Σελίδες

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Βένα Γεωργακοπούλου, Οι βλαβερές συνέπειες του σεξ και ο Παπαδιαμάντης, κουβεντιάζοντας με την Αγγέλα Καστρινάκη


aggela_kastrinaki.jpg

 Αγγέλα ΚαστρινάκηΗ Αγγέλα Καστρινάκη είναι καθηγήτρια νεότερης λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Κρήτης
Σημαντική, αποκαλυπτική, αλλά και απολαυστική για τον κάθε αναγνώστη, η μελέτη της «Ερως νάρκισσος, έρως θείος» για τις όψεις του έρωτα στο έργο του Σκιαθίτη, κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Κρήτης, αλλά και διαλεχτή πεζογράφος η ίδια, σκύβει πάνω στα ερωτικά του διηγήματα, τα ξεψαχνίζει και προσπερνώντας τις «φρικτές» εικόνες ενός ταγμένου εχθρού του έρωτα, υποκλίνεται στη μεγάλη τέχνη του
Συνήθως επιλέγει κάποιος να διαβάσει μια μελέτη για τον Παπαδιαμάντη, επειδή έχει ειδική σχέση μαζί του. Εγώ, πάλι, όρμησα στο βιβλιαράκι «Ητον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον...» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, μια μελέτη για τις όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη, επειδή την υπέγραφε η Αγγέλα Καστρινάκη.
Είναι, βέβαια, καθηγήτρια νεότερης λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Κρήτης με σημαντική παρουσία στα δικά της, τα αυστηρώς ακαδημαϊκά (βιβλία, δημοσιεύσεις). Ελα, όμως, που είναι και μια από τις πιο ιδιαίτερες και καλές πεζογράφους μας, με τον έρωτα και τις σχέσεις των φύλων στο κέντρο της ματιάς της; Και έχει γράψει το καλύτερο για μένα ερωτικό μυθιστόρημα των τελευταίων χρόνων («Ερωτας στον καιρό της ειρωνείας», Ελληνικά Γράμματα, 2008).
Πώς θα προσέγγιζε, λοιπόν, μια νέα, σύγχρονη γυναίκα, που δηλώνει «ταγμένη οπαδός του Διαφωτισμού και της επίγειας ευτυχίας», τα ερωτικά διηγήματα του κοσμοκαλόγερου;
Πώς θα διάβαζε και θα ερμήνευε τις απόψεις του για το ερωτικό πάθος, όπως αυτές καταγράφονται σε εφτά από αυτά; Τα πέντε μάλιστα («Ολόγυρα στη λίμνη», «Η νοσταλγός», «Ερως-ήρως», «Ονειρο στο κύμα», «Η φαρμακολύτρια») δημοσιεύονται στον μικρό τόμο, μια καλή ευκαιρία να τα συμβουλευόμαστε εύκολα.
Πολλά έχουν γραφτεί για την ιδιόρρυθμη, προβληματική σχέση του χριστιανού Παπαδιαμάντη με το σεξ, ακόμα και στα πιο αισθησιακά των κειμένων του. Η μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη μάς λύνει απορίες. Μας κάνει τον Σκιαθίτη πιο οικείο, ακόμα και όταν μας σοκάρει και μας αναστατώνει το σκοτεινό και πρωτόγονο στοιχείο του πάντα αγαπημένου κόσμου του.
 • Ενα βιβλίο σαν το δικό σας σε ποιον απευθύνεται; Στους ειδικούς, στον υποψιασμένο αναγνώστη ή σε κάθε αναγνώστη; Αλλωστε τα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι από τα πιο γνωστά και διαβασμένα του και αυτά που έχουν γυριστεί πολλάκις στο σινεμά.
Διαβάζοντας τον Παπαδιαμάντη ανακάλυψα έναν κώδικα για την κατανόησή του – έτσι πιστεύω τουλάχιστον. Για παράδειγμα, την επαναλαμβανόμενη εικόνα του «λουλουδιού που το κόβουν» ή το θέμα του Νάρκισσου, το οποίο ξεπροβάλλει με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, άλλοτε σαν λουλούδι που προκαλεί νάρκη κι άλλοτε σαν καυχησιά ενός κακόμοιρου ανθρώπου για την ομορφιά που είχε κάποτε.
Οι αναγνώστες που τους αρέσει, δίπλα στην απόλαυση του κειμένου, να ζήσουν και την απόλαυση της ερμηνείας (μιας δυνατότητας ερμηνείας) είναι καλοδεχούμενοι. Οταν γράφω μια μελέτη, προσπαθώ να γίνομαι γλαφυρή σαν τον συγγραφέα που μελετάω. Το βιβλίο απευθύνεται ακόμα και σε νεαρούς αναγνώστες, που δυσκολεύονται με τη λόγια γλώσσα του. Φροντίσαμε να ερμηνεύσουμε τις δύσκολες λέξεις του κειμένου στο κάτω μέρος της σελίδας.
• Στον Παπαδιαμάντη «σίγουρα άρεσε να γράφει για τον έρωτα», γράφετε. Με δεδομένο ότι ήταν ένας ανέραστος, σεμνότυφος άνθρωπος, και κυρίως βαθιά χριστιανός, πώς το εξηγείτε;
Καμιά βεβαιότητα δεν έχουμε για τον Παπαδιαμάντη. Εκτός από το ότι κάτι τον βασάνιζε σκληρά. Από κει και πέρα μπορούμε να μιλάμε με ενδείξεις ή υποθέσεις. Ενδείξεις λοιπόν για ερωτικές δραστηριότητες δεν διαθέτουμε.
Οσα αφηγείται ο ίδιος, ότι κάπου κάποτε κρυφοκοίταξε μια ξαδέλφη του, τείνω να τα θεωρώ παραμύθια, δικές του κατασκευές. Ωστόσο ο χριστιανισμός, ρηχός ή βαθύς, γενικά δεν εμποδίζει τον έρωτα και το να κάνουμε παιδιά.
Με αυτές τις ενδείξεις, τις υποθέσεις και τα δεδομένα, θεωρώ ότι ο Παπαδιαμάντης γυροφέρνει το θέμα του έρωτα με ένταση, γιατί κάτι θέλει να κρύψει και κάτι να φανερώσει: κρύβει την «πληγή» του (η έκφραση, του Χριστόφορου Λιοντάκη) και φανερώνει τη θεωρία του, πως ο έρωτας-σεξ δεν είναι τίποτε άλλο από «αυτολατρία» και άμα υποκύπτουμε σ’ αυτόν γινόμαστε πολύ, μα πολύ δυστυχισμένοι. Εμείς οι αναγνώστες μπορούμε βέβαια να προχωρήσουμε τις υποθέσεις μας και παραπέρα.
• Γράφετε ότι ο ερωτικότερος των πεζογράφων της εποχής του έστηνε στα διηγήματά του γρίφους, αινίγματα για τον αναγνώστη. Και είναι αλήθεια ότι όταν τα διαβάζουμε, εξαιρετικά δύσκολα (μπορεί και σχεδόν ποτέ) ανακαλύπτουμε τους κρυμμένους συμβολισμούς, κυρίως χριστιανικούς, που εσείς ευτυχώς μας υποδεικνύετε στο βιβλίο. Πιστεύετε ότι χωρίς αυτόν τον «θησαυρό» των συμβόλων, η αξία τους συρρικνώνεται;
Οι συμβολιστές συγγραφείς ήταν γενικά πολύ γριφώδεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο έγραφαν ιστορίες που μπορούσαν να διαβαστούν ευχάριστα από τον καθένα. Πώς ο νεαρός ναύτης Γιωργής, που αγαπούσε παθιασμένα την Αρχόντω, κατανίκησε τον πειρασμό και δεν την έκλεψε απ’ τον άντρα της («Ερως-ήρως»).
Μια χαρά διαβάζεται η ιστορία και είναι κατανοητότατη και ψυχωφελής. Ναι, αλλά ο ναύτης Γιωργής παρομοιάζεται στην αρχή του διηγήματος με «δράκο», που κοιμάται στην ακροθαλασσιά. Και εδώ ανοίγεται το δεύτερο επίπεδο, που στήνει ο συγγραφέας πάνω στο πρώτο.
Ο αναγνώστης μπορεί να συνδυάσει τον δράκο με το όνομα του ήρωα και να εννοήσει πως πιθανότατα έχουμε να κάνουμε με έναν Αϊ-Γιώργη δρακοντοκτόνο: σκότωσε τον δράκο του πειρασμού μέσα του, κι αυτό είναι ακριβώς το μεγαλύτερο τρόπαιο, μια αγνότητα εσαεί, που σχεδόν τον αγιοποιεί.
Η ανακάλυψη, αν γίνει, προσθέτει χάρη στο κείμενο, καθώς και ένα μυστικό βάθος. Βεβαίως και αισθητική/διανοητική απόλαυση, καθώς χαιρόμαστε την ευρηματικότητα, την ευστροφία του καλλιτέχνη. Δεν συρρικνώνεται η αξία των διηγημάτων αν δεν κάνουμε την ανακάλυψη, αυξάνει όμως, πιστεύω, η απόλαυση αν την κάνουμε.
• Θέλει κάτι να περάσει στον αναγνώστη με τα ερωτικά του διηγήματα; Κάποιο δίδαγμα, μάθημα; «Ουσιαστικά θεολογεί», γράφετε.
Αχ, ναι, «θεολογεί». Φτιάχνει, λέω, μια «ιδιόρρυθμη θεολογία», όπως ιδιόρρυθμοι είναι οι διάφοροι καλόγεροι που βάζει μέσα στα διηγήματά του σαν περαστικές φιγούρες. Και η θεολογία του είναι καλογερίστικη, εντελώς: αποχή από τις εγκόσμιες απολαύσεις, στροφή προς τα θεία και προς τον θείο έρωτα, τον άυλο. Ευτυχώς αυτά τα λέει με τόσο κρυπτικό τρόπο, που δεν γίνονται ούτε «δίδαγμα» ούτε «μάθημα».
Αντίθετα, πολλές φορές οι αναγνώστες διαβάζουν τα αντίθετα. Διαβάζουν ότι η δυστυχία προέρχεται από τη μη εκπλήρωση των επιθυμιών, από το ότι οι νεαροί ήρωες στερήθηκαν τον έρωτα. Αυτό που πιστεύω ότι ανακάλυψα είναι πως η δυστυχία προέρχεται όχι από τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αλλά από τις εκπληρωμένες.
Σεξ συμβαίνει στον μυθοπλαστικό κόσμο του Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας υπονοεί (πάρα πολύ διακριτικά, όμως) ότι συμβαίνει, ώστε να δείξει τις ολέθριες συνέπειες. Οι άνθρωποι θα πρέπει να την καταστείλουν αυτή τη βλαβερή έξη, όπως οι καλόγεροι. Αν αυτό ωστόσο γίνει από κανόνας μιας κλειστής κάστας, κανόνας για όλους τους ανθρώπους, καταλαβαίνουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Στον Παπαδιαμάντη όμως μόνο τότε γαληνεύει η θάλασσα η επικίνδυνη, μόνο τότε τα πουλάκια πετάνε χαρούμενα στις λόχμες.
• Η αηδία του για το σεξ, που φτάνει μέχρι του σημείου να προτιμά στα διηγήματά του λευκούς γάμους νέων κοριτσιών με ηλικιωμένους άνδρες και να αρνείται την τεκνοποιία, δεν είναι και τόσο νορμάλ χριστιανικά πράγματα. Είναι;
Οχι και τόσο. Αν και υπάρχουν πολλές εκδοχές του χριστιανισμού, ακόμα και πολλές απόψεις για το φλέγον ζήτημα στον ίδιο συγγραφέα. Ο απόστολος Παύλος –όσο έχω εννοήσει– μοιάζει να απεχθάνεται τον υλικό άνθρωπο, αλλά ταυτόχρονα παραχωρεί μια θέση στο σεξ εντός γάμου «για να μη σας βάζει σε πειρασμό ο Σατανάς». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προτιμά την παρθενία, αλλά μιλά με συμπάθεια και για τον γάμο, που ολοκληρώνει τον άνθρωπο.
Ο Αυγουστίνος θεωρεί ότι υπήρχε σεξουαλική επαφή ακόμα και στον Παράδεισο. Ο Παπαδιαμάντης επιλέγει πάντα την πιο αρνησίκοσμη εκδοχή, την εκδοχή με τη μέγιστη εγκράτεια. Λέω πως κινείται «στο όριο» της ορθοδοξίας. Δεν είμαι ωστόσο η πρώτη που το παρατηρώ.
• Ενας περίεργος ανδρικός κόσμος κυριαρχεί στα διηγήματα, έστω και χωρίς σεξ (φίλοι, καλή παρέα, πιοτό, ιστορίες). Ηταν μισογύνης ο Παπαδιαμάντης; Οι γυναίκες ήταν γι’ αυτόν πλανεύτρες, που οδηγούν τους άνδρες στην καταστροφή;
Σε αντίθεση με τις παγίδες του σεξ, η ανδρική φιλία είναι κάτι πολύ ανακουφιστικό. Να κάθεσαι με τον καρδάση σου και τον γιολδάση σου (του αρέσουν του Παπαδιαμάντη τα τούρκικα για τους γκαρδιακούς φίλους) στην ακρολιμνιά και να τρως θαλασσινά μεζεδάκια, που συνοδεύονται από μπόλικο και ωραίο μοσχάτο κρασί. Ή πάλι να αγναντεύεις τον ουρανό πλάι στους φίλους που ψαρεύουν με πυροφάνι, ενώ ο άλλος φίλος, ο βοσκός, κοιμάται στην πλαγιά τυλιγμένος με την κάπα του… Αυτά μας κάνουν να αντέχουμε τη μαύρη, τη δύσκολη ζωή.
Ομως ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μισογύνης. Οι νεαρές γυναίκες είναι πλανεύτρες, αλλά και τα αντράκια δεν πάνε πίσω. Είναι έτοιμοι να ορμήξουν σαν αετοί, σαν ξιφίες, σαν σκυλόψαρα, και να αδράξουν «ασπαίροντα» τα θύματά τους. Το πρόβλημα αγγίζει εξίσου και τα δύο φύλα. Και τα δύο φύλα οφείλουν να κατασιγάσουν τον δαίμονα μέσα τους.
• Μια και οι χριστιανικές κοινωνίες έχουν ευτυχώς αλλάξει, οι αισθησιακές περιγραφές του Παπαδιαμάντη με έκαναν να σκέφτομαι συνεχώς τις σημερινές ακραία ισλαμικές κοινωνίες, όπου οι άνδρες όλο στο σεξ έχουν τον νου τους, γι’ αυτό και φροντίζουν να εξοντώνουν τις γυναίκες. Είμαι υπερβολική;
Η Μοσχούλα μέσα στο κύμα, με τα όμορφα μπράτσα, την ευλύγιστη μέση και με όλα όσα μαντεύει ο αφηγητής, έχει στοιχειώσει το φαντασιακό των Ελλήνων ου μην αλλά και των Ελληνίδων… Ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει την τέλεια κόρη και της δίνει δύο δυνατότητες: τη γήινη και την ουράνια.
Αυτή επιλέγει –φευ– τη γήινη. Αλλά ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά δίκαιος, όπως είπαμε. Δεν είναι σαν τον Καζαντζάκη που φορτώνει όλο το πρόβλημα στις γυναίκες (αυτές εκπροσωπούν την «ύλη») και τις εξοντώνει – ούτε μία γοητευτική γυναίκα δεν αφήνει ζωντανή στα έργα του ο μεγάλος Κρητικός! Στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει καμία βιαιότητα, μόνο πικρία και θλίψη. Και είναι χαρακτηριστικό πως συμπαθεί ένα πονεμένο και τρυφερό Ισλάμ, όπως στον πασίγνωστο «Ξεπεσμένο δερβίση» του.
• Φοβάμαι ότι μετά το βιβλίο σας δεν θα μπορέσω να ξαναδιαβάσω την «Νοσταλγό» ή το «Ονειρο στο κύμα» χωρίς να κλοτσήσω μέσα μου με τα χριστιανικά σύμβολα που θα αναγνωρίζω. Πιστεύετε ότι η τέχνη του Παπαδιαμάντη υπερβαίνει τελικά κάθε θρησκευτική του ψύχωση;
Γιατί να «κλοτσήσετε»; Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί με πάρα πολλή χάρη τα χριστιανικά σύμβολα. Δεν είναι υπέροχο τάχα που δύο κουπιά, δεμένα «σταυροειδώς» για να αποτελέσουν κατάρτι σε μια βάρκα, με πανί το λευκό φουστάνι της κοπέλας (που έτσι μισογδύθηκε), γίνονται ανεπαίσθητα ο σταυρός που συμβάλλει στη σωτηρία των ηρώων;
Είναι τόσο χαριτωμένος ο Παπαδιαμάντης, τόσο ευρηματικός, που καθόλου δεν θυμίζει συντηρητικό παπά με αγιαστούρα ή στεγνό ιεροκήρυκα. Και έχω την υποψία ότι όχι μόνο η τέχνη του υπερβαίνει τη «θρησκευτική του ψύχωση», αλλά και ότι ο ίδιος μερικές φορές βάζει την τέχνη πιο πάνω από την πίστη. Προτιμά ένα καλλιτεχνικό εφέ από τη θεολογική σαφήνεια.
• Πιστεύει, τελικά, ο Παπαδιαμάντης ότι υπάρχει έρωτας;
Προς το θείο, ναι. Για την ακρίβεια: πρέπει να υπάρχει. Ο άνθρωπος οφείλει να λατρεύει τον Θεό. Αυτό τον σώζει από το να λατρεύει τον εαυτό του. Ερωτας προς τον άλλον άνθρωπο; Ασ’ το καλύτερα! Υπάρχει μια φοβερή αναντιστοιχία ανάμεσα στο φουντωμένο πάθος, που η έντασή του θέλει να σε στείλει στον άλλο κόσμο, και στη διάρκεια που έχουν οι έρωτες.
Μηδαμινή διάρκεια! Ερωτευόμαστε ένα πρόσωπο, αργότερα το ξεχνάμε κι ερωτευόμαστε άλλο και πάει λέγοντας… Δεν αξίζει τον κόπο. Ο Παπαδιαμάντης βρίσκεται στους αντίποδες του ρομαντισμού. Εχει συλλάβει τον έρωτα ως κατασκευή. Επειτα, η ίδια η σεξουαλική πράξη είναι μια μηχανική κίνηση, κάτι σαν αντίδραση σε κνησμό… Αυτό το τελευταίο το λέει στα «Ρόδιν’ ακρογιάλια». Ξεπερνάμε τη φρικτή εικόνα, του τη συγχωρούμε.
Γιατί έχει να μας δώσει άλλα. Τον πόνο, την αυτοσυντριβή, την ευφορία της εξόδου από τη βαριά αρρώστια του έρωτα, τη χαρά των μικρών καθημερινών πραγμάτων που μοιραζόμαστε με τους φίλους. Με πόση ευφυΐα δεν τα δίνει όλα αυτά, ευφυΐα που μας κάνει, εμάς, ταγμένους οπαδούς του Διαφωτισμού και της επίγειας ευτυχίας, να υποκλινόμαστε μπροστά του, μπροστά στη μεγάλη τέχνη.
• Είναι τα ερωτικά διηγήματα η κορυφή της τέχνης του;
Για πολλούς αναγνώστες, και για μένα, είναι. Μαζί με τη «Φόνισσα» βέβαια και, ελάχιστα χαμηλότερα, με τον φιλάνθρωπο «Βαρδιάνο στα σπόρκα». Δεν θαυμάζω το σύνολο του παπαδιαμαντικού έργου. Πολλά κείμενα είναι απλώς περιγραφικά.
Τα συμβολικά διηγήματα για τον έρωτα όμως έχουν ανυπέρβλητη δύναμη. Ανάμεσα στ’ άλλα, κάνει μαγικά παιχνίδια με τη γλώσσα. Είναι χαρακτηριστικό πως μένουν στη μνήμη μας φράσεις του, κι αν δεν μένουν οι ίδιες οι λέξεις, μένει ο ρυθμός τους. Νιώθεις πίσω από όλα αυτά έναν καλλιτέχνη με εξαιρετική αυτοσυνείδηση, με αυτοπεποίθηση και με μια προμηθεϊκή δημιουργικότητα.
• Τι σας έκανε να γράψετε το βιβλίο; Διέκρινα φορές φορές μια ωραία, παιχνιδιάρικη ειρωνεία.
Με έκανε να το γράψω ένας ενθουσιασμός, το γεγονός ότι διάβαζα και έτριβα τα μάτια μου. Και έλεγα: Πώς το κάνει αυτό, πώς πετυχαίνει αυτή την εικόνα, πώς δίνει αυτόν τον ρυθμό στη φράση!
Η εικόνα του πελώριου «πουργοτζή» που δουλεύει πάνω σε ένα πλοίο ανοίγοντας τρύπες κι ο ίσκιος του πέφτει στα μποστάνια, στη λίμνη και στα λοφάκια, καθώς δύει ο ήλιος, ενώ αιωρείται η παπαδιαμαντική επωδός «ματαιότης ματαιοτήτων»: τι τρομερότερο έχει γραφεί στην ελληνική γλώσσα; Κι όμως δεν έγραψα έναν ύμνο σ’ αυτή την εικόνα, ούτε έναν ύμνο στη γλώσσα του. Κάθισα σαν φιλολογικό μυρμήγκι και σαν ντετέκτιβ και εξιχνίασα (θεωρώ ότι…) τα μυστικά σύμβολα.
Αλλη χάρη κι αυτό! Παίζεις με τον συγγραφέα: σε ανακάλυψα τώρα; -δεν σε ανακάλυψα; Πάντως δεν έφτασα στον απώτατο βαθμό συγγένειας με τον Παπαδιαμάντη, όπως με άλλους συγγραφείς με τους οποίους έχω συναναστραφεί τόσο στενά και για τόσα χρόνια: με τον Κοσμά Πολίτη (εραστής-σύζυγος) ή με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο (παιδί μου). Ο Παπαδιαμάντης είναι πιο σκοτεινός, πιο απροσπέλαστος.
• Μήπως ο Παπαδιαμάντης «αγαπιέται» για λάθος λόγους, μήπως στο πέρασμα των χρόνων έγινε ένα γλυκερό, ηθογραφικό, νοσταλγικό έργο, καλό για θρησκευτικές γιορτές; Γιατί θα ’πρεπε να αγαπιέται και να διαβάζεται τώρα και στο μέλλον;
Υπάρχουν «λάθος λόγοι» στην αγάπη; Τον αγαπούν για τη θρησκευτικότητά του; Γιατί όχι; Τον αγαπούν για την ορθόδοξη πίστη του; Τύχη για την Ελλάδα ότι οι θρησκευόμενοι μπορούν να έχουν μια τέτοια αναφορά (μολονότι ώρες ώρες γίνεται αγέλαστα δογματικός και τότε εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι λίγο σαν Δημαράς και σαν Μουλλάς και ανάβουν τα προοδευτικά μου αίματα).
Τον αγαπούν για την απεικόνιση ηθών και εθίμων της υπαίθρου μιας άλλης εποχής; Κάτι χάνουν, αλλά δεν πειράζει. Οι «σωστοί λόγοι» είναι τάχα οι αισθητικοί; Μα η λογοτεχνία δεν είναι μόνο φόρμα και ρυθμός της φράσης. Είναι και ηθική και ιδεολογία. Και το παράξενο είναι πως ο Παπαδιαμάντης αγγίζει και όσους ασπάζονται μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρία. Επειδή μας κάνει να χαμογελάμε γλυκόπικρα με το ανθρώπινο πεπρωμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου