχρονη όραση, όπου και αν βρίσκονται (στη μακρινή Αλάσκα ή στα ορεινά χωριά της Ελλάδας). Μιλάει εξ ονόματος όλων αυτών που δεν έχουν φωνή, που δεν βρίσκουν βήμα, γιατί βασική της πίστη είναι πως «τον κόσμο τον μέγα τον λαμπρύνουν όλοι οι κόσμοι» (σελ. 92).

Ο πυρήνας της ιστορίας της

Αυτός είναι ο πυρήνας της δικής της ιστορίας που παίρνει διάφορες μορφές. Θέλει να ξεναγήσει τους αναγνώστες της στη διαφορετικότητα, να σπάσει τις βεβαιότητες - ή την αλαζονεία του σύγχρονου ανθρώπου - για την υπεροχή του κόσμου του. Επιθυμεί να αναδείξει την πολυστρωματικότητα του πολιτισμού, να μιλήσει για άλλους τρόπους ζωής και ιστορίες ανθρώπων, να διδαχθεί από αυτούς. Ενα παράδειγμα που φωτίζει τον τρόπο που σκέφτεται και γράφει είναι η αναφορά της στο γλυκό κουταλιού που για πολλά χρόνια ζούσε στη σκιά των ονοματικά πολυποίκιλτων γλυκών ταψιού. Γράφει για το γλυκό κουταλιού. «Πραγματικό γλυκό της ζωής, συνδυάζει τη νοστιμιά με τη γλυκύτητα, τη φύση με την τέχνη, το φρέσκο με το βρασμένο, το στέρεο με το ρευστό, το τραγανό με το μαλακό, το υγρό με το δεμένο. Συνδυάζει χρώματα, αρώματα και μορφές».

Αυτό προσπαθεί να κάνει η Σκουτέρη σε κάθε κείμενό της, να κάνει συνδυασμούς, να πάρει στα χέρια της και να μιλήσει για πράγματα ξεχασμένα, που δεν θεωρούνται άξια προσοχής. Γράφει σαν να έχει ποτίσει το κείμενό της στα χρώματα και στις γεύσεις, για τις οποίες μιλάει. Αποκαθιστά την «αξιοπρέπεια» των θεωρούμενων ασήμαντων αντικειμένων και προσώπων. Θυμίζει σε αυτούς τους αναγνώστες που έχουν ταυτίσει την τέχνη μόνο με την «επώνυμη» δημιουργία ότι υπάρχει και η λαϊκή τέχνη, που είναι συμπύκνωση του συνδυασμού της αισθητικής με τη χρηστικότητα, όπως και το γλυκό κουταλιού.

Από την άλλη μεριά, η αρθρογραφία πηγάζει από μια εσώτερη ανάγκη της Σκουτέρη, απαντά στο ρητορικό της ερώτημα «αν οι σκέψεις μείνουν μέσα μας, πώς στ' αλήθεια μπορεί να υπάρξει ο κόσμος;». Τα κείμενα στις εφημερίδες ικανοποιούν την ανησυχία της για την πολιτισμική και κοινωνική όραση στην εποχή μας. Οι σκέψεις της έτσι συνιστούν μέρος των ιστοριών που επιχειρούν να φτιάξουν τον κόσμο, είναι κομμάτι της αφηγηματικής παράδοσης της εποχής μας. Στόχος της παρέμβασής της είναι να συμβάλει σε ένα διαφορετικό κοίταγμα, σε μια άλλη σκέψη.

Με άξονα το παιχνίδι

Οργανώνει τα κείμενά της με άξονα το παιχνίδι. Οι λέξεις γίνονται κομμάτια ενός παζλ που τα ανασύρει με μαεστρία από το κουτάκι της, προκαλώντας την αναγκαία έκπληξη και εξασφαλίζοντας την προσωπική της ικανοποίηση. «Αν θέλουμε να διδάξουμε σε κάποιον να σκέφτεται, πρέπει πρώτα να του μάθουμε να επινοεί» (σελ. 72). Ακριβώς σε αυτό το σημείο εστιάζεται η δύναμη της γραφής της Σκουτέρη. Παίζοντας κρυφτούλι με τις λέξεις, αποκτά το προνόμιο να χώνει βαθιά τη γραφίδα της στο μυαλό του αναγνώστη, υποστηρίζοντας την προσπάθειά του να «επινοεί» την ερμηνεία και τον συσχετισμό πραγμάτων που φαίνονται ακατανόητα με το πρώτο κοίταγμα. Πρόκειται ουσιαστικά για το παιχνίδι του ανθρώπινου πολιτισμού, του οποίου η βαθιά γνώση καθιστά ικανή τη συγγραφέα να μιλάει για τους Εσκιμώους με την ίδια άνεση που αναφέρεται στην μπούρκα των αφγανών γυναικών, να συσχετίζει τη στερεοελλαδική παράδοση για το χωριό Κλαψί με τους σύγχρονους μακρινούς τόπους όπου βγαίνουν τα παιδιά τη νύχτα και κλαίνε (Σερβία, Αλβανία, Παλαιστίνη, Σομαλία κτλ.).

H Σκουτέρη έχει τη δύναμη να ξεκλειδώνει τα πράγματα και αυτό το κάνει με έναν τρόπο όπου οι λέξεις έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, μια και η γραφή της μετασχηματίζεται σε ποιητική της αρθρογραφίας, προσφέροντας τα εργαλεία στους αναγνώστες να αποτρέψουν την ταξινόμησή της στα «σκουπίδια» της κυριακάτικης επικοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου