Σελίδες

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Ευάγγελος Αυδίκος(επιμ.), Λαϊκοί πολιτισμοί και Σύνορα στα Βαλκάνια, Πεδίο 2010




Εισαγωγή

Ο τόμος συνιστά μια απόπειρα διεπιστημονικής διερεύνησης της συμβολής του λαϊκού πολιτισμού στην κατασκευή πραγματικών ή συμβολικών ορίων ανάμεσα στις εθνοτικές ομάδες που συνυπάρχουν στην περιοχή της Βαλκανικής. Τα κείμενα που περιλαμβάνονται σε αυτόν επιχειρούν να κατανοήσουν την έννοια του «συνόρου» και  τον τρόπο με τον οποίο συμβάλλει στη διαμόρφωση σχέσεων και στη διαφοροποίηση ως προς την πρόσληψη του χρόνου και του χώρου.
 Τα τελευταία χρόνια οι ερευνητές δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την έννοια των συνόρων. Και τούτο διότι αυτό που συχνά προσδιορίζει την ομάδα είναι κυρίως το σύνορο παρά το πολιτισμικό υλικό που αυτό περικλείει (Barth 1969). Το σύνορο είναι αυτό που οριοθετεί την κοινότητα, ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, και παράλληλα διαμορφώνει το πλαίσιο των αλληλεπιδράσεων και τα ταξινομητικά κριτήρια. Το σύνορο λοιπόν συχνά συμπυκνώνει –ή τουλάχιστον το επιχειρεί– την ταυτότητα της κοινότητας. O Cohen (1985) τονίζει τη σημασία που έχει η έννοια αυτή για τους ανθρώπους, δεδομένου ότι το σύνορο εκφράζει την ανάγκη τους για ετεροπροσδιορισμό θέτοντας διαχωριστική γραμμή από αυτή την ετερότητα (Παπαταξιάρχης 2006: 1-85).
Το ζήτημα των συνόρων τίθεται με ένταση μετά τον 19ο αιώνα. Την εποχή εκείνη αρχίζει να φουντώνει το αίτημα για δημιουργία ανεξάρτητων εθνικών κρατών, η οποία προϋποθέτει κατ’ αρχάς την κατάρρευση των προηγούμενων πολιτικών σχηματισμών: των αυτοκρατοριών. Το «χάος» ως πολιτική έννοια χαρακτηρίζει το πλαίσιο της μετάβασης από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά κράτη, τα οποία αναδιοργανώνουν τις σχέσεις του πληθυσμού με τον χώρο αλλά και με τον χρόνο. Τα εθνικά κράτη δεν συγκροτούνται χωρίς αναφορά στον χώρο και τον χρόνο (Gupta 2000: 100-120). Ο White αναλύει τη διάσταση του χώρου ως συστατικού στοιχείου στη διαμόρφωση της ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης, υπογραμμίζοντας ότι ο χώρος συντίθεται τόσο από φυσικά όσο και από πολιτισμικά συστατικά, τα οποία διαπλέκονται αξεχώριστα (White 2000).
 Σημαντικά για την τεκμηρίωση του επιχειρήματός του είναι η έννοια της «εδαφικότητας» (territoriality) καθώς και το σύνορο που στα εθνικά κράτη ορίζει την έκταση της εδαφικότητας, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο στοιχείο της ιδέας του έθνους. Η εδαφικότητα στα εθνικά κράτη νοηματοδοτείται με τρόπο διαφορετικό από ό,τι σε άλλα πολιτικά συστήματα, και σ’ αυτή τη διαδικασία καθοριστικός είναι ο ρόλος του συνόρου ως διαχωριστικής γραμμής, που διχοτομεί τον έως τη δημιουργία εθνικών κρατών ενιαίο χώρο. Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τα σύνορα σε εκείνα τα σύμβολα που όχι μόνο οριοθετούν την εδαφικότητα αλλά λειτουργούν επίσης ως «ταμείο της μνήμης», προφανώς της εθνικής, της οποίας μάρτυρες είναι τα σύνορα. Παραφράζοντας τον Cohen, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το σύνορο μετασχηματίζει το άγνωστο σε γνωστό. Κυρίως όμως επιτυγχάνει το αντίθετο: μεταμορφώνει το οικείο σε ξένο, ανοίκειο, συχνά εχθρικό, καθώς η οριοθέτηση των συνόρων είναι αποτέλεσμα αιματηρών συγκρούσεων. Τότε το σύνορο ορίζει τη σχέση με την ετερότητα. Συμπυκνώνει όλα τα αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε αυτούς που βρίσκονται έξω από την εθνική εδαφικότητα. Γίνεται εγγυητής και σύμβολο της διαφοράς.
 Σύμφωνα με τον Kearney, «οι μορφές της ετερότητας καταλαμβάνουν τη μεθοριακή γραμμή» (2006: 19). Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι το σύνορο συνιστά την αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία της μεθοριακότητας, η οποία αποκρυσταλλώνει με σαφήνεια –μέσω της χωρικής οριοθέτησης– το οικείο, το οποίο βρίσκεται εντός της μεθοριακής γραμμής, και το ανοίκειο, το οποίο αναπτύσσεται εκτός αυτής. Η διάκριση αυτή ωστόσο δεν είναι εύκολη, καθώς πολλές από τις πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται κατά μήκος του συνόρου, εντός ή εκτός, έχουν συγγενή πολιτισμικά στοιχεία, γεγονός που αμφισβητεί την κύρια αρχή της συγκρότησης του εθνικού κράτους: την ομοιογένεια.
Αν εκείνο που χαρακτηρίζει το εθνικό κράτος, κατά τον Anderson, είναι η αίσθηση ότι όλοι όσοι κατοικούν στα όρια της εδαφικότητάς του αποδέχονται την ύπαρξη συγγενικών δεσμών και κοινής καταγωγής, τότε το σύνορο συμβολοποιεί αυτή την αίσθηση, γίνεται η υλική αποτύπωση αυτής της πεποίθησης (Άντερσον 1997).
Το σύνορο ως δείκτης της εθνικής εδαφικότητας συνοψίζει αυτό που ο Handler αποκαλεί «αντικειμενική οριοθέτηση» (objective boundedness) μιας ομάδας, στην οποία ο ίδιος υπάγει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που κατοικούν εντός των συνόρων καθώς και τις ποικίλες δραστηριότητές τους (1988: 6-8). Υπ’ αυτή την έννοια, το σύνορο οριοθετεί και επιβάλλει την ομογενοποίηση της εντός των συνόρων πολιτισμικής ετερογένειας. Το σύνορο, ως υλική έκφραση της ιδέας του εθνικού κράτους στον χώρο, μετασχηματίζεται ταχύτατα σε σύμβολο της αντίληψης που διαμορφώνεται εντός των συνόρων τόσο για την πολιτισμική συνοχή του πληθυσμού όσο και για το είδος των σχέσεων με την εκτός συνόρων ετερότητα, ιδίως όταν αυτή αναπτύσσεται κατά μήκος της οριοθετικής γραμμής.
Αυτό συνεπώς που ο Handler ονομάζει «αντικειμενική οριοθέτηση» δεν έχει μια αυτόνομη ύπαρξη, ανεξάρτητα και πέρα από την ιστορικότητα. Ό,τι προβάλλεται ως αντικειμενική οριοθέτηση στο εθνικό κράτος συνδέεται με το δεύτερο συστατικό του, τον χρόνο, στον οποίο, παραφράζοντας τον Manning, αναζητούνται η σημασία και το σχήμα που θα νοηματοδοτήσουν την πολιτική στρατηγική στη διαδικασία συγκρότησης του εθνικού κράτους (1983:16)
Αν λοιπόν ο χώρος είναι η υλική έκφανση του εθνικού κράτους, ο χρόνος προμηθεύει τα συστατικά εκείνα που διαμορφώνουν την υποκειμενική οριοθέτηση, με άλλα λόγια την εθνική συνείδηση. Η αξιοποίηση του παρελθόντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιχειρηματολογία υπέρ της αντικειμενικής οριοθέτησης ενός εθνικού κράτους. Είναι σαθρά τα θεμέλια της επιχειρηματολογίας εκείνων που δεν έχουν φροντίσει να συγκροτήσουν μια μυθολογία η οποία θα τεκμηριώσει την «αντικειμενικότητα» της οριοθετικής γραμμής.
Ο χρόνος επομένως είναι η δεξαμενή μέσα στην οποία όλα τα εθνικά κινήματα αναζητούν τα επιχειρήματα για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης που θα γεννήσει συναισθήματα και θα προκαλέσει την ανάληψη δράσης. Έτσι, ο μελετητής οφείλει να επισημάνει τα μορφολογικά στοιχεία, τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση και έκφραση της εθνικής συνείδησης (Brubaker 1996:10-11). Η συγκρότηση του λόγου για το έθνος δεν μπορεί να αναζητηθεί στα θεωρητικά σχήματα παρά μόνο στις δράσεις της καθημερινότητας και στις τελετουργίες που επωμίζονται το βάρος της δημόσιας δήλωσής του.
Πέρα απ’ αυτά, τα σύνορα είναι «αόρατα». Υπάρχουν μέσα στα όρια μιας εθνικής εδαφικότητας. Μερικά σύνορα μπορεί να είναι θεσμικά ή νομικά, άλλα είναι καθαρά γεωγραφικά, φυλετικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά. Το βέβαιο είναι ότι τα όρια μιας κοινότητας δεν προσδιορίζονται μόνο από την τοπικότητα αλλά και από την αίσθηση του ανήκειν. Και σ’ αυτή την περίπτωση τα σύμβολα επωμίζονται τον ρόλο να καταστήσουν τα σύνορα ορατά στο συμβολικό επίπεδο. Έτσι η κοινότητα γίνεται μια «αποθήκη συμβόλων».
 Όλα τα παραπάνω είναι ευδιάκριτα στα Βαλκάνια, τα οποία προέκυψαν από την ωρίμανση του αιτήματος για εθνική αυτοδιάθεση, από τη μια μεριά, και τη βαθμιαία αποσύνθεση της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την άλλη (Todorova 2004: 12-14). Εδώ και έναν αιώνα, τα Βαλκάνια αντιμετωπίζονται ως μια γεωπολιτική ενότητα, γεγονός που έχει εσωτερικευτεί και από τους ίδιους τους λαούς που κατοικούν στον χώρο της. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών-σοσιαλιστικών καθεστώτων και την ένταξη πολλών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει νέα ερωτήματα σχετικά με τη διαμόρφωση των γεωγραφικών συνόρων, τον «ενιαίο» χαρακτήρα της βαλκανικής ταυτότητας και τη σχέση της με τον λαϊκό πολιτισμό.
Οι νέες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν σε συγκρούσεις και αναδιάταξη των συνόρων ή σε φόβους για αλλαγές συνόρων αποτέλεσαν το έναυσμα ώστε αρκετοί επιστήμονες να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στη μελέτη του φαινομένου της βαλκανοποίησης (Todorova 2007), στους πολιτισμούς που αναπτύσσονται κατά μήκος των συνοριακών γραμμών (εθνικών ή εθνοτικών), στις ταυτότες που επανέρχονται στο προσκήνιο και στις ανοικτές ή υπαινισσόμενες διεκδικήσεις εν ονόματι συγγενών πληθυσμιακών ομάδων στις συνοριακές γραμμές (Γούναρης 1997· Μιχαλοπούλου 1998. Brunbauer 1999: 36-50· Tziovas 2003· Marushiakova 2008). Το αξιοπαρατήρητο είναι ότι μεγάλο μέρος της προβαλλόμενης επιχειρηματολογίας παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη που είχε προβληθεί για τα εθνικά κράτη στα τέλη του 19ου αιώνα (Αυδίκος 2009: 36).
 Τα άρθρα που περιλαμβάνονται σ’ αυτό τον τόμο επιχειρούν να σκιαγραφήσουν την έννοια του συνόρου χρησιμοποιώντας τον λαϊκό πολιτισμό ως πλαίσιο και ταυτόχρονα ως μηχανισμό για την υποστήριξη και την αποδοχή των συνόρων, ορατών και μη. Ταυτόχρονα ο λαϊκός πολιτισμός αξιοποιείται ως μια πολιτισμική πρακτική που διευκολύνει την κατανόηση των κοινωνικών αλλαγών και επιπλέον συμβάλλει σε μια μη δογματική προσέγγιση στη συγκρότηση των ταυτοτήτων. Όλα τα κείμενα εισάγουν τον αναγνώστη σε μια αναστοχαστική προσέγγιση, καθώς φωτίζουν επαρκώς σημαντικά κενά στη μέλη των Βαλκανίων. Η μελέτη του βιβλίου μπορεί να διαρθρωθεί γύρω από ορισμένους σημαντικούς άξονες.


Η προφορική ιστορία

Ένας πρώτος άξονας είναι ο ρόλος της προφορικής ιστορίας στην κατανόηση των διακρατικών σχέσεων στα Βαλκάνια. Έως και τη δεκαετία του 1980 πρωτοστατούσαν οι γραπτές πηγές και οι εθνικές ιστορίες, οι οποίες στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν έναν εθνικό ιστορικό λόγο έδιναν μικρή σημασία –ή καλύτερα περιφρονούσαν– τις μικροαφηγήσεις. Αλλά η προφορική ιστορία και οι πολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 διαμόρφωσαν ένα ευνοϊκό πεδίο για τον εμπλουτισμό της ιστορίας και την κατανόηση του αυτονόητου γεγονότος ότι οι σχέσεις των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα παρουσιάζεται στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Η προφορική ιστορία στα Πετρωτά του Έβρου και οι σχέσεις με το κοντινό βουλγαρικό χωριό Μάλκο Γκραντίστε βοηθούν τον ερευνητή να ανακαλύψει πως τα στερεότυπα δεν αφήνουν χώρο για τοπικές διαφοροποιήσεις στη διαπερατότητα των ορίων που αναπτύχθηκαν μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις (Αυδίκος). Η προφορική ιστορία λοιπόν οδηγεί αναπόφευκτα σε μια ιστορική πλαισίωση της ενασχόλησης με την έννοια της παράδοσης και τους λαϊκούς πολιτισμούς γενικότερα (Νιτσιάκος). Οι εθνικές ιστορίες συχνά αντιμετωπίζουν τους λαϊκούς πολιτισμούς τους ως μια υπερβατική έννοια την οποία αποσπούν από τα συμφραζόμενα. Η παρατηρητικότητα και η γνώση οδηγούν τον ερευνητή σε συγκρίσεις για τις διαδικασίες επιτέλεσης του ρεπερτορίου πολυφωνικού τραγουδιού. Η ίδια ομάδα χρησιμοποιούσε, για τα ίδια τραγούδια, την αλβανική γλώσσα στις επιτελέσεις στην Αλβανία και την ελληνική στην Ελλάδα. Η προφορική ιστορία και οι λαϊκοί πολιτισμοί δίνουν το έναυσμα για τη διερεύνηση της ταυτότητας και του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται. Άλλωστε η προφορική ιστορία καλείται να διερευνήσει με ποιο τρόπο το σύνορο αποδίδει ποιότητες και ιδιότητες στους ανθρώπους που κατοικούν είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά του (Green).

Η μετανάστευση
Κατά τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να μεταναστεύουν στην Ελλάδα άνθρωποι από τις βαλκανικές χώρες που βίωναν τις παρενέργειες της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η πολυπληθέστερη μεταναστευτική ομάδα ήταν οι Αλβανοί και ακολουθούσαν οι Βούλγαροι. Ένα από τα κείμενα του βιβλίου (Μιχαήλ) εστιάζει στον τρόπο ένταξης των Αλβανών στην ελληνική κοινωνία και στους μηχανισμούς που χρησιμοποίησαν. Τα πορίσματα προέρχονται από έρευνα στο Άργος Ορεστικό της Καστοριάς. Εξετάζονται οι διαδικασίες ένταξης των μεταναστών οι οποίες συνεπάγονται επιλογές στόχων και ταυτόχρονη ρήξη με το πολιτισμικό τους κεφάλαιο, καθώς και τριβές όσον αφορά την έννοια της αλβανικότητας. Υπ’ αυτή την έννοια, το κείμενο ενδιαφέρεται για τα όρια και το πώς αυτά επιλέγονται ως στρατηγικός στόχος προκειμένου να γίνουν διαπερατά. Ο γάμος με ελληνικής καταγωγής σύντροφο, η εκπαίδευση της νέας γενιάς, η επιλογή της ελληνικής γλώσσας αλλά και η αλλαγή θρησκείας (ορθόδοξη βάφτιση) είναι μηχανισμοί που χρησιμοποιούν πολλοί Αλβανοί μετανάστες προκειμένου να διασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες ένταξης.
Το βουλγαρικό παράδειγμα πάντως είναι διαφορετικό (Αγγελίδου). Η αναφερόμενη έρευνα πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και στον Μαραθώνα Αττικής ανάμεσα σε Βουλγάρες μετανάστριες που εργάζονταν, κατά κύριο λόγο, ως οικιακοί βοηθοί. Ακολουθούν αυτές διαφορετικό μοντέλο μετανάστευσης. Στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για γυναίκες που στη χώρα τους είχαν δουλειά, άρα δεν μπορούν να θεωρηθούν οικονομικές μετανάστριες. Προφανώς, ένας ισχυρός λόγος για τη μετανάστευσή τους  ήταν η ανάγκη για βελτίωση των συνθηκών ζωής τους μετά την πολιτική αλλαγή στη Βουλγαρία. Αυτός ωστόσο δεν ήταν ο μοναδικός. Εξίσου σημαντικός λόγος υπήρξε η κρίση στον γάμο τους (συχνά το διαζύγιο) και η έξοδος από ασφυκτικές κοινωνικές καταστάσεις. Η προοπτική των διαπερατών συνόρων λειτουργεί είτε ως απάντηση στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες στη χώρα τους (Αλβανία, Βουλγαρία) είτε ως δυνατότητα διαμόρφωσης ενός καλύτερου μέλλοντος στη χώρα προέλευσης (αλλά και στη χώρα καταγωγής με την αποστολή χρημάτων για επενδύσεις) είτε ακόμη ως διέξοδος από δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, γεγονός που διευκολύνει τη διαχείριση ζητημάτων έμφυλης ταυτότητας (Βουλγάρες).

Η πολιτική χρήση

Ο πολιτισμός έχει χρησιμοποιηθεί, κατά κόρον, από τα εθνικά κράτη για τη συγκρότηση εθνικής συνείδησης. Αυτό υπήρξε το κυρίαρχο μοτίβο τον 19ο αιώνα, την εποχή συγκρότησης των εθνικών κρατών και οριοθέτησης των συνόρων. Τρία από τα κείμενα του τόμου ωστόσο υποστηρίζουν, μέσα από παραδείγματα, ότι αυτό συνέχισε να γίνεται και αργότερα (στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα).
Το πρώτο παράδειγμα αναφέρεται σε δύο φεστιβάλ που οργανώνονται στις πόλεις της Οχρίδας και της Στρούγκας της Π.Γ.Δ.Μ. Η συγγραφέας και ερευνήτρια (Dimova) μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν δύο φεστιβάλ τέχνης (μουσική και ποίηση) για την ενίσχυση της ταυτότητας των κατοίκων του νεοσύστατου κράτους. Η «κρατικοποίηση» της τέχνης είχε ξεκινήσει την εποχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά απέκτησε νέα γνωρίσματα κατά τη δεκαετία του 1990 και αργότερα, όταν ανέκυψε το πρόβλημα των σχέσεων της Π.Γ.Δ.Μ. με την Ελλάδα και ταυτόχρονα άρχισαν οι διεκδικήσεις των Αλβανών στην περιοχή. Το Φεστιβάλ της Οχρίδας γίνεται ο τόπος για την αναζήτηση της «ιστορικής πίστωσης» που έχει ανάγκη το νέο κράτος έτσι ώστε να αντιπαρατάξει στη μακραίωνη ιστορία της Ελλάδας τη δική του ιστορία που ανάγεται στο παρελθόν. Το 1999 μάλιστα, όταν το κόμμα VMRO-DPMNE αναλαμβάνει την εξουσία, εντατικοποιείται η πολιτική αναπαλαίωσης βυζαντινών εκκλησιών για να είναι αδιαμφισβήτητη η αδιάλειπτη ιστορική παρουσία και σχέση του νέου κράτους με το απώτατο παρελθόν. Τον ίδιο στόχο είχε και το Φεστιβάλ Ποίησης της Στρούγκας, που οργανώθηκε προκειμένου να συμβάλει στην προβολή της σλαβομακεδονικής γλώσσας. Μετά το 2003 ωστόσο, το φεστιβάλ αυτό «αλβανοποιήθηκε». Οι αρχές της πόλης είναι αλβανικής καταγωγής και το φεστιβάλ γίνεται ο χώρος προβολής των διεκδικήσεών τους.
 Ένα άλλο φεστιβάλ («Πρέσπες»), που διοργανώνεται στη Φλώρινα, αποτελεί το εθνογραφικό παράδειγμα αναφορικά με τον ρόλο των συλλόγων και του χορού στην αναπαράσταση του εθνικού πολιτισμού. Ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που παραθέτει ο ερευνητής (Μάνος) για τη σχέση της κρατικής εξουσίας (βουλευτής) με τους εκπροσώπους των συλλόγων, καθώς και για την αποσιώπηση των ονομάτων των χορών ούτως ώστε να παρακαμφθεί το δίλημμα της σειράς εκφώνησης (στα ελληνικά ή στα σλαβομακεδόνικα). Αυτό καταδεικνύει την αμηχανία της πολιτικής όταν καλείται να διαχειριστεί προβλήματα ταυτοτήτων.
Επίσης, το παράδειγμα των Πομάκων και του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται ο πολιτισμός τους από την ελληνική διοίκηση, τους εκπροσώπους του τουρκικού κράτους αλλά και την ηγεσία της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη καταδεικνύει την πολιτική χρήση του πομακικού πολιτισμού με στόχο την τεκμηρίωση άλλοτε της ελληνικής και άλλοτε της τουρκικής ταυτότητάς του (Μάρκου). Εξίσου ευδιάκριτη είναι η χρήση του πολιτισμού στη διαμόρφωση μιας νέας ταυτότητας στη σοσιαλιστική Αλβανία, στην οποία επιλέγονται συγκεκριμένα τραγούδια ή δημιουργούνται άλλα που επιδιώκουν την έγχυση συγκεκριμένων πολιτισμικών προτύπων στις νεότερες γενιές (Νιτσιάκος).

Πολιτικοκοινωνικές αλλαγές και σύνορα
Όλα σχεδόν τα κείμενα αναφέρονται στα σύνορα –πραγματικά και συμβολικά–και στις αλλαγές στην αναπαράστασή τους. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού μετασχημάτισε τον ρόλο των ορίων. Όταν ανοίγουν τα ελληνοαλβανικά σύνορα οι άνθρωποι βρίσκονται μετέωροι. Στο Πωγώνι (Green) οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι αυτοί που κατοικούν πέρα από τα σύνορα είναι ίδιοι και διαφορετικοί. Η επανασύσταση της παλιάς τοπικότητας (συγγενείς που τους χώρισαν τα σύνορα) θεωρείται ικανή σύμβαση για το κλείσιμο των παλιών πληγών και την απόκτηση μιας κοινής τοπικότητας. Οι άνθρωποι ωστόσο διαπιστώνουν διαφοροποιήσεις που υπαγορεύονται από τον τόπο (Πωγώνι-Βόρειος Ήπειρος), ενώ αντιλαμβάνονται ότι τα σύνορα και οι αντιθέσεις προϋπήρχαν της σοσιαλιστικής Αλβανίας.
Αυτή η αίσθηση παρατηρείται και στα Πετρωτά (Αυδίκος). Η άρση της μπάρας στα σύνορα αποκαλύπτει μια νέα πραγματικότητα. Η επανασύσταση της παλιάς τοπικότητας γίνεται με άλλους όρους, καθώς οι Βούλγαροι έρχονται πλέον στην περιοχή ως υποδεέστεροι των ντόπιων. Η διαδικασία αυτή απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, δεδομένου ότι οι άνθρωποι που υφίστανται την αλλαγή οφείλουν να αντιμετωπίσουν τούς εκτός ως εντός (Karamihova). Η συγκεκριμένη ερευνήτρια μελετά τις εθνοτικές ομάδες στην πόλη Ζλατάριτσα της Βουλγαρίας, που θεωρούνταν προπύργιο της βουλγαρικής αυθεντικότητας. Τα στοιχεία της αντλούνται από συμμετοχική παρατήρηση σε φεστιβάλ της πόλης και από επανεκτίμηση αυτοβιογραφικών δεδομένων.
 Η διαπερατότητα των συνόρων εξετάζεται επίσης στην Ηράκλεια Σερρών και στη Θράκη. Στο πρώτο παράδειγμα (Παπακώστας) μελετάται πώς οι Ρομά μουσικοί, που ανήκουν σε μια ομάδα με σαφή όρια, χρησιμοποιούν τη δεξιότητά τους για να υπερβούν τα εθνοτικά τους όρια και ταυτόχρονα να διεμβολίσουν άλλα εθνοτικά όρια συμμετέχοντας ως οργανοπαίκτες σε γάμους και πανηγύρια. Η μουσική τούς δίνει τη δυνατότητα να ανασυγκροτούν την κοινότητα εκείνων που τους προσκάλεσαν. Ταυτόχρονα, χάρη στην οικειοποίηση τραγουδιών από διάφορες ομάδες, συντελούν στην εξάλειψη των εθνοτικών διαφορών με την προοδευτική δημιουργία ενός κοινού ρεπερτορίου. Στο παράδειγμα από τη Θράκη η ερευνήτρια (Μάρκου) λαμβάνει υπόψη της τον ρόλο τόσο εξωτοπικών και υπερεθνικών παραγόντων όσο και πολιτικών και θρησκευτικών μειονοτικών αρχών. Από αυτή την άποψη το συγκεκριμένο άρθρο εμπλουτίζει τις οπτικές, καθώς το εύρος των παραμέτρων της δεν είναι περιορισμένο. Υπογραμμίζει ότι, πέρα από την πολιτική του ελληνικού κράτους με τις μπάρες και τα προβλήματα στα ατομικά δικαιώματα, και η μειονοτική ηγεσία (τοπικός παράγοντας) μαζί με τον υπερεθνικό παράγοντα (Τουρκία) συνέβαλαν με τη δράση τους στην εξάλειψη των εθνοτικών ορίων, γεγονός που οδήγησε κάποια τμήματα ομάδων με διακριτά γνωρίσματα (Πομάκοι, Τσιγγάνοι) να ταυτιστούν με τα τουρκικά εθνικά όρια.
 Τέλος, ένας άλλος ερευνητής (Risteski) αποπειράται να ορίσει τις βασικές μυθολογικές και θρησκευτικές αρχές για τη δημιουργία της κοινότητας, άρα και των ορίων της. Ως εκ τούτου, διερευνά τη διαδικασία ιεροποίησης του κοινωνικού χώρου (με την άροση), όπως και την ανάδειξη των βασικών σημείων στην οργάνωση αυτού του χώρου. Ένα απ’ αυτά είναι το σρετσέλο, το κεντρικότερο σημείο στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι πιο σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και τελετουργικές εκφάνσεις της κοινότητας. Κομβική όμως για τον ορισμό της κοινότητας είναι η χωροθέτηση των ορίων, πάντα με τελετουργικό τρόπο.
      
Η ‘σειρά’ και ο τόμος
Ο τόμος «Σύνορα και λαϊκοί πολιτισμοί στα Βαλκάνια» εγκαινιάζει την επιστημονική σειρά «Οι …..» των εκδόσεων ΠΕΔΙΟ εκφράζοντας με σαφήνεια τη σταθερή άποψη τόσο του διευθυντή της σειράς όσο και των εκδόσεων ότι ο λαϊκός πολιτισμός συνεχίζει να παράγεται αλλά και να επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων σε κάθε πτυχή  της δραστηριότητάς τους, είτε με άμεσο τρόπο είτε ως επεξεργασμένο μοτίβο που χρησιμοποιείται για νέες δημιουργίες. Ακόμη, αφετηρία της νέας σειράς είναι πως οι λαϊκοί πολιτισμοί δεν ταυτίζονται αποκλειστικά με έναν αγροτικό, προβιομηχανικό τρόπο ζωής. Δημιουργούνται, στον 21ο αιώνα, νέες μορφές κοινωνικής, πολιτισμικής και οικονομικής οργάνωσης που πλαισιώνονται από συνήθειες,  σχέσεις, τελετουργικές συμπεριφορές. Ταυτόχρονα η σειρά επιχειρεί να λειτουργήσει ως χώρος διεπιστημονικής συνάντησης συναφών επιστημονικών πεδίων. Ο παρών λοιπόν τόμος εμπεριέχει όλα αυτά τα γνωρίσματα και για το λόγο αυτό αποτελεί και ένα είδος έμπρακτης διακήρυξης των προθέσεών μας.


Βιβλιογραφία

Άντερσον, Μ. (1997). Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού. Μτφρ. Π. Χαντζαρούλα. Αθήνα: Νεφέλη.
Αυδίκος, Ε. (2009). Προλεγόμενα. Στο Τ. Φ. Άμποτ, Λαϊκός μακεδονικός πολιτισμός (σσ. 11-36). Μτφρ.  Π. Πάικος & Ι. Τσουμής. Αθήνα: Στοχαστής.
Barth, F. (1969). Introduction. Στο F. Barth (Ed.), Ethnic group boundaries. The social organization of culture difference. Bergen - Oslo: Universitets Forlaget.
Brunbauer, U. (1999). Diverging (Hi-)stories: The contested identity of the Bulgarian people. Ethnologia Balkanica, 3, 36-50.
Cohen, A. P. (1985). The symbolic construction of community. London - New York: Routledge.
Γούναρης, Β., Μιχαηλίδης, Ι., & Αγγελόπουλος, Γ. (1997). Ταυτότητες στην Μακεδονία. Αθήνα: Παπαζήσης
Cowan, J. (Ed.) (2001). Macedonia. The politics of identity and difference. London: Pluto Press.
Gupta, D. (2000). Culture, space and the nation-state. New Delhi - Thousand Oaks -London: Sage Publications.
Kearney, R. (2006). Ξένοι, θεοί και τέρατα. Μτφρ. Ν. Κουφάκης. Αθήνα: Ίνδικτος.
Manning, F. E. (1983). The celebration of society: Perspectives on contemporary cultural performance. Bowling, Green, Ohio: Bowling Green University Press.
Marushiakova, E. (Ed.) (2008). Dynamics of national identity and transnational identities in the process of European ιntegration. Newcastle, UK: Cambridge Scholars Publishing.
Μιχαλοπούλου, Α., Τσάρτας, Π., Γιαννησοπούλου, Μ., Καφετζής, Π., & Μανώλογλου, Ε. (1998). Μακεδονία και Βαλκάνια. Ξενοφοβία και ανάπτυξη. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Παπαταξιάρχης, Ε. (2006). Τα άχθη της ετερότητας: Διαστάσεις της πολιτισμικής διαφοροποίησης στην Ελλάδα του πρώιμου 21ου αιώνα. Στο Ε. Παπαταξιάρχης (Επιμ.), Οι περιπέτειες της ετερότητας. Η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στη σημερινή Ελλάδα (σσ.1-85). Αθήνα: Aλεξάνδρεια.
Todorova, M. (2004). Introduction: Learning memory, remembering identity. Στο M. Todorova (Ed.), Balkan identity. Nation and memory (σσ. 1-24). Washington Square, New York: New York University Press.
Todorova, M. (2007). Βαλκάνια, η δυτική φαντασίωση. Μτφρ. Μαρία Κολοβού. Αθήνα: Επίκεντρο.
Tziovas, D. (2003). Greece and the Balkans: Identities, perceptions and cultural encounters since the Enlightenment. Aldershot, England: Ashgate.
White, G. W. (2000). Nationalism and territory. Constructing group identity in Southeastern Europe. Lanham, Maryland: Rowman & Littlefield.
White, H. (1978). Tropics of discourse: Essays in cultural criticism. Baltimore, Maryland: John Hopkins University Press.

Βόλος, Φεβρουάριος 2010

Ευάγγελος Αυδίκος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου