Σελίδες

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Του Δημ. Γκιώνη,Αποχαιρετώντας τον Παντελή Καλιότσο,EFSYN, 18.9.16

Από προφήτης… συγγραφέας

kaliotsos.jpg

Παντελής ΚαλιότσοςΟ Παντελής Καλιότσος σε εκδήλωση με παιδιά | ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΕΛΤΕΣ
Ο ίδιος, προφανώς, δεν σκοτιζόταν για προβολή. Είναι ο συγγραφέας Παντελής Καλιότσος που, εκεί που βρισκόμουν το περασμένο Σάββατο, διάβασα εδώ στη δικιά μας εφημερίδα ότι «έφυγε» στα 91 του.
Οπότε επιστρέφοντας αναζήτησα στα χαρτιά μου τις δύο συνεντεύξεις (και οι δύο για την «Ελευθεροτυπία»). Βρήκα την πρώτη: 11 Απριλίου 1980, αλλά όχι τη δεύτερη (κι έχω να καυχιέμαι για το αρχείο μου), που πρέπει να ήταν τρία ή τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη.
Θυμάμαι μόνο τον τίτλο, από έναν δικό του λόγο: «Προφήτης ήθελε να γίνει ο Καλιότσος». Απ’ ό,τι όμως φαίνεται, τον τράβηξε η λογοτεχνία, όπου και διέπρεψε.
Οταν τον συνάντησα είχα διαβάσει τέσσερα από τα βιβλία του: «Ο μεσαίος τοίχος» (που ήταν και το πρώτο του, 1964), «Δεκεμβριανή νύχτα» (η κατοχική, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1979), «Μανώλης Μανωλόπουλος» (ή «Οι ονειροπόλοι») και, φυσικά, «Τα ξύλινα σπαθιά», ένα από τα καλύτερα βιβλία για παιδιά. Αν μέτρησα καλά, έχει γράψει συνολικά 17 βιβλία – το τελευταίο, «Η σφεντόνα του Δαβίδ», 2001.
Υπο σκιάν
Μολονότι καλοδεχούμενος από αναγνώστες και κριτική, δεν σκοτιζόταν, όπως προανέφερα, ούτε για προβολή των βιβλίων του, ούτε για βραβεία: «Αντε να πουληθούν 20, 30 βιβλία σε μια παρουσίαση - και τι έγινε; Βάλε και το ότι πρέπει να βρεις κάποιους να μιλήσουν καλά για σένα και να πάρεις σβάρνα γνωστούς και φίλους να παραστούν – να μου λείπει…»
Οσο για τη βράβευση: «Μου ’κανε εντύπωση, επειδή δεν το είχα στείλει σε κανένα από τα μέλη της επιτροπής, όπως συνηθίζεται. Είναι θλιβερό να κυνηγάς την επιβράβευση της δουλειάς σου».
Τον είχα συναντήσει σ’ ένα καφενείο, σε μια πάροδο της Ζωοδόχου Πηγής, να παίζει σκάκι, ώσπου με πήρε χαμπάρι: «Μ’ αρέσει τρομερά το σκάκι, γιατί σε κάνει να ξεχνιέσαι. Λένε ότι ασκεί τη σκέψη – μπα, τη χαλάει, την αποκοιμίζει και σου τρώει χρόνο, πολύ χρόνο. Εγώ δεν συνιστώ να μαθαίνουν σκάκι τα παιδιά».
Μιλούσε καπνίζοντας ήσυχα την πίπα του. Η όλη εμφάνισή του, παρά το μούσι και τα γυαλιά, δεν έδειχνε διανοούμενο έτσι όπως τους φανταζόμαστε. Πολύ περισσότερο όταν απαριθμούσε τις δουλειές που έκανε πριν αφοσιωθεί στη λογοτεχνία:  
Εχω δουλέψει πολύ στη ζωή μου: Μαρμαράς, υδραυλικός, μικροπωλητής, περιπτεράς, παιδαγωγός, παλιά έγραφα και την εκπομπή της θείας Λένας. Βασανίστηκα πολύ, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξε η γυναίκα μου, που της χρωστάω πολλά
Τα παιδιά
Τι σήμαινε το γράψιμο για τον Καλιότσο; «Γράφω γιατί η κάθε μέρα έχει ανάγκη από μια λύτρωση, η κάθε μέρα έχει ένα πρόβλημα που καλούμαι να λύσω.
Παίζω το βιολί μου για δική μου χάρη. Αν κατά σύμπτωση το ακούνε κι άλλοι, τόσο το καλύτερο». Πώς, έπειτα από αυτό, έβλεπε το αύριο της λογοτεχνίας;
«Δεν ξέρω. Εκείνο που βλέπω είναι ότι ο άνθρωπος διαβάζει όλο και λιγότερο, έχει γίνει οπτικοακουστικός. Οχι, δεν είμαι αισιόδοξος για το βιβλίο, αφού σαν συγγραφέα η διαπίστωση αυτή αναστέλλει και τη δική μου σκέψη».
Και μια ειδική μνεία για «Τα ξύλινα σπαθιά»: «Το έγραψα γιατί αγαπώ τα παιδιά. Πιστεύω ότι ενώ η γυναίκα γεννάει το παιδί, ο άντρας είναι πάντα παιδί.
Γι’ αυτό και θα δεις μέσα στο καφενείο να παίζουνε κάτι γέροι, να φωνάζουνε, να βρίζουνε: “Θα σε κάνω κουνουπίδι!” “Θα σε σκίσω!” σαν παιδιά. Και την άλλη βδομάδα λείπουνε, πέθαναν».
Τι τον ενοχλούσε περισσότερο: «Η αδικία. Αυτό βέβαια μπορεί να μη σου λέει τίποτα, αλλά έχω μια φοβερή ευθιξία όπου γίνεται αδικία. Ετσι που μερικές φορές με πιάνει μια τάση ν’ αποχωρήσω απ’ τη ζωή, να γίνω ερημίτης, αφού δεν έχει καμιά ισχύ ο λόγος μου [...]
Είμαι απελπισμένος, αλλά απελπισμένος όπως ο Καζαντζάκης: ”Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος”». Ωστόσο, παρατήρησα, τα γραφτά του διακρίνονται από ένα λεπτό χιούμορ. «Το χιούμορ είναι αυτό που με χαρακτηρίζει, είναι το καταφύγιό μου».
Παρ’ όλα τ’ αρνητικά, στο φινάλε της κουβέντας μας, δήλωσε αισιόδοξος: «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να ερμηνεύσω λογικά την αισιοδοξία που έχω. Απλώς λέω ότι είμαι αισιόδοξος».
Στο πλαίσιο
Υποσχέσεις -συμμαζεμένες θα ’λεγα- από την κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Πολεμική από την αντιπολίτευση, με την έννοια ότι αυτοί θα τα κατάφερναν καλύτερα.
Ο πολίτης, ωστόσο, χορτασμένος από υποσχέσεις των μεν και των δε, θωρεί την τσέπη του, που όλο και φυραίνει, και το γραμματοκιβώτιο που περιέχει μόνο λογαριασμούς.
Και ξανά ο αγώνας και η αγωνία για τη νέα δόση-ένεση των 2,8 δισ. από τους δανειστές, τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να πείσει (με ταξίματα και απειλές) όσους έχουν βγάλει τα δισ. τους στα ξένα να τα επαναπατρίσουν. Αν δεν σε εμπιστεύονται οι δικοί, πώς να σε εμπιστευτούν οι ξένοι;
«Θέλετε με απόδειξη ή με έκπτωση;» η… δελεαστική πρόταση των ημερών στα διάφορα μαγαζιά (κυρίως φαγάδικα, γιατί είναι κι αυτοί που δεν ρωτάνε – σου πασάρουν κατευθείαν το δελτίο παραγγελίας).
Και αν μεν επιμένεις… πατριωτικά, με απόδειξη, αν όχι η ΦΠΑ έκπτωση. Μοναδική λύση, η καθιέρωση του πλαστικού. Αν κι εκεί κάτι θα βρεθεί. Είναι να μην έχεις εθιστεί στο παράνομο.
Μια άλλη εικόνα του Καστελόριζου (το θέμα μου το περασμένο Σάββατο) από τον αναγνώστη Α.Τ. (πλήρη στοιχεία στη διάθεσή μου): «Πήγα πριν από δύο χρόνια στο Καστελόριζο και διαπίστωσα πολλά και διαφορετικά.
Τον χειμώνα μένουν πολύ λίγα άτομα, που παίρνουν και κάποια επιδότηση. Το νησί ελέγχουν δέκα άνθρωποι. Η συμπεριφορά τους είναι απαράδεκτη. Οπου δεθεί ένα σκάφος, υποχρεώνονται να φάνε στο κοντινό μαγαζί. Απόδειξη αν ζητήσεις, μπαίνεις στη μαύρη λίστα».
ΚΑΙ… Ενας (προφανώς) καλός χριστιανός με μια σημαία και ένα πανό ανα χείρας, κοντά στο Σύνταγμα: «Χριστέ σώσε την Ελλάδα μας»…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου