Σελίδες

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Ν. Φαλαγκάρας, ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ ΑΛΛΑ ΜΕ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ



«Η ιστορία οφείλει να τηρεί τούτον τον νόμο: Ουδέν το ψευδές να λέγει, ουδέν το αληθές να αποσιωπά»
Τάκιτος.

"Οι νεαροί μουσικοί τα έδιναν όλα ανεβασμένοι σε μια πρόχειρη εξέδρα που είχαν στήσει μεταξύ του μνημείου των πέντε απαγχονισμένων ΕΠΟΝιτών και του σημείου όπου άλλοτε υψώνονταν οι φανοστάτες πάνω στους οποίους, τον Ιούνιο του 1945, είχαν κρεμάσει με συρματόσκοινο τα κεφάλια του Άρη Βελουχιώτη και του συντρόφου του Τζαβέλα. Μέσα στο κλίμα αυτής της γενικευμένης ευφορίας αναρωτήθηκα αν η αναδίφηση του ιστορικού παρελθόντος που εγώ επιχειρούσα είχε κάποιο νόημα".
(Από το βιβλίο, σελίδα 80).


Η αναψηλάφηση του ιστορικού παρελθόντος είναι για τον ανήσυχο ερευνητή μία επίμονη και διαρκής πρόκληση. Συγχρόνως δε, τον θέτει μπροστά και σε ένα δίλημμα. Από το πώς θα το αντιμετωπίσει θα εξαρτηθεί ποιο είδος ιστορίας υπηρετεί. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν θα συμμεριστεί την κυρίαρχη αντίληψη ότι η προσέγγισή του πρέπει να είναι επιλεκτική και αυθαίρετη, έτσι ώστε να αναδεικνύονται μόνο ή κυρίως οι θετικές πλευρές του που, σε τελική ανάλυση, επικυρώνουν τον διαχρονικό και αυτάρεσκο μύθο του περιούσιου λαού, οπότε θα πρέπει να αποδεχθεί και τις αναγκαίες συνέπειες της εν λόγω αντίληψης – επιλογής του που δεν είναι παρά η κατασκευή - πλαστογράφηση της ιστορίας. Ή, αντιθέτως, θα αναμετρηθεί χωρίς φόβο ή παντός είδους «εκπτώσεις», με τα ιστορικά πεπραγμένα σε μια (απεγνωσμένη, μερικές φορές, είναι αλήθεια) προσπάθεια να φωτιστούν όλες οι πτυχές τους.
Η κ. Μαρούλα Κλιάφα, η οποία ασφαλώς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ των ελληνικών γραμμάτων (πεζογράφος, συγγραφέας παιδικών και εφηβικών βιβλίων, λαογράφος, ερευνήτρια της παράδοσης), μέσα από το πλούσιο έργο της, έχει δώσει προ πολλού τη δική της απάντηση στο παραπάνω δίλημμα, επιλέγοντας την πλευρά που, ψύχραιμα και έντιμα, προτάσσει και επιδιώκει την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, έστω κι αν αυτή κοστίζει και πληγώνει.
Το τελευταίο της βιβλίο, «Ο άντρας με τη γερμανική στολή», από τις εκδόσεις, ΚΕΔΡΟΣ, 2013, σελίδες 224, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα σχετικά με τη δράση των φιλοναζιστικών οργανώσεων ΕΕΕ και ΕΑΣΑΔ στην περιοχή της Θεσσαλίας. Όπως σημειώνει δε στον πρόλογο, το βιβλίο αυτό είναι το φυσικό επακόλουθο του προηγούμενου μυθιστορήματός της για εφήβους (και όχι μόνο) «Μια Μπαλάντα για τη Ρεβέκκα» από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2011 (πρόκειται για τη διήγηση της ζωής τής νεαρής εβραιοπούλας του τίτλου κατά την διάρκεια της Κατοχής).
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθούμε, κατ’ αρχάς, στην αρχιτεκτονική σχεδίαση και δόμηση του εν λόγω βιβλίου. Χρησιμοποιεί παρόμοια μέθοδο με αυτή που χρησιμοποίησε και στο βιβλίο - ντοκουμέντο «Σιωπηλές φωνές» (από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2000) όπου εξήντα εννέα Θεσσαλοί, άντρες και γυναίκες, με όσα εξιστορούν και προκύπτουν μέσα από τις προσωπικές τους εμπειρίες, φέρνουν στο προσκήνιο την άλλη πλευρά των πραγμάτων, αυτήν που η «επίσημη», γραμμένη από τους νικητές, ιστορία συνήθως αποσιωπά ή, ακολουθώντας τη μέθοδο του Προκρούστη, δίνει μια παραμορφωτική εικόνα.
Διαβάζουμε λοιπόν ότι μια καλοκαιριάτικη νύχτα του 1944, στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, ένας άντρας που φοράει γερμανική στολή αποχαιρετά τη γυναίκα του και τη μικρή του κόρη, που φεύγουν μ' ένα μαύρο αυτοκίνητο προς άγνωστη κατεύθυνση. Την ώρα που το αυτοκίνητο απομακρύνεται ο άντρας φωνάζει: "Μη με ξεχάσετε". Κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο που οργανώνει και διαχειρίζεται το υλικό που συγκεντρώνει είναι μια νεαρή δημοσιογράφος και η οποία, μετά τον θάνατο της μητέρας της, κρατά για την ίδια κάποια από τα βιβλία της. Ανάμεσα σε αυτά υπάρχει και ένα τετράδιο με τις χειρόγραφες σημειώσεις της οι οποίες αναφέρονται στον βίο και την πολιτεία ενός ταγματασφαλίτη της Κατοχής, του Χρίστου Μαντούρα, ο οποίος μαζί με τον συνεργάτη του, Γιάννη Μαβρή, διεύθυναν την εγκληματική οργάνωση ΕΕΕ, στόχος της οποίας ήταν η εξόντωση των αριστερών, των συνοδοιπόρων και όλων γενικά αυτών που αντιστέκονταν στον κατακτητή.
Η δημοσιογράφος αποφασίζει να ερευνήσει το θέμα και να μάθει περισσότερα για τον άντρα με τη γερμανική στολή και γι’ αυτό μεταβαίνει στη Θεσσαλία για να ανακαλύψει και να αποκαλύψει ποιο ήταν το αινιγματικό αυτό πρόσωπο και ποια σχέση είχε με τη μητέρα της. Παρά τις δυσκολίες και εμπόδια (ακόμη και νομικά - δικαστικά για να μην εκδοθεί το βιβλίο) που θα συναντήσει στην πορεία της έρευνάς της, στο τέλος θα τα καταφέρει. Το υλικό της έρευνας θα γίνει βιβλίο.
Η αφηγήτρια – ερευνήτρια επιλέγει να υποδυθεί ρόλο οιονεί ανακριτή, το δε (ανακριτικό) υλικό που συγκεντρώνει το διαβιβάζει, για τα περαιτέρω, στο αδέκαστο «δικαστήριο» της ιστορίας. Έτσι, άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα της Κατοχής και της μετεμφυλιακής περιόδου προσέρχονται, από λόγους ηθικού καθήκοντος, για να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους και να φέρουν στη δημοσιότητα την αντεθνική δράση των φιλοναζιστικών οργανώσεων στη Θεσσαλία.
Ο μυστηριώδης «Άντρας με τη γερμανική στολή» είναι, θα λέγαμε, η αφορμή για να μιλήσει η συγγραφέας γενικότερα για μία από τις μελανότερες περιόδους της νεότερης ιστορίας μας όπως είναι η επαίσχυντη συνεργασία κάποιων Ελλήνων, με το αζημίωτο βέβαια, με τον κατακτητή. Το εξοργιστικό είναι ότι τη στάση τους αυτή, ως γνωστόν, το μετα-κατοχικό μισαλλόδοξο κράτος, αντί να την αποδοκιμάσει σε όλα τα επίπεδα, την αντιμετώπισε με σκανδαλώδη επιείκεια. Και με (συν)ένοχη σιωπή, ενώ συγχρόνως έθεσε υπό απηνή διωγμό αυτούς που έγραψαν το έπος της εθνικής μας αντίστασης. Την ώρα που η Γαλλία, ας πούμε, καταδίκαζε σε θάνατο τον στρατάρχη Πεταίν, στιγματίζοντάς τον ως σύμβολο εθνικής προδοσίας, η Ελλάδα προήγε σε υποστράτηγο τον Έλληνα «πατριώτη»  Διονύσιο Παπαδόγκονα που, λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωση, όπως, επί Τουρκοκρατίας, ο Δημήτριος Νενέκος κήρυσσε το προσκύνημα ευχόμενος «πολλά τα έτη σου Σουλτάνε μου», τηλεγραφούσε στον Χίτλερ: «Από της Ιεράς Γης της Αρχαίας Σπάρτης υψούται η προσευχή μας: “ΚΥΡΙΕ, ΔΙΑΦΥΛΑΣΣΕ ΤΟΝ ΦΥΡΕΡ ΜΑΣ”» ή το περίφημο τηλεγράφημα ενός άλλου υπέρλαμπρου αστέρα του δωσιλογισμού, του συνταγματάρχη Χρήστου Γερακίνη: «απώλειαι εκ των ημετέρων εις Γερμανός τραυματίας».
          Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι η κ. Κλιάφα μάς προσφέρει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε, σαν σε κινηματογραφική ταινία, μία αθέατη- ιδιαίτερα βεβαρημένη- πτυχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αξιοποιεί λογοτεχνικά τον άμεσο βιωματικό λόγο αυτοπτών μαρτύρων για να την ανασυνθέσει ζωντανά και πειστικά, κεντρίζοντας το αναγνωστικό ενδιαφέρον που παραμένει αμείωτο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου.

Τέτοια συγγραφικά εγχειρήματα, ιδίως σε εποχές βαθιάς και πολυεπίπεδης κρίσης, όπως είναι η σημερινή, (επανα)θέτουν επί τάπητος κρίσιμα εθνικά ζητήματα, υπερασπίζονται και διατηρούν σε εγρήγορση τη συλλογική μνήμη, προβληματίζουν και συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτογνωσίας και αυτοπεποίθησης. Γι’ αυτό αξίζει να κερδίζουν την ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη και την αποδοχή του αναγνωστικού κοινού και, φυσικά, να γίνονται παραδείγματα προς μίμηση, γιατί, σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Φραγκίσκο Γκιζώ (1787-1874), ένας λαός που μαθαίνει σωστά την ιστορία του κρίνει σχεδόν πάντα ασφαλέστερα για την παρούσα κατάσταση και επιλέγει ορθότερα τις προϋποθέσεις και τους όρους για τις μελλοντικές του τύχες. Για να διαψευσθεί έτσι ο απαισιόδοξος αφορισμός του Χέγκελ ότι η ιστορία διδάσκει ότι τίποτε δεν μας διδάσκει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου