Σελίδες

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ευάγγελος Αυδίκος *Εβάλαμε το βάτο… το ριζιμιό δεντρό, ΕΦΣΥΝ, 3.1.17


Πρόκειται για στίχο από γαμήλιο δημοτικό τραγούδι. Αντί για την ηχητική παρετυμολογία που ανέδειξε το ρύζι σε βασικό συστατικό στοιχείο στις τελετουργικές ευχές στο νιόπαντρο ζευγάρι (ρύζι-ριζώσει), το τραγούδι δείχνει την προτίμησή του στον βάτο.
Η επιλογή του ως ευχετικού συμβόλου έχει αφετηρία τη βαθιά γνώση του ανθρώπου για την ιδιότητα του βάτου να απλώνει ρίζες πολύ εύκολα και να πολλαπλασιάζεται. Σα βάτος να δασώσει η νύφη κι ο γαμπρός, συμπληρώνει ο δεύτερος στίχος.
Αρχή του καινούργιου χρόνου. Και ο βάτος αναγκαίος. Ετσι, για γούρι. Οφειλή στις ανεξερεύνητες προσδοκίες των ανθρώπων. Αλλά και στη στρεβλωμένη εικόνα για το δημοτικό τραγούδι και τον λαϊκό πολιτισμό. Που γίνεται κάποιες φορές εμμονικό στερεότυπο, ιδίως από διανοούμενους που επικαλούνται τη ριζοσπαστική οπτική και την ιστορικότητα στην κατανόηση των πολιτισμικών φαινομένων.
Κατανοητή η ταραχή του Κωνσταντίνου Ζήσιου (1911), που αποκάλεσε «των κωβιών αγέλη» όσους υπολήπτονταν τα δημοτικά τραγούδια θεωρώντας τα λογοτεχνήματα υψηλόφρονα. Συγγνωστή, με όρους ιστορικούς, η σφοδρή επίθεση στον Αλέξανδρο Πάλλη, τον οποίο ονοματίζει «αρχηγόν των χυδαιογράφων» και «μισθωτήν πλείστων εξ αυτών».
Στο «εξ αυτών» συγκαταλέγεται και ο Νικόλαος Πολίτης, ο γεραρός ιδρυτής της ελληνικής λαογραφίας. Ο διανοούμενος που διέρρηξε τα όρια μιας επιστήμης αναδεικνυόμενος σε οργανικό διανοούμενο. Συχνά, ο ίδιος ταξινομείται ως εθνικιστής. Η λαογραφία, δε, χαρακτηρίζεται εθνικιστική επιστήμη. Βολικές ταξινομήσεις που ελέγχονται για αϊστορικότητα.
Θα θυμίσω πως η επιτροπή που αξιολόγησε το μνημειώδες -και με αντιφατικότητες- έργο του «Νεοελληνική Μυθολογία» αρνήθηκε να του αποδώσει το χρηματικό ποσό, παρ' ότι έλαβε ο Πολίτης το πρώτο βραβείο στον Ροδοκανάκειο διαγωνισμό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αποφάνθηκε, η επιτροπή, πως δεν τήρησε τους κανόνες συνομιλώντας με άλλους πολιτισμούς στη μελέτη του.
Η αφορμή για τη σημερινή αναφορά είναι το αυτί του Παντελή Μπουκάλα. Ηγουν, η μνήμη του και η αίσθηση καθήκοντος σ’ έναν πολιτισμό, τον λαϊκό, που τον θεωρεί ισοϋψή με τον επώνυμο. Ο ίδιος είναι υπηρέτης δύο αφεντάδων στην ποίηση. Τη λογοτεχνία. Η προσωπική του θητεία στην επώνυμη τέχνη του λόγου έχει επικυρωθεί από τους ειδικούς. Πρωτίστως, από το αναγνωστικό κοινό.
Εντυπωσιάζει, όμως, η εμβριθής γνώση του δημοτικού τραγουδιού. Του λαϊκού πολιτισμού γενικότερα, θα προσέθετα. Μόνο ένας άνθρωπος που η σχέση του με τον λαϊκό πολιτισμό δεν είναι επιπολαιόριζη μπορεί να μπει στην ψυχή του. Μόνο ένας άνθρωπος που νιώθει να δονείται σύγκορμος όταν αρχίζει να παίζει το κλαρίνο ή το βιολί, ή να δαιμονίζεται από το χτύπημα του νταουλιού στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Συμιού μπορεί να είναι ασεβής.
Το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα («Οταν το ρήμα γίνεται όνομα», Αγρας) επαναφέρει τη συζήτηση για το δημοτικό τραγούδι στην αφετηρία της. Αρχή καινούργιου χρόνου.
Ευκαιρία για να ξαναδούμε τη σχέση μας μ’ αυτό χωρίς τις προκαταλήψεις του παρελθόντος. Ιδίως για όσους μεγάλωσαν στα χρόνια της δικτατορίας και τις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Που ταύτισαν το δημοτικό τραγούδι με τη συντήρηση. Που το απαξίωσαν θεωρώντας το απλοϊκό είδος έκφρασης για ανθρώπους αγράμματους.
Ο Μπουκάλας, με νηφαλιότητα, οδηγεί τον αναγνώστη του σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Ιδίως όσους δεν γνωρίζουν. «Τα δημοτικά τραγούδια υπέστησαν ό,τι και η αρχαιοελληνική κληρονομιά: Μαγαρίστηκαν -και διαβάλλονται ακόμη- από τους ελληνοκάπηλους κιβδηλοποιούς, των δικτατορικών καθεστώτων συμπεριλαμβανομένων».
Επισημάνσεις ωριμότητας και βαθιάς γνώσης του πολιτισμού από έναν διανοούμενο που δεν ενοχοποιεί τις πηγές και τις ιστορικές περιόδους. Κινείται ο Μπουκάλας με άνεση σ’ όλες τις περιόδους της λογοτεχνίας: νεότερες και απώτερες. Αναδεικνύει την ιστορικότητα κάποιων μοτίβων που προκαλούν αμηχανία σ’ όσους ερωτοτροπούν με την εύκολη ταξινόμηση και την ανέγερση ταξινομητικών φραχτών.
Πρωτίστως, όμως, ο Μπουκάλας αποτίνει τον πρέποντα σεβασμό στον λαϊκό πολιτισμό και τον δημιουργό του. Υπενθυμίζει σ’ όσους έχουν κοντή μνήμη τη δημιουργική σχέση των υψιπετών δημιουργών (Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης) με το δημοτικό τραγούδι. Με τον τρόπο ψιλοβελονιάς υφαίνει τα επιχειρήματά του για το υψηλό επίπεδο της λαϊκής δημιουργίας.
Εχω την εντύπωση πως ο Μπουκάλας είναι στο κατώφλι της αποδοχής του στη χορεία των μεγάλων μελετητών του δημοτικού τραγουδιού. Ανήκει σ’ αυτούς που προσεγγίζουν τη λογοτεχνία ως ένα άτμητο όλο. Του οφείλουμε τη δεξιοτεχνική περιήγηση σε λέξεις και σκέψεις που ακόμη και σήμερα μας απασχολούν.
* καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου