Σελίδες

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Μνήμη Παργινόσκαλας



Ο Σεπτέμβρης είναι ένας μήνας πόνου  για την Πρέβεζα. Η χαρά για την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή δεν κράτησε πολύ. Η συνύπαρξη ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ στην πόλη κατέληξε σε μια αιματηρή σύγκρουση. Ο φανατισμός είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και εκτέλεση πολλών πολιτών της πόλης με κριτήριο τη φιλο-εαμική στάση τους ή την εμπλοκή στα οδυνηρά γεγονότα των εμφυλιακών τριβών. Αποκορύφωση αυτού του δράματος ήταν η σύλληψη και η εκτέλεση των νεαρών που συγκροτούσαν την Υποδειγματική ΕΠΟΝ, στην οποία είχε ανατεθεί η στρατοπέδευση στο Γυμνάσιο Πρέβεζας.
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το καινούργιο μου μυθιστόρημα. Τα πρόσωπα είναι η πονεμένη μάνα και ο γιος της που βρίσκεται κλεισμένος, μαζί με τους άλλους, στο Γυμνάσιο. Η εκτέλεση των νεαρών της Υποδειγματικής ΕΠΟΝ στοίχειωσε τη ζωή, τη μνήμη της Πρέβεζας. Η Παργινόσκαλα, ο τόπος του μαρτυρίου των νεαρών, ήταν η χαίνουσα πληγή της πόλης.
 -Να προσέχεις εσύ, γιόκα μου. Όταν φεύγεις, τρέμει το φυλλοκάρδι μου ώσπου να γυρίσεις στο σπίτι. Ο αδερφός σου ήταν το ίδιο αντάρτης, σαν και σένα. Πραγματικός αντάρτης. Είχε όπλο που το έκρυβε στην αυλή στο σπίτι μας στον Συνοικισμό. Την κοίταζα με απορία. Εκεί που κάθεται η θειά σου, Κοκκινιά τη λένε τη γειτονιά σήμερα. Ο σχωρεμένος δεν άκουγε. Σε παρακαλώ, μη παιδάκι μου, μην μπλέκεις με τα κομματικά. Μεγαλοπιάνεστε, τι είσαι εσύ, ένα παιδάκι. Γίνεται να τα βάλετε με τους Γερμαναράδες; Θα φάτε το κεφάλι σας. Τι το ’θελα, όμως, και το ’πα, δεν δάγκωνα την γλώσσα μου; Η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό ήταν τη φορά που βγήκε από το γυμνάσιο κι ήρθε στο σπίτι. Πήδηξα το κουλούρι, μου είπε, κι ήρθα, θέλουμε νερό. Κάτσε, παιδάκι μου στο σπιτάκι σου, άμα κλειστείτε μέσα, θα φάτε τα κεφάλια σας, με έτρωγε η γλώσσα εκείνο απόγευμα, συνέχεια αυτή τη λέξη μελέταγα. Να που βγήκα αληθινή, πού να με είχε βαρέσει κεραυνός ανοιξιάτικος, να μ’ άφηνε στον τόπο, να με καρβούνιαζε. Όχι, μάνα, δεν μπορώ να προδώσω τους συντρόφους μου. Είναι μέσα στο γυμνάσιο όλοι οι σύντροφοί μου. Κι έφυγε τρέχοντας, χωρίς να φιληθούμε. Αναθάρρησα, όταν τον είδα να γυρίζει πίσω. Χαμογέλασα. Μάνα, δος μου τις κάλτσες, τις άσπρες, που γράφουν ΚΚΕ. Τις πήρε κι έφυγε αφίλητος. Τον φίλησα μόνο στην Παργινόσκαλα. Σαν σαρδέλες τους είχαν θάψει. Τα ρίξανε τα παιδιά σαν σκυλιά σ’ έναν μεγάλο λάκκο. Τον γνώρισα από τις κάλτσες. Τα μάτια της ποτάμι. Έκλαιγε σιωπηλά, ένιωθα μόνο το στήθος της , που μ’ ανεβοκατέβαζε και μένα στην αγκαλιά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου