Σελίδες

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Ξένια Γεωργιάδου,Λένα Παπαληγούρα: Επικίνδυνα παιχνίδια, εφ.ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ



Στις 2 Φεβρουαρίου 1933, δυο αδελφές, οι υπηρέτριες Christine και Léa Papin, δολοφονούν με τρόπο φρικιαστικό την εργοδότριά τους, madame Lancelin, και την κόρη της, Geneviève, και πυροδοτούν τη συζήτηση για την πάλη των τάξεων στη Γαλλία του Μεσοπολέμου. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1947, ο Jean Genet, ορμώμενος από το αποτρόπαιο έγκλημα, γράφει τις Δούλες, ένα βαθύ υπαρξιακό δράμα με απροσδόκητο τέλος. Δεν είναι η πρώτη φορά που αντλεί έμπνευση από περιθωριακούς ή κατατρεγμένους χαρακτήρες, όμως τελικά όπως δηλώνει και ο ίδιος το να μιλήσει για ένα «συνδικάτο δουλών» δεν ήταν η πρόθεσή του, για τη μοναξιά τους έγραψε και την έκανε ποίηση. Σ’ ένα αστικό σπίτι, δυο υπηρέτριες, οι αδελφές Κλαιρ και Σολάνζ, επιδίδονται εμμονικά σε παιχνίδια αλλαγής ταυτότητας για να εξωτερικεύσουν όσα καταπιεστικά τούς προκαλεί η συμβίωση με την κυρία τους. Εν τη απουσία της, υποδύονται εναλλάξ Δούλα και Κυρία, και φαντασιώνονται τρόπους εξόντωσης της τελευταίας.
«Αυτή η θεατρικότητα προσδίδει ένα άγριο χιούμορ στο έργο. Το θέατρο είναι ένας δρόμος μέσα από τον οποίο βρίσκεις μια σκοτεινή ελευθερία», επισημαίνει η Λένα Παπαληγούρα, που κλήθηκε από τον επί 40 χρόνια συνεργάτη του Peter Brook, τον εμβληματικό σκηνοθέτη Bruce Myers, να ενσαρκώσει την Κυρία στην παράσταση που υπογράφει εκείνος, για το Εθνικό Θέατρο, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη. «Αυτά τα πρόσωπα μιμούμενα την κυρία τους βρίσκουν την ευκαιρία να εκφράσουν συναισθήματα τα οποία θα θάβονταν αν ενεργούσαν ως οι πραγματικοί εαυτοί τους, όπως ακριβώς κάνουν και οι ηθοποιοί όταν υποδύονται φανταστικούς χαρακτήρες», δηλώνει η βραβευμένη ηθοποιός. Στις σημειώσεις του ο Genet ανέφερε πως βασικός του στόχος με αυτό το κείμενο ήταν να προκαλέσει ένα αίσθημα δυσφορίας στην αίθουσα. «Αρχικά νομίζεις ότι η αναφορά στο έγκλημα είναι αυτή που δημιουργεί το θυμό, το ότι παρακολουθείς το ζόφο των γυναικών και την καταπίεση που υφίστανται. Ίσως πάλι αυτό το δυσάρεστο αίσθημα να προκαλείται επειδή το κοινό αναγνωρίζει στα δρώμενα και τις ηρωίδες τη δομή του κόσμου, το ότι δηλαδή χωρίς την κυρία, δούλα δεν υπάρχει. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, αυτό που κυρίως προξενεί τη δυσφορία είναι ότι ο συγγραφέας φωτίζει το σκοτάδι και τη μοναξιά της ανθρώπινης ψυχής».
Αναφορικά με το χαρακτήρα που υποδύεται, παρατηρεί πως είναι δύσκολο σε περιορισμένο χρόνο να αποδώσει όσα συμβολίζει η Κυρία. Στις κινήσεις και το λόγο της καθρεφτίζεται η εξουσία, η καταπίεση, το πρότυπο της μάνας, η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει, η οικονομική της επιφάνεια. «Είναι ένα πρόσωπο διαρκώς παρόν στις κουβέντες και τις ψυχές των κοριτσιών… Και όταν τελικά εισβάλλει στη σκηνή, πρέπει να έχει σαρωτική παρουσία. Οφείλει με το λόγο και την εικόνα της να αποδείξει στους θεατές όλα όσα έχουν συζητήσει οι δούλες προηγουμένως για εκείνη. Είναι ένα πρόσωπο αγάπης και μίσους, θαυμασμού και αηδίας, και σε αυτήν την εναλλαγή των αισθημάτων που δημιουργεί έγκειται και η δυσκολία του ρόλου». Ανάλογα συναισθήματα, όμως, προκαλεί και η Κατερίνα, την οποία υποδύεται στη θεατρική διασκευή που επιχείρησε ο Γιώργος Νανούρης στο βιογραφικό μυθιστόρημα του Αύγουστου Κορτώ Το βιβλίο της Κατερίνας. «Υπάρχουν στιγμές που τη μισείς, όμως ο τρόπος που δίνεται στην αγάπη σε κάνει να της τα συγχωρείς όλα. Από τη στιγμή που το συνειδητοποίησα αυτό, βρήκα ένα δρόμο για να την πλησιάσω». Αρχικά, όταν της έγινε η πρόταση από τον Νανούρη, δίστασε. «Φαινομενικά δεν είχα κανένα κοινό στοιχείο μαζί της, είχα πολλά άγνωστα πεδία. Άρχισα να διαβάζω γύρω από ψυχικές ασθένειες, αναρωτήθηκα τι σημαίνει για μένα η έννοια της μάνας, τι μπορεί να αισθάνθηκε εκείνη όταν γέννησε, ποια ήταν η σχέση της με τον Αύγουστο, παρατήρησα τις σχέσεις μανάδων και γιων, το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά στην Ελλάδα σήμερα. Βέβαια, πάντα επιστρέφω στο υλικό του βιβλίου για να τροφοδοτήσω τη φαντασία μου».
Η Κατερίνα όπως και ο Ξένος κατέχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. «Δεν πιάνουν όλες οι παραστάσεις μέσα μας τον ίδιο χώρο. Ωστόσο, δεν έχω μετανιώσει για καμία από τις συνεργασίες μου. Αν δεν είχαν προϋπάρξει πράγματα, δεν θα είχα διανοηθεί να ερμηνεύσω ένα μονόλογο τόσο μεγάλης ψυχικής και σωματικής έντασης και αλήθειας. Ό,τι έχω κάνει, έχει προσθέσει κάτι μέσα μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου