Ευάγγελος Αυδίκος, “Οδός Οφθαλμιατρείου”, μυθιστόρημα, βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα Μάιος 2019, σελ. 216
Περίτεχνο πεζογράφημα, πολυεπίπεδο, που συνομιλεί διαρκώς, άλλοτε φανερά και άλλοτε υπογείως με κείμενα και διακείμενα συμβάλλοντα ως κοσμικά ρεύματα στο μεγάλο “δέλτα” μιας επιτυχημένης απόπειρας αυτοαναδίφησης ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή που δεν πρέπει επ’ ουδενί να ταυτιστεί με τον καταξιωμένο λογοτέχνη και Ομότιμο Καθηγητή Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που γεννήθηκε στην “καρυωτακική” Πρέβεζα του 1951.
Σπονδυλωτό υβριδικό μυθιστόρημα, με εμβόλιμες επιστολές, καταγραφές σχεδόν ημερολογιακού τύπου, έντονη δραματικότητα, μα πάνω απ’ όλα “θέατρο εν θεάτρω”, έστω κι αν η “σκηνή” είναι ένα πεδίο ιριδισμού ιδεών και “κινημάτων” τη ψυχής, για να θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό, που ο δικός του “Πόρφυρας” δανείζει στο τελευταίο κεφάλαιο τον τίτλο του “Άστραψε φως” (σσ. 187 κ.ε.).
Δωδεκάπτυχος ο σπαραγμός ανάμεσα στην ποίηση και στη πραγματιστική θεώρηση του κόσμου ως υλιστικό, μηχανιστικό αμάλγαμα, όπου “τα καλά και συμφέροντα” συνάδουν και δεν συνάσουν με τους φευγάτους αλαφροΐσκιωτους ποιητές.
Από τα δώδεκα κεφάλαια τα πέντε εμπεριέχουν επιστολές, επινοημένες φυσικά, διαφόρων εποχών και τύπων. Η διαχείριση του Χρόνου είναι κάπου μεταξύ μοντέρνου και μεταμοντέρνου. Η λεγόμενη “μετανεωτερικότητα” είναι πανταχού παρούσα σε αυτό το πεποιημένο ευτόπημα [συγχωρέστε μου τον νεολογισμό].
Όλα είναι δομημένα κι αποδομημένα ταυτόχρονα. Ένα “ich drama” (“δράμα του εγώ”) εκτυλίσσεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας μέχρι τη μεγάλη την αριστοτεχνική ανατροπή του τέλους, που προσιδιάζει περισσότερα σε παραδοσιακές αφηγηματικές τεχνικές διηγήματος.
Τα λαογραφικά ενδιαφέροντα του δεινού μελετητή φαίνονται στην απολύτως “φυσική” ιδιόλεκτο που παραθέτει με αληθοφανή τρόπο, τόσο των παλαιών κατοίκων της Ηπείρου όσο και των πρώτης και δεύτερης γενιάς Ελλήνων μεταναστών στην ανατολική ακτή της Αμερικής.
Αυτή η ιδιαίτερη έγνοια για την γλώσσα και η λογοτεχνική αξιοποίηση λαογραφικών στοιχείων δίνουν ένα επιστημονικό υπόβαθρο στο όλον εγχείρημα.
Το “Σημειωματάριο” από τη σελίδα 197 έως τη σελίδα 210 λειτουργεί με παιδαγωγικό τρόπο, σαν κιβωτός λέξεων, ονομάτων και ιδιωματικών φράσεων.
Ευθεία και τίμια παραπομπή στα κείμενα που τον ενέπνευσαν και τον πλαισίωσαν σε αυτό το ταξίδι είναι το επίμετρο με τίτλο “Το μυθιστόρημα συνομιλεί με τους:” που αρχίζει στη σελίδα 211 και τελειώνει στη σελίδα 214. Κι επειδή έχει γίνει πολύς λόγος εσχάτως αλλά όχι και “τελευταία” για το ακανθώδες πρόβλημα της Λογοκλοπής στον τόπο μας κι αλλού, εδώ επιχειρείται (στο συνειδητό ή στο υποσυνείδητο μέρος του ακαδημαϊκού Δασκάλου) η απόλυτη διαύγεια, η τέλεια διαπερατότητα του κρυστάλλου της ποιητικής του.
Δεν είναι τυχαίο το όνομα “Κρυστάλλης” που έρχεται και επανέρχεται σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορες εποχές, όσο κι αν διασταυρώνεται με το χριστιανικό ομόηχό του (ως συντόμευση).
Βαγγέλης Αυδίκος
Το Φως, ο ορφικός Έρως, η Αλήθεια και η Χαρά, είναι – ως φαίνεται συνώνυμα – σε αυτό το συμπιληματικό αφήγημα, πέτρωμα με πολλές γεωλογικές στρώσεις, πολιτισμικό αποθησαύρισμα όλων όσων θα έπρεπε να ήταν η σύγχρονη νεοελληνική Λογοτεχνία, αν δεν ήταν προχείρως και βιαίως μεταφρασμένη από άλλες γλώσσες, αν δεν ήταν – εν πολλοίς, ή σπανίως – μια φτηνή, φτωχή, φτενή απόπειρα εισαγωγής ληγμένων πρωτοποριών εκ της Εσπερίας, επιβεβαιώνοντας διαρκώς την πολιτισμική και γλωσσική μας υποτέλεια. Αν μη τι άλλο, το αριστοτεχνικό αυτό μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου περιποιεί τιμήν εις την ελληνική γλώσσαν, συνεχίζει την λαϊκή μας παράδοση, πιάνει το κομμένο νήμα της Αριάδνης και το ξαναβάζει στα χέρια του Θησέα, μπας και μπορέσουμε κάποτε να βγούμε από τον λαβύρινθο του Πύργου της Βαβέλ, όπου η βεβιασμένη πολυγλωσσία μας, η λαιμαργία για Γνώση και ο πολιτισμικός αριβισμός μάς έχει ενοφθαλμίσει σε ένα Δέντρο της Ζωής μαραζιασμένο προ πολλού.
Προτείνω το βιβλίο αυτό του Ευάγγελου Αυδίκου για κάθε βραβείο που τιμάει το όνομά του σε κάθε μέλος Επιτροπής που σέβεται τον εαυτό του, για τρεις λόγους: πρώτον για την ιδιόλεκτο και τις διαφορετικές ντοπιολαλιές που ενσωματώνει, δεύτερον για την υποδειγματική δομή του και τρίτον για την υβριδική δραματικότητά του.
Έκδηλη ποιητικότητα σε πρόζα δραματικώς μονολογική, πολυφωνικό συνθετικό επίτευγμα, αρχετυπική ανάγκη αυτογνωσίας του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, χωρίς να ξεπέφτει μήτε στιγμή σε εύκολους ψυχολογισμούς και πεπατημένες, ανιαρές αυτοψυχαναλύσεις.
Μα πάνω απ’ όλα, η πρωτοτυπία, η τόλμη στη διαχείριση ενός δυσχερούς, μη αβανταδόρικου θέματος και η αληθοφανής “φυσικότητα” του ρέοντος λόγου, που αν και μυθοπλασμένος δημιουργεί την αίσθηση προφορικότητας αβίαστης και αξιοθαύμαστης.
* O Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός (www.konstantinosbouras.gr) – Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ