Σελίδες

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Πιτς ή στριφτό. Το λυκόφως ενός παιχνιδιού στην Πρέβεζα


       Χωρίς να το καταλάβει πήρε το δρόμο για το βακούφικο. Ευτυχώς, η βροχή που έπεσε την προηγούμενη μέρα δεν άφησε ίχνη, η γη δίψαγε από την ξηρασία του καλοκαιρού.
-Καλώς τον Ξηγημένο. Η υποδοχή ήταν θερμή. Πέρασε πολύς καιρός από τη μέρα που λαβώθηκε το σώμα του.
   -Λίγοι δεν είμαστε; Το παιχνίδι δεν είχε αρχίσει ακόμη, έξι εφτά συμπαίκτες από τα παλιά κάπνιζαν και έριχναν τις πεντάρες στον αέρα.
    -Άλλαξε η κατάσταση, δεν είνι όπως τ’ άφ’κις. Ήταν το Πατημένο σύκο, όφειλε το παρατσούκλι στο πλισέ πρόσωπό του, το  αυλακωμένο από βαθιές ρυτίδες. Εργάτης ξηράς, συνταξιούχος πλέον, από τους πιο τακτικούς πιτσαδόρους, αν απουσίαζε τηλεφωνούσαν στο σπίτι του, ανησυχούσαν για την υγεία του.
       Έχει δίκιο το Πατημένο σύκο, σκέφτηκε. Ερημιά. Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ήταν όλοι στην ώρα τους.
    -Μας έφαγε ο σύγχρονος τζόγος, ξέχασαν το δρόμο, Ξηγημένε. Ήταν ο Άρχοντας, ένας ευκατάστατος συμπολίτης,που σύχναζε τακτικά στο βακούφικο, του άρεσε το παιχνίδι. Τον τρέλαινε. Τα λεφτά πάνε στο κράτος. Ξημεροβραδιάζονται στα προποτζίδικα, τα τζοκέρια. Δεν τα ’μαθες;
      -Ο Ξηγημένος τον κοίταξε με απορία.
      -Ο Μούργος….
       -Τα πήρε χοντρά από το τζόκερ. Δεν τον ξανάδαμε, πέταξε τις πεντάρες. Φτιάχνει βίλα στην Ταράνα. Τετέλεσται, Ξηγημένε. Αλλάξαμε, δεν είμαστε οι ίδιοι, μας έφαγε το σαράκι του κρατικού τζόγου.
         -Τα παραλές, Άρχοντα. Θα ξαναγυρίσουν. Έλα, ας κάνουμε ένα ψιλό παιγνίδι, δεν μπορεί, θα μαζευτούν κι οι άλλοι. Πατημένο σύκο, κάνε μου τη χάρη να φέρεις ένα σκαμνάκι απ’ το σπίτι σου απέναντι.
        Το Πατημένο σύκο εκτέλεσε αμέσως την παραγγελία. Ο Ξηγημένος με τη βοήθεια του Άρχοντα κάθισε στο σκαμνάκι,  έβαλε το χέρι στην τσέπη, κι έβγαλε  δυο δίευρα.
     -Πενήντα βάζει η μάνα, άρχισε να θυμάται τα παλιά, το βλέμμα του ξαναβρήκε την παλιά ζωηράδα.
    -Πέντε για μένα , απάντησε το Πατημένο σύκο, ενώ την ίδια στιγμή έσκυβε στον κύκλο που σχηματίστηκε αφήνοντας το χαρτονόμισμά του πάνω από το πενηντάρικο του Ξηγημένου. Άλλα δεκαπέντε πόνταραν τρεις άλλοι.
     -Τα τριάντα δικά μου, συμπλήρωσε ο Άρχοντας.
     Ο Ξηγημένος έδειξε τις πεντάρες στους άλλους, ζήτησε την υπομονή τους ώσπου να συνηθίσουν τα δάχτυλά του το στρίψιμο. Στη συνέχεια, τα’ στριψε αλλά δεν τον ικανοποίησε το αποτέλεσμα και τα ’κραξε.
       -Μην αγχώνεσαι, Ξηγημένε. Θα καταφέρεις να πετύχεις το παλιό στρίψιμο με τον καιρό.
     Δεν άκουγε τίποτε. Σαν να μην υπήρχαν οι άλλοι. Το σκαμνάκι δεν τον βοηθούσε, δεν μπορούσε να τινάξει το κορμί του και να δώσει το γύρισμα που ήθελε στις πεντάρες, να τις κάνει όμορφες. Πιάνει το μπαστούνι, προσπαθεί να σηκωθεί όρθιος, δεν τα καταφέρνει. Ο Άρχοντας πηγαίνει κοντά του, με τη βοήθειά του στήνεται όρθιος. Του βάζει τις πεντάρες στο χέρι. Τις χαϊδεύει πρώτα και τις τοποθετεί στα δυο του δάχτυλα. Γυρίζει με τέχνη τα δυο δάχτυλα και ταυτόχρονα τινάζει το κορμί του προς τα πάνω.
     -Το τέλειο στρίψιμο, Ξηγημένε.
     -Δεν μπορεί, στο είπα Άρχοντα, το πιτς δεν πεθαίνει ποτέ. Βλέπει τις πεντάρες να στριφογυρίζουν στον αέρα του βακούφικου και νιώθει μια απέραντη ηδονή, μπορεί να τη συγκρίνει μόνο με το πρώτο βράδυ του γάμου του με τη Στεφανία.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου