Σελίδες

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

ποίηση Κώστα Α. Κρεμμύδα, Κάπα όπως μακάβριο, Μανδραγόρας

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ ΚΑΠΑ ΟΠΩς ΜΑΚΑΒΡΙΟ

στον Κ. Σ.
Γνωρίζαμε τη ζωή
στα ουζάδικα της Αθηνάς
και στα νταμάρια του Βύρωνα
φτιάχνοντας με τη φαντασία μας
στιχάκια
Κόβοντας τις φλέβες μας
μηχανικά
Αγκομαχώντας στους ήχους
μιας πάνδημης μαλακίας

Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ
ψιλόβρεχε
Εμείς
περιμέναμε μάταια για συνήγορο στους πάγκους
και τις ταράτσες της Ασφάλειας

Κάπου στο βάθος
Καπλανών και Μασσαλίας γωνία
η μουσική του Μεσοπολέμου ακουγόταν
βραχνή και θλιμμένη
σαν την Ελένη
μετά τη συμφορά της Τροίας
Δεν ξεχώριζα ήχους πέρα από το καυτό
μισοφέγγαρο της πλάτης σου
που με κατάκαιγε

Δίσκοι των 78 στροφών
στροβίλιζαν ανέμελα τον άνεμο
Την ώρα που οι άλλοι στην Αγία Βαρβάρα
του Αιγάλεω
παντρεύανε τον Κώστα
φίλο παλιό και γνώριμο
από χρόνια

Τότε, αν θυμάμαι καλά,
κάποιες κυρίες της φιλοπτώχου
μας έκαναν νύξη για το πρόβλημα

Ενώ το λουλακί και πράσινο της εκκλησιάς
αντάμωναν στα βλέφαρά μας επικίνδυνα
εμείς εξακολουθούσαμε να περιμένουμε
συνήγορο
Εσύ εξακολουθούσες να χορεύεις
Κι ο Κώστας
εξακολουθούσε να παντρεύεται
Σαν να μη συνέβαινε το παραμικρό

Χρόνια μετά στην ίδια θέση όλοι
Δεν είχε τίποτα αλλάξει
Το ποίημα δικαιωνόταν
Εμείς περιμέναμε
Εσύ να λείπεις
Οι νεκροί να πληθαίνουν
Μόνο ο Κώστας
εξακολουθούσε να παντρεύεται

****

Ποιος θα σ’ αναγνωρίσει λοιπόν
στο νεκροτομείο της αταξικής σου
κοινωνίας γυμνό και άχρωμο;

Μας φτάνει ο Μαρξ
και ο σοσιαλισμός τους
Τα προπατορικά αμαρτήματα
ξεδιπλώνονται σε χιλιάδες
κόκκινα υφάσματα
στην κεντρική πλατεία της Μόσχας.
Οι διαγραφές θα μας κυνηγάνε για χρόνια
Οι περιγραφές στο γνωστό μοτίβο των αναμνήσεων
(προσωπικά πράγματα και λεπτομέρειες)

Μονάχα εμείς σε κάποια ξέφωτα απομείναμε
να πουλάμε κουλτούρα κι επανάσταση
μαριχουάνα και γκομενιλίκι
στις καστανόξανθες υπάρξεις του μέλλοντος

**********
Γιατρέψτε με από τη λογική
και από τη μνήμη που μου απόμεινε
Ρώμος Φιλύρας

Έπρεπε να το περιμένω
άλογος εν μέσω λογικών
παράφρων σε στοές των ηλιθίων
χαμένος σε περιγραφές θανάτων
ν’ ασελγώ νύχτες να θυμάμαι

Έπρεπε να το περιμένω
οκλαδόν στη Βία Βένετο
γυμνός στη Φοντάνα ντι Τρέβι
ν’ απογειώνω νομίσματα
τρις και τετράκις ματαίως

Βενετία σ’ αγκαλιάζω τις νύχτες
Πιάτσα ντι Σπάνια ξαναζώ τον Φελίνι
Πιάτσα ντε λα Σινιορία ακουμπάω τα χέρια μου
στ’ απόκρυφα των αγαλμάτων σου
αμφιβάλλοντας ακόμα για την ορμή τους


****

Έχετε περπατήσει την Αιόλου
ένα πρωινό γύρω στις δέκα
κοιτάζοντας στο βάθος της Ακρόπολης
το φως;
Σας το συνιστούν
Δυο εναπομείναντα σπουργίτια
Τρεις φύλακες Τραπέζης Κεντρικής
Ο τυφλός με τις λεβάντες για το σκόρο
Κι ένας βυζαντινός αυτοκράτορας
Ο μόνος
που πέθανε
ήσυχα
στο κρεβάτι του

****
του Λάμπρου Σπυριούνη
αληθώς

«Δε με λένε Νανά, Βιολέτα με λένε»
–Ξέρετε πήρα κινίνα
Δυο σωληνάρια κινίνα
Ήταν ανάγκη, έπρεπε
να παίξω πιστά το ρόλο μου
Στα μέσα της δεύτερης πράξης
Την ώρα που ο Ναμπούκο
θα ’κανε δύο βήματα πίσω απ’ τη Φενένα
εγώ θα άρπαζα την κόκκινη κουρτίνα
και μ’ ένα στριφογυριστό τίναγμα
θα σωριαζόμουν νεκρή
στα πόδια σας
–Ξέρετε πήρα κινίνα
Δυο σωληνάρια κινίνα
Πρόκειται για τη δεύτερη πράξη
Θα σωριαζόμουν
μ’ ένα επιδέξιο τίναγμα
στα μέσα της πρώτης σκηνής
Πίσω μου οι κόκκινες κουρτίνες
Άλλωστε δε με λένε Νανά
Κατά βάθος είμαι η Βιολέτα

***
Αεροδρόμιο Χανίων ώρα 9.30' μμ
Αυνανισμός και αγωνία
Τρεις επιβάτες κι εγώ
στο διάδρομο προσγειώσεως
Η καθιερωμένη πτήση
θ’ αναβληθεί
κι απόψε

Δε μένει παρά να διαλέξω:
Να σφηνωθώ στη φαντασία σου
ή να σ’ αφήσω να περιμένεις μάταια
το γυρισμό μου;
*****

στον Θοδωρή

Περασμένα τα χρόνια
κι η πέτρα βαριά σαν τότε
που ’λεγες «θα φύγω»
κι έμενες
Ή σαν άλλοτε που ’λεγες «θα μείνω»
και χανόσουν


Impecuniato
στη Βιβή Τουρόγιαννη
(πολλές οφειλές)

«Eξωφλήθη η απόδειξις»
άπειρα τα μελανά
σημεία
η μελανή χροιά
της Σελήνης
Tο μπλε της σφραγίδας
κι αυτό μελάνι σ’ ορθάνοιχτες θάλασσες

Απένταρος βλέπω τις ζάρες της ζωής
χαρακωμένες
Σαν τις πληγές που φύτρωναν βαθειά
στο ξύλο της οξιάς

Χρόνια μονάχος κι ακόμα φοβάται τους ήχους
Παλιά φοβόταν και τα χρώματα


Αγία Ιωάννα της Κρονστάνδης

Σαν τραπιστής
–Σατράπης άλλωστε–
και βίαιος
στ’ άκουσμά σου
θα σε θαυμάζω σιωπηλός
θα κρύβομαι σε θάμνους
θα ζω με αποτσίγαρα
γνέφοντας
πότε ποτέ
την άρνησή μου
στους κανόνες

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
γι’ αυτό στην κηδεία του
δεν εκφώνησε κανείς επικήδειο
δεν ετάφη καν δημοσία δαπάνη
δεν κυμάτισαν οι σημαίες μεσίστιες.

Δεν ήταν γιος του Τυδέα
μητ’ εγγονός του Οινέα
πολύ νωρίς εγκαταλείποντας το Άργος
ξεχάστηκε σε κάποιες Άγραφες σελίδες.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
αγνόησε τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων
τις οβάλ τράπεζες της τηλεόρασης
τα παρατεταμένα αγήματα
τις λαμπερές στολές των ιπποκόμων.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
κάθε πρωί και κάθε βράδυ
στη θέση του
όπου να τον απέθεταν εκεί στεκόταν
και περίμενε.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
μ’ ένα κρανίο ανοιχτό στην άκρη
κατέβαινε στα χέρια μου τις νύχτες
και μιλούσε.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
στα αγγελτήρια θανάτου
στις σωρούς των αναπεπταμένων χωμάτων
στα ερείπια απολιθωμένων εντύπων
στων ειδήσεων τη χυδαία έκβαση.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
στους θεούς και τους δαίμονες
στις απούσες τελετουργίες
στα σχετικά με τις αφέσεις αμαρτιών.
Δεν προσευχόταν, έφευγε τα βράδια
μακραίνοντας, μικραίνοντας κι αχνοπατώντας.

Δεν ωφελεί να πει κανείς για τον πατέρα του
όταν συμβαίνει ενίοτε να ’ναι διάσημος.
Προσπάθησα σε κάποιους να εξηγήσω
για την υπεροχή μίας διάκρισης, επί ματαίω.

Ο πατέρας μου ήταν διάσημος
κι όμως ποτέ δεν βρήκε θέση στο καρνέ μου
θυμόμουν απέξω το τηλέφωνό του.
δε χρειάστηκε επομένως ν’ ακολουθήσουν τώρα διαγραφές.
Άλλωστε φροντίζω να διατηρώ από χρόνια
την ίδια πάντα ατζέντα. Είναι γι’ αυτό που
όλοι οι νεκροί μου
παραμένουνε παρόντες.

Δυσωπώ δε σημαίνει ανέχομαι

Mη φεύγεις,
 έρχονται οι καθρέφτες

O κόσμος γύρω σου να χάνεται
τ’ αστέρια πέφτουνε σε ήχους τρεις
δεν προλαβαίνεις να διαβείς
Η τυραννία με πόσα «νι»
γράφεται;
Βασανιστής, μαρτυρικός
ο χρόνος
και η Aρχή
πιεστική, αφόρητη και ούτε
Φονείς και φονευόμενοι
υπτίως
και συ στα λεξικά ν’ αναζητάς
τα «ήτα» και
τα «ύψιλον»
ως ευμεγέθη διαθλασμένα
κάτοπτρα

O κόσμος χάνεται
και συ να μεταφέρεις υπογείως
καθρέπτες

Tι σε ωφελούν
τι χρησιμεύουν
σε νεκρούς τα κάτοπτρα;


Μεγάλη Παρασκευή
Τα ρήματά μου ενώτισαι Κύριε
                                                       
                                               
                                                  Και αγγέλων στρατιαί εξπλήττοντο
                                                  συγκατάβασιν δοξάζουσα την σην


Το προσπαθώ μα είναι φάλτσο
Ο ένας τενόρος νεκρός
από το χέρι της καλής του χτυπημένος
Ήταν σοπράνο, ή κοντράλτο;
Δε θυμάμαι
Εγώ την ώρα εκείνη εκλιπαρούσα εύνοια
Ανάμεσα σε κίονες κρυμμένος
Στο κέντρο του ναού Διός
Δυο σπιθαμές δίπλα στα πέρατα του Άδη
Την ύστατη στιγμή πριν τις ωδίνες
Είναι ολότελα δικά μου πια τα πάθη

Ο Χέντελ ευλογούσε τον Μεσσία
Κι εγώ απέθετα το σώμα σου
                                               γυμνό
Αρχαιοπρεπές αράθυμο και εναγώνιο
Ανάμεσα σε κύματα θαλάσσης,
Μύρα κι αιθέρια έλαια γης με παπαρούνες

Φορούσες μόνο τα γυαλιά ηλίου
Ένα κολιέ σε δυο στροφές
Ένα ζευγάρι γάντια με δαντέλα
Και τ’ άρωμα του ντεκολτέ να επιμένει

Στο διπλανό δωμάτιο ο Ιουγούρθας
Μιλούσε με τη γλώσσα των χεριών
Προσπάθησα κι εγώ να καταλάβω
Μα είμαι μόνο οκτώ και θέλω να σ’ αγγίξω
                                                           ως το δέκα
Ειδάλλως θα χαθώ και δεν τ’ αξίζω  

Το πτώμα μου κάποια στιγμή στη Σαλαμίνα
Ως φάντασμα παρηκμασμένο κι άλαλο
Μιλώ για τα ρητά και τα αζιμούθια
«Σώτερ και πάτερ στους αιώνες κι αύριο
Και μακριά και πέρατα και νυν
Μην κρύβεστε στ’ αμπάρια
Είμαι κοντά σας
Μη χάνεστε, μη λείπετε, δεν πρέπει

–Πιάσε το χέρι μου, διστάζω
–Πώς γίνεται με τους νεκρούς; να με ρωτάς
Όμως δεσμεύομαι να σ’ απαντήσω

Το πλοίο φεύγει για τη Σίφνο το πρωί
Εκεί, εγώ και μόνος, περιμένω
Ο πρίγκιπας Τζουζέπε Λαμπεντούζα
Γατόπαρδος τυφλός λησμονημένος
Τρεμάμενος νεκρός και κρεμασμένος
Δίχως ανάσταση και δίχως αύριο
Ενσταντανέ σε θέαμα μακάβριο


Τελευταίο μήνυμα

ελήφθη ως φωτο Απέναντι μου σε βλέπω στο κατάφορτο γραφείο σου Όμοιο στα γονίδια και το δικό μου Τα χέρια σου μακριά βελούδινα καλοβαλμένα στη ζηλευτή ομορφιά τους τελευταία ανάμνηση –ποτέ σου δεν υπήρξες χειρώνακτας– Η στενή είσοδος έμελλε η τελευταία έξοδός σου Σε φορείο Το δεξί σου κρεμόταν νεκρό Φρόντισα ανασηκώνοντας να χωρέσει το πέρασμα Παρά τα φαινόμενα ήλπιζα πως


Η αγωνία στο μαύρο

Μια εικόνα

Δεν ξέρω να αναλύω τους ποιητές
γι’ αυτό θα αρχίσω από τα προσωπικά μου
Κώστας Κουλουφάκος
Ποιο κει προς τα Χαυτεία διέκρινα το βήμα του πατέρα
να συνεχίζεται το ίδιο μεγαλόπρεπα στον Άδη
Δίχως το φως της πλαφονιέρας του γραφείου
Χωρίς τον ήχο της γραφομηχανής του στον διάδρομο
Ξεκλείδωτο και το wc στο χολ να χάσκει κενοτάφιο στιγμών
Γιατί, πού να βρεθούνε τόσοι ζωντανοί στον όροφο;

Ξεκληρισμένο το μικρό καφέ στο ισόγειο
Στην άκρη στο πρεβάζι το φλιτζάνι
Αζήτητος και ο βαρύ γλυκός στ’ αζήτητα της περιοχής

Ο πατέρας εκεί να επιμένει στη γνώριμή του διαδρομή
κατηφορίζοντας αργά προς την Ομόνοια
Στρίβει τη Ζήνωνος το ίδιο αργός σαν λιτανεία

–Πού χάθηκες και πάλι; Ούτε τηλέφωνο στη μάνα σου; Ένα κερί; Μια «καληνύχτα»
Μας ξέχασες
Τρέχεις μονάχος μοναχά σε έρημους δρόμους, νεκρούς και απροσπέλαστους
Δεν τους φοβάσαι;
–Θα ’ρθω μια μέρα να σας δω, ξεχείλιζε ασάφεια η φωνή μου
Δίχως αντίκρισμα υπόσχεση σε πεθαμένους
Πού να τους βρεις πού να σε δουν σ’ αυτή τη μαύρη ερημιά του κόσμου;
Μήτε παράπονο, χαρά ή λύπη
Μετέωροι να φεύγουν στο σκοτάδι ξεχασμένοι
Αφήνοντας μετέωρο εμένα
Το ποίημα αιωρούμενο δίχως σκοπό
Διάτρητο με δίχως τη στοργή τους

Επιστρέφω αμέσως

Το κάτω κενό να αναμετριέται με το ύψος μιας αλέας
στα γνωστά Ιλίσια Πεδία του Χίλτον
Με τις γκαρνταρόμπες έκθετες στον ήλιο
Για να φύγει η υγρασία του χειμώνα

«Ανοίξαμε λοιπόν και σας περιμένουμε» στην πελατεία
Πριν τη καθιερωμένη πτώση
Αναμετρώντας στην κάθοδο
Ομορφιές της ζωής Τη θάλασσα
Δύο δελφίνια που κολυμπούσαν αμέριμνα
Τα πτώματα Και τις ιδέες
Που μας βασάνιζαν αναίτια

Άλλωστε όλα ήσαν παράνομα

Όπως οι απόκρυφες σκέψεις τα βράδια
Τα ερωτικά ενσταντανέ
σε στενοσόκακα, αποχετευτικούς αγωγούς
– ανάμεσα σε λήμματα –
Το πεταχτό φιλί στον Παράδεισο
Εκείνο το θαμπωμένο πλάνο που αγκομαχούσε
στον ιδρωμένο ρυθμό τριών τετάρτων

Θα ομολογήσω αυθορμήτως τις πράξεις μου
Προσπαθώντας να εξασφαλίσω χρόνο
Διαρρήκτης αμετανόητος του χρόνου σου

(Ο χώρος είμαστε εμείς αγκιστρωμένοι σε σχηματισμούς
Γυμνών σωμάτων ανά ζεύγη)
–Μη φεύγετε, κατεβαίνω
Έτοιμος στο ρείθρο της γειτονιάς σας
για το ευχέλαιο

Δεν υπάρχει περίπτωση

Δεν υπάρχει περίπτωση
να συνεχίσουμε στο δρόμο με τις αλέες
Οι φλαμουριές ξεπατωμένες στην άκρη
δεν πρόκειται –δεν υπάρχει περίπτωση
ν’ ανθίσουν εφέτος
Κρίμα τα όνειρα που βγαίνουνε βόλτα στο φεγγαρόφωτο

Δεν υπάρχει περίπτωση απρόσμενων συναντήσεων
Γιατί τα όρια της μνήμης μας στενεύουν
Απόηχος μακρινός όσα έγιναν ή σχεδιάστηκαν μάταια
Καμιά περίπτωση δεν υπάρχει για μας στον κάτω κόσμο
Κατολισθήσεις στην παλιά Εθνική Οδό Βεροίας – Κοζάνης
Δεν υπάρχει περίπτωση για ελλείμματα ή μεταρρυθμίσεις

Όταν οι φλαμουριές ανθίζουν είναι καιρός για την επιστροφή
Όταν οι φλαμουριές ανθίζουν είναι καιρός να μένουμε μόνοι
Με τ’ άρωμά τους ν’ απλώνει στις πλατείες
Αρκούν μια-δυο ημέρες ανθοφορίας
Για να την αγκαλιάσεις ό,τι δεν πιάνεται δε φυλακίζεται και δεν υπάρχει

Η ανθοφορία της φλαμουριάς σαν ναρκωτικό
Γλυκαίνει, συμπαρασύρει την ψυχή μας
Σκάει μισό χαμόγελο στα πρόσωπα
Όπως η έκφραση παρηγοριάς στα χείλη
Ένα καλά κρυμμένο μυστικό που φανερώνεται

Όμως δεν υπάρχει περίπτωση να διασχίσουμε τον Έλβα
Να φτάσουμε αυτοτελώς στο Βερολίνο
Οι φλαμουριές δε θα σημάνουν άνοιξη
Δεν υπάρχει περίπτωση για υπεκφυγές και παρελάσεις
Χειμώνιασε για τα καλά μέσα μας

Το ψωμί της μάνας μου

στον Χρήστο Χαρτοματσίδη

Λύγιζε κάθε τόσο η μάνα μου
σκυμμένη πάνω απ’ την πλαστική λεκάνη
με το ένα χέρι σταθερό και το
δεξί ανάπηρο πρησμένο
Και πόσο κόκκινο –φωτιά θεέ μου
Ανάμεσα στο ολόλευκο αλεύρι

Λιώνει η μαγιά λύνονται διάφανοι μικροί λεπτοί οι κόμποι
Βροχή γλυκάνισο, το κύμινο, τ’ αλάτι
Εγώ από δίπλα αργά αργά ρίχνω αλεύρι
σαν να χιονίζει μέσα στην κουζίνα 
Και πάνω που ετοίμαζα νερό στη σόμπα
γιατί χλιαρό, λένε, το θέλουνε στο ζύμωμα
βλέπω να πέφτουν αχνιστά τα δάκρυα στη λεκάνη
με αναλογία σταθερή ίσα για να τα πιει το αλεύρι
εκείνα τρέχουν
Η μάνα να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
Εγώ ρίχνω αλεύρι χιονισμένο στη χιονισμένη κάμαρη
Οι κόμποι λύνονται μαζί με την ψυχή της

Μετά από χρόνια την ξαναβρήκα στην ίδια θέση
Να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
Να κλαίει να κλαίει να κλαίει
Ένας σκελετός που φέγγιζε στ’ άδειο δωμάτιο
Μόνο το χέρι της έμενε κόκκινο  κατακόκκινη
Φωτιά που ζέσταινε τα δάκρυά της
Σταγόνα τη σταγόνα για να κυλά
σιγά σιγά στην πλαστική λεκάνη

Και κάπως έτσι έγινε άρτος ζωής αιώνιας
Το σώμα της το άγιο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου