Σελίδες

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

«Οι τελευταίες πεντάρες»: γράφει ο Βαγγέλης Αυδίκος

3 ΜΑΡ 2017
11:03 πμ | 4 ώρες πριν
Ακούστε το κείμενο της είδησης
  
Flash plugin failed to load


«Οι τελευταίες πεντάρες», το καινούριο μου μυθιστόρημα, είναι το πέμπτο μου λογοτεχνικό βιβλίο. Αφορμή στάθηκε η εκτέλεση δεκατεσσάρων μελών της ΕΠΟΝ (από τους συνολικά 48 πολίτες που θανατώθηκαν) στη θέση Παργινόσκαλα της Πρέβεζας, τον Σεπτέμβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τη ναζιστική Κατοχή. Ένα τραγικό γεγονός που οφείλεται στα πάθη και τον φανατισμό αλλά και στην ανάγκη εξουσίας και ελέγχου από δυνάμεις επικυριαρχίας. Συγκρούστηκαν οι δυο βασικές αντιστασιακές ομάδες στην Κατοχή, ο ΕΔΕΣ και o ΕΛΑΣ/ΕΑΜ.
Η εκτέλεση άφησε ένα βαθύ τραύμα στην πόλη, ενώ ευθύνεται και για τον αιματηρό κύκλο της βίας που άνοιξε και συνεχίστηκε με τα γεγονότα στο Νταλαμάνι, στην περιοχή της Λάκκας Σουλίου, τον Ιανουάριο του 1944. Το σημαντικότερο είναι ότι δίχασε την πόλη και έριξε πάνω της τη σκιά του φόβου, γεγονός που οδήγησε πολλούς πολίτες να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα κι αλλαχού.
Σ’ αυτό το πνεύμα, το μυθιστόρημα έχει ως αφετηρία τα γεγονότα της Παργινόσκαλας. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Έζησα. Μεγάλωσα με το θέμα. Η μνήμη ασφαλώς μ’ επηρέασε. Δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ώστε να με προβληματίσει το ζήτημα. Δεν φτάνει, όμως, μόνο αυτό, για να γίνει αποδεκτή μια ιστορία στην ατζέντα ενός πεζογράφου. Χρειάζεται να ωριμάσει η ιδέα στο μυαλό του. Να βρει τον άξονα, που θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά του αφηγηματικού γεγονότος.
Αυτό δυσκολεύει τις επιλογές από τη στιγμή που δεν ήταν στις προθέσεις μου να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Στο επίκεντρο της αφηγηματικής μυθοπλασίας βρίσκεται το διαχρονικό και παγκόσμιο ερώτημα της βίας, ιδίως της εμφύλιας βίας, που έχει αποτελέσει τον άξονα πολλών αφηγήσεων, λογοτεχνικών και μη.
Στόχος του μυθιστορήματος Οι τελευταίες πεντάρες είναι να χρησιμοποιήσει το ιστορικό γεγονός, γενικότερα τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ως το αμνιακό υγρό που θα φιλοξενήσει τη μυθοπλασία. Οι ήρωες δημιουργούνται με ιστορικά υλικά της περιόδου, χωρίς όμως να αναπαριστούν πραγματικούς συμμετέχοντες. Είναι μια ιστορία για την αλόγιστη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, για τα πάθη, για έρωτες που πληγώνουν, για σχέσεις που θρυμματίζονται, για μια πόλη που έπαιζε κρυφτούλι με τις ενοχές της. Για τον φανατισμό που αλλοιώνει την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Για τα πάθη που τυφλώνουν απελευθερώνοντας τα πιο άγρια ένστικτα. Για την ανάγκη να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην εποχή της αγριότητας. Να μιλήσουν γι’ αυτά. Να ξύσουν τις πληγές τους. Να συμφιλιωθούν με τη μνήμη. Για όλη την ελληνική περιφέρεια που τα εμφύλια πάθη τη βύθισαν σε μια ενδοστρεφή περιδίνηση. Η ερήμωση της περιφέρειας, εκτός των άλλων, οφείλεται και σ’ αυτά τα πάθη.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται το πραγματολογικό υλικό. Έπρεπε να μαζέψω ιστορίες για τα γεγονότα αλλά και για όσα ακολούθησαν. Χρειαζόμουν οικογενειακές και προσωπικές ιστορίες. Τις συγκέντρωσα μετά από έναν αγώνα να πείσω τους άμεσους πρωταγωνιστές και τους συγγενείς να μιλήσουν ή και όσους βίωσαν την ατμόσφαιρα να μοιραστούν μαζί μου τις εμπειρίες τους. Είχα αντιμέτωπη σ’ αυτή την προσπάθεια την καχυποψία. Για πολλά χρόνια επικράτησε σιωπή. Άλλοι δεν ήθελαν να ξύσουν τις πληγές τους κι άλλοι φοβόντουσαν την πολιτική εκμετάλλευση. Δεν είναι εύκολο να πείσεις τους συνομιλητές σου πως η λογοτεχνία δεν είναι ιστορική αποτύπωση. Ότι άλλος είναι ο ρόλος της. Ότι καταπιάνεται με τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα αναζητώντας τις δυνάμεις εκείνες που αποκτηνώνουν τους ανθρώπους.
Για μένα η διαδικασία αυτή ήταν πράγματι επώδυνη και απελευθερωτική. Η σχέση τοπικότητας, με όσους συζήτησα, μου προκάλεσε συνειδησιακά προβλήματα για την τύχη των μαρτυριών τους. Ωστόσο, πολύ γρήγορα άφησα πίσω τις επιφυλάξεις μου. Επικράτησε η φωνή του πεζογράφου. Οι μαρτυρίες χρησιμοποιήθηκαν με τον τρόπο ενός καλού μάγειρα. Δεν βάζει όλα τα υλικά του. Επιλέγει αυτά που εξυπηρετούν αυτό που έχει ως στόχο να δημιουργήσει. Την ίδια συνταγή ακολούθησα στη σχέση μου με τις μαρτυρίες. Αποτέλεσαν το υλικό για να δημιουργηθούν νέοι ήρωες, οι οποίοι δεν είναι αναπαράσταση των πραγματικών πρωταγωνιστών. Μεταφέρουν το ήθος της εποχής. Όμως, είναι αυτόνομοι λογοτεχνικοί ήρωες.
Το μυθιστόρημα δεν έχει στόχο να υπομνήσει οικεία κακά. Δεν συμφωνώ με τους Αθηναίους, που επέβαλαν το 493 π.Χ. χρηματικό πρόστιμο χιλίων δραχμών στον τραγικό ποιητή Φρύνιχο («ετιμώρησαν Φρύνιχον ως αναμνήσαντα οικεία κακά χιλίας δραχμάς»), που ανέβασε στην αρχαία Αθήνα την τραγωδία «Μιλήτου άλωσις», αλλά και απαγόρευσαν να ξαναπαιχτεί η τραγωδία ή ακόμη και να γίνεται αναφορά στα όσα υπέστη η πολύπαθη Μίλητος από τους Πέρσες. «Μηκέτι μηδένα χρήσθαι τούτω τω δράματι» (Κανένας να μη χρησιμοποιήσει αυτό το δράμα), αναφέρει επί λέξει ο Ηρόδοτος που διασώζει το γεγονός. Η δική μου άποψη είναι στην αντίθετη κατεύθυνση.
Έχει χρέος η λογοτεχνία να μιλάει για τα ανθρώπινα πάθη. Έχει τον τρόπο να ανοίξει την ψυχή των ανθρώπων. Να τους συμφιλιώσει με τις πληγές.

Βαγγέλης Αυδίκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου