Σελίδες

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Βαγγέλης Κούτας «Ο χρόνος μπροστά μας», εκδ. Κέδρος



Ο Βαγγέλης Κούτας, επανέρχεται μ’ ένα καινούργιο μυθιστόρημα, το «Ο χρόνος μπροστά μας» από τις εκδόσεις Κέδρος.
Επιστρέφει στις λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, επιστρέφει στο χωριό του, γιατί «Ο άνθρωπος πρέπει να ζει εκεί όπου τον αγαπάει ο τόπος». Αλλά επειδή δεν μπορεί να ζήσει εκεί, η Vita activa υποκαθίσταται από την vita contemplativα. Ο συγγραφέας μας μιλάει σχεδόν σε όλα τα βιβλία του, για την ακρίβεια μας περιγράφει, την χαμένη αρμονία του ανθρώπου με τη φύση (την ΕΝΤΟΠΙΑ, προσοχή καμία σχέση με την εντοπιότητα). Διαβάζω: «Όταν ξυπνήσεις το πρωί, δες τα σύννεφα. Μύρισε τον βάλτο και άκου τα πουλιά του ουρανού μόλις σταματήσει η βροχή… Που υπάρχουν όλα αυτά;» Ή ακόμα: «Ξύπνησα κάτω απ’ την αγριελιά τη μοναχή, κάτω στο αυλάκι στην κοψιά του λόγκου με τον βάλτο. Είχε φέξει για τα καλά… Έτριψα τα μάτια και είδα τον ίσκιο απ’ το δέντρο, που είχε μικρύνει τρεις τέσσερις οργιές. Μόλις είχε μπει ο Μάης και τα χαμομήλια ανάσταιναν και πεθαμένο…».
Ο Κούτας γράφοντας υπαινίσσεται το ερώτημα: «Γιατί γράφουμε»; Όπως είδαμε το κάνει για προσωπικούς λόγους, για δική του ανάγκη, αλλά συγχρόνως, ενστικτωδώς, προκαλεί μία δευτερεύουσα δράση, που είναι η δράση δια της αποκάλυψης. Οι λέξεις του είναι «πιστόλια γεμάτα σφαίρες», που πυροβολούν στόχους. Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Οι αποκαλύψεις της αδικίας.
Η αποκαλυπτική Πράξη μέσω της γραφής έχει ως στόχο να εξηγήσει με λογοτεχνικό τρόπο πως επενεργούν το περιβάλλον(ελονοσία, φυματίωση, σάπισμα κυριολεκτικά από την υγρασία), η κοινωνία του χωριού, οι συνήθεις πρακτικές γάμου (με προξενιό ή λόγω του αναδασμού, δηλαδή με μία πολιτική απόφαση), η Εκκλησία (ο παπάς για καλό-φύλαξε τον Σπύρο- και για κακό-πιέσεις στις οικογένειες των εξόριστων να υπογράψουν), το παρα-κράτος (ΤΕΑ), το καφενείο (των ντόπιων και των Πόντιων-ξένοι-παρακατιανοί), -το σχολείο δεν υπάρχει, τρεις τάξεις δημοτικού ίσον μορφωμένος- αποκαλύπτει δηλαδή τις συνέπειες που έχουν όλα αυτά για την ψυχή, τις συμπεριφορές και τις ζωές των ανθρώπων. 
Κοντολογίς, ο συγγραφέας δρα, γράφοντας για να αλλάξει τον κόσμο δια της αποκάλυψης. Αποκαλύπτει στους ανθρώπους γιατί ζουν έτσι κι όχι αλλιώς. Γιατί ερωτεύονται έτσι κι όχι αλλιώς. Γιατί η Ευανθία μισεί τον Κλεάνθη, και ερωτεύεται όσους φορούν στολή. Γιατί ο Κλεάνθης αγαπά την Μαρία και πολλές ακόμα(πριν). Γιατί η ΚΛΟΠΗ δεν είναι ΚΛΟΠΗ –είναι απαλλοτρίωση- καθώς αυτή έγινε στην πραγματικότητα από το κράτος και την Εκκλησία. Γιατί οι άνθρωποι σκοτώνονται χωρίς να ξέρουν το λόγο (αποδίδοντας λόγω άγνοιας τα πάντα ΣΤΟ ΠΙΟΤΟ και την ΚΑΚΙΑ ΩΡΑ). Αυτή είναι η λογοτεχνία της Πράξης. Άρα η λογοτεχνία της Πράξης έχει ως καθήκον να αποκαλύψει τον πραγματικό κόσμο και να τον υπερβεί, να τον αλλάξει.
Ο συγγραφέας αποδίδει δικαιοσύνη, μιλάει στο «όνομα του πατρός» και αποκαθιστά τον Κλεάνθη. Αυτόν ο οποίος από τη συντηρητική οπτική χαρακτηρίζονταν «πότης, κλέφτης και ανεπρόκοπος» και ο οποίος από ενστικτώδη δικαιοσύνη προσεγγίζει τον μαρξιστή Σπύρο. Αλλά τι σήμαινε ΚΛΟΠΗ; Τι σήμαινε Πότης; Τι ανεπρόκοπος;  
Για την ΚΛΟΠΗ μιλάει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. «Ποιος κλέβει κι από πού;» ρωτάει. Οι λίμνες, τα δάση, οι θάλασσες και τα βουνά ήταν κοινόχρηστα πριν, ύστερα ήρθε το κράτος, τα χοτζέτια μαζί με τα χρυσόβουλα των τσιφλικούχων και των μοναστηριών.
Ένας ολόκληρος κόσμος, που ζει στη φύση, που δεν έχει αποκοπεί απ’ αυτή για να την εξουσιάσει, αλλά βιώνει τους ρυθμούς της, ταυτισμένος μαζί της, ζώντας με άλλα λόγια σε αρμονία μαζί της (η ΕΝΤΟΠΙΑ που λέγαμε) δέχεται τους νέους νομικούς και πολιτιστικούς κώδικες της αστικής ατομικότητας σαν βιασμό, βιώνει την αλλαγή των συμπεριφορών του που είναι φυσικοποιημένες(Habitus), σαν ακρωτηριασμό, σαν ψυχικό φόνο. Γι’ αυτό αυτοδικεί. Συνεχίζει να κάνει ό,τι έκανε. Μόνο που με τις καινούργιες συνθήκες αυτό θεωρείται παραβατικό, παράνομο.  Για τον Κλεάνθη, όμως, παράνομοι και κλέφτες είναι οι άλλοι, οι νέοι ιδιοκτήτες, το κράτος, που νοικιάζει τα διβάρια, η εκκλησία και τα μοναστήρια, που νοικιάζουν τα απέραντα χωράφια τους, τα βακούφια σε απατεώνες και παραγωγούς χασισιού με την ανοχή και τη σύμπραξη της εκκλησίας. Το συμβάν είναι πραγματικό. Ο Κλεάνθης, τελικά, αντιδρά στην αστικοποίηση, αντιδρά στην εισβολή της κρατικής τάξης και γίνεται αντιεξουσιαστής, που απαλλοτριώνει το κλαπέν…
Κι αν το πολιτικό και νομικό πεδίο επιβάλλει την αστικοποίηση, το πολιτιστικό επιχειρεί να χειραγωγήσει, να αλλάξει τα μυαλά των ανθρώπων. «Όπλο» για την μεταβολή της πολιτιστικής συνθήκης, την αλλαγή στη συμπεριφορά και τον τρόπο σκέψης των χωρικών είναι ο κινηματογράφος (και αργότερα η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ). Γράφει ο συγγραφέας: «Ο κινηματογράφος που ήρθε τα ‘κανε όλα χειρότερα για μας τους χωριάτες. Τα αρώματα, τα φανταχτερά ρούχα και οι μεγάλες λιμουζίνες πάνω στα πανιά που δείχνει κάθε μήνα ο σινεματζής που έρχεται από την πόλη τα ζήλεψαν όλοι. Αυτά είδε και η Ευανθία και νομίζει ότι της πρέπουν σπίτια ψηλά και λιμουζίνες…». Η γυναίκα θέλει να φύγει, να πάει στην Γη της Επαγγελίας, στην Αθήνα. Για τον Κλεάνθη, όμως, η εγκατάλειψη του Τόπου του και η αστικοποίηση είναι εγκατάλειψη της αρμονίας του, της ψυχής του και της φύσης του. «Όλοι πρόεδροι, βουλευτάδες και δάσκαλοι θα γίνουμε; Εμένα μ’ έκανες ψαρά και μ’ αρέσει που απλώνω τα χέρια και αγκαλιάζω τον τόπο. Παράδεισος είναι, κι ας γκρινιάζω καμιά φορά», λέει.
Όμως η αρμονία με τη φύση συμπληρωνόταν και από μία αρσενική κοινωνική δομή, την ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΡΑΚΙΟΥ, που απέκλειε τις γυναίκες (εκείνο τον καιρό) και είχε ως βασικό της θεσμό το ΚΑΦΕΝΕΙΟ -Υπ’ αυτή την οπτική, το φευγιό της Ευανθίας έχει και μία επαναστατική γυναικεία πλευρά-. Εκεί, λοιπόν, στο καφενείο έγινε το φοβερό φονικό.
Ας δούμε τα RES FICTAE, τα πραγματικά γεγονότα: ΔΙΑΒΑΖΩ από εφημερίδα του 1985: «Ο τραυματίας Σπύρος Τζώρας δήλωσε στους αστυνομικούς και τους δημοσιογράφους ότι κατά την άποψή του, στόχος του δράστη ήταν ο Λευτέρης Μπιζώνης. «Ο φονιάς τον ζήλευε θανάσιμα γιατί είχε αποκτήσει οικονομική άνεση, ενώ ο ίδιος είχε φτωχύνει προικίζοντας τα τέσσερα κορίτσια του». Ο φονιάς ανέφερε ότι αιτία της τραγωδίας ήταν το ποτό«Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ήταν αυτό που έκανα. Μόνο μια εξήγηση μπορώ να δώσω. Αυτό το καταραμένο το πιοτό ήταν η αιτία. Ήμουνα μεθυσμένος. Είχα πιει πολύ, θόλωσε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι έκανα. Την πλήρωσαν άνθρωποι που δεν έφταιγαν σε τίποτα».»
Πως περιγράφει ο Κούτας το κοινωνικό μπούλινγκ στον Θεόφιλο: «Όλοι τον έβριζαν και τον υποτιμούσαν. Ο ξεδοντιάρης ο Δημητράκης τον είχε γελάσει κατάμουτρα», τον είχε βάλει να πληρώσει το κερασμένο ποτό…    Το πρωί είχε πυροβολήσει γύρω στις σαράντα φορές και είχε σκοτώσει τριάντα πέντε άγρια πουλιά. Με το όπλο στο χέρι ένιωθε δυνατός… Το τρέμουλο στο μάγουλο είχε σταματήσει… έξι νεκροί… Όλα ήταν τακτοποιημένα, σαν συνέχεια της πρωινής παγάνας…». Αυτοδικία. Φύση. Ακαλλιέργητα, αμολυμένα ένστικτα. Η ζωή ενός ανθρώπου τιμάται όσο και η ζωή μιας λούφας, μιας αγριόπαπιας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου