Σελίδες

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Πέτρος Μαnταίος,Gimme danger, EFSYN, 3.12.16



Danger, είναι ο κίνδυνος. Gimme, είναι η συγκοπή τού give me (gim’me) στην ιδιωματική αγγλική, τη slang, την αργκό. Ο Ζάχος ίσως θα το έλεγε «στη γλώσσα της πιάτσας»∙ κάθε γλώσσα την έχει αυτή τη δεύτερη γλώσσα.
Δεν διδάσκω. Να μάθω προσπαθώ. Είδα το φιλμ/ντοκιμαντέρ του Τζιμ Τζάρμους «Gimme danger»∙ «Δώσ’ μου κίνδυνο»; Δεν μου ταιριάζει. Κάπως ελεύθερα θα το έλεγα «Ζην επικινδύνως».
Ο Iggy Pop και το συγκρότημά του, οι Stooges (μάλιστα, από το Τρίο Στούτζες: κορόιδα, χαζούληδες), που τους βιογραφεί ο Τζάρμους με την κάμερα (άλλοι ζώντες, όπως ο Ιγγι, άλλοι μονίμως απόντες), έζησαν εν κινδύνω.
Σκεφτόμουν πώς προσέλαβε η γενιά μας, κυρίως όσοι από εμάς εμφορούμασταν, συγχρόνως και μπλοκαριζόμασταν, από αριστερές αρχές και αξίες, τη ροκ μουσική, το ροκ κίνημα του ’60, ιδίως στις προωθημένες του στιγμές, τις προκλητικά άγριες, όπως ήταν π.χ. του Ιγγι και των Stooges ή του, ίσως σημαντικότερου όλων, Jim Morrison που η επίδρασή του στον Ιγγι υπήρξε καταλυτική.
Νομίζω πως εμείς οι αριστεροί νέοι, της Νεολαίας της ΕΔΑ, μετέπειτα της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, παρακολουθήσαμε το ρεύμα της ροκ, στο ξεκίνημά του, με κάτι σαν αντι-καπιταλιστική επιφύλαξη, ακόμα χειρότερα ως προϊόν καπιταλιστικής κουλτούρας και ακραίο στοιχείο καπιταλιστικής προπαγάνδας.
Ούτε που μας περνούσε από το μυαλό ότι τα, μετέπειτα, μεγάλα αστέρια της ροκ, ιδίως στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, προέρχονταν, οι περισσότεροι, από εργατικές, ακόμα και από διαλυμένες, οικογένειες.
Χάσαμε έτσι την προσέγγιση μιας άλλης μουσικής, διαφορετικής από αυτήν που ξέραμε, πρωτοποριακής όπως αποδείχτηκε με τα χρόνια, χωρίς αυτό που λέμε πρωταρχική αθωότητα.
Μπήκαμε στο άγνωστο νομίζοντας ότι ξέρουμε, τρομάρα μας. Ενώ δεν είχαμε ιδέα. Είδαμε και πάθαμε να βάλουμε στα σπίτια δίσκους, τους πιο «ευπρεπείς» για τα μέτρα της εποχής: κάτι λίγα από Presley, Beatles και, ακόμα λιγότερο, Rolling Stones. Και αυτά, σε σπίτια που επικρατούσε κάποια ανεκτικότητα.
Στα αυστηρά, ούτε λόγος. Ακόμα και τα ελληνοποιημένα «μπιτλς», «μπίτλης», «γιεγιές» ή το μακρύ μαλλί ήταν συνώνυμα και ομοειδή του αλήτη.
Ηταν δυστυχώς και τα αγγλικά μας ανεπαρκέστατα. Πώς να σπάσουμε τους φράχτες και να επικοινωνήσουμε με τα μοντέρνα ρεύματα, στη μουσική και παντού.
Το χειρότερο: πέσαμε πάνω στη δικτατορία, που ήταν ό,τι πιο απομονωτικό, πιο εσωστρεφές, μπορούσε να τύχει τότε στην Ελλάδα∙ ιδίως στους νέους, σε εποχή που Ευρώπη και ΗΠΑ δονούνταν από ρεύματα πρωτοφανή, στην πολιτική και στην τέχνη.
Τότε είναι -τέλη του ’60, αρχές του ’70- που εμφανίζεται το ρεύμα ανατροπής και μετεξέλιξης της ροκ μέσα από μια προωθημένη, ηχητικά και αρμονικά, ροκ, από μουσική και σκηνική άποψη (γινόταν σκοτωμός στα πάλκα και τις πίστες).
Σ’ αυτό το ρεύμα, ο Ιγγι Ποπ με τους Στούτζες είναι από τους πρωτοπόρους. Αυτό, νομίζω, θέλησε να αποτυπώσει ο Τζάρμους στην ταινία του. Τουλάχιστον αυτό κατάλαβα και γι’ αυτό την παρακολούθησα, όχι μόνο με ενδιαφέρον, αλλά με αίσθηση ανάκτησης μικρού μέρους από μεγάλη απώλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου