Σελίδες

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Ευάγγελος Αυδίκος, Θα ’ρθει μια μέρα…, ΕΦΣΥΝ, 25 Μαϊου 2021

 

Αλεποχώρι. Γεράνεια. Μαύρες κουμπότρυπες στον πολιτισμό που θρέφεται από τα ένστικτα του Νέρωνα. Μόνο που αυτός ηδονιζόταν από τη φωτιά, νόμιζε πως θα του δώσει την έμπνευση να γράψει το μεγάλο έργο. Οι σύγχρονοι Νέρωνες δεν έχουν τέτοιες φιλοδοξίες. Ηδονίζονται μόνο από το καμένο. Είναι λάτρεις της καταστροφής, για να γεμίσουν τα ταμεία τους με χρήματα.

Αυτή την εκδοχή μού την είπε ένα καμένο δέντρο. Η φωτιά ήταν πρόσφατη. Παντού αποκαΐδια. Τούβλα καπνισμένα, κομμάτια από πορτοπαράθυρα που συνέχιζαν να αχνίζουν, το ένα πόδι ενός τραπεζιού και οι πλαστικές καρέκλες που είχαν σουρώσει από τη φωτιά. Θάμνοι που είχαν γίνει στάχτη, πουρνάρια που κάηκαν ολόρθα. Είχαν μείνει μόνο ξερόκλαδα, ανοιχτά στόματα δέντρων, που μαρτυρούσαν την επιθανάτια αγωνία τους.

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη…, σταμάτησα τρομοκρατημένος αμέσως τους στίχους. Ανοσιούργημα, σκέφτηκα, η σύγκριση ανάμεσα στην εθνική καταστροφή των Ψαρών και την ολόμαυρη πλαγιά, στην οποία επέπεσαν οι Αγαρηνοί του συμφέροντος.

Μην κακίζεις τον εαυτό σου. Αιφνιδιάστηκα. Εκανα μια αργή περιστροφή στον άξονά μου. Να εντοπίσω την προέλευση της φωνής. Ενα απέραντο δενδρονεκροταφείο όλη η πλαγιά. Θυμάμαι τα παλιά. Που ερχόμασταν εκδρομή, οι αχτίδες του ήλιου δεν κατάφερναν να περάσουν μέσα από το πυκνό φύλλωμα. Θυμάμαι τα τζιτζίκια που δεν έβαζαν γλώσσα μέσα τους, θυμάμαι και τα σπουργίτια με το κελάηδημα και την ευτυχία τους. Τα πουλιά δεν χρειάζονται πολλά για να είναι χαρούμενα. Ευτυχισμένα.

Εχουν αντίρρηση οι άνθρωποι, πάλι η ίδια φωνή. Μπροστά μου προσγειώνεται το πτώμα ενός κουκουναριού. Σηκώνω τα μάτια μου ξαφνιασμένος. Απέναντι έστεκε το κουφάρι ενός δέντρου. Είχε μείνει ο κορμός, ένα όρθιο κάρβουνο. Ξεψυχάω, η φωνή συνέχισε. Υπόκωφη, ασθμαίνουσα. Με διακοπές, οι συλλαβές σέρνονταν. Πληρωμένο συμβόλαιο, πώς το λέτε εσείς οι άνθρωποι. Ολο φιγούρα είστε και μελιστάλαχτες κουβέντες. Λέξεις κούφιες. Σας αρέσουν τα μοιρολόγια. Ξέρεις τι γίνεται στις κηδείες; Ολοι θρηνούν τον πεθαμένο. Φεύγοντας από την ταφή, ήδη τον έχουν διαγράψει από τις ατζέντες τους.

Απομακρύνθηκα από το δέντρο περιπλανώμενος στην ολόμαυρη πλαγιά. Κάθε χρόνο καμένα δάση. Κάθε χρόνο πολλά Ψαρά. Αφησα τα μπατζάκια μου να σέρνονται πάνω στην τέφρα των δέντρων. Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.

Ανάμεσα στα καμένα δέντρα περπατούσε η σκιά του Αργύρη Χιόνη. Η φωνή του συγκρατημένος λυγμός. Απήγγειλε αργά, κομπιαστά τα λόγια που έγραψε. Κι ακουγόταν προφητικός. Τα λόγια του ταίριαζαν με την καμένη πλαγιά, τα δέντρα που ψυχορραγούσαν. Τον πολιτισμό μας που δοκιμάζεται κάθε καλοκαίρι στο δημοπρατήριο των δασών.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου