Σελίδες

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Λευτέρης ΞανθόπουλοςΣάλτο μορτάλε (χριστουγεννιάτικο 1,του Λευτέρη Ξανθόπουλου)


1
510

Ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης από το Συρράκο της Ηπείρου, έφυγε από τον τόπο του κυνηγημένος από τους Τούρκους και το 1890 σε ηλικία είκοσι δύο χρονών τον βρίσκουμε στην Αθήνα, βοηθό στο τυπογραφείο των αδελφών Φύσσα, στην οδό Οικονόμου, πολύ κοντά στην Ομόνοια.
Ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά ήταν από τους χειρότερους που γνώρισαν οι Αθηναίοι εδώ και πολλά χρόνια. Η δουλειά στο τυπογραφείο δεν σταματούσε στιγμή και ειδικά τώρα τις γιορτές, που περίσσευαν τα λογής λογής μικρά και μεγάλα έντυπα, οι ρεκλάμες και τα ημερολόγια τοίχου με τα τετράστιχα ποιηματάκια, η δουλειά δεν έλεγε να τελειώσει. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, η μεγάλη και υπέρλαμπρη γιορτή της Ορθοδοξίας.
Ο Κώστας Κρυστάλλης συνήθιζε να τρώει το λιτό του δείπνο στο Οινομαγειρείον η Ήπειρος, χαμένο πίσω από τα πρώτα κρεοπωλεία που άνοιξαν στην ολοκαίνουργια δημοτική αγορά της οδού Αθηνάς, δωρεά του εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη, ένα κόσμημα της πρωτεύουσας, που μόλις πριν από λίγο καιρό είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του.
Αργότερα και αφού συναντούσε κάποιον φίλο ή συμπατριώτη για να μιλήσουν συνήθως για τα μέρη τους και να θυμηθούν, γυρνούσε στη μικρή καμαρούλα που κρατούσε, ένα υγρό υπόγειο στην οδό Γερανίου, έγραφε και διάβαζε μέχρι πολύ αργά τη νύχτα και μετά κουκουλωνόταν με ότι βελέντζες και χράμια είχε κοντά του και τον έπαιρνε γρήγορα ο ύπνος.

Πριν από λίγο καιρό, πατώντας άκρη-άκρη στον τοίχο, πολύ δειλά στην αρχή, κατέβηκε τα εννιά σκαλοπάτια από τον δρόμο προς το υπόγειο και τρύπωσε ανάμεσα στις κάσες μια γάτα. Κανείς από τους μαστόρους δεν την πήρε είδηση, όμως εκείνη, μην περιμένοντας παρά λίγη ζεστασιά και κάποιο φαγάκι, ζάρωνε στη γωνιά και περίμενε. Έτσι κι έγινε.
Σιγά σιγά η γάτα ξεθάρρεψε. Μάζευε από το πάτωμα τα αποφάγια που της πετούσαν οι μαστόροι και οι καλφάδες και την έβλεπες πάντα σε ετοιμότητα, με τα αυτιά ανασηκωμένα για κάποιον κακομοίρη και απρόσεχτο ποντικό που θα είχε την απρονοησία να βγει από την τρύπα του να τον αρπάξει. Όμως, για να έχει και λίγο καθαρό νεράκι να πίνει το χαϊβάνι, κανένας πολυάσχολος και πονετικός τυπογράφος ή παραγιός, με μαυρισμένα τα χέρια από το μελάνι και με τα πνευμόνια του γεμάτα αντιμόνιο, δεν σκέφτηκε να βάλει στην άκρη ένα κεσεδάκι με φρέσκο νερό της βρύσης, να ξεδιψάζει το ζωντανό.
Το γατί φούντωνε από τη δίψα και άναβε και κάποια στιγμή, είδε κι απόειδε, πλησίασε την μοναδική πηγή στάσιμου νερού που βρισκόταν κοντά, την τσίγκινη λεκάνη που ξεπλέναν οι καλφάδες και οι παραγιοί τις συρμάτινες βούρτσες, τα κινητά τυπογραφικά στοιχεία και τα κλισέ. Η δίψα της αφόρητη. Έσκυψε, έβγαλε τη γλώσσα και δοκίμασε. Το νερό της λεκάνης γεμάτο μελάνι και αντιμόνιο. Σήκωσε για λίγο το κεφάλι, έσκυψε ξανά, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να πίνει. Μετά αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά και ζάρωσε.
Όσο περνούσαν οι μέρες και το γατί προσπαθούσε να ξεδιψάσει από τα μολυσμένα νερά του τυπογραφείου, τόσο έχανε τον βηματισμό του, στραβοπατούσε, αδυνάτιζε και με γυάλινο το μάτι κούρνιαζε κακομοιριασμένο στη γωνιά, μέχρι που μια μέρα, ένα θολό και παγωμένο πρωϊνό στο υπόγειο, που ποτέ δεν προλάβαινε να ζεσταθεί με το μαγκάλι στη μέση, μια σπαραχτική κραυγή απελπισίας και απόγνωσης ακούστηκε, μια γατίσια κραυγή απόλυτης διαμαρτυρίας που όμοιά της δεν έχει ξανακούσει ποτέ άνθρωπος στον κόσμο και το γατί με ένα όλως διόλου αλλόκοτο σάλτο και πέρα από τις φυσικές του δυνάμεις, σηκώθηκε στον αέρα, διέγραψε μια τροχιά σαν μισοφέγγαρο πάνω από τις κάσες με τα τυπογραφικά στοιχεία, χτύπησε σαν μπάλα ποδοσφαίρου με το κεφάλι στον τοίχο και κυλίστηκε πάνω στο μάρμαρο μες στα αίματα, ξεψυχισμένο∙ έτσι κι έμεινε.

Παραμονή Χριστουγέννων το τυπογραφείο σχόλαζε νωρίτερα για να προλάβουν τα ψώνια τους και τα δώρα οι νοικοκυραίοι τυπογράφοι, στοιχειοθέτες και πιεστὲς και τα τσιράκια τους. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο. Η πόλη γιόρταζε τη γέννηση του θεανθρώπου. Οι καμπάνες από τις γειτονικές εκκλησίες ηχούσαν ασταμάτητα, ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Αγία Ειρήνη, η Καπνικαρέα. Το πρώτο χιονάκι έκανε την εμφάνισή του. Ως το βράδυ θα το έχει καλοστρώσει. Οι πλανόδιοι μικροπωλητές με τα καροτσάκια είχαν απλώσει και διαφήμιζαν την χριστουγεννιάτικη πραμάτεια τους στην Αθηνάς, στην Αιόλου, στα γύρω δρομάκια.
Και τι δεν έβλεπες εκεί στους πρόχειρους πάγκους ανάμεσα στις νιφάδες· δώρα και δωράκια για όλα τα πορτοφόλια και όλα τα γούστα, δηλαδή ροκάνες ξύλινες, σβούρες, σβουράκια, τσίγκινες πεταλούδες με ροδάκια που ανοιγοκλείναν τα φτερά τους, πουλάκια πήλινα με αληθινά πούπουλα κολλημένα στην ουρίτσα τους και άλλα πουλάκια που κελεηδούσαν άμα τα γέμιζες με νερό και φυσούσες, κουκουνάρες και βαλανίδια χρωματισμένα για το χριστουγεννιάτικο δέντρο, κουρδιστά παπάκια, φασουλήδες και αμαλίες, καραμούζες, τούμπανα, αγιοβασίληδες, τραπουλόχαρτα και πάρτα – όλα για το χαρτάκι της παραμονής και ολοένα πήγαιναν κι ερχόνταν παρέες παρέες παιδιά κουρεμένα γουλί, με το τριγωνάκι στο χέρι και την πρόχειρη φλογέρα από τα καλάμια του Ιλισσού και λέγανε τα κάλαντα.

Το ίδιο βράδυ, στην κάμαρή του, καθώς έγραφε σκυμμένος πάνω στο φτηνό χαρτί για τα δοκίμια του τυπογραφείου, Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου, πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος, ο ηπειρώτης ποιητής του βουνού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης είχε την πρώτη του αιμόπτυση.-



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου