Το ιστολόγιο αποσκοπεί στην επικοινωνία με επιστήμονες(λαογράφους, ανθρωπολόγους, εθνολόγους, ιστορικούς, κοινωνιολόγους, φιλόλογους, κ.λπ)αλλά και σε όλους όσους αγαπούν το λαϊκό πολιτισμό, τη λογοτεχνία, ανησυχούν για την εκπαίδευση και την κοινωνία και αναζητούν μέσο έκφρασης. Είναι μια σκηνή για ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων. Ακόμη,το ιστολόγιο περιλαμβάνει στήλη(blogaρίσματα) για τη διατύπωση απόψεων σε τρέχοντα ζητήματα.
Σελίδες
Κυριακή 30 Μαΐου 2021
Παρασκευή 28 Μαΐου 2021
Συνυπάρχοντας και δημιουργώντας με τον θάνατο Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος // *, https://www.fractalart.gr/i-krini-tis-odynis/
Γιάννης Παπακώστας, “Η κρήνη της οδύνης. Το πένθος, ο πόνος, η θλίψη ως πηγή λογοτεχνικής δημιουργίας”. Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2020, σελ. 193
Ο Παπακώστας έχει μια μακρόχρονη και προβεβλημένη παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Παράλληλα με τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα αναδείχθηκε σε εξέχοντα ερευνητή αρχειακού υλικού, το οποίο σχολίασε αλλά και δημοσίευσε. Το πρόσφατο βιβλίο του εντάσσεται σε μια άλλη ενότητα, στην οποία εστιάζει σε λογοτεχνικά κείμενα με βάση έναν θεματικό άξονα. Το προηγούμενο (Πού μας πάει αυτό το αίμα;) μελετάει με διεξοδικό τρόπο την αυτοδικία αντλώντας παραδείγματα από την ελληνική πεζογραφία.
Άξονας του παρόντος βιβλίου είναι ο θάνατος και το πένθος, ο πόνος και η θλίψη ως πηγή ποιητικής δημιουργίας. Δεν είναι καινοφανές το θέμα, μιας και έχει απασχολήσει τους δημιουργούς από τους απώτατους χρόνους. Ωστόσο, το έργο του Φρόιντ άνοιξε τον δρόμο για τη ψυχιατρική διερεύνηση του πένθους, ενώ ο Προυστ με το έργο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» έθεσε το πλαίσιο για το πώς η απώλεια μπορεί να αποτελέσει τον συνεκτικό ιστό μιας λογοτεχνικής αφήγησης.
Ο Παπακώστας εστιάζει σ’ ένα θέμα που έχει απασχολήσει την ποιητική δημιουργία, ο ίδιος δε κατά καιρούς έχει διερευνήσει διαστάσεις αυτής της σχέσης σε επιμέρους ποιητικές συλλογές. Το κριτήριο για την επιλογή των ποιητών και ποιητριών στον τόμο είναι η βιωματική σχέση με τον θάνατο και τον πόνο, καθώς και το πένθος ως μέρος μιας διαβατήριας τελετής που τους τροχοδρομεί σε ψυχοσυναισθηματικές διαδρομές, ανεξάρτητα αν όλα αυτά προκλήθηκαν από την απώλειά ή από την είσοδο σε μια διαδικασία αναμέτρησης με τον κρυφό κυνηγό (Μαρκόπουλος).
Ο μελετητής επιλέγει εννιά ποιήτριες και ποιητές, με των οποίων το έργο έχει προγενέστερη οικειότητα (Δημουλά, Μπουκάλας, Σιδηρά, Κ. Παπαγεωργίου, Γ. Μαρκόπουλος, Κυρτζάκη, Βαγενάς, Μαφρέδας, Πούλιος, Βαρβέρης). Όλοι οι ποιητές στέκουν απέναντι στον θάνατο, ή δίπλα του. Τον κοιτάζουν κατάματα, βιώνουν την αίσθηση του αναπότρεπτου, στοχάζονται για τη σχέση ζωής και θανάτου, αναστοχάζονται για τη σχέση, μνήμης και χρόνου, δημιουργούν μια νέα ενότητα ζώντων και τεθνεώτων που μπορεί να απαλύνει τον πόνο, δανείζονται μορφές και μοτίβα από τη λόγια ή τη λαϊκή παράδοση, τα οποία διαχειρίζονται ως μέσο διατύπωσης ενός προσωπικού λόγου, ο οποίος έχει εμφανή τα ίχνη της σχέσης με την ποίηση του παρελθόντος ή τον υπερβαίνει προκειμένου να υπογραμμίσει το παράλογο της προσδοκίας για την έκφραση σχέσεων και συναισθημάτων που όριζαν τον δεσμό με τον απόντα/ ούσα.
Οι ιστοί που συνδέουν τους ποιητές/τριες δεν βρίσκονται απαραιτήτως σε αλληλόδραση ανάμεσά τους. Η σχέση τους με το πένθος ποικίλει. Κοινός παρανομαστής είναι το βίωμα είτε της απώλειας είτε της εμπειρίας ενώπιον ενός άδηλου μέλλοντος. Κι αυτό γίνεται αφορμή για έναν εσωτερικό διάλογο, για συνειδητοποίηση τη φθαρτότητας του ανθρώπου. Εκείνο το ταξίδι κάποτε θα φτάσει, γράφει ο Μαφρέδας. Κι αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις να υποκλιθεί στον αυτουργό της φθαρτότητας, να συμβιβαστεί με το αναπότρεπτο αναζητώντας την προσωπική και ποιητική του ισορροπία αλλαχού.
Αυτό που διατρέχει τα ποιητικά σώματα είναι η μνήμη του βιώματος. Υποτείνουσα του τριγώνου της Σιδηρά είναι η άθλια στιγμή της απώλειας. Με δεδομένο ότι το μετά, η πλευρά του τριγώνου που αφορά τη μεταφυσική ύπαρξη, είναι γι’ αυτήν άγνωστο, η μνήμη η δική της γίνεται τρόπος ζωής του απόντος μέσα από τη δική της ύπαρξη. «Μέσα εδώ την ψυχή κάποιου νεκρού αναπνέω», γράφει κι αυτό είναι μια μορφή αντίστασης στη λήθη του απόντος αλλά και μια αφορμή να μεταπλαστεί σε ιαματική ποίηση. Γνωρίζει πως η ποίηση ως υποκατάστατο του απόντος συνιστά ψευδαίσθηση. Ωστόσο, δεν έχει άλλον τρόπο να παρατείνει την παρουσία του πριν στο παρόν της δικής της ζωής. Άλλοι πολιορκούνται από τη μοναξιά (Πούλιος), η ζωή γίνεται διαρκής πρόβα θανάτου (Μαρκόπουλος) ωσότου έρθει η τελική αναμέτρηση με τον απεσταλμένο του, τον Χάροντα, μια αποδοχή αυτής της τραγικότητας της ίδιας της ζωής, μια στάση ζωής οικεία στη λαϊκή κοσμολογία (Βαγενάς).
Η μνήμη λοιπόν είναι διάχυτη και ίσως είναι ο βασικός συνεκτικός ιστός των ποιητών/ τριών στη μελέτη. Όλοι/ ες χρησιμοποιούν την απώλεια ως αφορμή ποιητικοποίησης του βιώματος και της εμπειρίας. Για τη Δημουλά η διαδικασία αυτή την οδηγεί στη διαμόρφωση ενός κόσμου, στα όρια του οποίου ο θάνατος καταργείται. Έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι ο θάνατος είναι αμετάκλητος, όσο κι αν ο ανθρώπινος νους ανθίσταται στην παραδοχή δημιουργώντας διάφορα υποκατάστατα. Η ποίηση της προσφέρει τη δυνατότητα, από τη μια μεριά, να αναγνωρίζει το αμετάκλητο (Χαίρε Ποτέ) αλλά, και από την άλλη, να προφέρει φράσεις αιώνιας αγάπης (Πίστεψέ με θα σ’ αγαπώ).
Στην ίδια περίπου κατεύθυνση κινείται και ο Μπουκάλας. Αδυνατεί να αποδεχτεί το τραγικό της απώλειας, ενώ παράλληλα δημιουργεί, επηρεασμένος από το δημοτικό τραγούδι, μια δεύτερη ζωή, τον κόσμο των νεκρών. Όμως, σ’ αντίθεση με τη Σιδηρά που ζει για να κουβαλάει τη δική της απώλεια, ο Μπουκάλας αισθάνεται ενοχή (Κι εγώ να ζω και ν’ απορώ πώς και βαστάω ακόμα). Αισθάνεται επώδυνα ακρωτηριασμένος κι αυτή η διαπίστωση τον φέρει κοντά στην αντίληψη της Δημουλά, μόλο που οι επιρροές τους είναι διαφορετικές. «Λείπεις- κι όλος ο κόσμος λείπει» , γράφει ο Μπουκάλας. Αυτή η διαπίστωση τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι είναι ένας ακρωτηριασμένος άνθρωπος, χωρίς τον αγαπημένο του νεκρό (Πώς γίνεται λοιπόν με το ’να χείλι να μιλήσεις. Πώς γίνεται λοιπόν με το’ να χείλι να φιλήσεις». Αυτό το αίσθημα της προσωπικής ατέλειας, του ακρωτηριασμού βιώνει και η Δημουλά (Όλα δεν μπορώ να τα σηκώσω μ’ ένα χέρι. Το άλλο μου το κράτησες εσύ για ενθύμιο).
Η μνήμη είναι παρούσα στην απώλεια. Με διάφορες μορφές. «Σε κινούμενη μνήμη βουλιάζω», διαπιστώνει ο Παπαγεωργίου. Το πένθος γι’ αυτόν γίνεται σπουδή θανάτου. Δεν τον ενδιαφέρει να απαλλαγεί απ’ αυτό, έμαθε, αποφάσισε να ζει με το μαύρο του θανάτου. Δεν αντιμετωπίζει τον θάνατο και τη θλίψη εξ αυτού ως αδιέξοδο (Κυρτζάκη). Συμβιβάζεται μαζί του, το πένθος γίνεται τρόπος ζωής και ποιητικής μετάπλασης. Συνυπάρχει μ’ αυτόν, δεν γίνεται αφορμή για την εκφορά λόγου περί υπαρξιακής αγωνίας.
Ο Παπακώστας καταθέτει μια μελέτη που συνεισφέρει στη διερεύνηση ενός θέματος που διαχρονικά θέτει πολυποίκιλα ζητήματα: πολιτισμικά, μεταφυσικά, ποιητικής έμπνευσης και μετάπλασης.
* Ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας/ πεζογράφος
Τετάρτη 26 Μαΐου 2021
Τρίτη 25 Μαΐου 2021
Ευάγγελος Αυδίκος, Θα ’ρθει μια μέρα…, ΕΦΣΥΝ, 25 Μαϊου 2021
Αλεποχώρι. Γεράνεια. Μαύρες κουμπότρυπες στον πολιτισμό που
θρέφεται από τα ένστικτα του Νέρωνα. Μόνο που αυτός ηδονιζόταν από τη φωτιά,
νόμιζε πως θα του δώσει την έμπνευση να γράψει το μεγάλο έργο. Οι σύγχρονοι
Νέρωνες δεν έχουν τέτοιες φιλοδοξίες. Ηδονίζονται μόνο από το καμένο. Είναι
λάτρεις της καταστροφής, για να γεμίσουν τα ταμεία τους με χρήματα.
Αυτή την εκδοχή μού την είπε ένα καμένο δέντρο. Η φωτιά ήταν
πρόσφατη. Παντού αποκαΐδια. Τούβλα καπνισμένα, κομμάτια από πορτοπαράθυρα που
συνέχιζαν να αχνίζουν, το ένα πόδι ενός τραπεζιού και οι πλαστικές καρέκλες που
είχαν σουρώσει από τη φωτιά. Θάμνοι που είχαν γίνει στάχτη, πουρνάρια που
κάηκαν ολόρθα. Είχαν μείνει μόνο ξερόκλαδα, ανοιχτά στόματα δέντρων, που
μαρτυρούσαν την επιθανάτια αγωνία τους.
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη…, σταμάτησα τρομοκρατημένος
αμέσως τους στίχους. Ανοσιούργημα, σκέφτηκα, η σύγκριση ανάμεσα στην εθνική
καταστροφή των Ψαρών και την ολόμαυρη πλαγιά, στην οποία επέπεσαν οι Αγαρηνοί
του συμφέροντος.
Μην κακίζεις τον εαυτό σου. Αιφνιδιάστηκα. Εκανα μια αργή
περιστροφή στον άξονά μου. Να εντοπίσω την προέλευση της φωνής. Ενα απέραντο
δενδρονεκροταφείο όλη η πλαγιά. Θυμάμαι τα παλιά. Που ερχόμασταν εκδρομή, οι
αχτίδες του ήλιου δεν κατάφερναν να περάσουν μέσα από το πυκνό φύλλωμα. Θυμάμαι
τα τζιτζίκια που δεν έβαζαν γλώσσα μέσα τους, θυμάμαι και τα σπουργίτια με το
κελάηδημα και την ευτυχία τους. Τα πουλιά δεν χρειάζονται πολλά για να είναι
χαρούμενα. Ευτυχισμένα.
Εχουν αντίρρηση οι άνθρωποι, πάλι η ίδια φωνή. Μπροστά μου
προσγειώνεται το πτώμα ενός κουκουναριού. Σηκώνω τα μάτια μου ξαφνιασμένος.
Απέναντι έστεκε το κουφάρι ενός δέντρου. Είχε μείνει ο κορμός, ένα όρθιο
κάρβουνο. Ξεψυχάω, η φωνή συνέχισε. Υπόκωφη, ασθμαίνουσα. Με διακοπές, οι
συλλαβές σέρνονταν. Πληρωμένο συμβόλαιο, πώς το λέτε εσείς οι άνθρωποι. Ολο
φιγούρα είστε και μελιστάλαχτες κουβέντες. Λέξεις κούφιες. Σας αρέσουν τα
μοιρολόγια. Ξέρεις τι γίνεται στις κηδείες; Ολοι θρηνούν τον πεθαμένο.
Φεύγοντας από την ταφή, ήδη τον έχουν διαγράψει από τις ατζέντες τους.
Απομακρύνθηκα από το δέντρο περιπλανώμενος στην ολόμαυρη
πλαγιά. Κάθε χρόνο καμένα δάση. Κάθε χρόνο πολλά Ψαρά. Αφησα τα μπατζάκια μου
να σέρνονται πάνω στην τέφρα των δέντρων. Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα
μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο,
θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν.
Ανάμεσα στα καμένα δέντρα περπατούσε η σκιά του Αργύρη
Χιόνη. Η φωνή του συγκρατημένος λυγμός. Απήγγειλε αργά, κομπιαστά τα λόγια που
έγραψε. Κι ακουγόταν προφητικός. Τα λόγια του ταίριαζαν με την καμένη πλαγιά,
τα δέντρα που ψυχορραγούσαν. Τον πολιτισμό μας που δοκιμάζεται κάθε καλοκαίρι
στο δημοπρατήριο των δασών.