Σελίδες

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

ΞΑΝΑΒΡΕΘΗΚΑΜΕ ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ


                                                      
Κι όλων αυτών η μνήμη τώρα κ’ η φροντίδα
μου γίνεται ρυθμός και στίχος και τραγούδι.
                                                 
Κωστής Παλαμάς
Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ
 
                                                                                                    
            Να λοιπόν που αξιωθήκαμε να ξαναβρεθούμε όλοι εκεί. Στην Κομοτηνή των φοιτητικών μας χρόνων. Από τις 27 έως 29 Ιουνίου 2014. Είχε προηγηθεί, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια (2004), άλλη μια ανάλογη συνάντηση, το ίδιο συναισθηματικά φορτισμένη και σημαντική γι’ αυτούς που την έζησαν.
Αλλά, για να είμαστε ακριβείς, όλοι ήμασταν εκεί; Κάτι τέτοιο, φυσικά, θα ήταν, αντικειμενικά και κατά κυριολεξίαν, ανέφικτο, καθότι ουτοπικό. Δεν είναι μόνο οι ανυπέρβλητες (και οικονομικές πια) δυσκολίες που δεν το επέτρεψαν σε μερικούς, κάτι που είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα ήταν διακαής επιθυμία τους, να συμμετάσχουν. Κάποιοι άλλοι δε (λίγοι θέλω να ελπίζω) μάλλον δεν εκτίμησαν στον δέοντα βαθμό το βάρος και την αξία μιας τέτοιας συνάντησης και γι’ αυτό προτίμησαν να μην ανταποκριθούν στην πρόσκληση των διοργανωτών, αλλά να αξιοποιήσουν τον χρόνο τους κατά τρόπο, γι’ αυτούς τουλάχιστον, επωφελέστερο.
Αλλά είναι –αλίμονο- και εκείνοι που, μετά την πρόωρη, ανέλπιστη και ανέκκλητη αναχώρηση εκ του κόσμου τούτου, εσαεί απόντες, δεν θα μπορέσουν ποτέ να εκπληρώσουν το όνειρο μιας τέτοιας συνάντησης.
Επομένως το «όλοι» δεν μπορεί παρά να εκληφθεί με την συμβατική έννοια του όρου και πάντως του «όσοι πιστοί προσέλθετε», για να δανεισθούμε τη γνωστή ευαγγελική ρήση.
Πολλοί και πολλές προσέτρεξαν, λοιπόν, με νεανικό ενθουσιασμό, στην Κομοτηνή, ανταποκρινόμενοι όχι μόνο στην τιμητική πρόσκληση που τους απηύθυναν όσοι συνέλαβαν τη θαυμάσια ιδέα να ξανασυναντηθούμε, αλλά υπακούοντας και σε μια, θα έλεγε κανείς, βαθύτερη εσωτερική ανάγκη και επιταγή, για να εκπληρώσουν ένα υψηλό καθήκον. Έτσι, αγνόησαν χιλιομετρικές αποστάσεις ή πάσης φύσεως υποχρεώσεις και εμπόδια και έσπευσαν μετά χαράς.
Η φετινή συνάντηση στην Κομοτηνή διοργανώθηκε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης σαράντα χρόνων αφότου ξεκίνησε τη λειτουργία του το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ένα Πανεπιστήμιο, το οποίο παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ευθύς εξ αρχής, υπό τις συνθήκες και τους όρους της ίδρυσής του, κατόρθωσε, ωστόσο, χάρις στην πολύτιμη συμβολή πολλών παραγόντων (π.χ. εκάστοτε πρυτανικές αρχές, φοιτητές, διοικητικό προσωπικό, τοπική κοινωνία, πολιτεία, τελευταία στη σειρά η πολιτεία, γιατί ακόμη έχει ανεκπλήρωτες πολλές οφειλές της), να οργανωθεί και να εδραιωθεί ως ένας δυναμικός θεσμός και πόλος επιστημονικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξης, με εθνική διάσταση και σημασία.
Σε μια συνάντηση που γίνεται μετά από τόσα χρόνια, σε έναν τόπο όπου έζησε κανείς τις πιο έντονες στιγμές της ζωής του, περισσεύουν, βέβαια, η συγκίνηση και η νοσταλγία. Ζει μιαν ονειρώδη κατάσταση και εμπειρία. Αυτό ακριβώς συνέβη σ’ αυτή τη συνάντηση της Κομοτηνής. Τα αραιά ή λευκά μαλλιά σήμερα των τότε νεαρών, οι πρώτες ρυτίδες και η κάπως ακανόνιστη και δυσαρμονική σωματική διαμόρφωση  σκιάζονται και σχεδόν εξαφανίζονται από το φωτεινό βλέμμα και το πηγαίο χαμόγελο που ακτινοβολούν και γλυκαίνουν την ατμόσφαιρα μαζί με ένα δάκρυ. Η μηχανή της μνήμης τίθεται σε λειτουργία με εντατικούς ρυθμούς και ακινητεί τον χρόνο.
Πολύβουο μελίσσι οι φωνές. «Σε θυμάμαι, κι εγώ σε θυμάμαι, η φυσιογνωμία σου γνωστή, για θύμισέ μου το επώνυμο, ποιο έτος μπήκες, είσαι ίδιος, ο χρόνος δεν σε άγγιξε, πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, πόσα χρόνια…», κάποιες από τις προκαταρκτικές φράσεις που διασταυρώνονται και συνοδεύουν χειραψίες, αγκαλιάσματα και φιλιά. Και το κουβάρι των αναμνήσεων αρχίζει να ξετυλίγεται χωρίς τέλος. Η συζήτηση ρέει σαν το νερό της πηγής, αφού πρέπει να ειπωθούν τόσα πολλά μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Περασμένα αλλά και σημερινά.
Αυτό το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τότε που αφήσαμε την Κομοτηνή της φοιτητικής ζωής για να εν(υπο)ταχθούμε στους ρυθμούς και τις επιταγές της σκληρής καθημερινότητας, που το κουβαλάμε στην πλάτη μας, μπορεί να μας σημάδεψε έντονα και σε πολλά επίπεδα, αλλά ένα κρυφό κομμάτι της ψυχής μας έμεινε ανέπαφο και απρόσβλητο από το  αμείλικτο πέρασμα του χρόνου. Για να βρει εκεί καταφύγιο η νιότη μας, και, σε κάθε ευκαιρία, όπως η πρόσφατη συνάντηση, να αποδρά και να μας προσφέρει πλούσια τα ελέη της.
Βέβαια, αυτή την αναδρομή σ’ εκείνη την εποχή, που πρέπει να ομολογήσουμε ότι κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή υπήρξε, τη συνοδεύει και τη σκιάζει αναπόφευκτα και μια ελαφρά μελαγχολική διάθεση, όταν αναλογίζεσαι ότι αυτές οι κοντά τέσσερις δεκαετίες που έχουν περάσει, έτσι και αλλιώς, σου ανήκουν, με ό, τι αυτή η αναντίρρητη πραγματικότητα σημαίνει και συνεπάγεται...
          Στην Κομοτηνή, λοιπόν, των φοιτητικών χρόνων, με τα μεγάλα όνειρα, τις ελπίδες και τις ακλόνητες βεβαιότητες. Με τους φλογερούς -και ενίοτε ανεκπλήρωτους- έρωτες, με τις θορυβώδεις και αδιάλλακτες πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, όπως π.χ. περί του αν το μέλλον του κόσμου θα είναι σοσιαλιστικό ή καπιταλιστικό, αν  η επανάσταση είναι νομοτέλεια ή ουτοπία, αν στη Σοβιετική Ένωση ή στην Κίνα ο σοσιαλισμός είναι ο γνήσιος και αληθινός, τι συνέβη στη Χιλή και το Βιετνάμ, τι ήταν ο Ευρωκομμουνισμός ή ο Ιστορικός Συμβιβασμός στην Ιταλία, ο Τίτο πρόδωσε τελικά τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ή τι ακριβώς έγινε το 1968 στη δωδέκατη Ολομέλεια του Κ.Κ.Ε. που οδήγησε στη διάσπαση καθώς και άλλα τέτοια σοβαρά (ελληνικού ή διεθνούς ενδιαφέροντος) ζητήματα που, ασφαλώς, ενέπιπταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη ενός φοιτητικού συλλόγου…
Αυτή, λοιπόν, η Κομοτηνή των φοιτητικών χρόνων, που βιώσαμε τότε, αποτελεί, στην κυριολεξία, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και μας ακολουθεί από τότε σαν τη σκιά μας. Γι’ αυτό θα ήταν άστοχο και ατυχές να επιχειρήσει κάποιος εκ των υστέρων να διορθώσει αναδρομικά κάτι από εκείνα που υπό το φως των σημερινών δεδομένων φαντάζει μάταιο, αφελές ή υπερβολικό και ουτοπικό. Το μόνο που θα κατόρθωνε, στην ουσία, θα ήταν να καταστρέψει μιαν εικόνα που φιλοτεχνήθηκε με τις ιδέες και τα υλικά μιας άλλης εποχής, η οποία έθετε τις δικές της προτεραιότητες, τα πρότυπα και τους προσανατολισμούς. Το τι, εντέλει, δικαίωσε και επιβεβαίωσε η ιστορική πραγματικότητα, είναι ένα άλλης τάξεως (εκκρεμές σε κάθε περίπτωση) ζήτημα.  
          Έζησε, λοιπόν, σε μικρογραφία, η Κομοτηνή, πριν από λίγες μέρες, στιγμές και σκηνές της δεκαετίας του 1970, με παρόντες τους ίδιους τότε πρωταγωνιστές και συμμετόχους. Μια Κομοτηνή με άλλο όμως χρώμα και ύφος σήμερα. Σίγουρα μια πόλη αρκετά ανεπτυγμένη, σύγχρονη και ομορφότερη, αλλά σχεδόν άσχετη, όπως είναι φυσικό, μετά από τόσα χρόνια, με εκείνη των δικών μας φοιτητικών χρόνων, με τα γνωστά σημεία αναφοράς (τα περισσότερα τα κατάπιε ο αδηφάγος χρόνος) και το γενικότερο οικείο κλίμα.
          Οι τότε εικοσάρηδες, σήμερα  διαπρεπείς δάσκαλοι στη Νομική Σχολή από την οποία αποφοίτησαν, πολιτικοί, δικαστές, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δημόσιοι υπάλληλοι ή με άλλα επαγγέλματα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας εγκατεστημένοι (μερικοί ήδη απόμαχοι και με εγγόνια!), εκεί, πριν από λίγες μέρες, για άλλη μια φορά, απεκδύθηκαν τους τίτλους και τις ιδιότητες για να γίνουν πάλι φοιτητές και σχεδόν παιδιά. Αφού αποκατέστησαν ο ένας στη μνήμη του την εικόνα του άλλου,  όλα, στη συνέχεια, ήρθαν μόνα τους. Πλημμύρισαν οι καρδιές τους από χαρά και συγκίνηση. Αγωνιούσαν μήπως δεν προλάβουν να πουν όσα ήθελαν, γιατί ο χρόνος ήταν λίγος. Είπαν, ωστόσο, πολλά που τους συγκλόνισαν. Αναβαπτίσθηκαν στην κολυμβήθρα της νιότης. Άντλησαν δυνάμεις από εκείνη την ανεξάντλητη δεξαμενή για να συνεχίσουν τον καθημερινό τους αγώνα που στις σημερινές συνθήκες αφορά την επιβίωση. Ήταν κάτι, που τώρα που το βίωσαν, αισθάνονται πόσο τους έλειπε. Γι’ αυτό υποσχέθηκαν ότι ανάλογες συναντήσεις να διοργανώνονται σε συντομότερα χρονικά διαστήματα. Τα δέκα χρόνια δεν είναι απλώς πολλά, αλλά και βαριά. Τώρα ξέρουν πόσο εύκολο, αναγκαίο και ευεργετικό είναι κάτι τέτοιο. Προς την κατεύθυνση αυτή θα βοηθήσει και ο νεοϊδρυθείς σύλλογος με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΣΑΝΤΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Δ.Π.Θ. “ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ”».
          Πλούσιος, αναμφισβήτητα, από κάθε άποψη, ο απολογισμός (και αυτής) της συνάντησης στην Κομοτηνή. Άξιοι ειλικρινών συγχαρητηρίων είναι όσοι συνέλαβαν την ιδέα και διοργάνωσαν αυτό το σπουδαίο γεγονός, που είναι μια, μικρή αλλά ευεργετική, απόδραση από τη μονότονη και αδυσώπητη καθημερινότητα γι’ αυτούς που είχαν την ευκαιρία και την ευτυχία να συμμετάσχουν και να γευθούν τη χαρά και τη συγκίνηση που έδωσαν και πήραν ο ένας από τον άλλο. Μια τρυφερή εκδήλωση ανθρώπινης επαφής που δίνει χρώμα και ουσία στη ζωή μας. Ένα σπάνιο ταξίδι ήταν στο μαγικό χωρο-χρονικό τοπίο, με το οποίο  μας συνδέει κάτι σαν  τον ομφάλιο λώρο.
Όπου και να βρεθούμε, όσα χρόνια και αν περάσουν, η Κομοτηνή της φοιτητικής μας ζωής θα μας ακολουθεί πιστά και θα μας υπενθυμίζει επίμονα την αναγκαιότητα αλλά και τη χρησιμότητα μιας ακόμα συνάντησης που ανακαλεί μνήμες και δροσίζει τις ψυχές μας με άρωμα νιότης και νοσταλγίας.
ΥΓ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε σε μια πρώτη μορφή πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, με την ευκαιρία της τότε συνάντησής μας, και δημοσιεύθηκε (με τον τίτλο «ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ») στην εφημερίδα της Κομοτηνής ΧΡΟΝΟΣ. Θέλοντας να αναφερθώ και στη νέα μας συνάντηση, προτίμησα να μη γράψω ένα καινούργιο, αλλά να το ξαναδημοσιεύσω, επιφέροντας σ’ αυτό μικρές μόνο αλλαγές, αφού το γενικό κλίμα μέσα στο οποίο αυτή έγινε ήταν ανάλογο μ’ εκείνο της προηγούμενης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου