Σελίδες

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Μικέλα Χαρτουλάρη,Σπουδή στην ελευθερία,EFSYN,25.9.15


almpertin_sarrazen.jpg

Η Αλμπερτίν ΣαρραζένΗ Αλμπερτίν Σαρραζέν που έγραψε τον Αστράγαλο
Το αφηγηματικό της ταλέντο άνθησε στη φυλακή όπως νωρίτερα και του σπουδαίου Ζαν Ζενέ, με τον οποίο είχε παρόμοιες εμπειρίες στα νιάτα της. Πρόσωπο μυθικό στην εναλλακτική σκηνή των γαλλικών σίξτις, η Αλμπερτίν Σαρραζέν, που πέθανε στα 30 της το 1967, πραγματεύεται το ζήτημα της ελευθερίας με φρέσκο τρόπο. Σήμερα, το μυθιστόρημά της «Ο αστράγαλος» υπονομεύει τα κλισέ της ροζ λογοτεχνίας και μπορεί να διαβαστεί ως πολιτική αλληγορία.
Είχε μάτια μαύρα, πάντα με βαρύ μακιγιάζ. Ηταν μικροκαμωμένη, σκληραγωγημένη, εξαιρετικά οξυδερκής, είχε φοβερή πέννα και σύντομη ζωή. Την αποκάλεσαν «Θηλυκό Ζαν Ζενέ». Είχε κακοποιηθεί στα δέκα της, είχε κάνει αναμορφωτήριο και φυλακή, είχε βιοποριστεί με κλοπές και πορνεία, είχε στο αίμα της την απόδραση. Ο μέντορας-εκδότης της τη βάφτισε Αλμπερτίν Σαρραζέν.
Το πρώτο από τα τρία της μυθιστορήματα, ο Αστράγαλος του 1965, είναι μια σπουδή στην έννοια της ελευθερίας: στη στέρησή της, στην κατάκτησή της, στην αξιοποίησή της και στην εκχώρησή της.
Γραμμένος σε πρώτο πρόσωπο, σε μια αυταρχική περίοδο του καθεστώτος Ντε Γκωλ, ο Αστράγαλος, μισός αυτοβιογραφία-μισός μυθοπλασία, προαναγγέλλει, θα έλεγε κανείς, την έκρηξη του ’68 αλλά και τις κατοπινές διαψεύσεις της, χωρίς όμως να υποκύπτει στο πνεύμα της ήττας.
Σήμερα που πρωτοκυκλοφορεί στα ελληνικά (Πατάκης), σε μια θαυμάσια μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου, διατηρεί τη φρεσκάδα του και διαβάζεται απνευστί μαζί με τα γοητευτικά πορτρέτα της συγγραφέως από τη μούσα της πανκ-ροκ Πάττι Σμιθ και από τον περίφημο εκδότη του Ντε Σαντ, Ζαν Ζακ Πωβέρ.
Ξεκινά ως ιστορία επιβίωσης, εξελίσσεται σε ιστορία ερωτική, αλλά υπογείως συνομιλεί και με την επικαιρότητα, λειτουργώντας ως πολιτική αλληγορία. Αλληγορία για τη χειραφέτηση των κάθε λογής αδύναμων κοινωνικών ομάδων και για τη δικαίωσή τους, που άλλο είναι να τη διεκδικούμε κι άλλο να παλεύουμε να την οικοδομήσουμε, να την υπερασπιστούμε και να τη διατηρήσουμε.
«Είχα μια γόπα, μια μεγάλη αληθινή γόπα Gauloises και ήμουν ελεύθερη να την πετάξω ή να τη θρυμματίσω. Είχα αφήσει το τσιγαρόχαρτο και τα σπίρτα μου εκεί πάνω. Ρολάντ, Ρολάντ, έχω μια ωραία γόπα και δεν μπορώ να την καπνίσω…»
Η πρωταγωνίστρια του Αστράγαλου, η 18χρονη Ανν, είχε συλληφθεί για ένοπλη ληστεία μαζί με τη Ρολάντ, τη φιλενάδα της, και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκιση. Στα δυο χρόνια εγκλεισμού, έκανε στον εαυτό της ενέσεις βενζίνης, μπήκε στο αναρρωτήριο, και από εκεί… πέταξε από τον τοίχο της φυλακής που είχε ύψος εννιά μέτρα. Προσγειώθηκε με τον αστράγαλό της να έχει γίνει «ένας πολτός από κόκκαλα και σάρκες» και σύρθηκε ώς τον ασφαλτόδρομο.
Την περιμάζεψε ο νοστιμούλης Ζυλιέν, ένας μπουκαδόρος, αλητάκος, φυγάς κι αυτός, με άκρες σε σπίτια πρώην φυλακόβιων. Της έδωσε ένα τσιγάρο και την άφησε να τον περιμένει για να τη μεταφέρει σε μια ασφαλή κρυψώνα.
Σπουδή στην ελευθερίαΣτο εξώφυλλο του βιβλίου η Μαρλέν Ζομπέρ που την υποδύθηκε στη μεγάλη οθόνη | 
Ετσι, ο αστράγαλός της γίνεται το σύμβολο ταυτόχρονα της ελευθερίας αλλά και των περιορισμών της. Και αντίστοιχα, ο τίτλος του μυθιστορήματος αποδεικνύεται ιδιοφυής. Ο σπασμένος αστράγαλος είναι μια πόρτα στον κόσμο αλλά και περιορίζει την κίνηση της Ανν, την καταδικάζει σε απραξία και ταπεινότητα προς όσους τη φιλοξενούν-με-το-αζημίωτο, την πονά, είναι αποκρουστικός, της θυμίζει πως πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση για να μην ξανασυλληφθεί.
Ομως το τραύμα της που κακοφορμίζει, την υποχρεώνει να συνειδητοποιήσει πόσο αγαπά τον εαυτό της, κι έτσι αποτολμά να πάει στο νοσοκομείο ώστε να γλιτώσει τον ακρωτηριασμό. Ο Ζυλιέν πληρώνει για τις απανωτές εγχειρήσεις του σπασμένου ποδιού και σπάει την καρδιά της. Αγκαλιάζονται με θέρμη σε ξένα δωμάτια, αλλά εκείνος όλο φεύγει κι εκείνη όλο τον περιμένει.
«Η καινούργια μου ελευθερία με παραλύει», λέει η Ανν. Εχει καταφέρει να δραπετεύσει από την τρέλα της υποταγής, του σωφρονισμού, της καταστολής, έχει ανακτήσει την κυριότητα του σώματός της, αλλά αφήνει την καρδιά της να φυλακιστεί. Η ελευθερία είναι μια σύνθετη συνθήκη με αβέβαιο πρόσημο…

Με βήμα αποφασιστικό, κουτσαίνοντας…

«Ημουν απογοητευμένη, σκυθρωπή, είχα βουβές απαιτήσεις. Ολα μου προσφέρονται, θα προτιμούσα όμως να τα παίρνω μόνη μου. Δεν μπορώ πια να παίρνω, και δεν ξέρω –δεν πρέπει να προσπαθώ να μάθω– τι θέλουν να μου δώσουν».
Η πρωταγωνίστρια, που έχει μεγαλώσει χωρίς στοργή σε καταπιεστικά περιβάλλοντα, έχει ονειρευτεί πολύ, έχει διαβάσει, αλλά δεν έχει προλάβει να ζήσει. Ωστόσο ξέρει τη ζωή, όπως και η συγγραφέας που πέρασε έξι χρόνια σε αναμορφωτήριο.
Καμιά τους δεν αναζητά φιλάνθρωπους στις εκάστοτε κρυψώνες τους. Αναζητούν ανθρώπους. Και ανακαλύπτουν πόσο στενόχωρη είναι η ελευθερία τους. «Μόλις ελευθερώνεται το σώμα», διαπιστώνει η Ανν, «το πνεύμα, που ήταν ώς τότε η μόνη διαφυγή, γίνεται σκλάβος των μηχανισμών. Η προσποιητή ταπεινότητα γίνεται αληθινή συστολή. Εγώ που είχα τέτοιο θράσος εκεί πέρα, τώρα δεν τολμούσα να πάρω πρωτοβουλίες ούτε για τις πιο απλές πράξεις».
Ομως η Ανν/Αλμπερτίν έχει μέσα της ορμή και καταφέρνει να χειραφετηθεί. Ξέρει ότι ο Ζυλιέν δεν την εκμεταλλεύεται και ότι εκείνη δεν ξεπληρώνει τίποτα χαρίζοντάς του το κορμί της. Εχουν πολλά κοινά. Δεν νιώθει θύμα του όταν μαθαίνει για την «άλλη», παρότι πονάει πολύ. Είναι απελευθερωμένη από τις κοινωνικές συμβάσεις και οργανώνεται επαγγελματικά ως πόρνη, προκειμένου να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της.
Δεν έχει στέκι στο πεζοδρόμιο. Περπατά σ’ όλο το Παρίσι αποφασιστικά, έστω κουτσαίνοντας. Ετσι τσιμπά τους πελάτες της αλλά και φυλάγεται από την αστυνομία. Και περιμένει να δραπετεύσει με τον Ζυλιέν…
Αυτό το κορίτσι, το ευαίσθητο αλλά χωρίς αυταπάτες ούτε συμπλέγματα, ταιριάζει όμορφα στην πολιτική ωρίμανση των σημερινών ημερών, που υπερβαίνει την ήττα των ρομαντικών προσδοκιών και αναζητά χαραμάδες ανάκαμψης. «Σίγουρα έχουμε περάσει από πολύ πιο οδυνηρά κάτεργα», παραδέχεται. «Αλλά εκεί ποτέ δεν αναστενάξαμε, δεν ποθήσαμε με τέτοια καθαρότητα και θέρμη. Τα όνειρά μας ήταν αχανή και άτονα. […] Αν λοιπόν πιστεύω στα λόγια σου τώρα», γράφει στον μεταμελημένο Ζυλιέν, «είναι γιατί το θέλω».

Σαγκάν, Σαρραζέν, Σμιθ

Η Αλμπερτίν Σαρραζέν ήταν συνομήλικη με τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Τα δυο άτακτα κι αντισυμβατικά κορίτσια της μεταπολεμικής γαλλικής λογοτεχνίας έγραψαν με δέκα χρόνια διαφορά δύο μυθιστορήματα που έγιναν μυθικά, που διασταυρώνονται στα θέματα της καρδιάς και που χωρίζονται από ένα ταξικό βάραθρο το οποίο χώριζε και τις συγγραφείς τους. Το Καλημέρα θλίψη κυκλοφόρησε το 1954, λίγο πριν ξεσπάσει ο αιματηρός πόλεμος της Αλγερίας, όταν η Σαγκάν ήταν 18 χρόνων (Ζαχαρόπουλος 1995, μτφ. Β. Κατσάνης). Πρωταγωνιστούν η εύκολη ζωή και ένα κορίτσι της μπουρζουαζίας.
Ο Αστράγαλος εκδόθηκε το 1965, πριν από την εξέγερση του Μάη, όταν η Σαρραζέν –που γεννήθηκε στην Αλγερία και εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα της– ήταν 28 χρόνων. Εδώ πρωταγωνιστούν η ζωή των απόκληρων και ένα κορίτσι του περιθωρίου. Στα δύο αυτά μυθιστορήματα αντανακλώνται όχι μόνο δυο κόσμοι που δεν έπαψαν να συγκρούονται, αλλά και δυο διαφορετικές εκδοχές της δημοκρατίας, όπως και δυο διαφορετικές όψεις της ελευθερίας: οδυνηρό παιχνίδι στη Σαγκάν, άσκηση επιβίωσης στη Σαρραζέν.
Αν η Σαγκάν σφράγισε την εποχή της, η Σαρραζέν την ξεπέρασε, αντέχοντας καλύτερα στον χρόνο. Η Πάττι Σμιθ κουβαλούσε τον Αστράγαλο στις περιοδείες της σαν φυλαχτό. Τον ανακάλυψε στα 22 της, το 1968, αφού είχε πεθάνει η Αλμπερτίν, από ιατρική αμέλεια. Την αποκαλεί «το σπασμένο λουλούδι». Και γράφει ότι χάρη στις λέξεις της, η δική της δυστυχία μετατράπηκε σε έμπνευση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου