«Επιτέλους». Είναι η φράση που γράφτηκε και ακούστηκε
ποικιλοτρόπως το Μεγαλοβδόμαδο. Φάνηκε στη μαζική έξοδο από τις πόλεις προς τα
χωριά. Αποτυπώθηκε στη λαχτάρα που ξανάσμιξαν οι οικογένειες. Που ξανάδαν οι
παππούδες και οι γιαγιάδες τα εγγόνια τους. Που ανασυγκροτήθηκαν επί του
γενέθλιου εδάφους οι ευρύτερες οικογένειες. Που στήθηκαν σούβλες για τα
αρνοκάτσικα και τα κοκορέτσια σε αυλές και δημοσιές από συγγενείς και γείτονες.
Που ακούστηκαν ήχοι κλαρίνου και βιολιού. Που ίδρωσαν οι καρποί των χεριών από
τον τσάμικο. Που τσούγκρισαν αυγά.
Το Μεγαλοβδόμαδο, ιδίως από τη Μεγάλη Πέμπτη και μετά, οι
εκκλησιές γέμισαν. Με αποκορύφωση στην περιφορά των επιταφίων. Οι καφετέριες
και οι καφενέδες των πόλεων, των κεφαλοχωριών αλλά και των χωριών της
περιφέρειας ασφυκτιούσαν από νιότη και διάθεση για να ξεχάσουν όσα βίωσαν.
Σπίτια κλεισμένα ξαραχνιάστηκαν, ύστερα από μήνες και χρόνια ακούστηκαν
παιδικές φωνές, επιφωνήματα για το αντάμωμα που καθυστερούσε.
Στα μάτια των περισσότερων υπήρχε η χαρά του αλυσοδεμένου,
του εγκλεισμένου. Σαν τα πουλιά που όταν ανοίγει το κλουβί στέκουν αμήχανα
μπρος στην ανοιχτή πόρτα. Και μετά το διστακτικό, μουδιασμένο πέταγμα, αρχίζουν
να φτερουγίζουν ανυπόμονα προς τα εκεί που θα συναντήσουν το ταίρι. Την ομάδα.
Αυτό έγινε το Μεγαλοβδόμαδο. Που οργανώθηκε το φτερούγισμα των ανθρώπων προς
την ομάδα τους. Είτε την οικογένεια, πυρηνική και διευρυμένη, είτε το χωριό ή
την πόλη. Αφετηρία αυτού του φτερουγίσματος, η ανάγκη για τη συλλογικότητα.
Γιατί ο άνθρωπος είναι πρωτίστως κοινωνικό ον. Υπάρχει μέσα από τη συνύπαρξή
του με τους συνανθρώπους του, συγγενείς, φίλους και γνωστούς.
Αφορμή για την επιστροφή σε τέτοιες συναντήσεις ήταν η
περιφορά των επιταφίων και η Ανάσταση. Ευκαιρίες για όλες/ους να σταθούν κοντά.
Να ακουστούν οι ανάσες. Να γίνει η ανταλλαγή ευχών. Να εκφραστεί η ικανοποίηση
που στέκουν δίπλα δίπλα. Ακόμη και με τη μάσκα που υπενθύμιζε ό,τι προηγήθηκε.
Ακόμη και με την τήρηση των αποστάσεων.
Αυτή η ατμόσφαιρα έγινε πιο έντονη στην Ανάσταση. Που έχει
αφεαυτής θριαμβικό και εξωστρεφή χαρακτήρα. Οι λαμπάδες ένωναν τις συντροφιές
στις αυλές των εκκλησιών. Τους χώριζαν όμως οι μάσκες. Ο χαιρετισμός με τις
σφιγμένες γροθιές.
Τους ένωνε η επιθυμία να ξαναβρεθούν δίπλα δίπλα. Να
συνεορτάσουν. Ελαμπαν τα μάτια τους από το αίσθημα της συνύπαρξης που είχε
απολεσθεί με τους μακροχρόνιους περιορισμούς των κοινωνικών συναθροίσεων.
Ωστόσο, η βούληση για το βήμα προς την πλήρη βίωση της συλλογικότητας
μετεωριζόταν από την καχυποψία. Από τον φόβο που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους για
όσα δεινά δοκίμαζαν τις αντοχές τους.
Και όταν άρχισαν οι χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες, το αίσθημα
της Ανάστασης έγινε αμήχανο. Ισως γιατί ο φόβος σκάβει τον λάκκο της
κοινωνικότητάς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου