Ευάγγελος Αυδίκος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Ευάγγελος Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα, με καταγωγή από το Συρράκο. Είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και έχει γράψει τα εξής λογοτεχνικά βιβλία: Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία, διηγήματα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, Ο δικός μου θεός, μυθιστόρημα, Ταξιδευτής, Αθήνα 2004, Η κίτρινη ομπρέλα, Μεταίχμιο, μυθιστόρημα, Αθήνα 2007 (ήταν στη μικρή λίστα του περιοδικού Διαβάζω για το βραβείο μυθιστορήματος του 2008), Η σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα, Ταξιδευτής, Αθήνα 2013 και Οδός Οφθαλμιατρείου, Εστία 2019. Πέραν του λογοτεχνικού έργου του, έχει γράψει είκοσι επιστημονικά βιβλία, ενώ συνεργάζεται εβδομαδιαία με την Εφημερίδα των Συντακτών. Το τελευταίο μυθιστόρημά του, Οδός Οφθαλμιατρείου, μας έδωσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί.
Ποια είναι τα πρώτα σας διαβάσματα;
Η πρώτη μου επαφή με τη λογοτεχνία ήταν τα παραμύθια και οι λαϊκές αφηγήσεις. Οι γονείς αλλά και όλη η γειτονιά αναγκάστηκαν να αφήσουν τα ορεινά της Πίνδου, το Συρράκο, και να εγκατασταθούν στις παρυφές της πόλης. Ο αγώνας τους ήταν να ριζώσουν στην πόλη και ο ελεύθερος χρόνος τους υπερχείλιζε από τις ιστορίες γι’ αυτά που έχασαν. Αναπόφευκτο ήταν να μη μένει χώρος για οτιδήποτε άλλο – και ούτε υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Επιστρέφοντας λοιπόν στην ερώτηση, θα έλεγα πως τα πρώτα μου διαβάσματα ήταν τα ποιήματα και τα πεζά που υπήρχαν στα αναγνωστικά των τάξεων του Δημοτικού Σχολείου. Ωστόσο, η ανακάλυψη της ανάγνωσης ήρθε αργότερα, στα χρόνια του εξαταξίου Γυμνασίου. Με δέος αλλά και αμηχανία έπιασα στα χέρια μου το Αδελφοί Καραμαζόφ και στη συνέχεια το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Να ’ναι καλά οι συμμαθητές φίλοι στην πόλη, που με μύησαν στην ανάγνωση δανείζοντάς μου βιβλία, που για μένα το κόστος τους ήταν δυσβάστακτο. Μου ανοίχτηκε ένας καινούργιος κόσμος, που είχα τη δυνατότητα να τον επισκέπτομαι με τα αναγνώσματα. Για τον λόγο αυτό, η ανάγνωση αντικατέστησε πλέον τα ακούσματα. Σειρά είχε ο Τολστόι με το Πόλεμος και ειρήνη. Τα διαβάσματα αυτής της περιόδου δεν είχαν συστηματικότητα ούτε διακρίνονταν από την επιλογή των βιβλίων. Διάβαζα ό,τι είχαν οι φίλοι. Έτσι, διάβασα Καζαντζάκη (Ο Καπετάν Μιχάλης), Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο), Χάσεκ (Ο καλός στρατιώτης Σβέικ), Θεοτοκά (Λεωνής), Μυριβήλη (Η ζωή εν τάφω), Νορντάου (Τα κατά συνθήκην ψεύδη), Κουμανταρέα (Το αρμένισμα). Με διέκρινε τότε μια βουλιμία αλλά και αντιμετώπιζα αναγνωστικούς σκοπέλους, μια και βρέθηκα σ’ έναν κόσμο άγνωστο που ωστόσο με γοήτευε.
Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
Το πρώτο μου κείμενο γράφτηκε σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Ήταν μια πεζογραφική απόδοση για την υπέρβαση των γεωγραφικών και πολιτισμικών ορίων, με αφορμή μια πραγματική εκδρομή της τάξης μου στην Πάτρα. Το κείμενο αυτό χάθηκε. Θα ήθελα να υπάρχει στο αρχείο μου ως ίχνος μιας πρωτόλειας αφηγηματικής ανησυχίας. Αργότερα, στα χρόνια της δικτατορίας, έγραψα ένα ποίημα. «Οι τρεις μάγοι» ο τίτλος του και γράφτηκε στις 17 Νοεμβρίου 1973, αμέσως μετά την ανακοίνωση για την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, προς τους συγκεντρωμένους φοιτητές και φοιτήτριες, του τότε πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το ποίημα γράφτηκε σε συνθήκες υψηλού πυρετού και ίσως έτσι να εξηγείται η ενασχόλησή μου με την ποίηση. Το ποίημα χάθηκε κι εγώ ουδέποτε άλλοτε αποτόλμησα να γράψω στίχους. Έκτοτε άργησα να γράψω λογοτεχνία. Αφοσιώθηκα στην επιστημονική έρευνα. Έγραψα αρκετές μελέτες. Η μόνη επαφή και άσκηση με τον λογοτεχνικό λόγο ήταν τα χρονογραφήματα που έγραφα, κατά καιρούς, σε εφημερίδες της γενέτειρας. Όλα αυτά όμως ανήκουν σε μια περίοδο ασύνειδης λογοτεχνικής εκγύμνασης. Πρωτοξεκίνησα να γράφω λογοτεχνία συστηματικά το 1999. Ήταν ένα διήγημα («Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία»), που αποτέλεσε και τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων (Ελληνικά Γράμματα 2001), το οποίο λειτούργησε ως αφορμή να μιλήσω διαφορετικά για το παρελθόν και το παρόν. Η λογοτεχνική γραφή μού επιτρέπει να ανασύρω τις αναμνήσεις μου, τις εμπειρίες μου, για να εκφραστώ αφηγηματικά σε σχέση με βασικά ζητήματα που με απασχολούσαν. Χρησιμοποίησα ένα πραγματικό γεγονός, που τραυμάτισε τη μητέρα μου, ενώ για μένα ήταν μια επαναλαμβανόμενη αφήγηση στον ελεύθερο οικογενειακό χρόνο. Ο παππούς σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα σε μια προεμφυλιακή σύγκρουση στο Συρράκο. Δεν τον γνώρισα. Αυτό που με απασχολούσε ήταν ότι ο παππούς δεν αναφερόταν ως θύμα αυτής της περιόδου. Δεν ανήκε σε κάποια πολιτική ομάδα, δεν σκοτώθηκε πολεμώντας. Το αίμα του όμως αγνοήθηκε. Ήταν μια παράπλευρη απώλεια. Θα μπορούσα να γράψω μια μελέτη προφορικής ιστορίας. Ωστόσο, η φωνή του παππού ήταν ισχυρή. Χρειαζόταν έναν άλλο λόγο, που να φτάσει σε περισσότερους ανθρώπους. Αυτός ο λόγος ήταν ο λογοτεχνικός. Έτσι, δεν είναι μακριά από την αλήθεια ότι ο παππούς με ανάγκασε να ξαναδώ τον εαυτό μου και τα εκφραστικά μου μέσα. Με έσπρωξε στη λογοτεχνία.
Όσον αφορά το νέο σας μυθιστόρημα, Οδός Οφθαλμιατρείου, θα μας πείτε πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του;
Αναμφίβολα, δεν υπάρχει ένας αυτοματοποιημένος τρόπος για τα θέματα που επιλέγονται. Είναι φτιαγμένος από προσχώσεις γενεών, παρατηρούσε ο Σεφέρης στο περιοδικό Ταχυδρόμος γράφοντας για τον Πεντζίκη (Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης). Θεωρώ την άποψη αυτή –μακριά από μένα οποιαδήποτε ιερόσυλη σκέψη– πως μπορεί να αποτελέσει οδηγητικό κανόνα για τη διαδικασία με την οποία επιλέγεται το θέμα. Συχνά, αυτές οι προσχώσεις είναι ασύνειδες και εμφανίζονται ως προβληματισμός και διεκδικούν την αφηγηματική τους νομιμοποίηση. Ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας γενεαλογικής πρόσχωσης προέκυψε και το μυθιστόρημα. Το θέμα του βιβλίου είναι ο Κώστας Κρυστάλλης. Κατάγομαι από το ίδιο χωριό, το Συρράκο. Η ποίησή του, η ζωή του, η ηλικία που πέθανε, ο αγώνας που έδωσε για να ξεπεράσει τις δυσκολίες είναι μέρος των δικών μου προσχώσεων στην περίοδο της παιδικής αλλά και εφηβικής μου ηλικίας. Τα Άπαντα του Κρυστάλλη αλλά και τα ποιήματά του, έστω και αποσπασματικοί στίχοι, χρησιμοποιούνταν, ανάμεσα στους συγχωριανούς του και τους ορεινούς πληθυσμούς, ως πρόσφορο μιας πολιτισμικής παράδοσης και ενός βίου που απομακρυνόταν συνεχώς. Στην περίοδο της προσαρμογής στον νέο τόπο, η ποίηση και η ζωή του ποιητή/πεζογράφου χύνονταν ως βάλσαμο στις ψυχές των ανθρώπων. Σε ό,τι με αφορά, όλα αυτά συγκρότησαν τη μνήμη μου. Έγιναν μέρος των προσχώσεών μου που δημιούργησαν τις ασύνειδες, τότε, αφηγηματικές μου προτιμήσεις. Όμως, δεν με ενδιέφερε να γράψω μια μυθιστορηματική βιογραφία. Ο Περάνθης το έκανε στα μεταπολεμικά χρόνια. Προσωπικά, δεν με ικανοποιεί μια τέτοια οπτική. Η σχέση μου με τον Κρυστάλλη είναι οντολογική. Με αφορμή τα όσα έγραψε και έζησε, ήθελα να βυθομετρήσω τον εαυτό μου. Να συνομιλήσω μαζί του για ζητήματα γραφής, για τους ανθρώπους. Να συνομιλήσω, με αφορμή τον Κρυστάλλη, με πολλούς άλλους δημιουργούς. Να συστήσω τον ποιητή/πεζογράφο ως γενεαλογική μου πρόσχωση στις λογοτεχνικές μου καταβολές, οι οποίες διεκδίκησαν σ’ αυτό το μυθιστόρημα τον δικό τους χώρο.
Ο τίτλος Οδός Οφθαλμιατρείου είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Κάθε τίτλος αποκτά και συμβολικό χαρακτήρα. Η φράση ή λέξη που αποσπάται από ένα κείμενο, για να αποτελέσει τον τίτλο, αναλαμβάνει τον ρόλο της συμβολικής λειτουργίας. Συνιστά επιτομή των όσων λέγονται στο κείμενο ή όσων δεν λέγονται και ο συγγραφέας υπαινίσσεται. Ο τίτλος είναι σαν το μαγικό κλειδί που μπορεί να προκαλέσει τον αναγνώστη να ανοίξει την ψυχή του και να ενδυναμώσει τη διάθεσή του, ώστε να αποκτήσει αγαπητική σχέση με το κείμενο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τίτλος «Οδός Οφθαλμιατρείου» έχει ως αφετηρία του έναν τόπο. Πρόκειται για την οδό όπου υπήρχε το τυπογραφείο του Παπαγεωργίου, στην Αθήνα, στο οποίο αναγκάστηκε να δουλέψει ο Κρυστάλλης για να επιβιώσει, όταν έφτασε στην Αθήνα, κυνηγημένος από την οθωμανική διοίκηση των Ιωαννίνων. Είναι η σημερινή οδός Εδουάρδου Λω, απέναντι από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, στην Πανεπιστημίου. Στην εποχή του ποιητή/πεζογράφου, ο δρόμος αυτός λεγόταν οδός Οφθαλμιατρείου και το τυπογραφείο –υπόγειο– βρισκόταν στη συμβολή με την οδό Σταδίου. Ο τίτλος ξεκινά από κάτι συγκεκριμένο. Ωστόσο, δεν εγκιβωτίζεται στο εξώφυλλο ως μια υλική οντότητα, ως μια πολεοδομική διάσταση. Αποσπάται απ’ αυτό κι επιχειρεί να λειτουργήσει ως ένα σύμβολο που θα αποτρέψει την προσέγγιση του μυθιστορήματος ως ενός νοσταλγικού κειμένου, ως χρέους απέναντι σε μια γενεαλογική πρόσχωση. Είναι η οδός ο τόπος του μαρτυρίου του Κρυστάλλη. Συμβολικά, συμπυκνώνει τον τόπο που επιδείνωσε την υγεία του, με τη συνεχή έκθεση στο επικίνδυνο αντιμόνιο, αλλά και τον καθημερινό γολγοθά του να βγει από το υπόγειο, να κερδίσει τον αγώνα για να αποκτήσει καλύτερες συνθήκες ζωής, καθώς και προϋποθέσεις για διάβασμα και γραφή. Την ίδια στιγμή, ο τίτλος γίνεται το σύμβολο της αδιαφορίας της Πολιτείας και όσων αρέσκονται να βγάζουν λόγους συμπάθειας και να δίνουν ανέξοδες υποσχέσεις, τις οποίες ουδέποτε υλοποιούν. Επιπλέον, η οδός Οφθαλμιατρείου είναι και το οδόσημο για την επιστροφή σε μια λογοτεχνία ξεχασμένη. Για έναν ουσιαστικό διάλογο με τη λογοτεχνική μας παράδοση.
Ο ήρωάς σας Κρυστ Σούλτις επιστρέφει στην Ελλάδα από την Αμερική. Τι τον κάνει να πραγματοποιήσει αυτό το υπερατλαντικό ταξίδι;
Ο Κρυστ Σούλτις γεννήθηκε στην Αμερική, γόνος Ηπειρωτών που μετανάστευσαν εκεί. Αποκτά εκπαίδευση πανεπιστημιακή, έχει μια καλή επαγγελματική θέση ως οικονομολόγος. Σε κάποια στιγμή, ανακαλύπτει τον Κρυστάλλη και τη λογοτεχνία του. Είναι μια συνάντηση κρίσιμη, που λειτουργεί ως θρυαλλίδα στον τρόπο που σκέφτεται. Αποφασίζει να επανασυνδεθεί με μια παράδοση που ως τότε την υποτιμούσε. Παράλληλα, αυτό αποτελεί αφετηρία για επιστροφή στον τόπο των προγόνων. Πρόκειται για περιπετειώδη καταβύθιση στον εαυτό του. Επιθυμεί να αλλάξει τρόπο ζωής και η συνάντηση με τον Κρυστάλλη είναι μια απόφαση να σκάψει μέσα του. Να ανακαλύψει το νόημα που δεν υπήρχε στη ζωή του.
Στην περίοδο της προσαρμογής στον νέο τόπο, η ποίηση και η ζωή του ποιητή/πεζογράφου χύνονταν ως βάλσαμο στις ψυχές των ανθρώπων.
Περιγράφετε τη σημερινή Αθήνα και γράφετε το μυθιστόρημα σε δυο πλάνα, στο παρόν και στο παρελθόν. Για ποιο λόγο ακολουθείτε αυτή την τεχνική;
Η παλινδρομική μετακίνηση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν επιβάλλεται από τη χρήση της αφηγηματικής περσόνας, του Κρυστ. Ο τελευταίος είναι ένας σύγχρονος νέος του 21ου αιώνα. Ζει συνεπώς στο παρόν και το μυθιστόρημα παρακολουθεί τόσο τη ζωή του στην Αμερική, μερικώς, όσο και στην Αθήνα αλλά και τα Γιάννινα. Αναζητεί τον εαυτό του και τον Κρυστάλλη. Η πορεία αυτή αναπόδραστα εισάγει το παρελθόν ως ένα χρονικό σημείο του αφηγηματικού εκκρεμούς, με βάση το οποίο οργανώνεται το μυθιστόρημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο συναντιούνται οι δύο χρόνοι σε μια διαδικασία αλληλόδρασης. Και κάτι επιπλέον. Η παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στα δύο χρονικά σημεία, με την οποία το ένα διεμβολίζει το άλλο, επιχειρεί να αντιμετωπίσει το παρελθόν και το παρόν ως μια ενότητα, πέρα από τους τεχνητούς διπολισμούς. Είναι μια απόπειρα να συνυπάρξουν οι δύο χρόνοι ως συστατικά στοιχεία μιας διαρκούς συνομιλίας που διαμορφώνουν τις γενεαλογικές προσχώσεις.
Γράφετε για τις δυσκολίες στη ζωή του Κώστα Κρυστάλλη και το άδοξο τέλος του. Υπάρχει σήμερα –παραπάνω από έναν αιώνα απ’ τον θάνατό του– ενδιαφέρον για το έργο του;
Δεν είναι η πρώτη φορά που το έργο κάποιων δημιουργών καλύπτεται από τη λήθη. Για πολλούς και διάφορους λόγους. Είτε γιατί αλλάζουν τα αισθητικά μοντέλα, είτε γιατί μεταβλήθηκαν οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Θα αναφέρω το παράδειγμα του Παλαμά, του οποίου το έργο αποσιωπήθηκε για πολλές δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται στροφή του ενδιαφέροντος στο έργο του. Οι εποχές κάποια στιγμή κυνηγάνε την ουρά τους. Θαρρώ πως το έργο του Κρυστάλλη παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τους αναγνώστες αλλά και τους μελετητές. Το πεζογραφικό του έργο δεν έχει μελετηθεί αρκετά, ενώ και το ποιητικό του έργο έχει διαστάσεις που αποσιωπήθηκαν ή δεν κατανοήθηκαν επαρκώς. Επικράτησε η εύκολη ταξινόμηση στον κατηγορία του δουλικού μιμητή του δημοτικού τραγουδιού. Με αφορμή τα 150 χρόνια από τη γέννησή του (2018) υπήρχε ανταπόκριση από σημαντικούς διανοούμενους που έλαβαν μέρος στις ημερίδες (Συρράκο, Αθήνα, Πρέβεζα) και στα αφιερώματα σε περιοδικά (Νέα Ευθύνη, Παρέμβαση). Ετοιμάζεται επανέκδοση των Απάντων, καθώς και αφιέρωμα στο περιοδικό Νέα Εστία (2020). Έχω την άποψη ότι ο Κρυστάλλης επιστρέφει.
Σε αρκετά από τα βιβλία σας αναφέρεστε στην Ήπειρο. Κατά πόσο επηρεάζει τον συγγραφέα ο γενέθλιος τόπος;
Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ομφάλιο λώρο. Η συχνή επιστροφή στην Ήπειρο δεν διέπεται από τοπικισμό. Έτσι κι αλλιώς, η Ήπειρος δεν είναι το μόνο σημείο της πεζογραφικής μου γεωγραφίας. Είναι και η Θεσσαλία, η Θράκη, η Αθήνα, οι ΗΠΑ. Όμως, κάθε φορά που επιστρέφω, έστω και σύντομα, είναι μια λογοτεχνική επίσκεψη για να ανανεώσω τους δεσμούς μου.
Ήσασταν επί δεκαετίες καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Τι θυμάστε από αυτή την εμπειρία σας;
Το ελληνικό πανεπιστήμιο μου πρόσφερε πάρα πολλά. Την πνευματική ωρίμανση και το ταξίδι σε εμπειρίες και βιώματα. Σε τόπους πολλούς. Κρατάω όλα αυτά, αλλά και την αγάπη των φοιτητών και φοιτητριών μου. Την εκτίμηση των συναδέλφων. Είναι ένας δεσμός ζωής που συνεχίζεται.
Η οικονομική κρίση επηρέασε και το αναγνωστικό κοινό. Συνεχίζει να διαβάζει ο μέσος αναγνώστης;
Υπάρχουν οι συνειδητοί αναγνώστες. Που συνεχίζουν, παρότι περιόρισαν τις αγορές ή ανταλλάσσουν βιβλία με άλλες και άλλους. Το βιβλίο είναι, έτσι κι αλλιώς, ευπαθές προϊόν στις οικονομικές κρίσεις. Να διευκρινίσω πως η κατηγορία «αναγνώστης» δεν είναι ομογενοποιημένη. Διαβάζονται διάφορες μορφές λογοτεχνίας. Ο καθένας/μία κάνει τις επιλογές του/της.
Έχω την άποψη ότι ο Κρυστάλλης επιστρέφει.
Σήμερα βλέπουμε πολλούς νέους συγγραφείς να εκδίδουν μυθιστορήματα. Όλες αυτές οι εκδόσεις βοηθούν να αναδειχτούν νέες φωνές, να ακουστούν νέες ιδέες;
Στις μέρες μας είναι πιο εύκολη η έκδοση. Υπάρχουν αρκετοί εκδοτικοί οίκοι που δημιουργήθηκαν ακόμη και στον καιρό της κρίσης. Πολλά μυθιστορήματα είναι αξιόλογες προσπάθειες και οι εκδοτικοί οίκοι προσφέρουν τη δυνατότητα σε νέους δημιουργούς να εκφραστούν. Και βέβαια, η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα διακριτό στίγμα από τους δημιουργούς διευκολύνει τους αφηγηματικούς πειραματισμούς και τον πλουραλισμό, που λειτουργούν ως θερμοκήπιο για ταλαντούχους πεζογράφους. Έχω εμπιστοσύνη στις νέες φωνές.
Ασχολείστε με το διαδίκτυο; Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;
Είναι η ανάγκη των καιρών. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν καχύποπτα τις νέες τεχνολογίες. Τα διαδικτυακά περιοδικά πλέον έχουν ωριμάσει και παρουσιάζουν έναν αξιοσημείωτο πλουραλισμό. Παράλληλα, έχουν διευρύνει το πεδίο των δημοσιεύσεων, με αποτέλεσμα να δημοσιεύονται αξιόλογα κείμενα, τόσο πεζογραφικά και ποιητικά όσο και κριτικά. Εμφανίζονται νέες φωνές, καθώς έχουν τη δυνατότητα ταχείας δημοσίευσης των κειμένων κι αυτό συνιστά θετική εξέλιξη.
Τι σας έχουν μάθει οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμα;
Όλα είναι ένας διαρκής αγώνας, πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό σου.
Οδός Οφθαλμιατρείου
Ευάγγελος Αυδίκος
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
216 σελ.
ISBN 978-960-05-1746-0
Τιμή €12,00
Ευάγγελος Αυδίκος
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
216 σελ.
ISBN 978-960-05-1746-0
Τιμή €12,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου