Σελίδες

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

Μνήμη ή λήθη; ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ, Οι τελευταίες πεντάρες, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Ταξιδευτής, σελ. 360

14/5/17



Το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου «Οι τελευταίες πεντάρες» ασχολείται με ένα δύσκολο θέμα, που σημάδεψε την πρόσφατη ιστορία  της ιδιαίτερης πατρίδας του, της  Πρέβεζας, που συνέβη τον Σεπτέμβριο του 1944, μια βδομάδα μετά την απελευθέρωση της πόλης από τη γερμανική Κατοχή (14 Σεπτεμβρίου). Πρόκειται για ένα τραγικό γεγονός. Είναι η εκτέλεση δεκατεσσάρων νέων, ηλικίας 16-18 ετών, και άλλων πολιτών (σύνολο 48)  στην τοποθεσία Παργινόσκαλα, από τον Γαλάνη, γνωστόν με το όνομα ''ο χασάπης της Πρέβεζας'', όπως τον αποκαλεί ο γνωστός μείζων  ηπειρώτης συγγραφές Δημήτρης Χατζής. Το θέμα αυτού του αδελφοκτόνου σπαραγμού είχε φέρει στη επιφάνεια χρόνια πριν και ο τότε Δήμαρχος της πόλης  Νίκος Γιαννούλης. Οι πληγές όταν δεν ξύνονται κακοφορμίζουν. Φτάνει να μην έρχονται στην επιφάνεια με σκοπό τη διαιώνιση των ένθεν κ'ακείθεν παθών αλλά για για παραδείγματα προς αποφυγήν.
Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Αυδίκος, με τρόπο μυθιστορηματικό, επιχειρεί να ανασυνθέσει  την ιστορική αυτή περίοδο, την τόσο ταραγμένη, όσα προηγήθηκαν αλλά και όσα επακολούθησαν, καθώς και τις τραγικές επιπτώσεις τους για ολόκληρη την πόλη. Οι ήρωές του, εκτός από δύο,  δεν είναι πρόσωπα υπαρκτά. Είναι προϊόν μυθοπλασίας , που αναπαριστά αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες απλών καθημερινών ανθρώπων.  Ένας από τους βασικούς ήρωες , ο Περικλής Κοντοπόδαρος ή Ξηγημένος, είναι  ο μοναδικός που επέζησε από την εκτέλεση των υπολοίπων συντρόφων του. Δραπέτευσε λίγο πριν από την άφιξή τους, καθ’ οδόν προς έναν από τους τόπους του μαρτυρίου τους, το κάστρο-φυλακή του Παντοκράτορα.

Ο Περικλής έζησε μια ολόκληρη ζωή   με μια διπλή ενοχή: Νιώθει άβολα που γλίτωσε μόνο αυτός. Επιπλέον, κουβαλάει το στίγμα του ανθρώπου που αναγκάστηκε να συμβιβαστεί υπογράφοντας δήλωση. Ράφτης στο επάγγελμα, έζησε μια ολόκληρη ζωή μέσα στο φόβο. Έτσι αναζητεί την ισορροπία στην επαγγελματική του επιτυχία και στη συμμετοχή του σ’ ένα παράνομο παιχνίδι, που διεξαγόταν κρυφά στον ελαιώνα της πόλης. Είναι η διαφυγή του από το σκληρό μετεμφυλιακό τοπίο.
Ο συγγραφέας ξετυλίγει τον μίτο της αφήγησης χρησιμοποιώντας ένα ακόμη κεντρικό πρόσωπο. Είναι ο Σπυρίδων, ο Άγγλος αρχαιολόγος που αφικνείται στην πόλη τον Σεπτέμβριο του 2014. Οι λόγοι που τον οδηγούν στην πόλη  πρωτίστως  είναι οι ακατάλυτοι οικογενειακοί δεσμοί αίματος από το παρελθόν, αλλά και οι  παλιές οικογενειακές σχέσεις των προγόνων του με την οικογένεια του Περικλή.
Η  άφιξή του φέρνει στην επιφάνεια ανομολόγητα μυστικά και πρόσωπα από την τόσο ταραγμένη εποχή. Τα λιμνάζοντα νερά αναταράσσονται, η κουρτίνα της λήθης ανοίγει σιγά σιγά. Ο κύκλος των προσώπων που με διάθεση εξομολογητική πολλές φορές αναφέρεται σε πράγματα που πόνεσαν, σε λάθη δικά τους ή άλλων.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος, θετικοί ή αρνητικοί στον τρόπο δράσης τους, αντιμετωπίζονται από τον συγγραφέα με συμπάθεια, καθώς έδρασαν ως έρμαια των πολιτικών εμφύλιων παθών σε σκοτεινές εποχές. Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας κατορθώνει να διεξέλθει ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, βλέποντας τα πράγματα νηφάλια και από μακριά.
Το μυθιστόρημα επιχειρεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα. Μνήμη ή Λήθη; Η αφετηρία για την απάντηση είναι η ύπαρξη ενός συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος.  Ωστόσο, η απάντηση συμπεριλαμβάνει όλα όσα δίχασαν και πλήγωσαν τη χώρα για πολλές δεκαετίες κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Αν αφαιρέσει κάποιος τα τοπωνύμια και τα ονόματα των πρωταγωνιστών θα καταλήξει στην παραδοχή πως το μυθιστόρημα αφηγείται την τραυματική ιστορία ολόκληρης της χώρας. Η απάντηση  δίνεται από τα ίδια τα δρώντα πρόσωπα.
Ο συγγραφέας, επιπλέον,  παρακολουθεί την πορεία της πόλης στην παρακμή της. Οι  ταραγμένες δεκαετίες δεν άφηναν περιθώρια. Εκπατρισμός ή σιωπή. Ήταν ο χρυσός κανόνας της επιβίωσης. Ενσωματώνοντας στον αφηγηματικό του ιστό ιστορικά ντοκουμέντα (εφημερίδες κ.λπ.), δημιουργεί έτσι μια πολυεπίπεδη αφήγηση. Συγκροτεί ένα αφηγηματικό γεγονός, όπου συνυπάρχουν εποχές μακρινές με κοντινές, τοπία και άνθρωποι. Δημιουργεί έναν μικρόκοσμο, όπου πρόσωπα και εποχές συνιστούν ένα αφηγηματικό κουβάρι, που χρειάζεται προσοχή στο ξετύλιγμά του. Τελικά η Παργινόσκαλα δεν ήταν, δεν είναι παρά ένας αδελφοκτόνος σπαραγμός, μια ήττα για όλη την πόλη. Έτσι, με νηφαλιότητα, τη βλέπει και ο Αυδίκος.
Κατά κύριο λόγο η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, αναμεμειγμένη με γλωσσικά στοιχεία της τοπικής ιδιολέκτου, φορτικά και όχι πάντοτε αναγκαία. Ενίοτε ο ρόλος τους είναι και αρνητικός: διασπούν την ενότητα του κειμένου. Ο τίτλος του έργου Οι τελευταίες πεντάρες.  Για ποιον όμως είναι το τελευταίο στρίψιμο των πεντάρων; Για τον ίδιο τον ήρωα; Για μια ολόκληρη εποχή με τις πληγές της; Για τη χώρα, το χθες και το σήμερα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Την απάντηση τη δίνει η  τραγική μάνα ενός εκτελεσμένου Επονίτη: ''Δεν θέλω άλλη μάνα να κλάψει για το παιδί της που χάθηκε από  αδερφικά χέρια''.

Ο Γιάννης Παπακώστας είναι ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου