Σελίδες

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Ευάγγελος Αυδίκος *, Σούτζου γκέσου ντι πριγκέσου, EFSYN, 24.4.18


mpagkeio.jpg

Μπάγκειο EUROKINISI / ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΪΟΣ

Περπατούσα στην Πανεπιστημίου και την Πατησίων τις προάλλες, περασμένα μεσάνυχτα. Είδα τον Ζάππα, πιο πέρα με προσπέρασε ο Αφέρωφ κι ο Τοσίτσας. Πρόσωπα θυμωμένα, μάτια κόκκινα, από την αγανάκτηση που κόχλαζε εντός τους. Το συνειδητοποίησα στη συνέχεια. Ολοι έσερναν από κάτι. Αλλος το Ζάππειο, άλλος το Πολυτεχνείο, άλλος τη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο. Σπίτια εντυπωσιακά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Γιατί τόσος θυμός. Και πώς μπόρεσαν να βάλουν σε ρόδες τόσο μεγάλα κτίρια.
Ε, αφού θέλουν να ξεβλαχέψουν τη χώρα, θα πάρουμε μαζί μας την περιουσία. Το μέτωπο του Ζάππα έσταζε ιδρώτα. Ηρθαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, μονολογούσε. Τα ρέτζελα. Εκεί που κρεμούσαμε τα όπλα του αγώνα. Εκεί που βάζαμε τις βιβλιοθήκες. Εκεί που ακουγόταν η σοφία των δικών μας κι ο ήχος της προσφοράς στην πατρίδα.
Εκεί που οι ροβόλαγε ο παράς από τις παραδουνάβιες περιοχές, την κεντρική Ευρώπη αλλά και την Αίγυπτο. Εκεί, στα σαλόνια και τις δεξιώσεις που ονειρευόμασταν μια χώρα ισχυρή. Εκεί κρεμάνε πια την ανοησία και την αγνωμοσύνη. Επιδεικνύουν την κενότητά τους. Εκεί στα σαλόνια αλωνίζουν οι αρουραίοι της οικονομίας, του πολιτισμού και της πολιτικής.
Στοπ! Δεν πάμε πουθενά. Η φωνή σκέπασε τον θόρυβο από τις ρόδες. Γυρίστε πίσω. Μπουνταλάδες είστε; Από πού θα φύγουμε; Από τη γη που ποτίσαμε με ιδρώτα; Από τον τόπο μας που αναστήσαμε με κόπο; Γυρίστε πίσω.
Από το Μπάγκειο η φωνή ξάφνιασε όσους έσερναν τα κτίριά τους. Πλησίασα, πάμε να σε κεράσω καφέ, η γλυκιά μορφή του διοπτροφόρου δεν μου άφησε περιθώριο.
Δεν ξέρω αν πρόλαβα να πάρω τον βραδινό καφέ με τον Ιωάννη Μπάγκα. Ξύπνησα βουτηγμένος στον ιδρώτα, το μόνο που κράτησα ήταν η φράση σούτζου γκέσου ντι πριγκέσου. Χαμάρες μου είπε. Βγάζει νόημα η δική μας φράση; Ποιος μπορεί να την καταλάβει; Πάνω κάτω από κάτω. Και; Αντε τώρα να βγάλεις νόημα από ρηχούς ανθρώπους που αμολάνε πορδές. Κι άμα η πορδή φύγει, γύρευε να τη μαζέψεις πίσω.
Ημουν κι εγώ θυμωμένος με αυτούς που ξεβλάχεψαν τη χώρα. Να ’ναι καλά ο Μπάγκας. Ενας Βλάχος από την Κορυτσά. Εφυγε μπλέτσος από τον τόπο του, πήγε στην Αλεξάνδρεια και μετά στη Ρουμανία. Δούλεψε σκληρά, έκανε σπαρτιάτικη ζωή και μάζευε λεφτά. Οχι από τσιγκουνιά. Οχι. Νοιαζόταν την πατρίδα του. Την Ελλάδα. Αγόρασε κι επένδυσε. Δεν παντρεύτηκε για να μην ξοδέψει. Και στο τέλος τα χάρισε όλα στη χώρα του. Για να τρανέψει το ελληνικό κράτος.
Με έπεισε ο Μπάγκας. Ηρέμησα. Απέφυγα την απρέπεια να βάλω στην ίδια ζυγαριά αυτούς που στέριωσαν τον τόπο με τους χαλαστήδες. Τα αποκτήματά μου κοινή περιουσία, αυτό ζήτησε να γραφτεί πάνω στον τάφο του ο Βλάχος Μπάγκας. Τι να του πουν οι κούφιοι. Οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι (Ελιοτ).
* καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου