Σελίδες

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ Από την Εισαγωγή του στο βιβλίο τού ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ, Ερυθρόλευκη τρέλα. Κόκκινες τουλίπες στον Κολωνό, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, Αυγή, 28.5.17

 
Ο Κώστας Κρεμμύδας δεν γράφει ένα κείμενο που κρατά αποστάσεις, ένα κείμενο σπουδής και διάγνωσης, αλλά ένα αφήγημα εν θερμώ, «στρατευμένο» στο ερυθρόλευκο φρόνημά του, ένα είδος προσωπικής μαρτυρίας και μνήμης για τη σχέση που είχε ο ίδιος από παιδί με τη γηπεδική αίσθηση των αγώνων του Καραϊσκάκη, αν και ο ορίζοντας του βλέμματός του δεν είναι αποκλειστικά στραμμένος στα ποδοσφαιρικά και μόνο. Με το αφήγημα ετούτο, κάπως χαοτικό, κάπως παραληρηματικό στη συντακτική του μορφή και στον ρυθμό, σαν να θέλει ο Κρεμμύδας να προλάβει να τα πει όλα. Να μιλήσει για τη ζωή του εν τω συνόλω, μια από τις διαστάσεις της οποίας -ίσως η πιο ευτυχισμένη- υπήρξε η σχέση του με το ποδόσφαιρο. Πιέζεται γι’ αυτό αγχωτικά από φευγαλέες εικόνες, σπαράγματα από κουβέντες, φράσεις και επιφωνήματα που προέρχονται από διαφορετικές χρονικές στιγμές, από διαφορετικές ηλικίες, αλλά όλα μαζί πηγαινοέρχονται ανακατεμένα στη μνήμη του, σπουδαία και περιθωριακά, και κάπως ζητούν να βρουν τη θέση τους σ’ αυτό το κείμενο, έτσι ώστε να διασωθούν από το κυνηγητό της λησμονιάς. Και ξαφνικά, μαζί με τα στίγματα της κάθε παρόμοιας μέρας που συγκεντρώνονται από το παρελθόν, να που ακούγεται απροσδόκητα ο βηματισμός του ιστορικού συμβάντος, όχι της «μικρής» αλλά τώρα της «μεγάλης» ιστορίας. «Πολλές ασήμαντες ψηφίδες συνέθεταν τη ζωή μας εκείνα τα χρόνια», λέει σε κάποιο σημείο, περνώντας συνεχώς από τον ενικό στον πληθυντικό λόγο, «σπάζοντας, έστω για λίγο, τη συνήθεια και την προβλέψιμη συνέχεια της καθημερινότητάς μας: η ταράτσα που κοιμόμασταν τα καλοκαίρια, βάζοντας σεντόνια για τον πρωϊνό ήλιο τα καλοκαίρια, ο ήχος από τα κουδούνια των προβάτων που τα κατέβαζαν νοτιότερα το φθινόπωρο, η ξυλόσομπα που έκαιγε νυχθημερόν το χειμώνα, πάνω της φρυγανίζαμε φέτες ψωμί, βράζαμε το αλουμινένιο τσαγερό και ψήναμε κάστανα. Μετέωρος, μπρος στην ξυλόσομπα με την καψαλισμένη φέτα, λίγο πριν ξεκινήσω για το σχολείο, άκουσα [...] την είδηση της δολοφονίας του Τζων Κένεντυ, και, λίγα χρόνια αργότερα, την κήρυξη της δικτατορίας, παραμονές Μεγάλης Βδομάδας».
Με μια έννοια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Ερυθρόλευκη τρέλα είναι ένας τίτλος που στενεύει τα ανοίγματα προς τα οποία θέλει και βρίσκει διεξόδους το αφήγημα του Κρεμμύδα. Ασφαλώς αναφέρεται στην μυθολογία του Ολυμπιακού, στο πώς αυτή η μυθολογία υπήρξε συναισθηματικό και ηθικό στήριγμά του στα δύσκολα χρόνια της παιδικής και της εφηβικής μαθητείας στη ζωή, στο πώς ορισμένοι παίκτες και τεχνικοί, όπως ο Αριστείδης Παπάζογλου, ο Γιώργος Σιδέρης, ο Υβ Τριαντάφυλλος, ο Μάρτον Μπούκοβι βοήθησαν, ως ηρωικά σύμβολα περισσότερο, να γεμίσουν τα κενά που δημιουργούνταν στην κατά τα λοιπά ελλειμματική ζωή των λαϊκών στρωμάτων της νοτιοδυτικής Αττικής, από όπου και ο συγγραφέας. Όμως ο αναγνώστης αυτού του αφηγήματος είναι σίγουρο ότι θα εισπράξει από το διάβασμά του μια ευρύτερη, συνολικότερη σύνθεση, σε σημαντικό βαθμό θα έλεγα αντιπροσωπευτική των μικρών κοινωνιών οι οποίες έζησαν και σε μια οιονεί ρευστή κατάσταση, άλλαξαν και μεταλλάχθηκαν στην περιμετρική των λαϊκών συνοικιών της Αθήνας, αρχής γενομένης από τα αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή χρόνια και φτάνοντας ως το τέλος της δεκαετίας του '80. Η Ακαδημία Πλάτωνος, η ευρύτερη περιοχή του Κολωνού, μέσα στην οποία γεννήθηκε, μεγάλωσε και θήτευσε ο Κρεμμύδας, αποκτώντας εκεί τις πρωτογενείς του γνώσεις και αντιλήψεις για τον κόσμο, την πολιτική, τον έρωτα, τη φιλία, τα πρότυπα ζωής, τις παρουσίες αλλά και τα κενά που έκτοτε έχει φωλιασμένα μέσα του, μ’ αυτή την έννοια γίνεται ο παράδεισος και η κόλασή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τις πρώτες του ακόμα μετακινήσεις προς το αθηναϊκό κέντρο, όταν στη δεκαετία του '60 συνοδεύει τη γιαγιά ή επισκέπτεται τον πατέρα του στο δικηγορικό γραφείο του στα Χαυτεία, όριό του μοιάζει να είναι η Ομόνοια, τα μαγικά μικροκαταστήματα και οι αποθήκες της Αιόλου και της Αθηνάς, ίσαμε τις παρυφές της Πλάκας: μαγαζιά παιχνιδιών, βιοτεχνίες ρούχων, πλεκτήρια, η κάτω μεριά της πλατείας Κοτζιά όπου από το ξημέρωμα περίμεναν επί ώρες μια προσφορά εργασίας οι μπογιατζήδες, με τις βούρτσες και τα κοντάρια τους ανυψωμένα σαν όπλα! Και πράγματι, αυτός ο κόσμος της λαϊκότητας, ομολογώ διόλου ψευτισμένος, διασταυρώνεται και συνυπάρχει στα ίδια τοπογραφικά σημεία με τον κόσμο του στιγμιαίου (η συγκίνησή του συνήθως κρατάει όσο ένα σαββατοκύριακο ή όσο ένα δίωρο) ποδοσφαιρικού παραμυθιού.
Μ’ έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συσχετισμό, ο Κρεμμύδας βρίσκει μάλιστα τον ποδοσφαιρικό ιδανισμό του πολύ πιο ανθεκτικό και ηθικά διασωσμένο από τον πολιτικό ιδανισμό, της αριστεράς. Κάποτε, πριν μερικά χρόνια, θεώρησα πως τον στρίμωξα, αναφερόμενος, σε μια βιαστική συζήτησή μας, στο σκοτεινό ανατολικογερμανικό παρελθόν του Σωκράτη Κόκκαλη, όπως και στην ολοφάνερη αντίφαση τού να είσαι ως αριστερός περήφανος για ένα πρόεδρο διόλου άμωμο πολιτικά. Με μεγάλη μου όμως έκπληξη η απάντηση του Κρεμμύδα αδιαφορούσε για το πρόβλημα που προσπαθούσα να του βάλω. Ακόμα περισσότερο, για εκείνον δεν υπήρχε δίλημμα. «Αφού ο Σωκράτης», μου απάντησε, «είναι πρόεδρος του Ολυμπιακού, όλα τα άλλα για μένα δεν υπάρχουν!». Αν το σκεφθούμε λίγο περισσότερο, αυτή η εξιδανίκευση του προέδρου και η ταύτισή του με τον οπαδικό μύθο της αγλαϊσμένης πειραϊκής ομάδας, είναι της ίδιας ακριβώς κοπής με τη στάση που χαρακτηρίζει τον Κρεμμύδα όταν αναφέρεται στο παρελθόν, σ’ ένα παρελθόν που το έχει εξαγνίσει η οικογενειακή παράδοση και η συνάφεια με το αυθεντικά λαϊκό περιβάλλον. Συγκρίνοντας τα οικονομικώς επαχθή χρόνια του '50 και του '60 με τα μεταγενέστερα της κατ’ επίφαση ευφορίας, συμπεραίνει ο αφηγητής με αρκετή γενναιότητα ότι «Έπρεπε να ζήσουμε όλον αυτό τον ξεπεσμό της καθεστηκυίας αριστεράς, για να νιώσουμε πως το ποδόσφαιρο και ο Ολυμπιακός αποτελούν τη μόνη αξία [...] Στα δικά μου γήπεδα, όπως και στη δική μου αριστερά [...] δεν υπήρχαν φιγουράτοι και φαντασμένοι. Πήγαιναν άνθρωποι καθημερινοί, με τις μονόχρωμες, λεπτές σκούρες γραβατούλες και τα μαύρα κοστουμάκια τους, το χειμώνα, ή τα άσπρα πουκάμισα με τα ντρίλινα παντελόνια, το καλοκαίρι. Κάνοντας δίκοχο την εφημερίδα, για να προστατεύονται απ’ τον ήλιο. Καθισμένοι ίσοι, κι όλοι εκεί, πάνω στις τσιμεντένιες κερκίδες».
Αυτή η εξιδανίκευση της αφέλειας που πάει χέρι χέρι με τον λαϊκό αυθορμητισμό, η νοσταλγική ανάμνηση της απλότητας των ρούχων που φορούν όσοι κάθονταν στις κερκίδες του Καραϊσκάκη, αναλογεί βέβαια στην αδρότητα και την αρρενωπότητα του αθλήματος του ποδοσφαίρου, έτσι όπως σφηνώθηκε και έμεινε στη μνήμη του αφηγητή. Και πιο πέρα με τη λιτότητα των συνθηκών μέσα στις οποίες ο ίδιος μεγάλωσε και κατάλαβε τον εαυτό του. Ο κύκλος αυτός συνιστά ένα ολόκληρο σύμπαν, όπου το ατομικό δύσκολα ξεχωρίζει από το πληθυντικό. Δεν είναι τυχαίο, λ.χ. που η «ανακομιδή» την οποία επιχειρεί ο Κρεμμύδας σ’ αυτό το αφήγημα, μ’ έναν τρόπο το προσκλητήριο νεκρών του, μαζεύει από τον Κολωνό της νεότητάς του τόσο τα πρόσωπα του οικογενειακού του πανθέου όσο των δρόμων και των σπιτιών όπου αυτά έζησαν: γιαγιάδες, θειάδες, ξαδέλφια, φίλοι των σχολείων, μαγαζάτορες και βιοτέχνες των στενών δρόμων της περιοχής που χάθηκαν νικημένοι από την ανάπτυξη, κινηματογράφοι του '60 που έκλεισαν. Όλα αυτά, πρόσωπα και πράγματα και ασκητικές ζωές, ταιριασμένα με τον βίο των μικρασιατών προσφύγων, των εσωτερικών μεταναστών που κατέφθαναν μαζικά από την ερειπωμένη, μετεμφυλιακή Ελλάδα, αλλά και τη σκηνογραφία των χαμηλών, συχνά αυθαίρετων σπιτιών, χτισμένων γύρω από μια αυλή, που, πάντως, δημιουργούσαν μικρές, ιδιότυπες κοινωνίες στις συνοικίες της Αθήνας.
Το αφήγημα, παρά τις κάποιες εσωτερικές του ασυμμετρίες και ασυμφωνίες, το διαπερνά μια άλλοτε έντονη και άλλοτε αδιόρατη θλίψη. Είναι η θλίψη της μνήμης που νοσταλγεί τον «χαμένο παράδεισο», όσο κι αν στη σκέψη πολλών δεν υπήρχε τίποτε το παραδεισένιο στη συνοικία του Κολωνού ή στο λιτό και φτωχικό ποδόσφαιρο της δεκαετίας του '60. Υπάρχει αναμφίβολα εδώ μια παθιασμένη αν και πικρή αναζήτηση του άφθαρτου, του στέρεου, του αντίδοτου για την κλονισμένη εποχή μας. «Ζούμε δυστυχώς στα ίδια χνάρια των εποχών», αναφέρει ο Κρεμμύδας σ’ ένα άλλο σημείο, « κι ως όντα αδύναμα παραπλανιόμαστε με τα ίδια μυθεύματα, που όμως στο βάθος τους τα έχουμε ανάγκη για να καβατζάρουμε τη ζωή». Γι’ αυτό λοιπόν και τα μυθολογικά στοιχεία γύρω από τα οποία πλέκει την αφήγησή του ο συγγραφέας συνδέονται και τα δυο με το λαϊκό φαντασιακό μιας ήδη μακρινής εποχής: με εικονοστάσια «αγίων» και μαρτύρων της αριστεράς μετά τον εμφύλιο και με εικονοστάσια ποδοσφαιρικών θρύλων που τους διέπνεε (χωρίς να ταυτίζονται) η ίδια παραδειγματική αυταπάρνηση με τους πρώτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου