Σελίδες

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ,Ανάμεσα στην πέρκα και στον γύλο, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20 9.15


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Κάποια στιγμή, όχι βέβαια σε προεκλογική περίοδο, οπότε τα πάθη εμφανίζονται οξυμένα, μισό αυθεντικά - μισό προσποιητά, κόμματα και πολιτικοί θα πρέπει, επιτέλους, να αποφασίσουν για κάτι. Οχι για το τι είναι λαός, για το πώς εννοούν τον λαό, μια και αυτό το «πλάσμα» εξακολουθεί να ξεφεύγει από ορισμούς και ταξινομήσεις, κάπως σαν τον Πρωτέα του μύθου, που μεταμορφωνόταν σε λιοντάρι, φίδι, πάνθηρα, νερό ή δέντρο, για να αποφύγει όσους τον ενοχλούσαν, θέλοντας να εκμεταλλευτούν το προφητικό του χάρισμα. Αλλά για το πώς αισθάνονται οι ίδιοι απέναντί του. Ποιες είναι οι βαθύτερες σκέψεις τους γι’ αυτόν. Πώς, επιτέλους, τον μετρούν και τον υπολογίζουν.

Μια κάποια αστάθεια ή ταλάντευση στις περί λαού απόψεις είναι κατανοητή. Η συγκυρία παίζει πάντα τον ρόλο της, επηρεάζοντας λίγο ή πολύ τις απόψεις μας. Κι ακόμα περισσότερο τις επηρεάζει η οπτική του καθενός, το πρίσμα και η σκόπευσή του, οι κρυφές βλέψεις του. Δεν είναι όμως κατανοητή η ριζική διαφοροποίηση για το τι εστί λαός στο στόμα του ίδιου πολιτικού και στη διάρκεια της ίδιας μέρας. Δεν είναι κατανοητή η ασταμάτητη κίνηση εκκρεμούς, στις ανακοινώσεις ενός και του αυτού κόμματος, ανάμεσα στο συν και το πλην, ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρο, στο ασήμαντο κι ανάξιο και το άριστο.

Στο ζενίθ λοιπόν ο λαός, σαν Λαός πια, με κεφαλαίο το αρχικό λάμδα, σύμφωνα με τους ορισμούς μιας τυπογραφικής μεταφυσικής, όταν οι ρήτορες αναγνωρίζουν (επειδή αυτό πιστεύουν στ’ αλήθεια ή αυτό τούς υπαγορεύει η προεκλογική τους ανάγκη) ότι «διαθέτει κριτήριο και αισθητήριο», όπως συχνότατα διαβάζουμε κι ακούμε. Στο ζενίθ όταν οι ψηφοσυλλέκτες κηρύσσουν σε υψηλούς τόνους πως ο Λαός είναι μεν τρίγαμος, έχει όμως άριστες σχέσεις, αρμονικότατες, και με τη Μνήμη και με τη Σκέψη και με την Κρίση. Στο ζενίθ όταν εξυμνείται η λεβεντιά κι η περηφάνια του, η βαθιά εμπειρία του, το σοφό ένστικτό του, το ανυπότακτο πνεύμα του, το πάθος του για την ελευθερία και το κοινό καλό, η αφιέρωσή του στα συνταγματικά άρθρα, που δίνουν σ’ αυτόν την πιο βαριά ευθύνη.

Και στο ναδίρ ο λαός, πάνω-κάτω ο ίδιος λαός, όταν οι αρχηγοί, πάνω-κάτω οι ίδιοι αρχηγοί, χρησιμοποιούν ρήματα παραπλανήσεως σημαντικά, για να τους δώσω ένα πρόχειρο όνομα. Με υποκείμενο ή αντικείμενό τους τον λαό και πάλι. Τίποτε πιο εύκολο από το να συγκεντρώσει κανείς σχετικές φράσεις, αποσπώντας τες από προεκλογικού τύπου ομιλίες, τωρινές και παλαιότερες: «Δεν θα εξαπατηθεί και πάλι ο λαός» (που σημαίνει ότι μία τουλάχιστον φορά, για να μην πω δεκάδες, «εξαπατήθηκε»). «Δεν θα μπορέσετε να παρασύρετε ξανά τον λαό». «Το παιχνίδι με την υφαρπαγή της λαϊκής ψήφου έλαβε τέλος» (ποιος ξέρει έπειτα από πόσες φορές που παίχτηκε αποδοτικά για τους διοργανωτές του). «Ας μην ξεγελαστούν και τώρα οι λαϊκές δυνάμεις». «Επιχειρούν να παραπλανήσουν εκ νέου τους ψηφοφόρους». «Δεν θα σας επιτρέψουμε να λεηλατήσετε άλλο τη συνείδηση του λαού». «Λαέ, μην ανεχτείς να σε κοροϊδέψουν και τούτη τη φορά». Μια ματιά στα πρωτοσέλιδα και στα κείμενα των εσωτερικών σελίδων εύκολα θ’ αβγάτιζε την «παραπλανητική» σοδειά.

Εν ολίγοις, ο λαός, όπως πιστεύουν όσοι δηλώνουν θερμοί φίλοι του, διαθέτει μεν «μνήμη και κρίση και σκέψη», πλην όμως δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τον παραπλανήσεις, να τον παγιδέψεις. «Εχει πλούσια πείρα», με τόσα που έχει γευτεί, αλλά παραμένει παιδί απαίδευτο, άρα άκοπα διαχειρίσιμο· αρκούν μια-δυο υποσχέσεις γενικού χαρακτήρα ή ένα εξατομικευμένο ρουσφετάκι για να τον ξεγελάσεις. «Είναι γερός στην κρίση και στη σύγκριση», από την άλλη όμως εξακολουθεί ο αφελής να παρασύρεται. «Εχει απροσκύνητο πνεύμα», ταυτόχρονα όμως επιτρέπει ο αφελέστατος να τον υποδουλώνει ψυχικά και πνευματικά (κυρίως δε ψηφοδοτικά) ο πρώτος λαοπλάνος και να τον σέρνει στο άρμα του. «Εχει αισθητήριο και κριτήριο», μόνο που αυτά δεν αρκούν για να του προσφέρουν το διαβατήριο με το οποίο θα ξεφύγει, επιτέλους, από την ήπειρο της εξαπάτησης. «Ψηφίζει με την καρδιά και το μυαλό του», κι ωστόσο λίγο περισσότερο αν προσπαθήσεις, θα καταφέρεις να του υφαρπάξεις την ψήφο.

Λοιπόν; Νήπιο ο λαός, καταδικασμένος τελεσίδικα στην αφέλεια, ή ώριμη οντότητα; Ελευθερόφρων ή εθελόδουλος; Με το μυαλό του στραμμένο στο κοινό καλό ή φιλοτομαριστής; Ετοιμος πάντα ν’ αγωνιστεί και να μοχθήσει, να προσφέρει και να μοιραστεί, ή βολεψάκιας, με τις φραπεδιές, το αραλίκι και τον χονδροειδή κυνισμό του; Πρόθυμος ν’ αναλάβει την ευθύνη του (να πληρώνει δηλαδή τους φόρους που του αναλογούν, να μην πετάει τα σκουπίδια του στον ακάλυπτο και τα αναμμένα τσιγάρα του στο δασάκι φεύγοντας μετά το πικνικάκι του, να σέβεται την προτεραιότητα, για ν’ αρχίσουμε από τα δυστυχώς ορφανά νοήματος «αυτονόητα») ή ορκισμένος φοροφυγάς και φοροφαγάς και συνειδητός οικοδολιοφθορέας;

Σε ερωτήματα όπως αυτά δεν χωρούν μονολεκτικές απαντήσεις, «Ναι» ή «Οχι». Για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν υπάρχει ενιαία «λαϊκή συμπεριφορά», δεν υπάρχει μία και μόνη «λαϊκή βούληση» κάθε φορά. Γιατί δεν υπάρχει ένας και μόνος λαός, με όποια κριτήρια κι αν επιχειρήσουμε να τον ορίσουμε, κοινωνικά, ταξικά, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά. Ενας, ίδιος και αναλλοίωτος, εξωιστορικός και μεταφυσικός, ένα υπερβατικό πλάσμα, υπάρχει αποκλειστικά στους αγιογράφους του (τυπικούς λαϊκιστές) ή σε όσους ψευτοαριστοκράτες τον κρίνουν συλλήβδην ανάξιο, δίχως -έστω- εσωτερικές διαφοροποιήσεις και διαβαθμίσεις, πάντα κατώτερο των περιστάσεων, δηλαδή των επικριτών του.

Μέσα στον ίδιο λαό υπάρχουν την ίδια στιγμή πολλοί λαοί, με τις διαφορές και τις συγκρούσεις τους. Γι’ αυτό και «οράματα» του τύπου «λαϊκή εξουσία» υποτίθεται ότι τα λένε όλα, δεν λένε όμως τίποτε το καθαρό και συγκεκριμένο (κυρίως, δεν λένε ποιος θα ορίσει τον λαό, ποιος κομματικός Προκρούστης θα τον προσαρμόσει και θα τον καθοδηγήσει). Για τους κομματικούς, παλιούς, νέους και νεάζοντες, «Αϊ-Λαός» είναι βέβαια ο δικός τους «λαός», το δικό τους κομμάτι λαού, αυτό που στρατεύεται στις γραμμές του, ακόμα κι αν δεν ξεπερνάει το 10% ή και το 1%. Ο,τι περισσεύει, ό,τι μένει έξω από την επικράτειά τους, είναι ανώριμο, ξεγελιέται εύκολα, πέφτει ηλιθιωδώς σε παγίδες, ενδίδει στην παραπλάνηση, υποκύπτει, κιοτεύει, δεν έχει ιδεολογικά ερείσματα ή ηθικά αντισώματα που θα του επιτρέψουν να μην εξαπατηθεί.

Εντέλει τι, για να θυμηθούμε το παλιό τραγουδάκι. «Πέρκα είμαι πιάνομαι, χάνος είμαι χάνομαι»; Ή «γύλος είμαι, τους γελώ, και το δόλωμα χαλώ»;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου