Σελίδες

Τρίτη 10 Μαΐου 2022

Ε.Αυδίκος, «Ο κήπος των ψυχών» του Βασίλη Τσιαμπούση (κριτική) 9 Μαΐου 2022 https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/15527-o-kipos-ton-psyxon-tou-vasili-tsiampoysi

 


 15


Για τη νουβέλα του Βασίλη Τσιαμπούση «Ο κήπος των ψυχών» (εκδ. Εστία).

Του Ευάγγελου Αυδίκου

Υπάρχουν πολλές επιστημονικές μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο Σαυτή την κατεύθυνση είναι καθοριστική η συνδρομή της Προφορικής Ιστορίας, που γιγαντώθηκε ως πεδίο έρευνας, κινούμενη στη οριογραμμή ανάμεσα στην Ιστορία και τις ανθρωπο-εθνολο-λαογραφικές σπουδές.

Η λογοτεχνία πολύ γρήγορα την αξιοποίησε εισάγοντας την υποκειμενικότητα και καταγράφοντας βιωματικές ιστορίες των πρωταγωνιστών, τις οποίες χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη στη μυθοπλασία. Το ερώτημα που τίθεται εν γένει στη μυθοπλασία των ιστορικών συμβάντων είναι η σχέση ιστορίας και μυθοπλασίας. Είναι ένα θέμα που απασχόλησε τον Κορτάσαρ στα «Μαθήματα Λογοτεχνίας» (Opera 2021). Ανησυχούσε για τη σχέση του ιστορικού υλικού με τη λογοτεχνία, μιας και η υπερχείλιση του λογοτεχνικού δημιουργήματος από τα ιστορικά συμβάντα μπορεί να απομειώσει τη «θερμοκρασία του δραματικού περιεχομένου». Με άλλα, να αποβεί σε βάρος της μυθοπλαστικής διαδικασίας.

Η νουβέλα του Βασίλη Τσιαμπούση αρδεύει από την τοπική ιστορία της Δράμας (Βουλγαρική Κατοχή, Εμφύλιος, Εβραίοι, εξορίες). Ωστόσο, σε σχέση με προηγούμενα έργα του, παρατηρείται καταβύθιση σε γεγονότα που θέτουν σε αμφισβήτηση διαμορφωμένες αντιλήψεις της ιστοριογραφίας, χωρίς όμως να υπονομεύει τον βασικό πυρήνα του ιστορικού περιβάλλοντος.

Φαίνεται ότι ο συγγραφέας τελεί σε μια διαρκή συνομιλία με την τοπική ιστορία, σε μια προσπάθεια να μην πλήξει την αξιοπιστία του μυθοπλαστικού του εγχειρήματος.

Φαίνεται ότι ο συγγραφέας τελεί σε μια διαρκή συνομιλία με την τοπική ιστορία, σε μια προσπάθεια να μην πλήξει την αξιοπιστία του μυθοπλαστικού του εγχειρήματος. Το επιτυγχάνει διαμορφώνοντας τη λογοτεχνική του ρημνίδα, καταντιστοιχία του πολύ στενού και επιμήκους χώρου (ρημνίδας) ανάμεσα στο πατρικό σπίτι του αφηγητή του και ενός γειτονικού. Εκεί είχε ξεχαστεί η φωτογραφική μηχανή του πατέρα του. Εκεί εντοπίζει και ο Τσιαμπούσης τη δική του αφηγηματική ρημνίδα. Στο διάκενο. Έτσι ο συγγραφέας αξιοποιεί την τεχνική της φωτογραφίας φωτίζοντας τα πρόσωπα, όπως αναδύονται από τα αρνητικά των φίλμς ή από τα βιώματα του αφηγητή.

Όλο σχεδόν το βιβλίο οργανώνεται με άξονα την «Αγία Τριάδα», τους τρεις φίλους: τον αφηγητή, του οποίου ο φωτογράφος πατέρας εκτελέστηκε από τους Βουλγάρους, τον Κώστα, γιο καπνεργάτη κομμουνιστή, και τον Σάλμο/Σολομών, γιο Εβραίου υφασματέμπορου της Δράμας. Η αφήγηση παρακολουθεί την ενηλικίωση των τριών φίλων, τα εθνοτικά και πολιτισμικά στερεότυπα που διαμορφώνονται, όπως προκύπτει από τις επιλογές των οικογενειών.

Ο Τσιαμπούσης χρησιμοποιεί μιαν οικεία αφηγηματική τεχνική. Δημιουργεί ατμόσφαιρα προφορικής, χαλαρής εξιστόρησης των γεγονότων. Απουσιάζουν οι κορυφώσεις και οι αφηγηματικές δραματοποιήσεις και σαυτό συνδράμει και η τριτοπρόσωπη αφήγηση. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται, πρωτίστως, να αφηγηθεί μια ιστορία, χωρίς εξάρσεις. Βασική του έγνοια να αναφερθεί σαυτό το υπόστρωμα του πολιτισμικού κεφαλαίου που μπόρεσε να διατηρήσει αλώβητο τον πυρήνα του, παρά τις ιστορικές περιπέτειες.

Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται, πρωτίστως, να αφηγηθεί μια ιστορία, χωρίς εξάρσεις. Βασική του έγνοια να αναφερθεί σ’ αυτό το υπόστρωμα του πολιτισμικού κεφαλαίου που μπόρεσε να διατηρήσει αλώβητο τον πυρήνα του, παρά τις ιστορικές περιπέτειες.

Μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη σε περιόδους που εγείρονται τείχη και το μίσος οργανώνει τις συμπεριφορές; Ο Τσιαμπούσης δεν είναι αφελής. Γνωρίζει τη δύναμη των ιστορικών συγκυριών που στραγγίζουν τα αισθήματα και στραγγαλίζουν την ευαισθησία. Ξέρει πως τα πτώματα της ιστορίας αναδιφούν παλιές προκαταλήψεις ενισχύοντας νέες ταξινομήσεις.

Ο συγγραφέας, προφανώς, δεν είναι ιστορικός, για να συγκροτήσει γενεαλογίες συμβάντων. Λογοτεχνία γράφει. Η γραφίδα του δεν υπηρετεί τη δημιουργία σχημάτων. Χωρίς φραστικές εντάσεις, με ύφος ήρεμο, συμβατικά αποστασιοποιημένο, με γραμμική εξιστόρηση αφηγείται τα δικά του βιώματα αλλά και τη διαμεσολαβημένη πληροφόρηση.

Ενδιαφέρεται να μιλήσει για την ανάγκη της ιστορίας που εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε σχήματα αλλά και την υποχρέωση της λογοτεχνίας να μην παγιδευτεί σε στερεότυπα. Να αναζητήσει τον πόνο αλλά και την αντιφατικότητα. Και αυτό το ανιχνεύει στην προφορική ιστορία, στις μνήμες όσων βίωσαν τα γεγονότα , όχι στην επίσημη ιστοριογραφία που συνήθως αποφαίνεται με διαφορετικά εργαλεία.


Στη νουβέλα είναι παρούσα η ιστορική περίοδος ως υπόστρωμα, είτε με τη μορφή της παρουσίας των Εβραίων στην πόλη και την αποστολή τους στην Τρεμπλίνκα της Πολωνίας είτε με τη Βουλγαρική κατοχή, ή τον Εμφύλιο πόλεμο, τις παρακρατικές οργανώσεις, τις εξορίες και τη μεταπολεμική περίοδο. Στο λογοτέχνημα, ωστόσο, συμπεριλαμβάνεται ένα αχός των ιστορικών συμβάντων, τα οποία λειτουργούν ως πλαισίωση για την κατανόηση της συμπεριφοράς των πρωταγωνιστών, πρωτίστως της αντιφατικότητάς τους που δεν μπορεί να φωτιστεί με τη χρήση διπολικών ιστορικών σχημάτων.

Πώς αλλιώς μπορεί να κατανοηθεί η διαδρομή του φιλάργυρου πατέρα του αφηγητή, ο οποίος από συντηρητικός και ανεκτικός στη βουλγάρικη κατοχή επιδεικνύει έναν αλτρουισμό υποστηρίζοντας, μέσω της φωτογραφικής του τέχνης, τη δημιουργία πλαστών ταυτοτήτων για τους Εβραίους, γεγονός που το πληρώνει με τη ζωή του; «Ακόμη και οι δικοί μας άνθρωποι δεν είναι κατά βάθος όπως δείχνουν. Δεν είναι ούτε ευθύγραμμοι ούτε διάφανοι». Ο αφηγητής έχει απάντηση για όλες αυτές τις συμπεριφορές. της μάνας του που παρέκαμπτε την απαγόρευση του συζύγουατέρα για επικοινωνία με τον γιο του κομμουνιστή καπνεργάτη. Επεξεργάζεται κώδικες, οι οποίοι διαμορφώνουν τη ρημνίδα ανθρώπινης αλληλεγγύης, πέρα από τα γενικότερα συμβάντα.

Επεξεργάζεται κώδικες, οι οποίοι διαμορφώνουν τη ρημνίδα ανθρώπινης αλληλεγγύης, πέρα από τα γενικότερα συμβάντα.

Ο Τσιαμπούσης, λοιπόν, εντοπίζει τις αντιφατικότητες και τις παρεκκλίσεις από όσα γνωρίζουμε από τον ιστοριογραφικό κανόνα. Τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος, μέσα σε δυσχερείς καταστάσεις. εκείνες οι αναλαμπές τρυφερότητας, ακόμη κι αν προέρχονται από τη μεριά όσων συμπεριλαμβάνονται στα αρνητικά στερεότυπα της τοπικής αλλά και της εθνικής ιστορίας.

Ένα απ’ αυτά είναι η βουλγαρική κατοχή, που ταυτίζεται στην τοπική αυτοσυνειδησία με τις εκτεταμένες σφαγές αμάχων στους Τοξότες και αλλαχού. Ο συγγραφέας δεν αμφισβητεί ασφαλώς το ιστορικό γεγονός. Όμως, η απόσταση του χρόνου και η λογοτεχνική του ιδιότητα διευκολύνουν την εστίαση σε στιγμές τρυφερότητας και ανθρωπισμού, που λειτουργούν ως σπινθήρες μέσα στο κλίμα των συγκρουσιακών σχέσεων. Τέτοιος σπινθήρας ήταν η απόφαση του Αλέξανδρου, μητροθείου του αφηγητή, λαϊκού επιτρόπου στο δικαστήριο, να ικανοποιήσει την τελευταία επιθυμία του υπό εκτέλεση Βούλγαρου αξιωματικού. να καπνίσει ένα τσιγάρο.

Η νουβέλα του Τσιαμπούση φωτίζει σκοτεινές πλευρές της τοπικής ιστορίας της Δράμας. Ο αφηγητής, ωστόσο, αναφέρεται με τρυφερότητα στον βουλγαρογραμμένο Νικηφόρο, στον οποίο οφείλει την επιβίωση όταν έμεινε πεντάρφανος. Κορυφαία ρωγμή, όμως, είναι η σχέση του με τον Βούλγαρο αξιωματικό Άντον, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο επιταγμένο πατρικό του σπίτι. Παρά το γεγονός ότι ο αξιωματικός πίστευε πως η βουλγαρική κατοχή θα διαιωνιζόταν, ο αφηγητής ως προσωπείο του συγγραφέα αναδεικνύει την οφειλή του σέναν «εθνικό εχθρό». «Μου έδειξε αγάπη σε δύσκολες στιγμές κι με βοήθησε από παιδί να γίνω έφηβος», εξομολογείται ο αφηγητής.

Ο Τσιαμπούσης τολμά στη νουβέλα του και συνάμα τιμά τη λογοτεχνική του ιδιότητα. Η νουβέλα ολοκληρώνεται με τον κήπο των ψυχών. Είναι ο κήπος του σπιτιού του, στον οποία συναντιέται με όλους τους επισκέπτες της ρημνίδας του: γείτονες, Βούλγαρους που σημάδεψαν τη ζωή του, Εβραίους φίλους, τον πατέρα του Κώστα που του προσέφερε κρύπτη από την εμφυλιοπολεμική μανία. Είναι ο δικός του κόσμος. Είναι οι σκιές που συχνά δεν έχουν τη θέση που τους ταιριάζει στην επίσημη ιστοριογραφία.


* Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ είναι ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πεζογράφος. Τελευταίο του βιβλίο το μυθιστόρημα «Οδός Οφθαλμιατρείου» (εκδ. Εστία).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου