Σελίδες

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Βαγγέλης Αυδίκος,Η ταράτσα, διήγημα, περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, τεύχος 48, 2013




 Έρχεται η κυρά Μαρία, φώναζε η αδερφή μου κι έτριβε τα χέρια της. από ικανοποίηση, από φόβο; Ίσως να’ταν από την αγωνία. Είχε γραφτεί στο Γυμνάσιο Θηλέων και ολημερίς φορούσε την μπλε ποδιά της με τον άσπρο γιακά. Τα μανίκια ανεβασμένα, κολλαρισμένη, καλοσιδερωμέη.Μπαινόβγαινε στην κουζίνα κάθε τόσο.Αμίλητη, έριχνε μια αδιάφορη ματιά στο μέρος μου, ούτε μια ολόκληρη δεν ξόδευε για μένα.Ήταν ακατάδεχτη, ψηλομύτα. Στο σκόλασμα που γύριζε απ’ το Γυμνάσιο Θηλέων περπατούσε αγέρωχη. Φορούσε πάντα τακούνια που έβγαζαν έναν ξεχωριστό, ξερό ήχο. «Μαμά έρχεται», φώναζα κι έβγαινα όπως όπως στο μπαλκόνι της 21ης Φεβρουαρίου. Το κεφάλι ψηλά, δεν καταδεχόταν να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά . Την παρατηρούσα με ανυπομονησία απ’ το μπροστινό μπαλκόνι, ίσως και θυμό που η κοιλιά μου γουργούραγε από την πείνα,  η μάνα μου ποτέ δεν έστρωνε το τραπέζι για φαγητό αν δεν γύριζε η «μεγάλη» της. Αυτή έλεγε ένα ξερό γεια σας, έμπαινε στο δωμάτιο, έβγαζε την ποδιά προσεκτικά, την χάιδευε, την  κρέμαγε στην ντουλάπα, την καμάρωνε για λίγο, έκλεινε το ντουλαπόφυλλο- το τρίξιμό του μας ειδοποιούσε πως ολοκλήρωσε το ξεντύσιμό της-, έπλενε τα ρούχα και μετά καθόμασταν στο τραπέζι.
       Μάταια ζητιάνευα μια ματιά της. Τράβαγα την καρέκλα μου προς το μέρος της, όμως αυτή άλλαζε θέση. Σκλήρυνε τη στάση της, για να πω τη μαύρη αλήθεια, όταν με έπιασε στα πράσα να φοράω την ποδιά της. Είχε πάει στη φιλενάδα της στο διπλανό σπίτι, η μάνα έλειπε στην Γαλατού απέναντι κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να μεγαλοπιαστώ.Η ποδιά της μεγάλης αδερφής  ήταν το απωθημένο μου.Την έβλεπα όταν τη φορούσε και ξερογλειφόμουν, ήταν για μένα το απαγορευμένο ζαχαρώτο. «Κακομοίρα μου, μην απλώσεις χέρι στην πoδιά μου, θα σου τα κόψω», με απείλησε την πρώτη φορά που με παρακαλετά και νάζια προσπάθησα να τη ρίξω στο φιλότιμο δίνοντάς μου την άδεια να αγγίξω αλλά και να φορέσω αυτό το μαγικό ρούχο. Ήμουν βέβαιη, αυτό το μπλε ύφασμα είχε μαγική δύναμη, ήταν σαν τα φορέματα που έκαναν πανέμορφη την Σαχτοπούτα. Ονειρευόμουν, ήθελα να μεγαλώσω, να μοιάσω της μεγάλης, να με προσέξει και μένα ο πατέρας που είχε μάτια μόνο γι’ αυτήν. Μπήκα μέσα στο σωμάτιο, ένα μεγάλο δωμάτιο με δυο κρεβάτια στους δύο τοίχους και την ντουλάπα που για μένα ήταν το μαγικό κουτί με τον απαγορευμένο καρπό. Το αργό τρίξιμο του ντουλαπόφυλλου με ξάφνιασε, η καρδιά μου άρχισε να κλωτσάει.Οπισθοχώρησα. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι.Έβγαλα την κρεμάστρα κι άπλωσα την ποδιά στο κρεβάτι μου.Ήταν πανέμορφη.Την χάιδευα απαλά, φοβόμουν μην την πληγώσω.Ξάπλωσα κι εγώ στο κρεβάτι, την καμάρωνα. Σηκώθηκα όρθια μετά από ώρα , πήρα την ποδιά και προσπάθησα να τη φορέσω.Πάλευα να βρω το γιακά, να βγει το κεφάλι μου έξω.Ένιωθα να πνίγομαι αλλά η φρεσκοπλυμένη ποδιά μου έδινε δύναμη.Απολάμβανα τη μυρουδιά της, την αφή. Δεν μπορούσα όμως να περπατήσω, την πάτησα και σωριάστηκα στο πάτωμα. «Μικρό!»Δεν θυμάμαι καμία άλλη λέξη. Μόνο τη διαπεραστική φωνή της και τον πόνο από τα κοτσιδάκια μου που παραλίγο να ξεριζωθούν. Ποτέ της δεν μου συγχώρεσε που φόρεσα την ποδιά της. «Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας», σχολίασε.Για μέρες παίδευα το μυαλό μου να βρω τι σχέση είχε ο λαγός με την κουκουβάγια.Του κάκου!
     Το Φωφίκο, έτσι την φώναζε ο πατέρας, ήταν το καμάρι του.Ο αδερφός μου ήταν ο Ταγάρας, το’πε η κυρά Μαρία και του’μεινε.Είχε μοιάσει στο σόι της μάνας μου, χοντρό κεφάλι, με δυο μάτια βαθιά χωμένα στις κόχες που ώρες ώρες έμειναν ακίνητα, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αν ανέπνεε, αν σκεφτόταν.Τότε ήταν που η κυρά Μαρία , η γειτόνισσα τον είπε Ταγάρα. Ήταν το αντίθετο της αδερφής μου.Αυτή ήταν λεπτοκοπιά, η ποδιά που αγόρασε ήθελε μάζεμα. Συνέχεια άλλαζε τα σημάδια της κιμωλίας η κυρά Μαρία, ανάμεσα στ’ άλλα είχε γίνει η ράφτρα της γειτονιάς. Κυρά Μαρία ο ένας, Μαρία η άλλη, κι αυτή έβγαινε από το χαμηλοτάβανο σπιτάκι της μαζί με το μακρόσυρτο «Ορίστεεεε».Το σπίτι της ήταν κάτω ακριβώς από την πίσω βεράντα του σπιτιού μας.Το δικό μας σπίτι ήταν ψηλό, δίπατο, με μια μεγάλη σκάλα, σα κουλουριασμένο φίδι, που μ’ άρεγε να την ανεβαίνω.Είχε ένα μυστήριο.Μ’ ανέβαζε σ’ ένα κόσμο διαφορετικό, ήταν σαν τη φασουλιά του παραμυθιού που ανέβασε τον Τζακ στην κορυφή του ουρανού.Ο δικός μου ουρανός ήταν η μικρή βεράντα του σπιτιού μας.Με δυσκολία χωρούσε το καρεκλάκι μου αλλά για μένα ήταν ο ουρανός μου.Από κει έβλεπα τα χαμηλά σπιτάκια της γειτονιάς.Της Κυρά Μαρίας ήταν ακριβώς απέναντι, μπορούσα να βλέπω όσους μπαινόβγαιναν.Έτσι, κάθε φορά που η μάνα μου φώναζε «Ε, μαρή ανιπρόκοπη, πού χάθ΄κις», έβλεπα πρώτα το δεξί χέρι της Μαρίας με το τσιγάρο, ή τον καπνό που μόλις είχε προλάβει να βγάλει από το στόμα της. «Της Μαρίας καπνίζουν και τα αυτιά», άκουσα τον πατέρα να λέει μια φορά και μ’άρεσε.Όλη την ώρα μ’ένα τσιγάρο στο χέρι. Ακόμη και τα απογεύματα που φρόντιζε τα λουλούδια αλλά και τον  κηπάκο, ένα μέτρο επί δύο-όχι τίποτε σπουδαίο-η κυρά Μαρία στο ένα χέρι , το αριστερό, κρατούσε το τσιγάρο και με το δεξί σκάλιζε ή βοτάνιζε. «Πρόσφυγα, τι περιμέν’ς», άκουσα την άλλη γειτόνισσα, την Αλεξάντρα-Αλέξω για τη δική μου οικογένεια-να λέει στη μάνα μου ένα απόγευμα που έπιναν καφέ στην μπροστινή βεράντα. «Πρόσεχε τον προκομμένο σου, θα  τον ξεμυαλίσει.Όλες αυτές είναι παστρικές.Δεν βλέπ’ς που καπνίζ’ σαν άντρας !Δεν αντρέπεται κανέναν;Δεν έχει σέβας στον άντρα τς, ούτε στον Θωμά τον δ’κό σου.Σύγνεφο πάει ο καπνός».
       Με έβαλαν σε σκέψη τα λόγια της Αλέξως.Συννυφάδες ήταν με την κυρά Μαρία.Στην ίδια αυλή.Το ίδιο αποχωρητήριο είχαν στην άκρη της μάντρας.Ο άντρας της, ο κυρ Χρήστος, ήταν τενεκετζής, για μαγαζί είχε φτιάξει μια παράγκα ανάμεσα στα δυο σπίτια.Όλη τη μέρα ακουγόταν ο θόρυβος του τενεκέ.Νταγκα ντούγκα. «Χρήστοοο, διαβάζει το κορίτσι».Η μάνα μου έβγαινε στο πίσω μπαλκόνι κι αν δεν έπαιρνε απάντηση κατέβαινε στην παράγκα, το μόνο που άκουγα ήταν η φωνή της που σκέπαζε τον τενεκέ, λίγο μετά επικρατούσε ησυχία και η μάνα επέστρεφε στο σπίτι με το γνώριμο χαμόγελο της νίκης της.Άλλη φορά, ακουγόταν η φωνή της κυρά Μαρίας. «Χρήστο, είναι ώρα για σιέστα».Ο δόλιος ο κυρ Χρήστος ήταν καλοκάγαθος.Δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι κανενός. Η Αλέξω όμως ήταν τσούχτρα. «Δεν αφήνει τον Χρήστο σε χλωρό κλαρί», την άκουσα να λέει μια άλλη φορά στη μάνα μου. «Η αούτα θέλει ξουρέξια, τα παιδιά μεγαλώνουν και μόνο τα τενεκέδια μάς δίνουν ψωμί».
       Εγώ όμως την αγαπούσα την κυρά Μαρία.Ήταν ανοιχτοχέρα.Πάντα κάτι με φίλευε όταν πήγαινα στο σπίτι της.Έφτιαχνε γλυκά κουταλιού, όλων των ειδών.Είχε αραδιασμένα πολλά γυάλινα βάζα και κάθε φορά με κέρναγε διαφορετικό γλυκό.Τρελαινόμουν για το καρπούζι.Ήταν τραγανό και το έγλυφα πρώτα.Ρουφούσα όλο το σιρόπι και μετά το έκοβα μικρά κομμάτια, δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει .Στην Αλέξω ήταν αλλιώς τα πράγματα, άφηνε το κέρασμα για άλλη μέρα. «Αχ, το αναθεματισμένο το γλυκό που σ’ αρέσει , μου τέλειωσε χτες», είχα μάθει τα λόγια της σαν ποίημα και την παρίστανα κάνοντας τον πατέρα να λυθεί στα γέλια.
       Η κυρά Μαρία ήταν καλόκαρδη.Ήξερε που μ’άρεσαν κάποια φαγητά της , τι ιμάμ μπαιλντί ήταν αυτό που μαγείρευε, με ζάλιζε η μυρουδιά από τα καρυκεύματα που έβαζε. Μου φύλαγε στο ερμάρι της  πάντα ένα πιατάκι. Στα γενέθλιά  μου έφτιαχνε  μιαν άσπρη τούρτα που την ζήλευαν οι φίλες μου. Την αγαπούσα την κυρά Μαρία, ήταν η μόνη που έπαιζε μαζί μου.Στο σπίτι περνούσα απαρατήρητη, μόνο ο πατέρας όταν ήταν στο σπίτι γελούσε με τις γκριμάτσες μου, «αυτό το παιδί είναι για θεατρίνα» έλεγε φουσκώνοντας τα μυαλά μου αλλά και δίνοντας τροφή στα όνειρά μου.Δεν ήμουν προσγειωμένη και γι’ αυτό δεν κατάφερνα στο σχολείο. «Δεν βλέπεις την αδερφή σου;» Ήταν η μόνιμη φράση στα χείλια της μάνας μου όταν γύριζε με την καρτέλα των βαθμών στα χέρια της.
       Η κυρά Μαρία ήταν η νοσοκόμα της γειτονιάς, αγόγγυστα έτρεχε όπου την καλούσαν να κάνει ενέσεις.Ήταν η μόνη φορά που η χοντρή φωνή της με τρόμαζε.Είχε όμως τον τρόπο της,  ελαφρύ χέρι, πούπουλο. Πρώτα με χάιδευε,  μετά μου  αφηγούνταν μια ιστορία από το χωριό της στη Μικρασία και στο τέλος έκανε την ένεση χωρίς να προβάλω αντίσταση.Ήμουν τυχερή, σκεφτόμουν, που δεν έζησα όσα πέρασε αυτή.Το καλό με τις ενέσεις ήταν που έμαθα ιστορία.Δεν μ’ άρεσε ποτέ η ιστορία στο σχολείο.Με την κυρά Μαρία ήταν διαφορετικά.Αγάπησα την παιδική της φίλη, την Νταμλά , που έπεσε να πεθάνει όταν άρον άρον έφυγαν από το χωριό.Έχει κρατήσει ακόμη την κούκλα που της έδωσε λίγο πριν χωριστούν.Μου την έδειξε, την είχε φυλαγμένη στη σερβάντα. Η κυρά Μαρία ήξερε πολλά.Έλεγε το φλιτζάνι στη μάνα μου αλλά και στην αδερφή μου που νοιαζόταν να μάθει αν θα πετύχει στο πανεπιστήμιο.Γιάτρευε το κομμένο κρέας, ο πατέρας μου την είπε μια φορά που δεν μπορούσε να σηκώσει το μπράτσο του, «είσαι η Παναγία, Μαρία».
       Οι παλάμες της αδερφής μου ήταν ιδρωμένες, κόκκινες από το πολύ τρίψιμο. «Έρχεται;» με ρώτησε.Μετά τα τελευταία γεγονότα είχε αλλάξει.Είχα γίνει απαραίτητη για τα σχέδιά της. «Όχι, δεν την βλέπω», της απάντησα από το πίσω μπαλκονάκι. «Κυρά Μαρία, αργείς;»Έβαλα τα δυνατά μου να μ’ ακούσει.Καμιά απόκριση. «Κυρά Μαρία, ξέφτισε το στρίφωμα στο παντελόνι». Μόνο οι τενεκέδες του κυρ Χρήστου ακούγονταν. «Αύριο το  χρειάζεται».Ξαφνικά βλέπω τον καπνό από το τσιγάρο να βγαίνει από την πόρτα. «Έρχομαι, πουλάκι μου.Πες στο Φωφίκο να μην ανησυχεί.Να κατεβάσω το κακάβι απ’ τη φουτιά κι έφτακα».Ησύχασε η μεγάλη κι εγώ πισοπάτησα.Πρόλαβα μόνο να δω τα χέρια της Αλέξως να μουντζώνουν την κυρά Μαρία που είχε ξαναμπεί στο σπίτι της.
       Το Φωφίκο με είχε βάλει συνεργό στα σχέδιά της.Επιτέλους, μου έδινε σημασία, ακόμη κι αν με αντιμετώπιζε ως εκτελεστικό της όργανο.Μετά τα τελευταία γεγονότα στην ταράτσα, θα με ανεχόταν   μόνο αν την βοηθούσα στα σχέδιά της.Ήταν πια πρωτοετής φοιτήτρια, πήγαινε για φιλόλογος, και είχε αρχίσει να καπνίζει.Είδα στην τσάντα της ένα μικρό πακέτο Καρέλια. Λεφτά όμως δεν είχε, τελείωνε πολύ γρήγορα το βδομαδιάτικο  χαρτζιλίκι που της άφηνε ο πατέρας κάτω από το προσκέφαλο, νωρίς τα χαράματα πριν πάρει το λεωφορείο για το Τσεπέλοβο όπου δούλευε. Η μόνη λύση που σκέφτηκε ήταν η κυρά Μαρία δικαιολογώντας έτσι  απόλυτα τη μάνα που έλεγε πως έχει  κορμί σα στάχυ  μα διαβολεμένο μυαλό.Ήξερε την αδυναμία που μου είχε η κυρά Μαρία, με πείραζε μάλιστα ο πατέρας λέγοντας πως με ήθελε για νύφη για τον μεγάλο γιο της που δούλευε στο συνεργείο στην αλάνα που συνόρευε με το σπίτι τους.Ήταν μια ιδέα που δεν μου άρεσε καθόλου, ο γιος της μύριζε λάδια ενώ συχνά είχε γάνες στο πρόσωπό του που δεν προλάβαινε να πλύνει.Όλη την ώρα που δεν δούλευε την περνούσε στην αυλή, έξω από το σπίτι.Έβγαζε την καρέκλα του και έπαιρνε θέση ακριβώς απέναντι από το βεραντάκι μας, κάθε φορά που έβγαινα στο βεραντάκι στεκόταν  όρθιος και με χαιρετούσε, «κατέβα , Μαράκι, στην αυλή, η μάνα μου έφτιαξε καινούργιο γλυκό κουταλιού».
       «Μαράκι, νυφούλα μου, πού είσαι; Πού είναι το Φωφίκο;» Η φωνή της κυρά Μαρίας ακουγόταν βαριά από το ανέβασμα της σκάλας αλλά και το κάπνισμα που την έκανε να βήχει σα φορτηγατζής. «Πρόσεξε, κακομοίρα μου, να κάνεις σωστά τη δουλειά σου».Το Φωφίκο κουνούσε απειλητικά το δάχτυλο με το άψογο βάψιμο των νυχιών.Τώρα πια δεν φορούσε την ποδιά αλλά ένα εφαρμοστό τζινάκι μ’ ένα μπλουζάκι κόκκινο που ερχόταν σε αντίθεση με το μελαχρινό της δέρμα.Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν η γόβα, συνέχιζε να έχει αδυναμία σ’αυτές, μόνο που  το τακούνι ήταν μεγαλύτερο αλλά και το δέρμα στραφτάλιζε.
       Η κυρά Μαρία μπήκε χαρωπή στο δωμάτιό μας κρατώντας στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο ένα πιατάκι. «Είναι για σένα, κοκκώνα μου, καρπουζάκι που σ’αρέσει.Άντε, μπας και σε βάλει ο ανεπρόκοπος ο γιος μου κορώνα στο κεφάλι του».Δίστασα για μια στιγμή να πάρω το πιατάκι με το γλυκό από το χέρι της, η ιδέα να είμαι κορώνα σ’ ένα κεφάλι με γάνες με τρόμαζε.Όμως, ήταν μεγαλύτερη η απόλαυση του τραγανιστού γλυκού από καρπούζι που έφτιαχνε η κυρά Μαρία, αργότερα που αυτή έφυγε από τη ζωή κάθε φορά παράγγελνα γλυκό καρπουζάκι, έτσι σα μνημόσυνο σ’ αυτή την καλοκάγαθη γυναίκα.
       «Έλα , Φωφίκο, πάλι πάτησες το στρίφωμα.Πρόσεξε, παιδάκι μου, θα χαλάσει το παντελόνι κι είναι ακριβό». Πράγματι, τελευταία είχαν αυξηθεί τα ατυχήματα με το στρίφωμα.Το Φωφίκο δεν είχε άλλο τρόπο κι έτσι μια φορά τουλάχιστον τη βδομάδα χάλαγε το στρίφωμα. Έβγαλε το παντελόνι και το έδωσε στην κυρά Μαρία. «Θα πιούμε και καφέ, κυρά Μαρία;» Το Φωφίκο είχε σηκωθεί όρθια για να ψήσει τον καφέ. «Έλα, κυρά Μαριώ μου, μη με στεναχωράς.Θα ρίξουμε και το φλιτζάνι να πούμε κανένα ψέμα».Η κυρά Μαρία πάντα έκανε πίσω, δε μας χαλούσε χατίρι. Όταν  η αδερφή μου είχε βάλει κάποιο στόχι  χρησιμοποιούσε το διαβολεμένο μυαλό της.Επέστρεψε  πολύ γρήγορα με τον καλό δίσκο, τον ασημένιο, σκεπασμένο με ένα από τα καλύτερα σεμέν που η ίδια είχε κεντήσει, δυο πουλιά ζευγάρι.Ο καφές άψογος, το νερό στα κρυστάλλινα ποτήρια που έβγαιναν μόνο του αγίου Θωμά.
       Η κυρά Μαρία ήταν μερακλού και ο καφές πάντα τραβούσε του μάκρου.Έβγαζε τα τσιγάρα από το μπροστινό μέρος του σουτιέν, τα στήθη της ήταν τόσο μεγάλα που άφηναν ενδιάμεσα μια ασφαλή φωλιά για τα κλειδιά, το πορτοφόλι αλλά και το πακέτο με τα τσιγάρα. Άναβε το πρώτο τσιγάρο και κλείνοντας τα μάτια ρουφούσε τον καπνό βαθιά ενώ την ώρα που άνοιγε το στόμα της ξεφυσώντας πρόσφερε τσιγάρο στο Φωφίκο.Η κυρά Μαρία δεν σχολίασε ποτέ που το Φωφίκο κάπνιζε.Μετά, άφηνε το πακέτο στο κομοδίνο, δίπλα από το δικό μου κρεβάτι, και έπαιρνε στα χέρια της το τζιν.Γύριζε την πλάτη σε μένα και το κομοδίνο, έτσι διευκολυνόταν πολύ το δικό μου έργο.Κάθε φορά που μου ζητούσε το πακέτο αφαιρούσα ένα τσιγάρο που το έριχνα στο συρτάρι του κομοδίνου. Ήταν ο καπνικός φόρος  αδελφικής αλληλεγγύης Η κυρά Μαρία έχανε το μέτρημα, «καπνίσαμε πολύ σήμερα Φωφίκο, άδειασε γρήγορα το πακέτο».Την πρώτη φορά μ’ έστειλε να αγοράσω τσιγάρα, τη δεύτερη ήρθε πάνοπλη, είχε δυο πακέτα.
       Όταν η κυρά Μαρία έφευγε, μετρούσαμε το κέρδος.Η μικρότερη σοδειά ήταν πέντε τσιγάρα, η μεγαλύτερη δέκα.Τα κρατούσε για τις δύσκολες μέρες.Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζα την ανοχή της μεγάλης, ίσως και ένα αχνό χαμόγελο.Ήταν το αντίτιμο της συμφωνίας της ταράτσας.Έπρεπε να υποσχεθώ κάτι ώστε να με κοιτάξει με συμπάθεια, να εξιλεωθώ που έγινα σπιούνος της μάνας.
       Δεν το ήθελα βέβαια αλλά μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.Τα απογεύματα που η μάνα έπινε τον καφέ στην Γαλατού, το Φωφίκο και ο Ταγάρας ανέβαιναν στην ταράτσα. Ήταν ο χώρος που κάπνιζαν.Κάποιες φορές ανέβαινα κι εγώ αλλά μ’έβαλαν να ορκιστώ, ποτέ δεν θα μαρτύραγα στη μάνα τι έκαναν τις απογευματινές ώρες στην ταράτσα.Κάπνιζαν πολύ.Τους έβλεπα μετά να πηγαίνουν κατευθείαν στα κρεβάτια τους.Εμένα δε μ’άρεσε το τσιγάρο.Έβλεπα τα χέρια και τα δόντια των αδερφών μου να κιτρινίζουν κι αυτό δε  μ’άρεσε.Προτιμούσα να μαζεύω τα λεφτά μου, δεν τα χάλαγα.Ένα φράγκο, ένα δίφραγκο, ένα τάληρο, τίποτε δεν πήγαινε χαμένο.Τα μάζευα και τα έκανα εικοσάρικα, τότε με τις δραχμές.Τρελαινόμουν για τα αργυρά εικοσάδραχμα.Τα έριχνα στον κουμπαρά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.Όσο η κοιλιά του βάρυνε τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η δική μου ηδονή αλλά και η προσμονή για την ώρα που θα αγόραζα ένα δικό μου κατακαίνουργο  παλτό.Περίμενα πώς και πώς την ώρα που θα φορούσα κάτι ολότελα δικό μου και δε θα με βόλευαν  με ό,τι δε βόλευε την μεγάλη.
       Όμως, ένιωσα ένα σφάχτη στην πλάτη όταν κάποια μέρα ήθελα να απολαύσω  τη χαρά του βάρους.Ο κουμπαράς μου ήταν πούπουλο.Τρελάθηκα!Τι συνέβαινε;Τον κούνησα δεξιά αριστερά.Ακούστηκε ο ήχος λίγων νομισμάτων, εκεί που η κοιλιά του κουμπαρά ήταν ετοιμόγεννη. Ρώτησα το Φωφίκο.Με αντιμετώπισε με αδιαφορία.Απευθύνθηκα στον Ταγάρα, «δεν μπορεί εμείς να υποφέρουμε και συ να συσσωρεύεις αγαθά» η απάντησή του. Ταγάρας είναι  σαχλαμάρες λέει, σκέφτηκα. Ήταν η εποχή που διάβαζε Ριζοσπάστη και κατέβαινε στις διαδηλώσεις, «δεν θα σου δώσουν ψωμί αυτά», ούρλιαζε η μάνα μου. Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνιζε  αλλά ο Ταγάρας ατάραχος της απαντούσε με λόγια που δεν τα καταλάβαινα.
       Σήκωσα αμήχανα τους ώμους μου κι έφυγα.Πήγα στη μάνα κλαίγοντας.Με αναφιλητά αφηγήθηκα την ιστορία με τα εικοσάδραχμα. «Αυτό το διαβολεμένο μυαλό τα έκανε όλα», ήταν η άμεση ετυμηγορία της. «Δεν είναι άνθρωπος αυτή.Μεταμορφωμένος διάβολος είναι».Η μάνα δεν τα ’βγαζε πέρα με το Φωφίκο.Ήταν και οι δύο πεισματάρες.Εγώ είχα βρει το αδύναμο σημείο της και μου είχε αδυναμία. «Φώναξέ τους», ο λόγος της για μένα ήταν εντολή.Ο Ταγάρας είχε βγει βόλτα.Το Φωφίκο διάβαζε, αρνήθηκε να μ’ακολουθήσει. «Να τσακιστεί αμέσως», ακούστηκε η φωνή της μάνας απ’ την κουζίνα. Αμετακίνητη η μεγάλη. Στη στιγμή όρμησε φουριόζα η μάνα, πήγε να την πιάσει απ’ τα μαλλιά, το Φωφίκο όμως δεν την άφησε. «Άκου, κυρά μεγάλη, που ξέρεις και τα πολλά γράμματα, κλέφτες στο σπίτι μου εγώ δε θέλω».Το Φωφίκο τής γύρισε την πλάτη της καρέκλας, ήθελε να συνεχίσει το διάβασμα. «Αυτό δεν θα περάσει έτσι, τ’ ακούς;»Η μάνα μου αναψοκοκκίνισε .Την έπιασα απ’ τους ώμους και την βοήθησα να καθίσει στη δική μου καρέκλα. «Τα χάπια μου», ψέλλισε την ώρα που χρησιμοποιούσε ένα βιβλίο  μου για βεντάλια. «Θα με πεθάνετε εσείς», έλεγε καταπίνοντας το πιεσόχαπο. Η πίεση της μάνας ήταν το όπλο της, έδινε λύσεις σε πολλά προβλήματα. «Θα γυρίσω στην κουζίνα αλλά να ξέρεις, αν δεν πεις την αλήθεια θα σας κοπεί το χαρτζιλίκι για ένα μήνα.Διαλέξτε».
       Το Φωφίκο ήταν με το μαχαίρι στο λαιμό.Δεν είχε άλλη επιλογή.Τα εικοσάρικα τελείωσαν, η στρόφιγγα του χαρτζιλικιού κινδύνευε να κλείσει.Δεν την ένοιαζε το φαγητό και οι ταβέρνες.Αλλά το τσιγάρο;Δεν μπορούσε να το κόψει.Ήταν η μόνη απόλαυσή της.Την έβλεπα σκυμμένη στο βιβλίο της, φαινόταν να διαβάζει.Εμένα όμως δε με ξεγελούσε.Μέσα της έβραζε,  φουρτουνιασμένη θάλασσα ήταν. Ξαφνικά σηκώνεται όρθια, μου δίνει μια σπρωξιά με το δεξί της χέρι και πηγαίνει στην κουζίνα. «Ναι, εγώ τα πήρα.Είσαι ευχαριστημένη τώρα;» Δεν πρόλαβα να σηκωθώ από το κρεβάτι και το Φωφίκο γύρισε πίσω δείχνοντάς μου με το δεξί της χέρι να βγω έξω από το δωμάτιο.
       Μέσα μου ήταν όλα μπερδεμένα.Ναι, ήμουν ικανοποιημένη που βρέθηκε ο ένοχος.Ναι, ένιωσα καλύτερα με την υπόσχεση της μάνας, «το παλτό θα σου αγοράσω εγώ, ψυχούλα μου».Αλλά ήταν και το αγκάθι με την μεγάλη. Η κατάσταση χειροτέρεψε, πλέον μόνο με χειρονομίες συνεννοούνταν μαζί μου, αν το έκανε κι αυτό.Την ήξερα πολύ καλά, αυτό δεν θα μου έβγαινε σε καλό.Δεν μπορούσα όμως να φανταστώ πώς. Ήταν διαβολεμένο μυαλό, είχε δίκιο η μάνα.
       Δεν είχαν περάσει τρεις τέσσερις μέρες  από την αποκάλυψη της αλήθειας, η μάνα τιμώρησε την αφαίρεση των εικοσάρικων με στέρηση ενός βδομαδιάτικου χαρτιζιλικού.Έβλεπα και το Φωφίκο και τον Ταγάρα να ζορίζονται και έπαιρνα την εκδίκησή μου.Το Φωφίκο μάλιστα άλλαξε στάση.Ήταν μαζί μου γλυκιά, μού μιλούσε, «να που κι ο διάολος φοβέρα θέλει».Μου ζήτησε  το Φωφίκο να ξεχάσουμε ό,τι έγινε και να μονιάσουμε.Πετούσα απ’ τη χαρά μου.Δέχτηκα να ανεβώ μαζί τους το απόγευμα στην ταράτσα, έπρεπε να το γιορτάσουμε. Ανέβηκα αεράτη.Ήπια πολύ λίγη μπίρα, δυο γουλιές όλο κι όλο. Ξαφνικά, ο Ταγάρας έκλεισε την πόρτα της ταράτσας, η μάνα ήταν απέναντι στην Γαλατού. «Μη βγάλεις άχνα, για το καλό σου».Το Φωφίκο με κοίταζε μ’εκείνο το βλέμμα που είχε όταν σκαρφιζόταν κάποια σκανταλιά. «Είσαι σπιούνα», ο Ταγάρας άρχισε να απαγγέλει το κατηγορητήριο. «Δεν συμμερίζεσαι τι περνάμε χωρίς τσιγάρο», συμπλήρωσε το Φωφίκο. «Γι’ αυτό θα μάθεις να καπνίζεις», ήταν η ετυμηγορία του Ταγάρα. «Δεν μου αρέσει, κάνει κίτρινα τα δόντια», η αντίδρασή μου ήταν ξέπνοη.
       Το Φωφίκο πρόσταξε να καθίσω στην καρέκλα, δεν είχα άλλη επιλογή.Ο Ταγάρας μού έδεσε τα χέρια στην πλάτη της καρέκλας.Η μεγάλη άναψε ένα τσιγάρο, το έβαλε στα χείλη μου απαιτώντας να ρουφήξω.Ένιωθα πολύ άσχημα και προσπαθούσα να αποφύγω τον καπνό.Αυτή η κίνηση όμως με έκανε να γλιστρήσω στη φορμάικα της καρέκλας και ο Ταγάρας με έδεσε και από τη λεκάνη. Ρούφηξα αναγκαστικά. Είχε μια περίεργη γεύση, κάτι σα κινίνο.Ένιωσα σαν εκείνη τη φορά που η μάνα μ’ ανάγκαζε να πίνω το ψαρόλαδο. «Φωφίκο μου, όχι, δεν μπορώ». Αποφασισμένοι και οι δύο.Ένιωθα απελπισμένη. «Αφήστε με, λυπηθείτε με».Άτεγκτοι. «Για μερικά ψωροεικοσάρικα πούλησες τα αδέρφια σου, μην το ξεχνάς αυτό», οι λέξεις της μεγάλης ήταν καρφιά στην ψυχή και το σώμα μου. «Κάπνισε, μόνο έτσι θα σε συγχωρήσουμε», ήταν η εντολή του Ταγάρα. «Μόνο έτσι θα πάψεις να είσαι η σπιούνα της μάνας», πρόσθεσε το Φωφίκο.Τράβηξα μια δεύτερη ρουφηξιά.Δεν ένιωθα τη γλώσσα μου, ήταν σα σόλα παπουτσιού. Μου ερχόταν να ξεράσω, μόνο σάλιο έβγαλα. «Πάρτο απόφαση, θα γίνεις σαν κι εμάς».Ο Ταγάρας ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Θα γίνεις καπνίστρια». Η μεγάλη ήταν απόλυτη. «Να το συζητήσουμε», ψέλλισα. «Έχεις να μας προσφέρεις κάτι;»Το μάτι του Ταγάρα γυάλιζε. «Θα σας δώκω τα υπόλοιπα εικοσάρικα».Ο Ταγάρας κοίταξε το Φωφίκο. «Μα μόνο δύο έχουν μείνει», απάντησε αυτή. «Δεχόμαστε την προσφορά», βιάστηκε ο Ταγάρας. «Δεν είναι αρκετή, δε σβήνει τόσο εύκολα η σπιουνιά της».Το Φωφίκο ήταν βράχος.

       Τότε άστραψε το μυαλό μου, ίσως να είχα κι εγώ κομματάκια από το διαβολομένο μυαλό της μεγάλης. «Η κυρά Μαρία».Τους εξήγησα τη σκέψη μου. Ο Ταγάρας αρνήθηκε, «δεν την θέλω, με κοροϊδεύει». Το Φωφίκο του μίλησε ιδιαιτέρως και τον έπεισε.Μείναμε οι δυο μας.Το Φωφίκο μ’έλυσε. «Έχεις μια μοναδική ευκαιρία να γίνεις πραγματική αδερφή μου.Προσοχή όμως, κουβέντα στη μάνα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου