Τώρα με ένα ούρλιασμα
γίνομαι παγκόσμιος.
Αυτό μεινέσκει πανανθρώπινο.
Ν. Καρούζος
Δεν αλλάζουμε στέκι όταν κατεβαίνει ο
φίλος Γιώργος στα Χανιά. Στο ίδιο σημείο, να βλέπουμε το λιμάνι μέσα από ένα
στενό κάδρο για να αυξάνεται η ένταση και να μεγαλώνουν, να ανοίγουν οι καρδιές
μας. Μα τούτη τη φορά έχουν αλλάξει τα πράγματα. Βλέπαμε και δεν βλέπαμε την
ομορφιά μπροστά μας. Ο νους ταξίδευε αλλού και τα μύχια και τα βαθιά
αναδεύονταν ταραγμένα.
Το μάτι έπεσε σε ένα παλιόχαρτο, που ο
άνεμος το κατέβαζε από το σοκάκι και αυτό μετεωριζόμενο πέρα-δώθε έπεσε τελικά
στο λιμάνι και χάθηκε. Θυμήθηκα πριν από πολλά χρόνια, στο χωριό, στην ορεινή
Αρκαδία, μια Κυριακή πρωί στο καφενείο πίνοντας καφέ με τον μπαρμπα-Κώστα, την
ίδια ακριβώς σκηνή. Ενα κουρελόχαρτο το κατέβαζε στον δρόμο ο αέρας και χάθηκε
μέσα στα στενά. Ο μπαρμπα-Κώστας παρατηρώντας το μου λέει: «Εμείς είμαστε».
Εγώ, νεαρός φοιτητής τότε, παραξενεύτηκα.
«Ετσι είναι η ζωή κάθε ανθρώπου»,
συνέχισε. «Ετσι είναι ο άνθρωπος, παιδί μου. Δεν ξέρουμε πώς, πού, πότε και
κυρίως γιατί βρισκόμαστε πεταμένοι σε αυτόν τον κόσμο. Από το τίποτα στο
τίποτα. Και ένα μικρό ενδιάμεσο. Αυτό είναι όλο κι όλο». Ο μπαρμπα-Κώστας,
ορεσίβιος αγράμματος, εμπειρικά έθεσε τα μεγάλα, εναγώνια και αναπάντητα
οντολογικά ερωτήματα.
Τον θυμήθηκα με τον φίλο τον Γιώργη βλέποντας
την ίδια ακριβώς σκηνή. Μα τούτη τη φορά, μέσα στην εφιαλτική, την ανείπωτη
απώλεια που έτυχε στον φίλο μου, μίλησαν οι σιωπές. Η μαραθόπιτα δεν μπορούσε
να υψωθεί από το «ευτελές στο πολύτιμο» και η τσικουδιά παρέμενε στο τραπέζι
«ήσυχη». Αλλά μήπως το «μη είναι» είναι αυτό που κάνει το πράγμα «να είναι»;
σκέφτηκα. Μήπως η ουσία τελικά βρίσκεται στο ελλείπον; Ο,τι φέρεις δεν
πεθαίνει. Μόνο που κάθε στιγμή βγαίνουν στην επιφάνεια τα οδυνηρά και τα
οδυνώμενα. Η απουσία είναι το θηκάρι της παρουσίας, μας λέει ο ποιητής.
Κάθε φορά που βρισκόμαστε με τον φίλο
μου, γινόμαστε ρευστοί, σαν δυο ρυάκια καθάρια, που ενώνονται στο τέλος. Τούτη
τη φορά όμως τα ρυάκια ήταν κατεβασμένα και το νερό θολό. Μια σπουδή στην
απώλεια ήταν η συνάντηση και μια σπονδή στο φθαρτό.
Η Μώρφια, φίλε, ζει γιατί ζει στη μνήμη
μας. «Ο θάνατος άλλωστε διαρκεί όσο και η ζωή». Λέει ένα ριζίτικο στην Κρήτη:
«Κάλεσμα κάνει ο Κωνσταντής το γάμο του να κάνει./ Eννιά μέρες εζύμωνε κι εννιά
μέρες εκάλιε/ στο ύστερό του κάλεσμα απάντηξε ο χάρος. /Αγάλι αγάλι Κωνσταντή
και μη βαροξοδιάζεις/ γιατί έχουμε λογαριασμό...». Με άλλα λόγια: το αλλόκοσμο
δεν είναι τελειωτικά διαχωρισμένο από το υπαρκτό. Χρειαζόμαστε μια φιλικότητα
με το φθαρτό και μια απόρριψη της ψευδαίσθησης της παντοδυναμίας.
Σε στιγμές υψίστου κινδύνου πάντα θα
ανακράζουμε βοήθεια, πού αλλού; Μα στις πηγές μας με τα γάργαρα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου