Σελίδες

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Πέτερ Χάντκε, Ανέμελη δυστυχία, μτφρ. Σπύρος Μοσκόβου, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ 2020


«Στο κυριακάτικο φύλλο της η Λαϊκή Ημερησία της Καρινθίας δημοσίευσε στη στήλη
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ το εξής: «Νοικοκυρά 51 ετών από το Α. (κοινότητα Γκ.) αυτοκτόνησε τη
νύχτα προς το Σάββατο παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών». Έχουν
περάσει στο μεταξύ σχεδόν επτά εβδομάδες από τότε που πέθανε η μητέρα μου και θέλω
να ξεκινήσω τη δουλειά πριν η τόσο έντονη στην κηδεία ανάγκη να γράψω γι’ αυτήν
μεταμορφωθεί πάλι στην αμέτοχη βουβαμάρα, με την οποία αντέδρασα στην είδηση της
αυτοχειρίας.
Το ύψωμα με το παλιό κάστρο, η λιμνούλα με τις καλαμιές, το εκκλησιαστικό
ίδρυμα, το νεκροταφείο με τις γέρικες καστανιές μπροστά, φτώχια και πουριτανισμός,
αυτός είναι όλος κι όλος ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσε ο συγγραφέας Πέτερ
Χάντκε. Εκεί, στο μικρό Γκρίφεν της νότιας Αυστρίας, γεννήθηκε και έζησε και η
μητέρα του Μαρία. Ήταν μια γελαστή και ζωηρή κοπέλα, κάτι σκιρτούσε μέσα της,
κάτι που συντρίφτηκε στις συμπληγάδες του μικρόκοσμου. «Η μητέρα λοιπόν δεν
έγινε τίποτα». Έμεινε η ανάμνηση ενός σβησμένου ονείρου, η κατάθλιψη και στο
τέλος η αυτοκτονία. Ο Χάντκε εξιστορεί τη ζωή της μητέρας του χωρίς τον
παραμικρό συναισθηματισμό, επιλέγει και παραθέτει τα δεδομένα με τη λαβίδα ενός
εντομολόγου. Και μέσα από την αφήγηση αναδύεται η αγαπημένη μορφή της μάνας
και η ταλαίπωρη φιγούρα μιας απλής γυναίκας του παλιού καιρού. Η εκλογίκευση
ενός λυγμού.
Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν
σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο
Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του
μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε
σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό.

Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα,
νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του
20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων
τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή
βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορεί η νουβέλα Η μεγάλη
πτώση και προσεχώς το τελευταίο του μυθιστόρημα Η δεύτερη μάχαιρα. Ακολουθούν
τα Περί κοπώσεως, Δοκίμιο για το Τζουκμπόξ, Περί επιτυχημένης μέρας, Δοκίμιο για
το αποχωρητήριο και Δοκίμιο για τον λάτρη μανιταριών.

Ευάγγελος Αυδίκος· , "Βοσκός» εν Λιβαδίω, ΕΦΣΥΝ, 30 Ιουνιου 2020


                
Το βλέμμα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τη σπηλιά του Γιαγκούλα, στο βουνό πάνω από το χωριό. Οι ληστρικές ιστορίες αποτελούν ακόμη μέρος της τοπικής μνήμης στο οροπέδιο του θεσσαλικού Ολύμπου. Ατενίζοντας τη σπηλιά είχα παραισθήσεις, νόμιζα πως άκουγα το τραχύ, σαρκαστικό γέλιο του Γιαγκούλα, που δονούσε τις λαγκαδιές. Καλά μου πήρατε το κεφάλι, μυαλό όμως δεν βάλατε. Οι σπηλιές πια είναι μέσα στις πόλεις, οι απόγονοί μου φοράνε κοστούμια, έχουν τρόπους και είναι γλυκομίλητοι.
Εν Λιβαδίω λοιπόν Ολύμπου. Στα χίλια διακόσια μέτρα υψόμετρο, κάτω από τον πλάτανο, την ώρα που η διπλανή παρέα τραγουδούσε Τσιτσάνη θρυμματίζοντας τα στερεότυπα. Κυριακάτικο σούρουπο, οι βουνίσιοι τιμάνε δεόντως τον γείτονά τους Διόνυσο, που απολαμβάνει την ευωχία καθήμενος στην κορυφή Μύτικας στον απέναντι Ολυμπο.
Η άνοδος στο βουνό Τίταρος, εκεί που είναι χτισμένο το Λιβάδι, γίνεται αφορμή για απολέπιση από τις τοξίνες που εκπέμπουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί αλλά και η ανάλωση σε δηλητηριώδεις πολιτικές αναθυμιάσεις, που συσκοτίζουν το αληθές, πως η χώρα ακόμη δεν μπόρεσε να εξουδετερώσει τους σύγχρονους Γιαγκούλες. Το σπιτίσιο γλυκό κυδώνι, ατσιγκούνευτο, γίνεται απροσποίητη χειρονομία καλωσορίσματος. Ο πλάτανος, η κουβέντα και ο συμποσιασμός γίνονται αίμα και σώμα του πολιτισμού της απλότητας, της εμπρόθετης κοινωνικότητας, της συζήτησης, ακόμη κι όταν η εντόπια περιέργεια προσκρούει στην εσωστρέφεια του θορυβοποιού σύγχρονου πολιτισμού.
Η Κυριακή κλείνει τον κύκλο της, στο τραπέζι έρχεται ο εξασθενημένος απόηχος από την περιγραφή του ποδοσφαιρικού αγώνα. Ομως, στη συζήτηση πρωταγωνιστής ο «βοσκός» του Τάσου Αντωνίου, ενός νεότατου κτηνοτρόφου. Σε μια περίοδο που δικαιολογημένα οι εργαζόμενοι βιώνουν ή βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας, ο Τάσος και οι σύντροφοί του στον «Βοσκό» σχεδιάζουν το μέλλον το δικό τους αλλά και του χωριού τους. Σύστησαν έναν συνεταιρισμό κτηνοτρόφων, που διαχειρίζεται το γάλα που παίρνουν από τα κοπάδια τους.
Επόμενο βήμα, να συστήσουν ένα σύγχρονο τυροκομείο, στο οποίο εργάζονται νέοι, με κίνητρο να πετύχουν. Νέα προϊόντα, αξιοποιώντας την τυροκομική και διατροφική παράδοση του τόπου τους. Η κτηνοτροφική εμπειρία αποτελεί την πυτιά να προσαρμόσουν το παρελθόν στις νέες συνθήκες. Η παράδοση τροφοδοτεί τον διάλογό τους με το μέλλον. Ο τόπος τους γίνεται το εφαλτήριο να ανακαλύψουν τις εγχώριες και διεθνείς αγορές επιβάλλοντας την επαγγελματική τους παρουσία, συνταιριάζοντας την κτηνοτροφική τους κληρονομιά με τις σύγχρονες ανάγκες. Ο Τάσος μιλάει για τους συντρόφους του και το βλέμμα του αστράφτει. Είναι περήφανος για το επίτευγμά τους, χωρίς όμως να επαναπαύονται.
Ο «Βοσκός» είναι η ιστορία ενός χωριού ορεινού που έχει πλήρη συνείδηση των δυνατοτήτων του. Εμαθε από τα παθήματα της κτηνοτροφίας στο παρελθόν, από τις παθογένειες των συνεταιρισμών. Βραδιάζει όμορφα στο Λιβάδι.


Ο Απόστολος Μαργαρίτης και ο νεοεθνικισμός των Ρουμάνων


Ο Ρουμανικός εθνικισμός ξανά ζωντανεύει Ούτε καν Aroman ή βλάχους δεν τους ονομάζει βαλκανική Ρουμανιτατε! Oργανωνεται από το ινστιτούτο FRATI GOLESCO, ένα εστιατόριο και και ένα ρουμανικό καναλι Οι Αδελφοί Golescu ηταν ιστορική οικογένεια κυρίως ο Ntinou Γκολεσκου βογιαροι, (Ban) κάτι στην οικονομική ιεραρχία και carturar (αυτός που έβαλε τις βάσεις του σύγχρονου ρουμανκου πολιτισμού) Μασονοι με ελληνική παιδεία Σπούδασε στην Ελληνική Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Πolloί από αυτούς παρόλο που ήταν Φαναριώτες είχαν ρουμανική συνείδηση. Όπως ο Eliade



Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Ευάγγελος Αυδίκος, Μάθε, παιδί μου, βλάχικα, ΕΦΣΥΝ, 23 Ιουνίου 2020




Η δημόσια ιστορία είναι πια γεγονός στην Ελλάδα, ήδη έχει δημιουργηθεί μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Ακόμη, θα υποστήριζα ότι υπάρχει μια δημόσια λαογραφία, η οποία, με άλλους όρους, συναντιέται με τις τοπικές μονογραφίες που έγραφαν οι τοπικοί λόγιοι, προκειμένου να διασώσουν ένα υλικό ή να υποστηρίξουν τις απόψεις τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να προσθέσουμε κι ένα κεφάλαιο «Δημόσια Ιστορία των Βλάχων». Τα τελευταία δυο χρόνια έχει αναπτυχθεί έντονος διάλογος σχετικά με τα βλάχικα, μια γλώσσα λατινογενή που βαθμιαία περιθωριοποιείται ως μέσο επικοινωνίας των εχόντων/ουσών καταγωγή από τα Βλαχοχώρια. Οι νεότερες γενιές δεν μαθαίνουν τη γλώσσα, στις σύγχρονες συνθήκες η μορφή της οικογένειας δεν διασφαλίζει την προφορική μετάδοση του γλωσσικού οργάνου. Ταυτόχρονα όμως, η γλώσσα απενοχοποιήθηκε ανάμεσα στις νεότερες γενιές, είτε ως δείκτης πολιτισμικής κατωτερότητας έναντι του άστεως είτε ως έκφραση αμφισβήτησης της εθνικής συνείδησης.
Αυτό το τελευταίο έχει γίνει πεδίο ανάπτυξης μιας δημόσιας πια γλωσσολογίας, καθώς όλοι συμμετέχουν στον διάλογο για την καταγωγή της γλώσσας αλλά και άλλα ζητήματα διδακτικής και φωνητικής εκφοράς. Σ’ αυτόν τον διάλογο εμπλέκονται πολιτιστικοί σύλλογοι και άτομα, με τρόπο που σχεδόν αγνοείται η νηφαλιότητα για την ενδεχόμενη ανάγκη να μάθουν οι νεότερες γενιάς βλάχικα, αλλά πρωτίστως για τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτό. Κάποιες φορές η συζήτηση εξελίσσεται σε τυφλή αντιπαράθεση στρατοπέδων, όπου η θέση απέναντι στη γλώσσα εξελίσσεται σε πατριωτόμετρο ή βλαχόμετρο.
Ετσι επιστρέφουν τα φαντάσματα του Μαργαρίτη και του Διαμαντή που πρωτοστάτησαν, από τα τέλη του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα, στη ρουμανική προπαγάνδα. Καλλιεργείται μια επικίνδυνη ψύχωση για ανύπαρκτους κινδύνους. Ενα μικρό ποσοστό Βλάχων δεν μπορεί να απαλλαγεί από τους μύθους αυτούς, που πολλές φορές έδρασαν ανασταλτικά στην ανάπτυξη των μικροτόπων. Κάποιοι άλλοι δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό να αναδείξουν τα βλάχικα ως γόνιμο πεδίο ερευνητικών προγραμμάτων. Απολύτως νόμιμο.
Χρειάζεται να μάθουν τα νέα παιδιά βλάχικα; Δεν φτάνουν οι ξένες γλώσσες που μαθαίνουν; Ουσιαστικά, το ερώτημα συνοψίζεται στο αν χρειαζόμαστε τη βιωματική εμπειρία που κουβαλάει ένα γλωσσικό όργανο. Αν χρειαζόμαστε τις ανθρωπιστικές σπουδές κι αν μας ενδιαφέρει να δημιουργηθεί μια πολυαναφορική μνήμη.Προφανώς, οι γλώσσες και οι διάλεκτοι είναι μια πολύτιμη κληρονομιά. Οι φοβίες ανήκουν σε άλλες εποχές. Οι ενοχές και ο στιγματισμός της γλώσσας επαναφέρουν την παλιότερη απαξίωση του πολιτισμού της υπαίθρου. Τα βλάχικα χρειάζεται να διατηρηθούν, δύσκολα με τους όρους του παρελθόντος. Προφανώς, όχι ως ένα ενιαίο γλωσσικό όργανο. Αυτό χρειάζεται άλλες προϋποθέσεις. Εμμονές δεν χρειάζονται με γλωσσικά σύμβολα και τρόπους γραφής. Χρειαζόμαστε τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, τα ποντιακά, τα τσακώνικα. Γιατί έτσι ο κόσμος είναι πολύχρωμος.

Οι συζητήσεις της Κυριακής, Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Στόχος δεν είναι ο στιγματισμός κάποιων ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΥΔΙΚΟΥ *, εφ. Πελοπόννησος,22/06/2020 [18:45]


Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Στόχος δεν είναι ο στιγματισμός κάποιων



Η αξιολόγηση ως έννοια έχει νοηματοδοτηθεί αρνητικά. Και ο λόγος είναι που χρησιμοποιήθηκε ως απειλή από τις κυβερνήσεις εναντίον της εκπαιδευτικής κοινότητας, την οποία άφηναν συχνά εκτεθειμένη υπονοώντας ότι οι εκπαιδευτικοί στο σύνολό τους δεν εργάζονται σωστά, παραμελούν τα καθήκοντά τους ή ατονεί το ενδιαφέρον τους στρεφόμενοι σ' άλλες εξωσχολικές επιλογές. Ακόμη, θεωρήθηκε πως όσες προσπάθειες κι αν έγιναν, στόχευαν, πρωτίστως, στη χειραγώγηση του εκπαιδευτικού και στη δυνατότητα απολύσεων με τη δημιουργία κατηγοριών εκπαιδευτικών και μισθολογικών διαφοροποιήσεων.
Συνεπώς, η πρόθεση για τη συζήτηση επί της αξιολόγησης είχε υπονομευμένη αφετηρία, μιας και αμφισβητούσαν τη φερεγγυότητα των εκπροσώπων της εκπαιδευτικής κοινότητας. Βεβαίως, θα ήταν άτοπο να ισχυριστεί κάποιος ότι στον χώρο της εκπαίδευσης δεν υπάρχουν αρρυθμίες αλλά και ανάγκη για αλλαγές, που να ενισχύσουν τον ρόλο της δημόσιας εκπαίδευσης, σε καιρούς μάλιστα κρίσεων και κοινωνικών ανασφαλειών.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι πρώτα απ' όλα πρέπει να γίνει ουσιαστικός διάλογος με ειλικρινείς προθέσεις. Αναμφίβολα, χρειάζεται αξιολόγηση. Ωστόσο, σπεύδω να τονίσω ότι θα προτιμούσα να αλλάξει η αρνητικά φορτισμένη έννοια. Επί της ουσίας, κάθε ομάδα, κάθε άτομο οφείλει να θέτει στόχους, βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους, τους οποίους συζητά στο τέλος ενός κύκλου. Η άποψή μου είναι ότι για την επεξεργασία και ορισμό αυτών των στόχων, τόσο συγκεκριμένων μαθημάτων ανά τάξη όσο και του σχολείου γενικότερα, υπεύθυνη είναι, αρχικά, η ομάδα των εκπαιδευτικών που διδάσκει το μάθημα ή στην τάξη που συνεδριάζει στην αρχή και στο τέλος του σχολικού έτους. Την τελική ευθύνη για την αξιολόγηση του έργου της σχολικής μονάδας έχει ο σύλλογος εκπαιδευτικών, που συνεδριάζει τον Σεπτέμβριο αλλά και τον Μάιο κάθε έτους, με τη συμμετοχή των Σχολικών Συμβούλων, ή όπως αλλιώς θα ονομαστούν, και εκπροσώπων των μαθητών αλλά και των γονέων, καθώς και μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου ή διαμερίσματος της περιοχής.
Σ' αυτή τη συνάντηση, κάθε ομάδα παρουσιάζει το έργο της, επισημαίνει τις ιδιομορφίες, τις υστερήσεις και τα θετικά. Στόχος δεν είναι μόνο η ανάδειξη των ποσοτικών δεδομένων αλλά πρωτίστως η ένταξη όλης της τάξης στην εκπαιδευτική διαδικασία υπογραμμίζοντας και τους ανασχετικούς παράγοντες σ' αυτή τη διαδικασία, που μπορεί να εστιάζονται στα ιδιαίτερα γνωρίσματα της περιοχής, στα κοινωνικά χαρακτηριστικά, στη σχέση με την τοπική αυτοδιοίκηση, τα κενά σε εκπαιδευτικό προσωπικό, τις επιχορηγήσεις.
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να είναι η αξιολόγηση μόνο προσωποκεντρική. Στόχος δεν είναι ο στιγματισμός κάποιων εκπαιδευτικών αλλά η βελτίωση των εκπαιδευτικών διαδικασιών. Ακόμη, στόχος της αξιολόγησης δεν μπορεί να είναι τα ποσοστά επιτυχίας στα ΑΕΙ. Είναι ένα στρεβλό κριτήριο που διαστρεβλώνει τον χαρακτήρα του σχολείου. Στόχος είναι η ένταξη όλων των μαθητών και μαθητριών στην τάξη και η βελτίωση των εκπαιδευτικού έργου.


·Ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας).

Ελληνική Εταιρεία Ενδυμασιολογίας, Διαλέξεις, Linda Welters, Professor, Textiles, Fashion Merchandising & Design, Rhode Island University, με γενικό τίτλο: «The History of Sustainability in Fashion»,Τετάρτη, 24/6, 6:00 μ.μ..


«Πετάξτε εδώ τα παλιά σας τζην κι εμείς θα τα μετατρέψουμε σε μονωτικό υλικό για τις οικοδομές», προτρέπει η βιτρίνα του καταστήματος Madewell στη Νέα Υόρκη, ενός καταστήματος που εξειδικεύεται σ' αυτήν ακριβώς τη διεργασία.
Και μ' αυτή την προτροπή θα περάσουμε στη δεύτερη και τελευταία διάλεξη της 
Linda Welters, Professor, Textiles, Fashion Merchandising & Design, Rhode Island University, με γενικό τίτλο: «The History of Sustainability in Fashion».
Η δεύτερη αυτή διάλεξη, με τίτλο: «Sustainability post 1900», θα μας φέρει στον πυρήνα του θέματος, μια και η έννοια της βιωσιμότητας είναι μια έννοια του 20ού, για να μην πούμε του 21ου αιώνα.
Τετάρτη, 24/6, 6:00 μ.μ.
Η διάλεξη θα δοθεί στα αγγλικά. Κόστος συμμετοχής: 5 €
 Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.costume.gr/gr_drastiriothta19.html

New Research on Computational Models for Research Conspiracy Theories Published in PLOS One by Anthony Bak Buccitelli






Thought that this new article from Tim Tangherlini et al, might be of interest to the network. Here's the abstract:

An automated pipeline for the discovery of conspiracy and conspiracy theory narrative frameworks: Bridgegate, Pizzagate and storytelling on the web

Although a great deal of attention has been paid to how conspiracy theories circulate on social media, and the deleterious effect that they, and their factual counterpart conspiracies, have on political institutions, there has been little computational work done on describing their narrative structures. Predicating our work on narrative theory, we present an automated pipeline for the discovery and description of the generative narrative frameworks of conspiracy theories that circulate on social media, and actual conspiracies reported in the news media. We base this work on two separate comprehensive repositories of blog posts and news articles describing the well-known conspiracy theory Pizzagate from 2016, and the New Jersey political conspiracy Bridgegate from 2013. Inspired by the qualitative narrative theory of Greimas, we formulate a graphical generative machine learning model where nodes represent actors/actants, and multi-edges and self-loops among nodes capture context-specific relationships. Posts and news items are viewed as samples of subgraphs of the hidden narrative framework network. The problem of reconstructing the underlying narrative structure is then posed as a latent model estimation problem. To derive the narrative frameworks in our target corpora, we automatically extract and aggregate the actants (people, places, objects) and their relationships from the posts and articles. We capture context specific actants and interactant relationships by developing a system of supernodes and subnodes. We use these to construct an actant-relationship network, which constitutes the underlying generative narrative framework for each of the corpora. We show how the Pizzagate framework relies on the conspiracy theorists’ interpretation of “hidden knowledge” to link otherwise unlinked domains of human interaction, and hypothesize that this multi-domain focus is an important feature of conspiracy theories. We contrast this to the single domain focus of an actual conspiracy. While Pizzagate relies on the alignment of multiple domains, Bridgegate remains firmly rooted in the single domain of New Jersey politics. We hypothesize that the narrative framework of a conspiracy theory might stabilize quickly in contrast to the narrative framework of an actual conspiracy, which might develop more slowly as revelations come to light. By highlighting the structural differences between the two narrative frameworks, our approach could be used by private and public analysts to help distinguish between conspiracy theories and conspiracies

https://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0233879

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Σπύρος Ευαγγέλου:Ένας Πρεβεζάνος Δημιουργός με βαθιές ρίζες στην Τσουκαρέλα





Οι πόλεις από γεννησιμιού τους είναι πολύχρωμες. Φτιάχνονται από μικρά ή μεγαλύτερα κύματα πληθυσμών-αλλά και από  άτομα- που μετακινούνται αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Ο προσεκτικός παρατηρητής μπορεί ν’ ανιχνεύσει αυτή την πολυχρωμία παντού: στα κτίρια, στις μουσικές, στις νοοτροπίες αλλά και στα σώματα των ανθρώπων. Οι κινήσεις του κορμιού, ο τρόπος που στήνεται το σώμα , ο τρόπος ομιλίας και η ματιά κουβαλάνε μαρτυρίες της πολιτισμικής ποικιλίας. Την ίδια στιγμή, όμως, οι πόλεις διαμορφώνουν προϋποθέσεις για συνύπαρξη αλλά και για δημιουργία του καινούριου.
       Όλα αυτά τα γενικά μπορεί κάποιος παρατηρητής να τα κάνει συγκεκριμένα στις μικρές ιστορίες των ανθρώπων που κυκλοφορούν στους δρόμους μιας πόλης. Μια τέτοια περίπτωση για την Πρέβεζα είναι ο Σπύρος Ευαγγέλου. Η πόλη της Πρέβεζας επέλεξε να τον τιμήσει με την παρουσίαση του μουσικού του έργου σε μια σεμνή τελετή, όπως ταιριάζει σε σεμνούς κι αθόρυβους δημιουργούς. Σ’ ανθρώπους που δεν φωνασκούν αλλά ξοδεύουν όλο το πάθος τους στην υπηρεσία της δημιουργίας.
       Ο Σπύρος Ευαγγέλου είναι μια ξεχωριστή περίπτωση Πρεβεζάνου. Γεννήθηκε στο Συρράκο, γόνος κτηνοτροφικής οικογένειας. Ο πατέρας του μπάτζος(τυροκόμος). Ως Συρρακιώτης της Πρέβεζας κουβαλούσε-και κουβαλά-πάντοτε την περηφάνια της Τσουκαρέλας, της κορυφής του βουνού Περιστέρι. Το κεφάλι του έχει πάντοτε μια ελαφριά κλίση, προς τα πάνω. Σου δίνει την αίσθηση πως είναι μόνιμα στραμμένος στα βουνά που τον γέννησαν, απ’ όπου αντλεί την αγάπη για δημιουργία, απ’ όπου ακούει τα νερά του Χρούσια και το κλαρίνο στην Γκούρα.
       Ως δημιουργός, ως συνθέτης, ο Ευαγγέλου είναι δημιούργημα της πόλης του, της Πρέβεζας. Η μουσική παράδοση της πόλης τον γαλούχησε σε διαφορετικά ακούσματα. Η δυτικότροπη, αστική μουσική τον γοήτευσε και πολύ γρήγορα έγινε μέλος της Φιλαρμονικής αλλά και της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς της Πρέβεζας, ενός μουσικού σχήματος  που στη δεκαετία του 1960 άπλωσε τις νότες του στο καινούργιο, ριζοσπαστικό για την εποχή του κέντρο διασκέδασης, την Κυανή Ακτή. Ο νεαρός Συρρακιώτης σταδιακά χωνεύει τη μουσική παράδοση της πόλης και αναδεικνύεται σε φορέα των νέων μουσικών ρευμάτων και πολιτισμικών διαδικασιών.
   Παράλληλα, γνωρίζει έναν άλλο σπουδαίο Πρεβεζάνο δημιουργό, τον Συρρακιώτικης καταγωγής Σπύρο Δήμα. Κοντά του μυείται στην κλασική μουσική. Ο Ευαγγέλου χρησιμοποιεί το πείσμα και τη στοχοπροσήλωση  του Συρρακιώτη για να πετύχει τους στόχους του. Μαθαίνει μουσική. Αθόρυβα. Την ημέρα πουλάει παπούτσια στην οδό Μπιζανίου, δίπλα από το δικηγορικό γραφείο του Δήμα, και τη νύχτα αφήνεται στη μεγάλη του αγάπη, την κλασική μουσική. Το πιάνο που έχει στο μαγαζί του γίνεται το όργανο που τον μετασχηματίζει από έναν πωλητή παπουτσιών σε ασίγαστο εραστή της κλασικής μουσικής. Και τα καταφέρνει. Χάρη στο ταλέντο του αλλά και στο ασίγαστο πάθος. Παντρεύει την επιμονή και υπομονή της κτηνοτροφικής του καταγωγής με την ανταπόκριση στις συνεχείς προκλήσεις που η πόλη του προσφέρει.
       Έτσι, ο Ευαγγέλου γίνεται ο τυπικός εκπρόσωπος της νέας, της μεταπολεμικής Πρέβεζας. Γίνεται ο Πρεβεζάνος που αξιοποιεί τις ευκαιρίες. Είναι ο εκπρόσωπος μιας συνεχώς ανανεούμενης πόλης, που αντλεί τη δύναμή της τόσο από την παράδοσή της όσο και από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία που κουβαλούν οι κάτοικοί της. Η Πρέβεζα και το Συρράκο συναντιούνται στο πρόσωπο του Σπύρου Ευαγγέλλου και διαμορφώνουν τον σύγχρονο Πρεβεζάνο.

    Ο Ευαγγέλου, λοιπόν, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού. Είναι ευτύχημα που η δημοτική αρχή τιμά όσους ασίγαστα προσφέρουν στον πολιτισμό της πόλης. Κάθε φορά που τον συναντώ μου δίνει την εντύπωση ότι κάθεται στην καρέκλα, στο μπροστινό της μέρος, σα να’ναι έτοιμος για την φωνή που θα αναγγείλει τη νέα του μουσική δημιουργία, έτοιμος να αγγίξει τα πλήκτρα του πιάνου.

Αγγελική Πεχλιβάνη, Τριαντάφυλλος Κ.Κωτόπουλος, Μίμης Σουλιώτης, ο ποιητής των στιγμών και των λέξεων, Gutenberg 2020



Ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης εντάσσεται οργανικά στην ποιητική γενιά του '70. Τα βασικά γνωρίσματα της προ-αναφερθείσας γενιάς ανιχνεύονται με ευκρίνεια στην ποίησή του- γνωρίσματα μορφολογικά, υφολογικά, θεματολο-γικά/ιδεολογικά. Οι αποκλίσεις του από τον "σκληρό" πυρήνα της γενιάς του '70 αλλά και η διαφορετική διαχείριση κάποιων χαρακτηριστικών της συνιστούν και την ποιητική ιδιαιτερότητά του. Συγκεκριμένα η γλώσσα του, η παρωδιακή ειρωνεία του, η πεζολογική και αφηγηματική διευθέτηση πολλών ποιημάτων του, η αντιποιητικότητά του, οι εμμονές του με τα "ελάσσονα" του βίου και η έντονα προβαλλόμενη επαρχιακή ενδοχώρα της δυτικής Βαλκανικής τον διαφοροποιούν από τους συνοδοιπόρους της γενιάς του. Ο Μ. Σουλιώτης καταθέτει μέσα από τα ποιητικά του κείμενα μια ποιητική θεωρία ολοκληρωμένη, λεπτομερή, αν και -φαινομενικά- με κάποιες αντιφάσεις. Ό,τι αξίζει γι' αυτόν είναι το βίωμα, η καθημερινή, ζώσα στιγμή. Ταυτόχρονα όμως είναι λάτρης της βαθιάς γλώσσας, της εκρηκτικής αυτοδιάθεσης μιας μεμονωμένης λέξης που μπορεί να εκτινάξει το ποίημα. Ο Μ. Σουλιώτης είναι ένας βιωματικός ποιητής της γλώσσας, ο δημιουργός ενός ιδιότυπου κυκλώματος λέξεων-στιγμών, στο οποίο αίρονται ακόμα και οι νιοστές αντιφάσεις. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, Αμίλητα, βαθιά, ιεράΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ Διηγήματα εκδ. Καστανιώτη, σελ. 172, ef. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, Αμίλητα, βαθιά, ιερά


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:


Νεράιδες κλεισμένες σε κορμούς δέντρων αρδεύουν με δάκρυα τον φλοιό, θρηνώντας δυστυχισμένους έρωτες. Μια νύμφη που αστραποβολεί ασημένια σαν τη σελήνη εγκαταλείπει, αλλοπαρμένη από εφήμερο ίμερο, την ιερή μαντική πηγή της για να σμίξει με έναν θνητό, έναν ποιμένα. Οταν τον απαρνείται η θεία ερωμένη του, ο βοσκός μεταμορφώνεται από τη λύπη του σε ποταμό, γνωστό «ως το ποτάμι της ερωτικής λησμονιάς». Μια «ραγισματιά σαν ρεματιά» σε έναν τοίχο απλώνεται με νωχέλεια υδάτινης γραμμής, μουσκεύοντας τον σοβά, ήδη νωπό από το αίμα των σκοτωμένων και τα κλάματα των λησμονημένων. Σε μια έρημη αυλή σχολείου οι βρύσες έμειναν ανοιχτές από το τελευταίο παιχνίδι και τα φαντάσματα των παιδιών αναβλύζουν ολόχαρα μέσα από τα νερά. «Νίβονται όλη μέρα στο νερό της βρύσης για να μην ακούνε το αμείλικτο ρολόι», που χρονομετρεί τη συντριβή τους.
Η Ρέα Γαλανάκη αναβιώνει έναν μυθικό χωροχρόνο, βαθιά ριζωμένο, όμως, στο χώμα της πραγματικότητας. Οπως γράφει σε ένα από τα έντεκα διηγήματα του βιβλίου, το χώμα και καθετί που φύεται από μέσα του είναι «το ανάγλυφο είδωλο» του λαβυρίνθου του έναστρου ουρανού. Ο αρχαίος, ουράνιος χρόνος μεταφυτεύεται στο τώρα προκειμένου ο χρόνος να διατηρεί τη μνήμη της διπλής του φύσης, της διχοστασίας του ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Η Γαλανάκη υπενθυμίζει επίμονα πως γύρω μας κινείται ένας άυλος κόσμος, «που ανέκαθεν μας “βάραινε” χωρίς να φαίνεται ότι μας βαραίνει». Τα παλιά γεννούν τα τωρινά. Η μυσταγωγική γλώσσα ιχνηλατεί έναν κόσμο παλίμψηστο, όπου εγκιβωτίζονται άχρονοι θρύλοι, απέθαντες τελετουργίες, αιώνιες αγωνίες, απαράγραπτα κρίματα και επικοί πόθοι.
Τα ύδατα, καθαρτήρια και ιαματικά, που διαρρέουν τα διηγήματα, αφαιρούν από τις μορφές τα περιγράμματά τους, μεταμορφώνοντάς τες σε εξώκοσμα πλάσματα, που ενοικούν σε εκτός χρόνου παραμύθια. Είναι παραμύθια που ξεδιπλώνονται σαν διάφεγγο παραπέτασμα μπροστά στην πραγματικότητα. Δεν την κρύβουν, αλλά τη διηθούν μέσα από μια υποβλητική φωτοχυσία. Οι μυθοπλασίες της Γαλανάκη επινοούν επάλληλες μεταλλάξεις του περασμένου χρόνου. Μοιάζει να στήνουν μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο απώτατο τότε και στο ασύλληπτο, ρέον σαν νερό, τώρα. Τα πάντα περνούν γοργά και με βία, «σαν λάμψη μαχαιριού κοντά στο αίμα». Οταν η συγγραφέας συναντά τον Ισμαήλ Φερίκ πασά, τον Λουί ή Ανδρέα Ρηγόπουλο και την Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, τους βλέπει ονειροπαρμένους. «Σαν όνειρο [...] τους εφαινόταν πια η ζωή που είχανε ζήσει, σαν στιγμιαίο όνειρο κάποιου άχρονου ύπνου». Σε εκείνη τη συνάντηση τους πρόσφερε γεύμα στο παιδικό της σερβίτσιο, γιατί «ο συγγραφέας είναι ένα μικρό παιδί, που παίζει, παίζει, παίζει ασταμάτητα».
Βέβαια, στην περίπτωση της Γαλανάκη πρόκειται για παιχνίδι υψηλότατης τεχνικής. Η γλώσσα, με άκρα εκλέπτυνση αρθρωμένη, υποδηλώνει τη δισυπόστατη φύση της. Από τη μία, είναι αμιγώς λογοτεχνική, με έναν τρόπο εξαίσιο, από την άλλη, η πρόδηλη στοχαστικότητά της φανερώνει ακαδημαϊκό τρόπο σκέψης. Η Γαλανάκη γράφει λογοτεχνικά, αλλά σκέφτεται επιστημονικά. Μολονότι αγαπά έως παραφοράς το συναίσθημα, δεν του εκχωρεί το μυαλό της. Σε αυτή τη διφυΐα της γραφής οφείλεται η μοναδικότητα της συγγραφικής της ιδιοπροσωπίας.
Από τη συνάθροιση των ήδη δημοσιευμένων πεζών, που συνιστούν εκλεκτά παραπληρώματα σε ένα κατά βάση μυθιστορηματικό έργο, με συγκινεί ιδιαίτερα το «Μαυρόασπρο», όπου η μνήμη μετουσιώνεται σε μύχια μυθολογία. Περιδιαβαίνοντας το γενέθλιο Ηράκλειο, η Γαλανάκη αποτείνει έναν φορτισμένο φόρο τιμής στους ίσκιους που αφυπνίζει ο τελετουργικός της περίπατος. Η ευλαβική περιφορά της μνήμης διαχέει στον πολυδιάβατο τόπο το θυμίαμα που αναθάλλει από το μαύρο μελάνι όταν νοτίζει το λευκό χαρτί.