Σελίδες

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Ευάγγελος Αυδίκος, «Εγώ χωράφι σού ’δωσα να σπείρεις να θερίσεις» https://www.hartismag.gr/hartis-60/afierwma/eghw-khorafi-soy-dosa-na-speiris-na-therisis επιμέλεια, Παντελής Μπουκάλας

 

«Εγώ χωράφι σού ’δωσα να σπείρεις να θερίσεις»

https://www.hartismag.gr/hartis-60/afierwma/eghw-khorafi-soy-dosa-na-speiris-na-therisis

επιμέλεια, Παντελής Μπουκάλας

ΧΑΡΤΗΣ 60 {ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2023}

Αφιέρωμα: Το δημοτικό τραγούδι σήμερα

του Ευάγγελου Αυδίκου

{90 λεπτά}

Πορνεία και δρομαίοι έρωτες στο δημοτικό τραγούδι και στην παροιμία

 

Γί­νε­ται της που­τά­νας

Στο αφή­γη­μα «Η κυ­ρά Κώ­σται­να» του Μι­χα­ήλ Μη­τσά­κη ανι­στο­ρεί­ται και ανα­πα­ρι­στά­νε­ται, με αφη­γη­μα­τι­κή δε­ξιο­τε­χνία και υπο­δό­ρια σαρ­κα­στι­κή διά­θε­ση, η σύ­γκρου­ση ανά­με­σα σε δύο ομά­δες μα­στρο­πών. Το μή­λο της έρι­δος εί­ναι μια νε­α­ρή που μό­λις αφί­χθη από τη Σύ­ρα με σκο­πό να ερ­γα­στεί στην πρω­τεύ­ου­σα. «Εμπρός εις την Με­γά­λην Βρετ­τα­νί­αν, ανέ­βαι­νε νε­ά­νις τι, με κόκ­κι­νον πολ­κά­κι, κόκ­κι­νην ομπρέλ­λαν εις το χέ­ρι, φό­ρε­μα λα­δί, ξε­σκού­φω­τος, με την μα­κράν κο­τσί­δαν της στριμ­μέ­νην με­τά προ­σο­χής» (Μη­τσά­κης 2006, 364).
Τα αντί­πα­λα στρα­τό­πε­δα εί­ναι, από τη μια με­ριά, «νέ­ος τις (…) μι­σο­λι­μο­κο­ντό­ρος», ο οποί­ος έπει­σε την απο­βι­βα­σθεί­σα νέα στον Πει­ραιά για τις αγα­θές προ­θέ­σεις του, με τον συ­νερ­γά­την του «υπαί­θριον πω­λη­τών λε­μο­νά­δων», που ήταν έτοι­μοι για την επι­χεί­ρη­ση, να «μπά­σουν εις την άμα­ξαν την νέ­αν» και να χα­θούν στην πό­λη. Από την άλ­λη, η και­ρο­φυ­λα­κτού­σα κυ­ρά Κώ­σται­να, «με­σί­τρα» και σε άλ­λα επαγ­γέλ­μα­τα, «τα οποία των ση­με­ρι­νών λα­ών η στε­νή διά­νοια δεν θε­ω­ρεί και πο­λύ εύ­φη­μα».
Ει­δο­ποιεί­ται από τον ανε­ψιό ότι αφί­χθη η νέα από τη Σύ­ρα[1] «για να μπη σε σπή­τι». Αυ­τό το τε­λευ­ταίο νέο, με τη δι­ση­μία του, μιας και το πλού­σιο «σπή­τι» ήταν η συ­νή­θης απα­σχό­λη­ση για τις νη­σιω­το­πού­λες από φτω­χές οι­κο­γέ­νειες, όπου ερ­γά­ζο­νταν ως υπη­ρε­τι­κό προ­σω­πι­κό, συ­ντεί­νει στην πλο­κή. Ο Μη­τσά­κης εί­ναι φι­λο­παίγ­μων και στην άλ­λη πλευ­ρά της λέ­ξης το­πο­θε­τεί την οι­κεία ανα­φο­ρά της στα μπορ­ντέ­λα. Νι­κή­τρια αυ­τού του αγώ­να ανα­δει­κνύ­ε­ται η κυ­ρά Κώ­σται­να, η οποία πεί­θει τη νέα ότι θα την τα­κτο­ποι­ή­σει σε «κα­λό» σπί­τι.
Γί­νε­ται της που­τά­νας
, με άλ­λα λό­για. Η πα­ροι­μιώ­δης φρά­ση (Κα­πλά­νο­γλου Γ. - Κα­πλά­νο­γλου Μ. 2012, 507) απο­τυ­πώ­νει αυ­τή την ανα­κα­τω­σού­ρα στη συ­γκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή, τον κυ­νι­σμό αλ­λά και την πα­ρα­πλα­νη­τι­κή τα­κτι­κή των επι­τή­δειων μα­στρο­πών, που εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νταν τις ανα­γκε­ρές και ευ­κο­λό­πι­στες νε­α­ρές, οι οποί­ες έρ­χο­νταν στην Αθή­να με σκο­πό να ξε­φύ­γουν από τη φτώ­χεια και να απο­κα­τα­στα­θούν. Την ίδια στιγ­μή, σε δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, ανα­δύ­ε­ται η ει­κό­να των αλ­λα­γών στη Σύ­ρο, η οποία έχει χά­σει τον κοι­νω­νι­κό της δυ­να­μι­σμό.


Οί­κος ανο­χής: Με­σαιω­νι­κή ξυ­λο­γρα­φία



Αγο­ραία ηδο­νή

Προ­τι­μώ τη φρά­ση «αγο­ραία ηδο­νή» από την κα­θιε­ρω­μέ­νη ανα­φο­ρά σε αγο­ραίο έρω­τα» (πρβ. Lister 2021), όσο κι αν η ηδο­νή οδή­γη­σε πολ­λούς, δια­χρο­νι­κά, να ερω­τευ­τούν τις πόρ­νες που τους προ­σέ­φε­ραν την ηδο­νή.
Η σαρ­κι­κή επι­θυ­μία με­τα­φρά­ζε­ται σε έρω­τα ψυ­χο­δια­νοη­τι­κό στην πε­ρί­πτω­ση των εται­ρών στην Αρ­χαία Ελ­λά­δα (Λε­ντά­κης 1999), που ασκού­σαν μια ιδιαί­τε­ρη εκ­δο­χή πορ­νεί­ας, για την οποία εκ­παι­δεύ­ο­νταν από νω­ρίς από άλ­λες προ­α­γω­γούς (Flacelière 2009),[2] ή ακό­μα και από τις ίδιες τις μη­τέ­ρες τους,[3] μιας και ήταν γνω­στό ότι ο εται­ρι­σμός μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει και σε γά­μο με ισχυ­ρά πρό­σω­πα.[4] Για τον λό­γο αυ­τό εκ­παι­δεύ­ο­νταν απο­κτώ­ντας γνώ­σεις φι­λο­σο­φι­κές αλ­λά και ιδιαί­τε­ρη συ­μπε­ρι­φο­ρά, συ­νά­δου­σα με τα συ­μπό­σια της δια­νό­η­σης και των οι­κο­νο­μι­κά ισχυ­ρών της επο­χής (Davidson 2003, 147-148).
Εί­ναι γνω­στό πως εξέ­χο­ντες πο­λι­τι­κοί και πνευ­μα­τι­κοί ηγέ­τες στην Αρ­χαία Ελ­λά­δα και τη Ρώ­μη έτρε­φαν ερω­τι­κά αι­σθή­μα­τα για εταί­ρες.[5] Η ισχυ­ρή έμπνευ­ση του Πρα­ξι­τέ­λη απο­δί­δε­ται, σε κά­ποιο βαθ­μό, στην εταί­ρα Φρύ­νη (Νι­κο­λα­ΐ­δου 2022, 73), ενώ η Θε­ο­δώ­ρα κα­τά­φε­ρε να εν­στα­λά­ξει τον ερω­τι­κό πό­θο στον αυ­το­κρά­το­ρα Ιου­στι­νια­νό, γε­γο­νός που την προ­σγεί­ω­σε στο πλάι του, ως σύ­ζυ­γό του (Πε­τρό­που­λος 1980, 28).
Μια άλ­λη μορ­φή, εξάλ­λου, ερω­τι­κού αι­σθή­μα­τος συν­δε­ό­ταν με τη θρη­σκευ­τι­κή πί­στη
. με την ανά­γκη επι­κοι­νω­νί­ας και ταύ­τι­σης με κά­ποια θε­ό­τη­τα. Το πα­ρά­δειγ­μα της ιε­ράς πορ­νεί­ας (Burkert 1993, 240) εί­ναι η τε­λε­τουρ­γο­ποί­η­ση αυ­τής της αντί­λη­ψης για τις δια­δι­κα­σί­ες διά των οποί­ων θα μπο­ρού­σε να επι­τύ­χει ο κοι­νός θνη­τός τη μέ­θε­ξη με το θεί­ον. Πρό­κει­ται για έναν θε­σμό που άκ­μα­σε στην Ασία (Μι­κρά Ασία, Περ­σία, Salles, 2007, 33). Επί­κε­ντρο της ιε­ράς πορ­νεί­ας ήταν η Κό­ριν­θος, όπου και ο να­ός της Παν­δή­μου Αφρο­δί­της στον Ακρο­κό­ριν­θο,[6] της θε­άς του έρω­τα. Στα ιε­ρά πορ­νεία, ένα εί­δος μο­να­στι­κής πο­λι­τεί­ας, άσχε­τα από τον καγ­χα­σμό που μπο­ρεί να προ­κα­λεί ο προσ­διο­ρι­σμός στην επο­χή μας, συ­γκε­ντρώ­νο­νταν πολ­λές γυ­ναί­κες, συ­νή­θως αιχ­μά­λω­τες ή αγο­ρα­σμέ­νες σε αγο­ρές δου­λε­μπο­ρί­ου. Αξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι το γε­γο­νός ότι συ­χνά οι γυ­ναί­κες αυ­τές προ­σφέ­ρο­νταν, από πο­λί­τες, στο ιε­ρό της Παν­δή­μου Αφρο­δί­της ως έκ­φρα­ση σε­βα­σμού και θρη­σκευ­τι­κής πί­στης για την εξα­σφά­λι­ση της θεϊ­κής εύ­νοιας, κα­τά σχε­τι­κή ανα­λο­γία με τα ανα­θή­μα­τα στους να­ούς. Οι γυ­ναί­κες αυ­τές, ιε­ρό­δου­λες το όνο­μά τους, ως δού­λες της θε­άς, εί­χαν δύο κα­θή­κο­ντα, τα οποία επι­κοι­νω­νού­σαν ορι­ζό­ντια. Από τη μια με­ριά υπη­ρε­τού­σαν ως ιέ­ρειες και φρό­ντι­ζαν για τα αυ­στη­ρώς θρη­σκευ­τι­κά τους κα­θή­κο­ντα. Από την άλ­λη λει­τουρ­γού­σαν ως πόρ­νες, θέ­το­ντας το σώ­μα τους στη διά­θε­ση της σε­ξουα­λι­κής ηδο­νής των πι­στών. Η υπη­ρε­σία εί­χε χρη­μα­τι­κό αντί­τι­μο, το οποίο κα­τέ­θε­ταν οι ιέ­ρειες στο τα­μείο του ιε­ρού της Παν­δή­μου Αφρο­δί­της.
Το σώ­μα της ιε­ρο­δού­λου και η σε­ξουα­λι­κή δια­δι­κα­σία εκλαμ­βά­νο­νταν ως μια δια­δι­κα­σία επι­κοι­νω­νί­ας του πι­στού με τη θεά
. ένας τρό­πος με­τά­λη­ψής του σώ­μα­τός της, δια­μέ­σου των ιε­ρειών της (Λε­ντά­κης 1990, 302). Ου­σια­στι­κά, η ιε­ρά πόρ­νη λει­τουρ­γού­σε ως ξε­νι­στής για την ταύ­τι­ση του θνη­τού με τη θεά του. Γί­νε­ται ένας αγω­γός για την απο­γεί­ω­ση, μέ­σω της σε­ξουα­λι­κής πρά­ξης, του θνη­τού σώ­μα­τος στο επί­πε­δο του υπερ­βα­τού.[7]

Αφρο­δί­τη στο λου­τρό. Ρω­μαϊ­κό αντί­γρα­φο χάλ­κι­νου έρ­γου του 3ου αι. π.Χ. Μου­σείο Βα­τι­κα­νού

Ο κό­σμος καί­γε­ται και η που­τά­να λού­ζε­ται[8]

Πα­ρα­φρά­ζο­ντας τα λό­για του O’Neill για τη μου­σι­κή, ότι δη­λα­δή εί­ναι μια πα­γκό­σμια γλώσ­σα, με το­πι­κές ιδιο­λέ­κτους, θα προ­σέ­θε­τα ότι το ίδιο ισχύ­ει για όλα τα πο­λι­τι­σμι­κά φαι­νό­με­να. Αυ­τό ανι­χνεύ­ε­ται και στο θέ­μα της πορ­νεί­ας. Δια­τυ­πώ­νε­ται δε σε κά­θε κοι­νω­νία με τους δι­κούς της όρους, εξαρ­τη­μέ­νους από ιστο­ρι­κούς και κοι­νω­νι­κούς πα­ρά­γο­ντες.
Η επι­σή­μαν­ση αυ­τή εί­ναι ευ­ε­ξή­γη­τη, αν προ­βλη­θεί στον θε­σμό της ιε­ράς πορ­νεί­ας στην Αρ­χαία Ελ­λά­δα, κα­θώς οι ιε­ρό­δου­λες απο­λάμ­βα­ναν την εκτί­μη­ση των κοι­νω­νιών για τις υπη­ρε­σί­ες τους (Μου­στά­κα 2018), γε­γο­νός που έρ­χε­ται σε δια­με­τρι­κή αντί­θε­ση με την πα­ροι­μία της ενό­τη­τας, η οποία εμ­φα­νί­ζει την που­τά­να ως αδιά­φο­ρη για ό,τι συμ­βαί­νει γύ­ρω της (Ο κό­σμος χαί­ρε­ται…).
Δύο πα­ρα­δείγ­μα­τα από την Ασία ενι­σχύ­ουν την άπο­ψη για την πα­γκο­σμιό­τη­τα της πορ­νεί­ας, η οποία οφεί­λε­ται να κα­τα­νοη­θεί, στην ιστο­ρι­κή της διάρ­κεια, στο το­πι­κό, εθνι­κό και διε­θνές πε­ρι­βάλ­λον. Το πρώ­το πα­ρά­δειγ­μα προ­έρ­χε­ται από την κε­ντρι­κή Ιν­δία, από μια με­λέ­τη που διε­ξή­χθη σε δύο χω­ριά (Habla, Fathepur) μιας πε­ριο­χής που έχει αντι­με­τω­πί­σει πολ­λά προ­βλή­μα­τα (ξη­ρα­σία, φτώ­χεια και αγραμ­μα­το­σύ­νη, Rana – Sharma 2020, 5). Τα μέ­λη της κοι­νό­τη­τας των Bedia, μιας νο­μα­δι­κής φυ­λής, με­τα­κι­νού­νταν με σκο­πό να ψυ­χα­γω­γή­σουν τους βα­σι­λιά­δες και τους γαιο­κτή­μο­νες με τις χο­ρευ­τι­κές και τρα­γου­δι­στι­κές τους ικα­νό­τη­τες.[9] Ωστό­σο, η καλ­λι­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση, λό­γω της απου­σί­ας μέ­σων για επι­βί­ω­ση, αξιο­ποι­ή­θη­κε από τις πο­λυ­με­λείς οι­κο­γέ­νειες (Tarachand 1991), οι οποί­ες εξω­θού­σαν τα ανύ­πα­ντρα κο­ρί­τσια στην πορ­νεία, προ­κει­μέ­νου να συ­ντη­ρή­σουν την υπό­λοι­πη οι­κο­γέ­νεια.
«Οι “Μπέ­ντια” έχουν διευ­ρυ­μέ­νες οι­κο­γέ­νειες, γε­γο­νός που οφεί­λε­ται στις επαγ­γελ­μα­τι­κές τους ανά­γκες. Συ­νή­θως ζουν μα­ζί 3 ή 4 γε­νιές. Υπάρ­χουν τρεις κα­τη­γο­ρί­ες γυ­ναι­κών στην κοι­νό­τη­τα των Μπέ­ντια, και δύο κα­τη­γο­ρί­ες παι­διών και αντρών. Η πρώ­τη γυ­ναί­κα εί­ναι αδελ­φή ή κό­ρη. Αυ­τές δεν μπο­ρούν να πα­ντρευ­τούν· πρέ­πει να μά­θουν τον πα­ρα­δο­σια­κό χο­ρό rai και ει­σέρ­χο­νται στην πορ­νεία κα­θώς με­γα­λώ­νουν και όλη η οι­κο­γέ­νεια εξαρ­τά­ται από τα ει­σο­δή­μα­τά τους. Ο δεύ­τε­ρος τύ­πος γυ­ναί­κας εί­ναι η σύ­ζυ­γος των Μπέ­ντια αντρών που δεν εμπλέ­κο­νται στην πορ­νεία. Ασχο­λού­νται με τα οι­κια­κά. Ένας άλ­λος τύ­πος γυ­ναί­κας εί­ναι η απο­συρ­θεί­σα σε­ξερ­γά­τρια, που ζει με την οι­κο­γέ­νειά της[10] με­τά την από­συρ­σή της και εξα­κο­λου­θεί να εμπλέ­κε­ται σε όλα τα οι­κο­γε­νεια­κά ζη­τή­μα­τα» (Rana – Sharma, ό.π., 8).
Ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός της καλ­λι­τε­χνι­κής δρά­σης σε μη­χα­νι­σμό προ­σφο­ράς σε­ξουα­λι­κών υπη­ρε­σιών ενι­σχύ­ε­ται τον και­ρό της βρε­τα­νι­κής αποι­κιο­κρα­τί­ας, σε συν­δυα­σμό με την επι­δεί­νω­ση των συν­θη­κών ζω­ής των με­λών της φυ­λής Μπέ­ντια. Συ­νε­πώς, η με­τα­ποί­η­ση μιας πο­λι­τι­σμι­κής πρα­κτι­κής σε σε­ξουα­λι­κή, εκ­χρη­μα­τι­σμέ­νη υπη­ρε­σία εξε­λίσ­σε­ται μέ­σα σε συ­γκε­κρι­μέ­νες ιστο­ρι­κές και οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες. Αυ­τές διε­θνο­ποιού­νται στη με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο με την έντα­ξη της πορ­νεί­ας στην του­ρι­στι­κή πε­ρι­ή­γη­ση, κα­τά την οποία οι πε­ρι­η­γη­τές/του­ρί­στες ανα­ζη­τούν την ηδο­νή στην πε­ριο­χή του Ιν­δι­κού ωκε­α­νού (Agrawal 2003).
Το δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα για τη με­τε­ξέ­λι­ξη μιας τρα­γου­δι­στι­κής πα­ρά­δο­σης σε προ­κά­λυμ­μα για την προ­σφο­ρά εκ­χρη­μα­τι­σμέ­νης ηδο­νής προ­έρ­χε­ται από το Βιετ­νάμ (Fipro, 2016, 1-36). Η ιστο­ρία χρη­σι­μο­ποιεί την πε­ρι­πέ­τεια μιας απο­νή­ρευ­της Βιετ­να­μέ­ζας, της Đặng Thị Như, με κα­τα­γω­γή από την ύπαι­θρο και απο­γοη­τευ­μέ­νης από τις συν­θή­κες ερ­γα­σί­ες στη ρυ­ζο­καλ­λιέρ­γεια. Με­τα­νά­στευ­σε στο Ανόι στον Με­σο­πό­λε­μο. Εκεί συ­νά­ντη­σε μια με­γά­λη γυ­ναί­κα, που της πρό­τει­νε ερ­γα­σία και κα­τά­λυ­μα. Η ερ­γα­σία ήταν σ’ ένα Σπί­τι Μου­σι­κής (singing house) Ả Đào,[11] το οποίο επί της ου­σί­ας ήταν η βι­τρί­να ενός μπορ­ντέ­λου. Πα­ρά τις προ­σπά­θειές της, όταν αντε­λή­φθη πού τε­λι­κά κα­τέ­λη­ξε, στά­θη­κε αδύ­να­το να απε­μπλα­κεί, μιας και ο ιδιο­κτή­της του πορ­νεί­ου Ả Đào house διεκ­δι­κού­σε την εξό­φλη­ση όσων πλή­ρω­σε για την αγο­ρά της από τη μα­στρο­πό (Fipro, 2016, 1).
Η με­τα­κί­νη­ση κο­ρι­τσιών από την ύπαι­θρο στο Ανόι εντά­θη­κε στην πε­ρί­ο­δο της γαλ­λι­κής αποι­κιο­κρα­τί­ας, ιδί­ως στα τέ­λη του 19ου αιώ­να. Τό­τε, με το πρό­σχη­μα της πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής Ả Đào, κο­ρί­τσια που επι­θυ­μού­σαν να ξε­φύ­γουν από τη φτώ­χεια πα­ρα­σύρ­θη­καν από το δί­κτυο εκ­πόρ­νευ­σης, το οποίο εί­χε πλέ­ον ως πε­λά­τες τους Γάλ­λους στρα­τιω­τι­κούς. Η έντα­ξη, επι­πλέ­ον, στο σύ­στη­μα πορ­νεί­ας των ντό­πιων κο­ρι­τσιών χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως ένα μέ­σο για τη δια­τή­ρη­ση των φυ­λε­τι­κών ιε­ραρ­χιών (Tracol-Huynh, 2010, S73-S87).

Οί­κος ανο­χής: Με­σαιω­νι­κή ξυ­λο­γρα­φία

 

 

Στου Ψει­ρή το μα­χα­λά τρεις κο­πέ­λες στον πα­ρά

Όσα ανι­στο­ρή­θη­καν στην προη­γη­θεί­σα ενό­τη­τα, ανα­δει­κνύ­ουν τον τρό­πο που χρη­σι­μο­ποιεί­ται το γυ­ναι­κείο σώ­μα για την τρο­φο­δό­τη­ση της αγο­ραί­ας ηδο­νής αλ­λά και τη συ­γκρό­τη­ση τα­ξι­νο­μή­σε­ων, κοι­νω­νι­κών και φυ­λε­τι­κών. Επι­κα­λού­με­νοι τον Foucault, μπο­ρού­με να ισχυ­ρι­στού­με ότι το γυ­ναι­κείο σώ­μα γί­νε­ται πε­δίο πολ­λα­πλών χει­ρα­γω­γή­σε­ων και τα­ξι­νο­μή­σε­ων (2012, 73-94), εί­τε αυ­τό εκ­δη­λώ­νε­ται από το εθνι­κό κρά­τος εί­τε από αποι­κιο­κρα­τι­κές αυ­το­κρα­το­ρί­ες.
Με άλ­λα λό­για, «το σώ­μα της κοι­νής γυ­ναί­κας με την από­λυ­τη ελευ­θε­ρία του, στα τέ­λη του 19ου αιώ­να σκια­γρα­φεί­ται ακρι­βώς στον αντί­πο­δα του πο­λι­τι­σμού και της ει­ρή­νης, εκ­προ­σω­πώ­ντας το πρό­σω­πο της εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας» (Τζα­νά­κη, 2018, 7). Αυ­τό ακρι­βώς υπο­γραμ­μί­ζει η πα­ροι­μία στον τί­τλο της υπο­ε­νό­τη­τας (Πε­τρό­που­λος, ό.π., 61). Στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη η δια­τί­μη­ση της αγο­ραί­ας ηδο­νής ενι­σχύ­ει την αντί­λη­ψη πως το γυ­ναι­κείο σώ­μα προ­σφέ­ρε­ται δί­κην κρέ­α­τος σε χα­σά­πι­κο, το οποίο προ­έρ­χε­ται από με­γά­λο «ζώο».

Ας πά­με μες στην Πό­λη, στον φρα­γκο­μα­χα­λά,
πού ’χου­νε τα κο­ρί­τσια τα πέ­ντε στον πα­ρά.
(Πε­τρό­που­λος , ό.π., 62)

Στο δί­στι­χο δε από την Κα­λα­μπά­κα εί­ναι πιο φτη­νό το γυ­ναι­κείο, εκ­πορ­νευό­με­νο σώ­μα, όπως πα­ρα­τί­θε­ται από τον Πε­τρό­που­λο,[12] ο οποί­ος σχο­λιά­ζει: «Για να γί­νει ευ­νό­η­τη αυ­τή η έκ­φρα­ση πρέ­πει να πω ότι η Κα­λα­μπά­κα και το Κα­στρά­κι εί­ναι δυο χω­ριά κά­τω από τα Με­τέ­ω­ρα. Η λαϊ­κή έκ­φρα­ση ανα­φέ­ρε­ται στην, εξαι­τί­ας των κα­λο­γή­ρων, έκλυ­ση ηθών που επι­κρα­τού­σε γύ­ρο στα μο­να­στή­ρια» (ό.π., 62).
Τα δί­στι­χα εκ­φρά­ζουν μιαν αντί­λη­ψη, τα­ξι­νο­μώ­ντας τη φτη­νή αγο­ραία ηδο­νή στην κα­τη­γο­ρία των «προ­ϊ­ό­ντων» που δια­τί­θε­νται χύ­δην. Προ­φα­νώς, η ανα­φο­ρά εστιά­ζει στις πόρ­νες των οποί­ων έχει πε­ρά­σει η ηλι­κια­κή μπο­γιά. Μπο­ρεί να εί­ναι αδή­λω­τες και να έχουν στέ­κι στους δρό­μους (της Πε­ρι­πα­τη­τι­κής Σχο­λής, Πε­τρό­που­λος, ό.π., 91), ή καλ­ντε­ρι­μι­τζού­δες, ή πόρ­νες στις Λα­μα­ρί­νες του Πει­ραιά κ.λπ (Πι­σι­μί­σης 2021, 44-45).
Η εσω­τε­ρι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση στον κύ­κλο των εκ­δι­δο­μέ­νων απο­τυ­πώ­νε­ται και στον χώ­ρο της αυ­λής στα Βούρ­λα του Πει­ραιά. «Τρεις σει­ρές κλου­βά­κια με που­τά­νες κα­τά ηλι­κία εί­χα­νε τα Βούρ­λα» (Πι­σι­μί­σης, ό.π., 44). Η τα­ξι­νό­μη­ση εξαρ­τιό­ταν από την ηλι­κία. Οι νε­ό­τε­ρες ήταν στο βά­θος της αυ­λής και η υπη­ρε­σία κό­στι­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο απ’ όλα αυ­τά εί­ναι η τα­ξι­νό­μη­ση του εκ­πορ­νευό­με­νου γυ­ναι­κεί­ου σώ­μα­τος στην κα­τη­γο­ρία του μια­ρού και της εγκλη­μα­τι­κής πα­ρέκ­κλι­σης (Τζα­νά­κη, 2018, 7).
Οι πα­ροι­μί­ες και τα δί­στι­χα απο­τυ­πώ­νουν τα στε­ρε­ό­τυ­πα στον λαϊ­κό πο­λι­τι­σμό, που δια­τρέ­χουν τον χρό­νο και τον χώ­ρο, ενώ συ­χνά αυ­τά με­τα­κι­νού­νται και στον αστι­κό χώ­ρο, σε πα­ρα­κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα (Δα­μια­νά­κος 1999, 14). Σ’ αυ­τή την κα­τη­γο­ρία ανή­κει και το δί­στι­χο του τρα­γου­διού «Ήσου­να ξυ­πό­λυ­τη (Πα­ξι­μα­δο­κλέ­φτρα)»[13]:

ήσου­να ξυ­πό­λυ­τη και μά­ζευ­ες κο­σά­ρια
τώ­ρα που σε πή­ρα ’γώ γυ­ρεύ­εις κα­το­στά­ρια.

Μω­ρέ βου­νί, κα­κό βου­νί, πoυ­τά­να Κα­τα­βό­θρα

Απο­δε­χό­με­νοι την άπο­ψη της κά­θε­της αλ­λά και της ορι­ζό­ντιας με­τα­κί­νη­σης των μο­τί­βων, ανά­με­σα στον αγρο­τι­κό και τον αστι­κό χώ­ρο –και αντί­στρο­φα–, διευ­ρύ­νο­νται τα όρια για σύ­γκρι­ση, μιας και οι δύο χώ­ροι συ­γκρο­τούν μιαν ενό­τη­τα για τον λαϊ­κό πο­λι­τι­σμό, με συ­γκλί­σεις, ταυ­τί­σεις και δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, ή και ρή­ξεις (Αυ­δί­κος 2009, 316-317. 2016). Τα στε­ρε­ό­τυ­πα ακο­λου­θούν τις με­τα­κι­νή­σεις των αν­θρώ­πων και εξε­λίσ­σο­νται σε ερ­μη­νευ­τι­κούς κα­νό­νες, αλ­λά και σε μέ­σα για την πρό­σλη­ψη του κό­σμου. Απει­κο­νί­ζουν τη δια­δι­κα­σία συ­γκρό­τη­σης της σκέ­ψης των αν­θρώ­πων (Οι­κο­νό­μου, 2020, 283), με όλες τις αντι­φά­σεις τους. Αυ­τό το γε­γο­νός απο­δί­δε­ται με τον όρο «ποι­η­τι­κή» από τον Ζαϊ­μά­κη. «Η ποι­η­τι­κή διά­στα­ση στην αφη­γη­μα­τι­κή δρά­ση αφο­ρά τη δια­δι­κα­σία που οδη­γεί στην κα­τα­σκευή, σύν­θε­ση και ανά­πλα­ση του κοι­νω­νι­κού κό­σμου. Εί­ναι μια πρα­κτι­κή με δη­μιουρ­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα, μέ­σω της οποί­ας δο­μού­νται ανα­πα­ρα­στά­σεις συμ­βά­σεις της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας» (1999, 44, υποσ.14).[14]  
Εύ­γλωτ­τες εί­ναι οι πα­ροι­μί­ες που δια­τυ­πώ­νουν έναν λό­γο για την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Εί­ναι τα εί­δη του λαϊ­κού λό­γου που απο­τυ­πώ­νουν την ύπαρ­ξη της πορ­νεί­ας και όσων  –γυ­ναι­κών– την ασκούν. Ωστό­σο, όσα σχο­λί­α­σε επ’ αυ­τού η Νό­ρα Σκου­τέ­ρη-Δι­δα­σκά­λου εξα­κο­λου­θούν να έχουν ισχύ ως τεκ­μη­ριω­τι­κό υλι­κό μιας δια­πί­στω­σης.

«Η ιστο­ρία του κα­θη­με­ρι­νού ερω­τι­κού λό­γου εί­ναι ίσως ο πιο φλύ­α­ρος αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και ο πιο κα­τα­σι­γα­σμέ­νoς και σιω­πη­λός λό­γος της ιστο­ρί­ας. (…) Για­τί δεν πρέ­πει να ξε­χνού­με ότι εί­ναι οι ίδιες οι κοι­νω­νί­ες που έχουν επι­βά­λει τις δι­κές τους σιω­πές σε επι­λεγ­μέ­νους χώ­ρους της κοι­νω­νι­κής ζω­ής. Σιω­πές που δεί­χνουν την αδια­φο­ρία και την άγνοια, δεί­χνουν όμως κα­τά πε­ρί­πτω­ση και τη σε­μνο­τυ­φία ή την υπο­κρι­σία και των επι­στη­μό­νων και της ίδιας της ιστο­ρί­ας» (Σκου­τέ­ρη-Δι­δα­σκά­λου, 19912, 264).

Η άπο­ψή της επι­βε­βαιώ­νε­ται από μια απλή φυλ­λο­μέ­τρη­ση των Συλ­λο­γών με πα­ροι­μί­ες. Απου­σιά­ζουν εμ­φα­ντι­κά οι πα­ροι­μί­ες που ανα­φέ­ρο­νται στην πορ­νεία και τις πόρ­νες.[15] Ενί­ο­τε, ακό­μη και η λέ­ξη που­τά­να δη­λώ­νε­ται υπαι­νι­κτι­κά, κα­θώς γρά­φε­ται το αρ­χι­κό γράμ­μα «π» με απο­σιω­πη­τι­κά στη συ­νέ­χεια.[16] Οι πα­ροι­μί­ες με θέ­μα την που­τά­να βρί­σκουν φι­λό­ξε­νο χώ­ρο στα βι­βλία του Ηλία Πε­τρό­που­λου (Το μπουρ­δέ­λο 1980, Οι πα­ροι­μί­ες του υπο­κό­σμου 2002), στη Νε­ο­ελ­λη­νι­κή αθυ­ρο­στο­μία της Μαί­ρης Κου­κου­λέ (3 τό­μοι, Νε­φέ­λη, 1984 και 2019), στα Αδιά­ντρο­πα του Βαγ­γέ­λη Κα­ρα­γιάν­νη (1983), στο Λε­ξι­κό της ελ­λη­νι­κής αρ­γκό του Ευάγ­γε­λου Πα­πα­ζα­χα­ρί­ου (1999).
Σπα­νί­ως η ανα­φο­ρά στην που­τά­να εκ­φρά­ζει θε­τι­κό σχο­λια­σμό για τις κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές. Στην πα­ροι­μία Κάλ­λιο που­τά­να πα­ρά γλωσ­σού, η πόρ­νη θε­ω­ρεί­ται αξιό­πι­στη και ελέγ­χου­σα τα λό­για της. Ωστό­σο, στην πα­ροι­μία αυ­τή ο γυ­ναι­κεί­ος αντιρ­ρη­τι­κός λό­γος της γλωσ­σούς φέ­ρει αρ­νη­τι­κό­τε­ρο φορ­τίο και ανα­τα­ρα­χή από ό,τι η που­τά­να που κι­νεί­ται στις πα­ρυ­φές. Προ­φα­νώς, πρό­κει­ται για το αν­δρι­κό στε­ρε­ό­τυ­πο που θε­ω­ρεί την αντί­δρα­ση της γυ­ναί­κας ως υπο­νο­μεύ­ου­σας τη συ­νο­χή της πα­τριαρ­χι­κής κοι­νω­νί­ας (Σκου­τέ­ρη-Δι­δα­σκά­λου, ό.π., 269).
Τς που­τά­νας κώ­λους δε γυρ­νά. Εί­ναι μια άλ­λη πα­ροι­μία από την Αγιά­σο της Λέ­σβου, η οποία ανα­δει­κνύ­ει μια θε­τι­κή πλευ­ρά της πόρ­νης. Χρη­σι­μο­ποιεί­ται η συ­νέ­πεια στη σε­ξουα­λι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά της και η αντί­στα­ση σε υπερ­βο­λι­κές απαι­τή­σεις των πε­λα­τών. Σχο­λιά­ζε­ται στον ιστό­το­πο: «Οι που­τά­νες δύ­σκο­λα πα­ρα­δί­δο­νται σε πα­ρά φύ­σιν ασέλ­γειες. Η πα­ροι­μία έχει έν­νοια με­τα­φο­ρι­κή. Ο πα­λιός κα­λός τε­χνί­της, η νοι­κο­κυ­ρά που έχει πεί­ρα, θα απο­δώ­σουν κα­λύ­τε­ρα. Αντέ­χουν» (Κα­ρα­γιάν­νης, 1983, 43).
Ωστό­σο, η θε­τι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση όσων κά­νει η που­τά­να εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Το στε­ρε­ό­τυ­πο έχει ισχυ­ρό αρ­νη­τι­κό φορ­τίο, όσο κι αν ο Ηλί­ας Πε­τρό­που­λος ση­μειώ­νει ότι «ο λα­ός αντι­με­τω­πί­ζει την πόρ­νη με εντε­λώς αντι­φα­τι­κά αι­σθή­μα­τα. Η στά­ση του λα­ού ένα­ντι της πόρ­νης κυ­μαί­νε­ται ανά­με­σα στις δύο εκ­φρά­σεις, η καη­μέ­νη που­λά­ει το κορ­μί της για να ζή­σει και άσι­κτιρ, πα­λιο­που­τά­να» (ό.π., 32). Προς επίρ­ρω­ση της αντι­φα­τι­κό­τη­τας των λαϊ­κών αι­σθη­μά­των έρ­χε­ται και η πα­ροι­μία Η που­τά­να κά­νει τό­σα κι έχει και με­γά­λη γλώσ­σα. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη πα­ροι­μία έρ­χε­ται σε αντί­θε­ση με την προη­γη­θεί­σα, σύμ­φω­να με την οποία η πόρ­νη έχει ένα πλε­ο­νέ­κτη­μα ένα­ντι της γλωσ­σούς. Πλέ­ον, εξα­χνώ­νε­ται η συ­γκρι­τι­κή υπε­ρο­χή της που­τά­νας, στα αρ­νη­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα της οποί­ας (η που­τά­να κά­νει τό­σα) προ­στί­θε­ται και ένα επι­πλέ­ον (έχει με­γά­λη γλώσ­σα). 
Δη­μιουρ­γεί­ται η εντύ­πω­ση πως ενί­ο­τε οι πα­ροι­μί­ες δια­τυ­πώ­νουν έναν αμ­φί­θυ­μο λό­γο, ο οποί­ος συ­χνά αυ­το­α­ναι­ρεί­ται. Εν­δει­κτι­κό εί­ναι το πα­ρά­δειγ­μα με τις δύο ακό­λου­θες πα­ροι­μί­ες.

Που­τά­νας κό­ρη έπα­ρε, που­τά­νας γιο μην πά­ρεις.
Γιο που­τά­νας να πά­ρεις, κό­ρη που­τά­νας να μην πά­ρεις.

Ανα­φέ­ρε­ται σε γνω­στό μο­τί­βο για την ανα­ζή­τη­ση του κα­τάλ­λη­λου συ­ντρό­φου σ’ ένα γά­μο.[17] Ο συλ­λο­γέ­ας του πα­ροι­μια­κού υλι­κού από τη Λέ­σβο θε­ω­ρεί κα­τάλ­λη­λη για νύ­φη την κό­ρη της που­τά­νας, ενώ απο­τρέ­πει τους εν­δια­φε­ρο­μέ­νους να κά­νουν γα­μπρό τον γιο της. Και αι­τιο­λο­γεί ως εξής την προ­τί­μη­ση. «Πι­στεύ­ε­ται πως η κό­ρη της που­τά­νας, βλέ­πο­ντας την κα­τά­ντια της μά­νας της, γί­νε­ται ηθι­κή και κα­λή σύ­ζυ­γος και μη­τέ­ρα. Το αντί­θε­το, ο γιος κα­τα­ντά ρε­μά­λι» (Κα­ρα­γιάν­νης, ό.π., Πά­φλα – Αγιά­σος).
Θε­ω­ρώ, ωστό­σο, ότι η πρό­τα­ση για απο­κλει­σμό του γιου της που­τά­νας από το εν­δε­χό­με­νο να γί­νει γα­μπρός σε μια άλ­λη οι­κο­γέ­νεια ίσως οφεί­λε­ται, σε κά­ποιο βαθ­μό, στο σύ­στη­μα γα­μή­λιων ανταλ­λα­γών, οι οποί­ες εί­ναι κυ­ρί­αρ­χες σε μια ομά­δα νη­σιών του Αι­γαί­ου (π.χ. Κάρ­πα­θος), στα οποία πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και η Λέ­σβος. Ο γα­μπρός με­τα­κι­νεί­ται στο σπί­τι της νύ­φης και εντάσ­σε­ται στην ευ­ρύ­τε­ρη οι­κο­γέ­νειά της (Σκου­τέ­ρη-Δι­δα­σκά­λου, ό.π., 172).
Η δεύ­τε­ρη πα­ροι­μία πρε­σβεύ­ει το αντί­θε­το. Προ­τεί­νει τον απο­κλει­σμό της κό­ρης από το εν­δε­χό­με­νο να πα­ντρευ­τεί τον γιο μιας άλ­λης οι­κο­γέ­νειας. Εί­ναι αρ­κε­τές οι πα­ροι­μί­ες που υπο­στη­ρί­ζουν τον δι­πο­λι­σμό στην επι­λο­γή των παι­διών μιας που­τά­νας,[18] γε­γο­νός που εξε­λίσ­σε­ται σε κυ­ρί­αρ­χο μο­τί­βο, οφει­λό­με­νο στο γε­γο­νός ότι η κό­ρη δεν ξε­φεύ­γει από τη βα­ριά σκιά της μά­νας της (κα­τά μά­να κα­τά τά­τα, κα­τά γιος και θυ­γα­τέ­ρα). Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να: 

Που­τά­νας yο[19] κά­με γα­μπρό, μα που­τά­νας θυ­γα­τέ­ρα, κοί­τα­ζέ την από πέ­ρα.
Που­τά­νας γυιό κά­με γα­μπρό, που­τά­νας θυ­γα­τέ­ρα ού­τε στην πόρ­τα σου (Κ. Νε­στο­ρί­δης, 1889).

Αξιο­πα­ρα­τή­ρη­τη εί­ναι η πα­ροι­μία που κα­τα­γρά­φτη­κε από την Αγ­γε­λι­κή Χα­τζη­μι­χά­λη:  

Που­τά­να έπα­ρε, μα που­τά­νας θυ­γα­τέ­ρα μην πά­ρης.

Η πα­ροι­μία προ­τεί­νει τον γά­μο με την που­τά­να, όχι με την κό­ρη της. Αναμ­φί­βο­λα, αυ­τό σχε­τί­ζε­ται με το γε­γο­νός ότι η που­τά­να εί­ναι γνω­στή για όσα κά­νει και συ­νε­πώς αξιό­πι­στη, σε αντί­θε­ση με την κό­ρη της, που δεν έχει δώ­σει ακό­μη δείγ­μα­τα γρα­φής.
Η εν λό­γω πα­ροι­μία εί­ναι εξαί­ρε­ση στη στε­ρε­ο­τυ­πι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση της πόρ­νης ως προ­σώ­που ανά­ξιου εμπι­στο­σύ­νης
. αντί­λη­ψη που δια­χέ­ε­ται στις πα­ρα­κά­τω πα­ροι­μί­ες: 

Όποιος σε πόρ­νη εμπι­στευ­τεί, στον κώ­λο του ρε­πά­νι.
Πα­λιά που­τά­να θα σ’ εκ­με­ταλ­λευ­τεί.
Εί­νι πα­λιά που­τά­να.
Που­τά­να χω­ρίς ρου­φιά­να δε γί­νε­ται 
(άγνω­στος συλ­λο­γέ­ας)
Πα­λιά που­τά­να και­νού­ρια ρου­φιά­να (Κ. Νε­στο­ρί­δης, 1889)
Η που­τά­να το ξε­φτί­λι­σμα για πα­νη­γύ­ρι τό ’χει.
Που­τά­να του γι­βέ­ντι­σμα (δια­πό­μπευ­ση), πα­νη­γυ­ρά­κι τό ’χει (Κα­ρα­γιάν­νης, ό.π., 43).
Η κούρ­βα (που­τά­να) το γι­βέ­ντι­σμα πα­νη­γυ­ρά­κι τό ’χει. 

Ο ιστός που δια­τρέ­χει όλες τις πιο πά­νω πα­ροι­μί­ες εί­ναι η ανα­ξιό­πι­στη μορ­φή της που­τά­νας, η οποία δεν έχει συ­ναί­σθη­ση της θέ­σης της και της δυ­να­τό­τη­τας να αξιο­λο­γεί τα γε­γο­νό­τα, κλι­μα­κώ­νο­ντας τις αντι­δρά­σεις της. Για τον πα­ρα­τη­ρη­τή στις κοι­νω­νί­ες που κω­δι­κο­ποί­η­σαν τις συ­μπε­ρι­φο­ρές, η οποια­δή­πο­τε συ­νερ­γα­σία με την πόρ­νη δεν συ­νο­δεύ­ε­ται από εχέγ­γυα επι­τυ­χί­ας. Το αντί­θε­το, η συ­νέρ­γεια θα με­τα­σχη­μα­τι­στεί σε πλήγ­μα για όποιον/α αγνο­ή­σει αυ­τές τις πα­ρα­τη­ρή­σεις (η συ­νερ­γα­σία θα γί­νει ρε­πά­νι στον κώ­λο του).
Ανά­με­σα στις αρ­νη­τι­κές ιδιό­τη­τες που την κα­θι­στούν ανα­ξιό­πι­στη εί­ναι η συσ­σω­ρευ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή εμπει­ρία και ο τρό­πος που τη χει­ρί­ζε­ται,[20] η απλη­στία και η αχα­ρι­στία, όπως εμπε­ριέ­χε­ται στις πα­ροι­μί­ες: 

Ου Θιος να σι φυ­λάη απού κι­νού­ριου μπα­κά­λ’ κι’ απού πα­λιά πτά­να (Εμ­μα­νου­ήλ Μυ­ρο­γιάν­νης)
Ο θε­ός να σε φυ­λάσ­σει από και­νούρ­γιο πρα­μα­τευ­τή κι από πα­λιά που­τά­να.
Ο θε­ός να σε φυ­λά­ει από και­νούρ­γιο κα­πε­τά­νιο κι από πα­λιά που­τά­να
 (Κ. Νε­στο­ρί­δης)
Ο θε­ός να σε φυ­λά­ει από και­νούρ­γιον άρ­χο­ντα κι από πα­λιά που­τά­να (Συ­με­ών Μα­νασ­σεί­δης, 1917)
Αλάρ­γα απί νια­ρό για­τρό τσ’ απί πα­λιά που­τά­να (Αγιά­σος, Κα­ρα­γιάν­νης, ό.π., 43)
Οι κε­ρα­τά­δες τα κου­βα­λά­νε και οι που­τά­νες τα σκρο­πά­νε (Τά­κης Χ. Καν­δη­λώ­ρος, 1909)

Επί­σης, στοι­χείο επι­βα­ρυ­ντι­κό για την πόρ­νη θε­ω­ρεί­ται, για τον πα­ροι­μια­κό λό­γο, η δη­μό­σια υπο­στή­ρι­ξη της επαγ­γελ­μα­τι­κής της ιδιό­τη­τας. Δια­λα­λεί την που­τα­νιά της, χω­ρίς ίχνος ντρο­πής.

Η που­τά­να απ’ τη χα­ρά της δια­λα­λεί την που­τα­νιά της.
Που­τά­ν’ αν ήθε­λε να κρυ­φτή, η χα­ρά δεν την αφή­νει (Τ. Καν­δη­λώ­ρος, 1907)
Θέ­λει η που­τά­να να κρυ­φτεί κι η χα­ρά δεν την αφή­νει.
Όχι μό­νο δεν ντρέ­πε­ται αλ­λά κα­μα­ρώ­νει κιό­λας.
Το ρά­σο θέ­λει κα­λο­πέ­ρα­ση κι η που­τα­νιά φτια­σί­δι.
Που­τά­να με τα κλά­μα­τα και κλέ­φτης με τους όρ­κους.
Που­τά­νες μα­λώ­νουν, αλή­θειες απο­κα­λύ­πτο­νται.


Οί­κος ανο­χής: Με­σαιω­νι­κή ξυ­λο­γρα­φία

 

 

Στα ει­κο­σι­πέ­ντε δεν έχει στε­φά­νι, ζωή που­τά­νας κά­νει

Οι πα­ροι­μί­ες αυ­τού του εί­δους απο­τυ­πώ­νουν τη δη­μό­σια ηθι­κή (Ζαϊ­μά­κης, ό.π., 126-127), η οποία συ­γκρο­τεί­ται πρω­τί­στως από τα ομο­λο­γη­θέ­ντα στον δη­μό­σιο χώ­ρο αλ­λά και τις υφέρ­που­σες φή­μες. Σ’ αυ­τό το πνεύ­μα κι­νεί­ται μια άλ­λη πα­ροι­μία από τη Λέ­σβο:Όχ’ τσεί­ν’ π’ του κά­ν’, μό­ν’ τσεί­ν’ π’ του δια­λα­λεί (Κα­ρα­γιάν­νης, ό.π.). Επι­λή­ψι­μη εί­ναι η δη­μό­σια ομο­λο­γία, όχι η πρά­ξη κα­θε­αυ­τή, όταν γί­νε­ται ιδιω­τι­κά. Σ’ αυ­τή τη διά­στα­ση προ­στί­θε­ται η τά­ση για αι­σθη­τι­κή φρο­ντί­δα (φτια­σί­δι), εί­ναι δε αξιο­ση­μεί­ω­τη η συ­νύ­παρ­ξή της με τον πα­πά (το ρά­σο θέ­λει κα­λο­πέ­ρα­ση), μια κα­τη­γο­ρία που έχει στο­χο­ποι­η­θεί από τις ευ­τρά­πε­λες δι­η­γή­σεις και τα ανέκ­δο­τα για τον ενί­ο­τε έκλυ­το βίο τους. Επί­σης, ανα­δει­κνύ­ε­ται η ερι­στι­κή, αντα­γω­νι­στι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά τους (που­τά­νες μα­λώ­νουν…),[21] η οποία τρο­φο­δο­τεί τη λαϊ­κή πε­ριέρ­γεια αλ­λά και τη θε­μα­το­λο­γία δια­φό­ρων ει­δών του λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού, κα­θώς και ο κα­τα­λο­γι­σμός υπο­κρι­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς (Που­τά­να με τα κλά­μα­τα…).  
Η αξιο­λό­γη­ση της συ­μπε­ρι­φο­ράς της που­τά­νας γί­νε­ται από την πλειο­ψη­φία που εκ­φρά­ζει την κυ­ρί­αρ­χη ηθι­κή, η οποία αδυ­να­τεί να κα­τα­νο­ή­σει και απορ­ρί­πτει τις δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις. Την ίδια στιγ­μή, η πόρ­νη συ­σχε­τί­ζε­ται με μια ετε­ρό­κλη­τη ομά­δα αν­θρώ­πων, εί­τε ανή­κουν σε βα­σι­κές κοι­νω­νι­κές κα­τη­γο­ρί­ες (πα­πάς) εί­τε σε πρό­σω­πα (κλέ­φτης) που κι­νού­νται στα κοι­νω­νι­κά κρά­σπε­δα.
Ακό­μη, σχο­λιά­ζε­ται το δί­κτυο που υπο­στη­ρί­ζει την που­τά­να, χω­ρίς το οποίο δεν θα ήταν βιώ­σι­μη η ύπαρ­ξή της:

Που­τά­να χω­ρίς ρου­φιά­να δε γί­νε­ται (άγνω­στος συλ­λο­γέ­ας).
Χω­ρίς ρου­φιά­να (ή με­σί­τρα) που­τά­να δε γί­νε­ται (Κ. Νε­στο­ρί­δης, 1889).
Που­τά­ναν χω­ρίς μαυ­λο­μά­ναν[22] εγ γί­νε­ται (Νί­κος Γ. Κυ­ρια­ζής, 1940).
Ού­τε Σαβ­βά­το χω­ρίς ήλιο ού­τε που­τά­να χω­ρίς φί­λο (Αγ­γε­λι­κή Κολ­λυ­βά-Χα­τζη­μι­χά­λη).

Αυ­τό το πε­ρι­βάλ­λον συ­μπε­ρι­λάμ­βα­νε τον προ­στά­τη-ντα­βαν­τζή (που­τά­ναν χω­ρίς μαυ­λο­μά­ναν…, …που­τά­να χω­ρίς φί­λο), αλ­λά και τη συ­νερ­γα­σία με την αστυ­νο­μία (χω­ρίς ρου­φιά­να…). Όσοι ασχο­λού­νται με την πορ­νεία αφιε­ρώ­νουν ιδιαί­τε­ρο χώ­ρο στους προ­στά­τες, όποια ονο­μα­σία κι αν έχουν (Πε­τρό­που­λος 1980, 51, 102-104). Ο Πι­σι­μί­σης συ­γκε­κρι­με­νο­ποιεί τη παν­θο­μο­λο­γού­με­νη συ­νερ­γα­σία των με­μο­νω­μέ­νων πορ­νών, οι οποί­ες ήταν ευά­λω­τες, πρω­τί­στως όμως των με­γα­λο­τσα­τσά­δων, των ιδιο­κτη­τριών μπορ­ντέ­λων. Μια τέ­τοια ήταν η Ντου­ντού στα Βούρ­λα του Πει­ραιά, η οποία εί­χε προ­σω­πι­κή επι­κοι­νω­νία με τον δι­κτά­το­ρα Ιω­άν­νη Με­τα­ξά. Λέ­γε­ται ότι η Ντου­ντού για την επί­σκε­ψή της στο γρα­φείο του Με­τα­ξά δή­λω­σε πως «η προ­σφο­ρά του οί­κου τού­του προς την πα­τρί­δα εί­ναι με­γά­λη» (2021, 34). Αξιο­μνη­μό­νευ­τη εί­ναι και η μα­ντάμ Φλώ­ρα στην Τρού­μπα. «Για να δια­πρέ­ψει κα­νείς σε τέ­τοιους κύ­κλους, έπρε­πε να τα έχει κα­λά με την Ασφά­λεια. Η μα­ντάμ Φλώ­ρα το γνώ­ρι­ζε κα­λά και η συ­νερ­γα­σία τους ήταν άρι­στη» (ό.π., 129).
Οι πα­ροι­μί­ες ασχο­λού­νται με την προ­ο­πτι­κή της που­τά­νας όταν γε­ρά­σει και δεν μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει ερω­τι­κές υπη­ρε­σί­ες:

Η που­τά­να σαν γε­ρά­σει γί­νε­ται κα­λό­γρια.
Η που­τά­να σαν γε­ρά­σει πέ­ντε επαγ­γέλ­μα­τα θα αλ­λά­ξει: δού­λα, πλύ­στρα, σφουγ­γα­ρί­στρα, ή πα­τρώ­να ή μο­δί­στρα.
Όποια εί­ναι στα νειά­τα της που­τά­να, θα γί­νη στα γε­ρά­μα­τα ρου­φιά­να (Μα­ρία Λιου­δά­κη, 1938).

Θε­ω­ρεί­ται ότι τα γε­ρα­τειά δεν μπο­ρούν να με­τα­βά­λουν ρι­ζι­κά τη ζωή μιας πόρ­νης. Οι επι­λο­γές της εί­ναι τα επαγ­γέλ­μα­τα που προ­σφέ­ρουν χει­ρω­να­κτι­κές ερ­γα­σί­ες, δη­λω­τι­κές των ασφυ­κτι­κών κοι­νω­νι­κών ορί­ων. Άλ­λη επι­λο­γή εί­ναι να ανα­βαθ­μι­στεί ως διευ­θύ­ντρια πορ­νεί­ου (πα­τρώ­να), ή να γί­νει συ­νερ­γά­τι­δα της αστυ­νο­μί­ας (…θα γί­νη ρου­φιά­να[23]), κα­θώς γνω­ρί­ζει πολ­λά. Επί της ου­σί­ας, ο κοι­νω­νι­κός πε­ρί­γυ­ρος εί­ναι ασφυ­κτι­κός για την που­τά­να. Η μό­νη επι­λο­γή, ως εκ τού­του, που μπο­ρεί να αλ­λά­ξει τη ζωή της εί­ναι το μο­να­στή­ρι (Η που­τά­να σαν γε­ρά­σει γί­νε­ται κα­λο­γριά).
Σε γε­νι­κές γραμ­μές, οι πα­ροι­μί­ες εί­ναι αυ­στη­ρές με το κοι­νω­νι­κό κα­θε­στώς της που­τά­νας:

Που­τά­να γά­τα κο­λο­βή και την ου­ρά καϊ­μέ­νη (άγνω­στος συλ­λο­γέ­ας).

Εμ­φα­νί­ζε­ται σν γά­τα κο­λο­βή, χω­ρίς την ου­ρά της, που συ­νι­στά γνώ­ρι­σμα ιδιο­προ­σω­πί­ας. Η που­τά­να μειο­νε­κτεί σε σχέ­ση με άλ­λες γυ­ναί­κες κι αυ­τό την οδη­γεί σε κύ­κλους ομοει­δείς,[24] που την απο­μο­νώ­νουν από την πλειο­ψη­φία του κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος:

Όμοιος τον όμοιο γύ­ρευε, η που­τά­να την που­τά­να και ο κε­ρα­τάς τον κε­ρα­τά να περ­πα­τά­νε αντά­μα.
Πού­στης τον πού­στη αγα­πά / που­τά­να την που­τά­να / κι ο Γιώρ­γης ο κω­λο­μπα­ράς / τους παίρ­νει όλους σβάρ­να
.

Ακό­μη, εί­ναι εν­δια­φέ­ρου­σες οι πα­ροι­μί­ες που προσ­διο­ρί­ζουν τον χώ­ρο συ­γκέ­ντρω­σης για τις πόρ­νες. Εί­ναι ο δρό­μος και η κα­μπά­να, εκεί που συ­χνά­ζουν πε­ρα­στι­κοί ή εί­ναι ση­μείο ανα­φο­ράς:

Όπου κα­μπά­να και που­τά­να (άγνω­στος συλ­λο­γέ­ας)
Όπου δρό­μος και κα­μπά­να, κά­θε σπί­τι και που­τά­να.
Ού­τε εκ­κλη­σιά χω­ρίς κα­μπά­να ού­τε χω­ριό χω­ρίς που­τά­να
.
Όπου χτυ­πά­ει κα­μπά­να/ ή πού­στης ή που­τά­να.
Ού­τε εκ­κλη­σιά χω­ρίς κα­μπά­να, ού­τε χω­ριό χω­ρίς που­τά­να
.

Αναμ­φί­βο­λα, η έν­νοια της που­τά­νας απο­κτά ευ­ρύ­τε­ρη ανα­φο­ρά. Δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στην αγο­ραία ηδο­νή αλ­λά επε­κτεί­νε­ται, στη λαϊ­κή αντί­λη­ψη και στην ερω­τι­κή ζωή πα­ντρε­μέ­νων γυ­ναι­κών εκτός συ­ζυ­γι­κής κλί­νης. Εί­ναι αυ­τή η διεύ­ρυν­ση της ση­μα­σί­ας,[25] από την οποία αντλεί τη δύ­να­μή της η πα­ροι­μία Ού­τε εκ­κλη­σιά χω­ρίς κα­μπά­να, ού­τε χω­ριό χω­ρίς που­τά­να.
Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας την ανα­φο­ρά στην πα­ροι­μία ως πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο της συ­μπε­ρι­φο­ράς της που­τά­νας, επι­στρέ­φου­με στην αρ­χή και στην ευ­με­νή, συ­γκα­λυμ­μέ­νη ή όχι, στά­ση της λαϊ­κής θυ­μο­σο­φί­ας ένα­ντι της πόρ­νης:

Νά ’χα που­τά­νας ρι­ζι­κό, νά ’χα ακα­μά­τρας μοί­ρα (Γ. Πα­πα­τρέ­χας, 1957).
Που­τά­νας τύ­χη δε χά­νε­ται.
Οι που­τά­νες κι οι τρε­λές έχουν τις τύ­χες τις κα­λές.
Η που­τά­να κι η χα­ζή έχει την τύ­χη την κα­λή.

Δια­χέ­ε­ται η αμ­φι­ση­μία και η αντι­φα­τι­κή στά­ση της λαϊ­κής πα­ροι­μί­ας ένα­ντι της που­τά­νας. Τα­ξι­νο­μεί­ται η πόρ­νη μα­ζί με κα­τη­γο­ρί­ες γυ­ναι­κών που δεν ερ­γά­ζο­νται σκλη­ρά (τρε­λές, χα­ζή). Ασφα­λώς, εκ­κρε­μεί η οπτι­κή που χρη­σι­μο­ποιεί ο λαϊ­κός λό­γος για να δώ­σει συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο στις τρε­λές και τις χα­ζές.
Πα­ρ’ό­λα αυ­τά, η λαϊ­κή αντί­λη­ψη το­πο­θε­τεί στις ψυ­χω­φε­λείς υπη­ρε­σί­ες την πορ­νεία:

Όποιος δεν πλη­ρώ­νει την που­τά­να, πλε­ρώ­νει τον για­τρό (άγνω­στος συλ­λο­γέ­ας)

Ο Ηλί­ας Πε­τρό­που­λος εί­ναι από­λυ­τος: «Η πόρ­νη ασκεί ένα κοι­νω­νι­κό λει­τούρ­γη­μα, και δη υψί­στης ση­μα­σί­ας», υπο­γραμ­μί­ζει (ό.π., 7).

 

Για βαν αρά­δες τα φλω­ριά και αρά­δες τα δι­πλού­νια
Της κούρ­βας το κε­φά­λι

Η σχέ­ση του έρω­τα με το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι έχει προ­σελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον των ερευ­νη­τών/τριών.[26] Ωστό­σο, δεν υπάρ­χει κα­τη­γο­ρία τρα­γου­διών για την πορ­νεία. Συ­χνά, από κά­ποιους υπάρ­χει σύγ­χυ­ση σ’ αυ­τό το ση­μείο, και ταύ­τι­ση με τα απο­κριά­τι­κα τρα­γού­δια, που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από ελευ­θε­ριό­τη­τα στην εστί­α­ση των πε­ρι­πε­τειών των γεν­νη­τι­κών ορ­γά­νων στη διάρ­κεια των δια­κο­πών (Με­λί­κης, χ.χ.Κα­ρα­γιάν­νης, 1983· Κου­κου­λέ, 2019).
Έχουν προ­σελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον των με­λε­τη­τών τα ερω­τι­κά δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, όπως και οι πα­ρα­λο­γές που θί­γουν το θέ­μα της αι­μο­μι­ξί­ας και του φό­νου της αδελ­φής ή της κό­ρης και της μά­νας/συ­ζύ­γου για ερω­τι­κή σχέ­ση εκτός πα­ρα­δε­κτών νο­μι­μο­ποι­η­τι­κών θε­σμών (π.χ. γά­μος, Αυ­δί­κος 2023, 30-100).[27] Η πορ­νεία εί­ναι υπαι­νι­κτι­κή στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, ολι­γά­ριθ­μα τα τρα­γού­δια και διά­σπαρ­τα σε διά­φο­ρες ομά­δες. Για πα­ρά­δειγ­μα, εντο­πί­στη­καν δε­κα­τρία τρα­γού­δια, εκ των οποί­ων με­ρι­κά χω­ρο­θε­τού­νται σε γε­νι­κές κα­τη­γο­ρί­ες (Δη­μώ­δη άσμα­τα/Πα­χτί­κος, Άσμα­τα Συ­μπο­σί­ου/Λου­λου­δό­που­λος, Τρα­γού­δια πλα­στά/Passow), ένα τα­ξι­νο­μεί­ται στα Ακρι­τι­κά (Αλ. Πο­λί­της), ένα άλ­λο κα­τα­τάσ­σε­ται στις πα­ρα­λο­γές (Με­λα­χρι­νός) και τα υπό­λοι­πα στα ερω­τι­κά τρα­γού­δια (ερω­τί­δες αύ­ραι και ερω­τύ­λοι στό­νοι, Λε­λέ­κος) και της αγά­πης (Με­λί­κης).
Η μό­νη φο­ρά που γί­νε­ται ανα­φο­ρά σε που­τά­να, σε δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, ανι­χνεύ­ε­ται σε κλέ­φτι­κα τρα­γού­δια. Η χρή­ση της λέ­ξης εί­ναι με­τα­φο­ρι­κή

Τι κρύ­βε­σαι, Γιου­σούφ αγά, σαν την πα­λιο­που­τά­να,
και περ­πα­τείς μες στα χω­ριά, παι­δεύ­εις τους ρα­γιά­δες;

(Αλέξ. Πο­λί­της, 1976, σελ. 39, αρ. 18). 

Οι στί­χοι ανή­κουν στο τρα­γού­δι του «Ζα­χα­ρά­κη». Η λέ­ξη «πα­λιο­που­τά­να»[28] εί­ναι βρι­σιά[29] που εκτο­ξεύ­ε­ται ενα­ντί­ον του Γιου­σούφ πα­σά, ο οποί­ος με­τα­κι­νού­νταν από τό­πο σε τό­πο, προ­κει­μέ­νου να συ­να­ντή­σει τον ανυ­πό­τα­κτο κλέ­φτη Ζα­χα­ριά. Σε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση, σε δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι από τη Λευ­κά­δα, ο κα­τα­λη­κτή­ριος στί­χος προ­έρ­χε­ται από πα­ρα­λο­γή, που ανα­φέ­ρε­ται σε φό­νο για ερω­τι­κή σχέ­ση:

Άλε­θε, μύ­λε μου, άλε­θε μιας κούρ­βας το κε­φά­λι.
(Κο­ντο­μί­χης, 134)


Κούρ­βα[30] εί­ναι η πόρ­νη. Η λέ­ξη απα­ντά σε πα­ροι­μί­ες[31] αλ­λά και σε ποι­η­τι­κά δη­μιουρ­γή­μα­τα:

Κούρ­βες, μαυ­λί­στρες (α)πέ­φευ­γε, εις αύ­τες μην πη­γαί­νης,
να μη σε πιά­ση ασθέ­νεια και πέ­νη­τας μη γέ­νης.
(M. Derphanas 1924-1937, σελ. 15, στί­χοι 129-130)


Υβρι­στι­κά[32] χρη­σι­μο­ποιεί­ται η λέ­ξη και στην πα­ρα­λο­γή με τί­τλο «Της πλα­νε­μέ­νης κό­ρης» από το Κα­λα­μί­τσι Λευ­κά­δας (Κο­ντο­μί­χης 1985, 134). Στην πα­ρα­λο­γή η αδελ­φή κα­τα­κρε­ουρ­γεί­ται από τα αδέρ­φια της, για­τί πα­ρα­βί­α­σε τους κα­νό­νες της κοι­νο­τι­κής ηθι­κής, σύμ­φω­να με την οποία δεν επι­τρε­πό­ταν στα ανύ­πα­ντρα κο­ρί­τσια να επι­κοι­νω­νούν με ξέ­νους και να προ­σφέ­ρουν δώ­ρα, ακό­μη κι όταν αυ­τό κα­τα­λή­γει σε πρό­τα­ση γά­μου, η οποία, ωστό­σο, δεν δια­με­σο­λα­βή­θη­κε από τους έχο­ντες την εξου­σία στην οι­κο­γέ­νεια, τον πα­τέ­ρα ή τα αδέλ­φια.[33]
Υπαι­νι­κτι­κός εί­ναι ο λό­γος και σ’ άλ­λα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια. Απο­φεύ­γε­ται ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός. Εστιά­ζει στη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση από την κό­ρη ότι εί­ναι έγκυος και αφε­αυ­τού το γε­γο­νός εί­ναι αρ­κε­τό ώστε να τα­ξι­νο­μη­θεί στην κα­τη­γο­ρία της που­τά­νας, ως έχου­σα συ­μπε­ρι­φο­ρά πέ­ρα από τα κρα­τού­ντα

Κι από μι­κρός πα­ντρεύ­τη­κε, μι­κρή γυ­ναί­κα πή­ρε,
για­τ’ εί­χε να γε­νή πα­πάς, να γέ­νη κ’ οι­κο­νό­μος.
Το βρά­δυ ν-όπου πλά­για­σε, την ηύ­ρε φι­λη­μέ­νη,
κ’ η μά­να της την εύ­ρη­κε στο στρώ­μα λια­νι­σμέ­νη.

(Π. Αρα­βα­ντι­νός, 1880, σελ. 53, αρ. 62) 

Και σ’ αυ­τό το τρα­γού­δι, που ανή­κει στον ευ­ρύ κύ­κλο των πα­ρα­λο­γών, η γυ­ναί­κα του πα­πά έχει έκ­κε­ντρη ερω­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά, που την τα­ξι­νο­μεί στον χώ­ρο της κούρ­βας. Και αυ­τό τι­μω­ρεί­ται σκλη­ρά.
Η υπαι­νι­κτι­κό­τη­τα διευ­ρύ­νε­ται με τα τρα­γού­δια στα οποία η ηρω­ί­δα δια­πι­στώ­νει ότι εί­ναι έγκυος. Σ’ ένα από αυ­τά («Η Βουρ­γά­ρα και η πέρ­δι­κα», Γρε­βε­νών), η μι­κρή Βουρ­γά­ρα απο­φά­σι­σε να θά­ψει το νε­ο­γέν­νη­το, εξώ­γα­μο παι­δί της, κά­τι που προ­σπα­θεί να το απο­τρέ­ψει η πέρ­δι­κα. Η απά­ντη­ση, ωστό­σο, απο­κα­λύ­πτει την τρα­γι­κό­τη­τα της ίδιας της μά­νας και των βέ­βαιων συ­νε­πειών που θα αντι­με­τω­πί­σει αν μα­θευ­τεί το συμ­βάν:

― Αν έχης δώ­δε­κα που­λιά, τά ’χεις με την τι­μή σου,[34]
κ’ εγώ ’χω ένα μο­να­χό μό­ν’ τό­χω δί­χως άντρα.
― Αλ­λοιά του που στο φο­νι­κό θά­φτει την εντρο­πή του
.
(Π. Αρα­βα­ντι­νός, 1880, σελ. 182, αρ. 281) 

Το προ­σω­πι­κό κό­στος δια­φαί­νε­ται σ’ ένα τρα­γού­δι με τί­τλο «Η Γα­ρου­φα­λιά». Η ηρω­ί­δα πη­γαί­νει στα χω­ρά­φια να θε­ρί­σει και να δε­μα­τί­σει κι εκεί νιώ­θει τον σφά­χτη. Ακο­λου­θεί ο απο­κα­λυ­πτι­κός διά­λο­γος. Το τρα­γού­δι ολο­κλη­ρώ­νε­ται με την προ­οι­κο­νο­μία της τύ­χης της από την ίδια τη μά­να, η οποία τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει «κο­ψό­χρο­νη κι ολι­γο­ζω­ι­σμέ­νη»:

Μα­νού­λα μου, δεν κρύ­ω­σα, πλευ­ρί­τη δεν επή­ρα,
τρέ­ξε στη χώ­ρα για μαμ­μή, για­τ’εί­μ’ αγ­γα­στρω­μέ­νη!
―Τι λες, μω­ρή κο­ψό­χρο­νη κι ολο­γο­ζω­ι­σμέ­νη.

(Π. Αρα­βα­ντι­νός, 1880, σελ. 176, αρ. 270) 

Η αμ­φί­ση­μη και υπαι­νι­κτι­κή δια­χεί­ρι­ση της έκ­κε­ντρης ερω­τι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς της γυ­ναί­κας που την κα­τα­τάσ­σει στον χώ­ρο της που­τά­νας, για την το­πι­κή κοι­νό­τη­τα, γί­νε­ται πιο κα­τα­νοη­τή ως εκ­φρά­ζου­σα μια ανταλ­λα­κτι­κή, εκ­χρη­μα­τι­σμέ­νη ερω­τι­κή υπη­ρε­σία. Αυ­τό απο­τυ­πώ­νε­ται στο τε­λευ­ταίο τε­τρά­στι­χο,[35] στο χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νο ως ακρι­τι­κό τρα­γού­δι («Η δό­λια πε­θε­ρά»), από τη Δρό­πο­λη της Βο­ρεί­ου Ηπεί­ρου.

―Δε φταις εσύ, μω­ρ’ Κώ­σται­να, δε φταις εσύ, μω­ρ’ μά­τια.
σε
 φταί­ει η σκύ­λα η πε­θε­ρά κι η σκύ­λα η αντρα­δέρ­φη,
που πού­λη­σαν τη νύ­φη τους, σ’ εμέ­να τον Αρά­πη
και πή­ραν τα ’κα­τό φλω­ριά, τα πε­ντα­κό­σια ρού­πια.

(Κα­τσα­λί­δας, 2001, σελ. 93, αρ. 65) 

Στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τού του τρα­γου­διού έχου­με ακραία έκ­φρα­ση της απα­ρέ­σκειας της πε­θε­ράς ―αλ­λά και της κου­νιά­δας― προς τη νύ­φη, που εί­ναι κοι­νός τό­πος σε κά­ποιες πα­ρα­λο­γές. Αυ­τή η συ­μπε­ρι­φο­ρά απο­τε­λεί και την απαρ­χή της αφη­γη­μα­τι­κής εκτύ­λι­ξης του τρα­γου­διού.
Η νύ­φη που­λιέ­ται στον Αρά­πη, για την προ­σφο­ρά ερω­τι­κών υπη­ρε­σιών. Ξυ­πνά­ει στον οντά της αλα­φια­σμέ­νη και δια­πι­στώ­νει ότι τα αση­μο­κού­μπια από το φου­στά­νι της εί­ναι λυ­μέ­να. Οι δύο γυ­ναί­κες λει­τουρ­γούν ως μα­στρο­ποί, ενώ ο βια­στής Αρά­πης την απαλ­λάσ­σει από οια­δή­πο­τε προ­σω­πι­κή ενο­χή. Πλή­ρω­σε «τα ’κα­τό φλω­ριά, τα πε­ντα­κό­σια ρού­πια» σε πε­θε­ρά και αντρα­δέρ­φη για να αγο­ρά­σει τη σαρ­κι­κή ηδο­νή. 

Για κί­να κι έλα μια βρα­δυά κι ένα Σαβ­βά­του βρά­δυ…
Κι άμε στην μαυ­λο­γει­το­νιά

Δεν εί­ναι πολ­λά τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια στα οποία εί­ναι ορα­τή η εκ­χρη­μα­τι­σμέ­νη ηδο­νή, με ηρω­ί­δες γυ­ναί­κες πα­ντρε­μέ­νες. Η γυ­ναί­κα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται κρυ­φο­δα­νεί­στρα και ο άντρας της το μα­θαί­νει, κα­τά τη στε­ρε­ο­τυ­πι­κή αντί­λη­ψη, τε­λευ­ταί­ος:

Τρεις άρ­χο­ντες κι ο Μαυ­ραϊ­λής, τρεις άρ­χο­ντες κι ο αφέ­ντης,
αντά­μα τρώ­γαν κ’ έπι­ναν και δι­πλο­χαι­ρε­τιώ­νταν,
αντά­μα εί­χαν τους γρί­βες τους σ’ έναν ντα­βλά
[36] δε­μέ­νους.
Άλ­λοι παι­νειώ­νται στ’ άσπρα τους, άλ­λοι κ’ εις τα φλω­ριά τους,
κι’ ο Μαυ­ραϊλς παι­νειώ­τα­νε πό­χει όμορ­φη γυ­ναί­κα.
«Κα­λή γυ­ναί­κα Μαυ­ραϊ­λή, μα εί­ναι κρυ­φο­δα­νεί­στρα.
―Άσπρα έχει κι ας δα­νεί­ζε­ται, φλου­ριά κι ας κα­μα­ρώ­νη.
―Να δά­νει­ζ’ άσπρα και φλου­ριά, ήταν τι­μή δι­κή σου,
αυ­τή δα­νεί­ζει το φι­λί κ’ εί­ναι ντρο­πή δι­κή σου
.
για κού­ρε­ψε το γρί­βα σου και φλειά­σ’ τον βιρ­γι­νά­δι,
[37]
και σύ­ρε και ξε­πέ­ζε­ψε μέ­σ’ στου πα­πά το σπί­τι.
―Πα­πά κρα­σί, πα­πά ρα­κί, πα­πά κα­λό κο­νά­κι,
πα­πά μ’, ναι κό­ρη έμορ­φη να μεί­ν’ ο αφέ­ντης βρά­δυ.
―Ημείς κρα­σί, ημείς ρα­κί, ημείς κα­λό κο­νά­κι,
ημείς κό­ρη δεν έχο­με να μεί­ν’ ο αφέ­ντης βρά­δυ
.
εδώ στον πέ­ρα μα­χα­λά, στον άλ­λο απο­πέ­ρα,

εί­ναι ναι κό­ρη έμορ­φη, του Μαυ­ραϊ­λή η γυ­ναί­κα,
να μεί­νη ο αφέ­ντης βρά­δυ…

(Λα­μπρά­κης, 2013, σελ. 96-97, αρ. 72) 

Στο τρα­γού­δι η γυ­ναί­κα του Μαυ­ραϊ­λή έχει κρυ­φή ερω­τι­κή ζωή, όσο ο άντρας της απου­σιά­ζει από το σπί­τι. Φαί­νε­ται ότι σ’ αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση το κί­νη­τρο δεν εί­ναι η φτώ­χεια και η επι­βί­ω­ση αλ­λά η ανά­γκη του σώ­μα­τός της. Αυ­τό το δια­πι­στώ­νει ο Μαυ­ραϊ­λής, ο οποί­ος, με­ταμ­φιε­σμέ­νος, επι­στρέ­φει στον τό­πο του ζη­τώ­ντας ερω­τι­κές υπη­ρε­σί­ες. Τον πα­ρα­πέ­μπουν στο σπί­τι του, γε­γο­νός που μαρ­τυ­ρά ότι «όλοι το εί­χαν τού­μπα­νο κι αυ­τός κρυ­φό κα­μά­ρι». Ο λαϊ­κός ποι­η­τής δεν κά­νει ανα­φο­ρά σε μια εκ­χρη­μα­τι­σμέ­νη προ­σφο­ρά σαρ­κι­κής ηδο­νής.
Στην επό­με­νη πα­ρα­λο­γή ο σύ­ζυ­γος εί­ναι βέ­βαιος για τη Μαυ­ρια­νή του, ότι δη­λα­δή εί­ναι «κα­θά­ρια απ’ άλ­λον άντρα», κά­τι που αμ­φι­σβη­τεί­ται από την πα­ρέα του (Εμπρός σου παί­ζει και γε­λά κι οπί­σω σου δα­νεί­ζει). Με­ταμ­φιέ­ζε­ται και δια­πι­στώ­νει την αλή­θεια: 

κι αν θέ­λης και συ Μαυ­ρια­νή, αν θέ­λης να πι­στεύ­σης
άμ’ άλ­λα­ξε τα ρού­χα σου και βά­λ’ ασπρο­χιο­νά­τα
άλ­λα­ξε και τον μαύ­ρο σου και βά­λε του άλ­λη σέλ­λα
κι άμε στην μαυ­λο­γει­το­νιά, που εί­ν’ οι μαυ­λια­τά­δες
ζή­τα ψω­μί, ζή­τα κρα­σί, ζή­τα τα­γή του μαύ­ρου,
ζή­τα καί κό­ρην όμορ­φη αντά­μα της να μεί­νης.

Εδώ φαϊ, εδώ κρα­σί, εδώ ταή του μαύ­ρου.
―Εδώ κό­ρη δέν έχο­μεν αντά­μα της να μεί­νης
.
εί­ν’ η Κα­λή του Μαυ­ρια­νή, μ’ αμέ­τρη­τα το δί­νει.
―Αμέ­τε φέ­ρε­τέ μού τη­νε κι αμέ­τρη­τα τα δί­νω.
Εφί­λαν την κι ερώ­ταν την, φι­λά κι ανε­ρω­τά την.
 

Αυ­τό που εκ­πλήσ­σει σ’ αυ­τό το τρα­γού­δι εί­ναι η προ­τρο­πή των φί­λων του, αφού βά­λει ασπρο­χιο­νά­τα ρού­χα,[38] α πά­ει στη μαυ­λο­γει­το­νιά, που εί­ν’ οι μαυ­λια­τά­δες. Πρό­κει­ται, αναμ­φί­βο­λα, για μια μπορ­δε­λο­γει­το­νιά, σύμ­φω­να με τη δια­τύ­πω­ση του Πε­τρό­που­λου (ό.π., 61). Το πρώ­το συν­θε­τι­κό προ­έρ­χε­ται από το ου­σια­στι­κό «μαύ­λις» (μα­στρο­πός, Στα­μα­τά­κος, 1972, 600) και το ρή­μα «αυ­λί­ζω», απ’ όπου έχει τη ρί­ζα του και το ου­σια­στι­κό μαυ­λατ(ι)άδες (μα­στρο­ποί). Συ­νε­πώς, εί­ναι η γει­το­νιά των μα­στρο­πών. Πρό­κει­ται για μια τολ­μη­ρή δια­τύ­πω­ση, που βρί­σκε­ται, πραγ­μα­το­λο­γι­κά, σε αντί­στι­ξη με αυ­τό που συ­νέ­βαι­νε.
Το τρα­γού­δι αυ­τό έχει τη συ­νή­θη έξο­δο που εί­ναι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο μο­τί­βο στις πα­ρα­λο­γές, σ’ αντί­θε­ση με εκεί­νο της Μαυ­ρια­νής, το οποίο ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τη δια­πί­στω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ο κε­ρα­σφό­ρος σύ­ζυ­γος επι­χει­ρεί να εξα­ντλή­σει την πι­θα­νό­τη­τα λά­θους κι αυ­τό θα προ­έ­κυ­πτε από το ότι τον ανε­γνώ­ρι­σε και γι’ αυ­τό προ­σέ­φε­ρε τις ερω­τι­κές υπη­ρε­σί­ες στον άντρα της.

―Πές μου, Κα­λή­τσα μου να ζης, πες μου Κα­λή μου νά ’σαι,
από τον άντρα σ’ ώς εμέ ποιος εί­ν’ πιο πα­λη­κά­ρι ;
―Στα κάλ­λη κάλ­λιος εί­σαι συ, στα πλού­τη πλού­σιος εί­σαι,
μα πά­λι στην πα­λη­κα­ριά κάλ­λιος εί­ν’ ο δι­κός μου.

Και μέ­σα τα με­σά­νυ­χτα, δυο ώρες πριν να φέ­ξη
ο μαύ­ρος του χι­λι­μου­ντρά κ’ εκεί­ν’ εγνώ­ρι­σέ τον
.
―Διά­βαι­νε, ξέ­νε, διά­βαι­νε, για­τί μοί­ρα δεν έχεις
-
ο μαύ­ρος μας χι­λι­μου­ντρά, ο Μαυ­ρια­νής εί­ν’ κ’ ήλ­θε.

Η έξο­δος και η «κά­θαρ­ση» (Αυ­δί­κος, 2023, 56) για την κοι­νό­τη­τα επι­τυγ­χά­νε­ται με τον φό­νο της γυ­ναί­κας:

Μω­ρή σκύ­λα, μώ­ρ’ άνο­μη και νέ­γε­λοιο του κό­σμου,
τον μαύ­ρο μας εγνώ­ρι­σες κι εμέ­να για­τί όχι:
Βγά­λει αρ­γυ­ρο­μά­χαι­ρο απ’ τ’ αρ­γυ­ρό φη­κά­ρι
κ’ ήκο­ψε το κε­φά­λι της στης μά­νας της το πά­ει.

(Με­λα­χρι­νός, 1946, 152-153)

Ζεύ­γος ερα­στών και επι­δρο­μή του συ­ζύ­γου

 

Ξέ­νι μ’, αν θέ­λεις φί­λη­μα…

Σε μια κα­τη­γο­ρία τρα­γου­διών το αί­τη­μα του ξέ­νου, του πε­ρα­στι­κού, για φί­λη­μα συ­νο­δεύ­ε­ται από πλη­ρω­μέ­νη απά­ντη­ση από την πα­ντρε­μέ­νη γυ­ναί­κα, η οποία θέ­τει δια­τί­μη­ση στην προ­σφε­ρό­με­νη ερω­τι­κή ηδο­νή, στο τρα­γού­δι «Τ’ς Λέν­κους»[39]:

Κό­ρη μι τα ξαν­θά μαλ­λιά κι μι τα μαύ­ρα μά­τια,
κα­τέ­βα Λέν­κου μ’ κι άνοι­ξι την πόρ­τα την κα­ρέ­νια
[40]
ν’ έχου δυο λό­για να σι πω κι δυο να σι μι­λή­σου.
Ξέ­νι μ’ αν θέ­λεις φί­λη­μα, αν θέ­λεις μαύ­ρα μά­τια
για κί­να κι έλα μια βρα­διά κι ένα Σαβ­βά­του βρά­δυ,
δα πά­ν’η μά­να μ’ στ’ν εκ­κλη­σιά, άντραζ μου στ’ αρ­γα­στή­ρι
τα δυο μι­κρά πι­δά­κια μου δα πά­νι στου σκου­λεί­ου,
για κί­να κι έλα μια βρα­διά.

(Με­λί­κης, 2002, σελ. 18) 

Το μο­τί­βο αυ­τό γί­νε­ται συν­δε­τι­κός ιστός των τρα­γου­διών, τα οποία απο­κτούν διά­φο­ρες μορ­φές (πα­ραλ­λα­γές). Αυ­τό συμ­βαί­νει στο τρα­γού­δι της Θο­δω­ρού­λας (Λε­λέ­κος, 1868, 128-129). Ο ιστο­ρη­τής στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι προ­οι­κο­νο­μεί το θέ­μα εξαρ­χής. Στον φρα­γκο­μα­χα­λά η Θο­δω­ρού­λα επα­να­στά­τη­σε, σή­κω­σε «κόκ­κι­νο μπαϊ­ρά­κι». Φαί­νε­ται ότι το τρα­γού­δι έχει επάλ­λη­λες αλ­λα­γές, που δια­φο­ρο­ποιούν την υπό­στα­σή του και στρέ­φουν την έξο­δο του τρα­γου­διού σε μια κοι­νω­νι­κά απο­δε­κτή επι­λο­γή. Η αρ­χή που το­πο­θε­τεί­ται σε φρα­γκο­μα­χα­λά (γει­το­νιά Κα­θο­λι­κών), πιο συ­γκε­κρι­μέ­να σε στε­νά σο­κά­κια του, με το κόκ­κι­νο μπα­ριά­κι, υπαι­νίσ­σε­ται μια ορ­γα­νω­μέ­νη προ­σφο­ρά αγο­ραί­ας ηδο­νής:

Κά­τω στο φρα­γκο­μα­χα­λά,
Μω­ρ’ Θο­δω­ρού­λα
και στα στε­νά σω­κά­κια
η Θο­δω­ρού­λα σή­κω­σε το κόκ­κι­νο μπα­ριά­κι.
 

Ο Πε­τρό­που­λος υπο­στη­ρί­ζει ότι «το πε­ρί­φη­μο κόκ­κι­νο λα­μπιό­νι των μπορ­ντέ­λων μας ήρ­θε από τας Ευ­ρώ­πας, αλ­λά στην Ελ­λά­δα δεν έπια­σε» (ό.π., 89). Έχουν γρα­φτεί αρ­κε­τά για τη συμ­βο­λι­κή χρή­ση του κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος ως έκ­φρα­ση δύ­να­μης, εξου­σί­ας και έντα­σης (Setchell - Wickings 2005Elliot, Maier 2014). Πέ­ρα από αυ­τά, μαρ­τυ­ρεί­ται ότι το κόκ­κι­νο χρώ­μα πρω­το­χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε, με­τά τον Εμ­φύ­λιο στις ΗΠΑ, από τους ερ­γα­ζό­με­νους στην κα­τα­σκευή του σι­δη­ρο­δρό­μου. Σε δι­πλα­νό, γει­το­νι­κό χώ­ρο εγκα­τα­στά­θη­καν πόρ­νες, τις οποί­ες επι­σκέ­πτο­νταν τη νύ­χτα. Κά­θε ερ­γα­ζό­με­νος στις σι­δη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές κρε­μού­σε έξω από την πρό­χει­ρη σκη­νή το ατο­μι­κό του φα­νά­ρι, ώστε να γνω­ρί­ζουν πού θα τον ανα­ζη­τή­σουν σε πε­ρί­πτω­ση που υπήρ­χε κά­ποιο έκτα­κτο γε­γο­νός (Bullough V. - B. Bullough, 1987. Simmons 1989).
Ει­κά­ζου­με ότι «Θο­δω­ρού­λα» εί­ναι τρα­γού­δι που ξε­κί­νη­σε από ένα πα­ρά­δειγ­μα αγο­ραί­ας ηδο­νής, η οποία δεν πα­ρε­χό­ταν σε κά­ποιο ει­δι­κό κα­τά­στη­μα αλ­λά στο σπί­τι της κρυ­φο­δα­νεί­στρας. Η φή­μη, ωστό­σο, δια­δό­θη­κε σε όλο τον μα­χα­λά.

Κα­λό ήταν, Θο­δω­ρού­λα μου, να μοί­ρα­ζες πα­ρά­δες,
πα­ρά το ινά­μι
[41] πό­βγα­λες στους φρα­γκο­μα­χα­λά­δες. 

Η Θο­δω­ρού­λα γί­νε­ται γνω­στή ως πα­ρέ­χου­σα μι­σθω­μέ­νη ερω­τι­κή υπη­ρε­σία, γε­γο­νός που ο ανι­στο­ρη­τής απο­δο­κι­μά­ζει, με τον τρό­πο του. Η φή­μη εί­ναι εκεί­νη που υπο­νο­μεύ­ει την ατο­μι­κή ηθι­κή. Φαί­νε­ται ότι η φή­μη προ­κά­λε­σε την άφι­ξη πολ­λών εν­δια­φε­ρο­μέ­νων.[42] Κι έτσι πε­ρι­γρά­φε­ται το αί­τη­μα του πε­λά­τη και το κο­στο­λό­γιο των υπη­ρε­σιών από τη Θο­δω­ρού­λα.

―Θο­δώ­ρα, δος μας το φι­λί, δος μας τα μαύ­ρα μά­τια,
10 δος μας το μό­σχο απ τα μαλ­λιά, τη ζά­χα­ρι απ τ’α­χεί­λι.
―Ξέ­νε μ, σα θέ­λεις φί­λη­μα, σα θες και μαύ­ρα μά­τια,
αν θες και μό­σχο απ τα μαλ­λιά και ζά­χα­ρι απ τ’ αχεί­λι,
για βαν αρά­δες τα φλω­ριά και αρά­δες τα δι­πλού­νια,
και πάρ τα 
ν’ ελα μια βρα­διά, ένα σαβ­βά­το βρά­δυ
15 που και η μάν­να μ στην εκ­κλη­σιά και ο κύ­ρης μου στ’ αμπέ­λι,
τα δυω μ’ αδέρ­φια στο σχο­λειό π’ ο χά­ρως να τα πά­ρη,
κ’ εγώ με τα ξαν­θά μαλ­λιά στο πα­λαι­θύ­ρι στέ­κω.
 

Ώς αυ­τό το ση­μείο το τρα­γού­δι ακο­λου­θεί τη βα­σι­κή δο­μή, που πε­ρι­λαμ­βά­νει τη δο­σο­λη­ψία και την πρό­σκλη­ση του πε­λά­τη να την επι­σκε­φτεί στο σπί­τι της. Ωστό­σο, δη­μιουρ­γεί­ται η εντύ­πω­ση ότι όσα ακο­λου­θούν απο­τε­λούν νε­ό­τε­ρη προ­σθή­κη, ώστε να απα­λύ­νουν την κα­τα­φα­νώς εκ­πορ­νευ­μέ­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά της Θο­δω­ρού­λας. Προ­στί­θε­νται οι τε­λευ­ταί­οι στί­χοι:

Σου φκιά­νω σκά­λαις ν’ αναι­βής, σκά­λαις για να πα­τή­σης,
και μέ­σ’ στη μέ­ση του σπι­τιού τρία κρεβ­βά­τια εί­ναι.
Το­’να εί­ναι της μάν­νας μου, τ’ άλ­λο της αδερ­φής μου,
το τρί­το το καλ­λί­τε­ρο εί­ναι το εδι­κό μου.
Και αγά­λια αγά­λια πά­τη­σε μην τρί­ξη το κρεβ­βά­τι,
να μην τ’ ακού­ση η μά­να μου και η σκύ­λα η αδερ­φή μου.
Ο νέ­ος επα­ρα­πά­τη­σε και τρί­ζει το κρεβ­βά­τι.
―Μω­ρή, τι τρί­ζει η κλί­νη σου, τι τρί­ζει το κρε­βά­τι;
―Μάν­να μ’, ψύλ­λα με ιδά­κω­σε στη ρό­γα του βυ­ζιού μου,
και ’κα­μα να συ­γυ­ρι­σθώ και τρί­ζει το κρε­βά­τι.
  

Επι­χει­ρεί­ται μια αφη­γη­μα­τι­κή πι­ρου­έ­τα από τον με­τα­γε­νέ­στε­ρο τρα­γου­δι­στή, ώστε να προ­στα­τέ­ψει την κοι­νό­τη­τα. Ακό­μη, εκ­φρά­ζει μια πιο συ­ντη­ρη­τι­κή αντί­λη­ψη, της οποί­ας θύ­μα εί­ναι το ίδιο το τρα­γού­δι:

Μω­ρή σκύ­λα, μω­ρ’ άνο­μη, μω­ρή κα­τα­ρα­μέ­νη,
δεν εί­ναι ψύλ­λας δά­κω­μα που τρί­ζει το κρε­βά­τι,
πα­ρά εί­ναι ο νέ­ος που σ’ αγα­πά­ει, ο νέ­ος που θα σε πά­ρη.
 

Η ίδια ενη­με­ρώ­νει τον πε­λά­τη ότι η μά­να της απου­σιά­ζει από το σπί­τι. στη συ­νέ­χεια η μά­να βρί­σκε­ται στο σπί­τι που αντι­λαμ­βά­νε­ται, από το τρί­ξι­μο του κρε­βα­τιού και το δά­γκω­μα «στη ρό­γα του βυ­ζιού», ότι υπάρ­χει επί­σκε­ψη ερα­στή, πλέ­ον, τον οποίο ανα­γο­ρεύ­ει σε αγα­πη­μέ­νο της και μέλ­λο­ντα σύ­ζυ­γο, δια­μορ­φώ­νο­ντας ένα απο­δε­κτό νο­μι­μο­ποι­η­τι­κό πλαί­σιο για όσα συ­νέ­βη­σαν.

Σια­πού να τό­βρου του φλου­ρί, ιγώ εί­μι ένα φτου­χό πι­δί

Το τρα­γού­δι της «Θο­δω­ρού­λας» υπο­γραμ­μί­ζει τη με­τά­βα­ση του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού σε μια λο­γο­κρι­σία της έκ­φρα­σης αι­σθη­μά­των για την πλη­ρω­μέ­νη ηδο­νή. Σ’ ένα από τα τρα­γού­δια («Στης Πα­να­γιάς τού μα­να­στήρ΄»),[43] έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πη η προ­σφο­ρά ερω­τι­κών υπη­ρε­σιών με τον ρο­μα­ντι­σμό της αγά­πης. Στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή ανταλ­λάσ­σο­νται αι­σθή­μα­τα με αι­σθή­μα­τα, τα οποία όμως εί­ναι ατε­λέ­σφο­ρα:

Στης Πα­να­γιάς τού μα­να­στή­ρ' φυ­τρώ­νει μια τρια­ντα­φυλ­λιά.
Φυ­τρώ­νει μια τρια­ντα­φυλ­λιά, σι­βαί­νουν[44] βγαί­νουν τα που­λιά,
σι­βαί­νουν τα που­λιά τι­νά­ζουν τα τρια­ντά­φυλ­λα,
τι­νά­ζουν τα τρια­ντά­φυλ­λα, κι ’γώ ζουρ­λός τα μά­ζου­να,
κι ’γώ ου ζουρ­λός τα μά­ζου­να κι στην αγά­πη μ’ τα ’στειλ­να,
κι στην αγά­πη μ’ τα ’στειλ­να για να μι δώ­σ’ ένα φι­λί,
για να μη δώ­σ’ ένα φι­λί, του φί­λη­μα έχει ένα φλου­ρί,
του φί­λη­μα έχ’ ένα φλου­ρί, σια­πού να τό­βρου του φλου­ρί,
σια­πού
[45] να τό­βρου του φλου­ρί, ιγώ εί­μι ένα φτου­χό πι­δί.
(Με­λί­κης, 2022, 22) 

Η ηδο­νή εί­ναι αγο­ραία (το φί­λη­μα έχει ένα φλου­ρί). Ο λαϊ­κός ποι­η­τής δια­χει­ρί­ζε­ται την πρό­τα­ση με την προ­βο­λή ενός αδύ­να­του. Η οι­κο­νο­μι­κή δυ­σπρα­γία κα­θι­στά αδύ­να­τη την αγο­ρά των ερω­τι­κών υπη­ρε­σιών και το τρα­γού­δι οδη­γεί­ται σε μια έξο­δο, η οποία προ­στα­τεύ­ει τα χρη­στά ήθη των ακρο­α­τών και των τρα­γου­δι­στών.
Σε ένα άλ­λο τρα­γού­δι, από την ίδια πε­ριο­χή («Τ’ς Φα­νού­λας»),[46] η νε­α­ρή πα­ρα­πλα­νή­θη­κε δί­νο­ντας το αι­τού­με­νο φι­λί σ’ έναν «γκαρ­δια­κό», το οποίο χρυ­σο­πλη­ρώ­θη­κε με «Δώ­δε­κα κου­μά­τια λί­ρις κι αχώ­ρια τα φλου­ριά». Με άξο­να την εξα­γο­ρά του φι­λιού συ­γκρού­ο­νται δύο αντι­λή­ψεις:

Ποιος σι γέ­λα­σιν , Φα­νού­λου μ’, ποιος σι φί­λι­σιν;
―Δεν ’ταν ξέ­νους, μω­ρέ μάν­να μ’, δεν ’ταν μα­κρι­νός
γεί­του­νάς μας ήταν, μάν­να μ’, φί­λους γκαρ­δια­κός.
―Κι αν σι γέ­λα­σιν, Φα­νού­λου μ’, τι σι έδου­σιν;
―Δώ­δε­κα κου­μά­τια λί­ρις κι αχώ­ρια τα φλου­ριά.
―Πά­ρ’τα βά­λ’τα, βρε Φα­νού­λου ν’, βάλ­τα στου λι­μό σ᾿.
―Πώς να τα φου­ρέ­σου μάν­να μ’, στου κό­σμου πώς να βγω,
πά­ρ’ τα δώ­στα όλα πί­σου, τουν Κώ­στα αγα­πώ.

(Με­λί­κης, 2002, σελ. 29) 

Από τη μια, η μά­να που εί­ναι ρε­α­λί­στρια, πα­ρα­κι­νώ­ντας την να απο­δε­χτεί το χρη­μα­τι­κό πο­σό, και από την άλ­λη, η θυ­γα­τέ­ρα που εκ­φρά­ζει ένα άλ­λο ήθος. Ζη­τά­ει να επι­στρα­φούν τα φλου­ριά. Δεν μπο­ρεί να ενα­ντιω­θεί στο σύ­στη­μα αξιών της κοι­νό­τη­τας.

Ερω­τι­κή σκη­νή από ρω­μαϊ­κή τοι­χο­γρα­φία

Σαν εί­ν’ τα βόι­δια σ’ αχα­μνά, τ’ αλέ­τρι σου σπα­σμέ­νο

Σε όσα ανα­φέρ­θη­καν προ­στί­θε­νται και πέ­ντε τρα­γού­δια, τα οποία ορ­γα­νώ­νο­νται γύ­ρω από την επι­θυ­μία ―για σαρ­κι­κή ηδο­νή― ενός σκλη­ρά ερ­γα­ζό­με­νου που σό­δια­σε ένα σε­βα­στό χρη­μα­τι­κό πο­σό: «χί­λια φλου­ριά κα­ζά­ντη­σα και πε­ντα­κό­σια γρό­σια». Στα τέσ­σε­ρα απ’ αυ­τά η αφή­γη­ση εί­ναι πρω­το­πρό­σω­πη. Ο κα­πε­τά­νιος,[47] με­τα­νά­στης στη Βουρ­γα­ρία,[48] ένας κο­σμο­γυ­ρι­σμέ­νος (Όλουν τουν κό­σμου γύ­ρι­σα κι όλα τα βι­λα­έ­τια).[49] Σε μία μό­νη πε­ρί­πτω­ση η αφή­γη­ση εί­ναι τρι­το­πρό­σω­πη, στην αρ­χή, και ανα­φέ­ρε­ται σ’ έναν πα­σά που κα­τέ­βη­κε στον κά­μπο, όπου άνοι­ξε τα­βέρ­να, τό­πο συ­νά­ντη­σης της συ­ναλ­λα­γής για την αγο­ραία ηδο­νή.[50] 
Σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις στι­βα­ρή μορ­φή εί­ναι η Βουρ­γά­ρα ή Βουρ­γα­ρο­πού­λα που αντα­πο­κρί­νε­ται στην πρό­τα­ση για προ­σφο­ρά ερω­τι­κών υπη­ρε­σιών. Η πρό­τα­ση γί­νε­ται από τον εν­δια­φε­ρό­με­νο που έχει ισχυ­ρή επι­θυ­μία για ερω­τι­κή συ­νεύ­ρε­ση. Εμ­φα­νί­ζε­ται ως στε­ρη­μέ­νος από σε­ξουα­λι­κή ηδο­νή. Εν­δε­χο­μέ­νως, η επι­θυ­μία του εν­δυ­να­μώ­νε­ται από την πε­ποί­θη­ση ότι πλέ­ον έχει τα μέ­σα για να ζή­σει μιαν έντο­νη εμπει­ρία. Επι­θυ­μία του εί­ναι:

Να πλα­γιά­σω μια βρα­διά, σε δυο μη­λιαίς αντά­μα.
Να κοι­μη­θού­με μια βρα­διά σε πε­ρι­βό­λι μέ­σα.
Να κοι­μη­θού­μι αγκα­λιά, να κοι­μη­θού­μι αντά­μα.
Πά­ρ’ τα Βουρ­γά­ρα μια βρα­δυά να κοι­μη­θού­μ’ αντά­μα
.

Ο χώ­ρος εί­ναι ένας πε­ρι­βό­λι, κο­ντά σε μη­λιές. Σ’ ένα πε­ρι­βάλ­λον ορ­για­στι­κό, που υπαι­νίσ­σε­ται και το γυ­ναι­κείο στή­θος (σε δυο μη­λιαίς αντά­μα), ή την ανα­γέν­νη­ση του σώ­μα­τος μέ­σα σε ένα πρό­σφο­ρο πε­ρι­βάλ­λον.

Να πέ­φτουν τ’ άν­θια επά­νω μας τα μή­λα στην πο­διά μας.
Να ρί­χνουν τ’ άτια πά­νω μας, τ’ αρ­κού­δια με­ρω­μέ­να.
Μα βγή­κε η δό­λια κ’ έστρω­σε έξω στο πε­ρι­βό­λι,
Να πέ­φτη τ’ άν­θι απά­νω μας, τα μή­λα στην πο­διά μας.
Στρώ­νει πά­τους βα­σι­λι­κό, πά­τους και μαν­τσου­ρά­να,
μα βάλ­λει και προ­σκέ­φα­λο όλο γα­ρου­φα­λά­κια.
Σή­κου Μα­ριό και στρώ­σε μας έξω στο πε­ρι­βό­λι,
στρώ­σε πά­τους βα­σι­λι­κούς κα­λούς και μαν­ζου­ρά­νες,
βάλ­λε και στο προ­σκέ­φα­λο σα­ρά­ντα λί­τραις μό­σκο.
 

Η σκη­νή ανα­κα­λεί στη μνή­μη μο­τί­βα της Ανα­το­λής και ρο­μα­ντι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Δια­μορ­φώ­νε­ται ένα αι­σθη­σια­κό πε­ρι­βάλ­λον, που έρ­χε­ται σε κα­τα­φα­νή αντί­θε­ση με τα λι­τά εκ­φρα­στι­κά μέ­τρα. Αυ­τό που προ­κα­λεί απο­ρία εί­ναι ότι ο λαϊ­κός ποι­η­τής δα­νεί­ζε­ται ένα μο­τί­βο, ώστε να στη­ρί­ξει την εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας. Εν­δε­χο­μέ­νως, ο με­τα­γε­νέ­στε­ρος τρα­γου­δι­στής εί­χε εκ­παι­δευ­τι­κό υπό­βα­θρο και γνώ­ση της αντί­στοι­χης επώ­νυ­μης δη­μιουρ­γί­ας.
Προ­κα­λεί απο­ρί­ες, ωστό­σο, η πρό­θυ­μη αντα­πό­κρι­ση της Βουρ­γα­ρο­πού­λας (Με­τά χα­ράς σ’ αφέ­ντη μου να κοι­μη­θού­μ’ αντά­μα, Passow, 1859, 360) στην πρό­τα­ση του πρα­μα­τευ­τή, αν αυ­τό το γε­γο­νός συν­δυα­στεί με την εξέ­λι­ξη της υπό­θε­σης. Η άμε­ση και χω­ρίς οιον­δή­πο­τε δι­σταγ­μό απο­δο­χή της σε­ξουα­λι­κής συ­ναλ­λα­γής εύ­λο­γα επι­τρέ­πει την υπό­θε­ση ότι η Βουρ­γα­ρο­πού­λα εί­ναι πόρ­νη, γε­γο­νός που δεν ήταν ξέ­νο προς τις πρα­κτι­κές των παν­δο­χεί­ων και τα­βερ­νών, που απευ­θύ­νο­νταν σε τα­ξι­διώ­τες. Η εξέ­λι­ξη του συ­γκε­κρι­μέ­νου τρα­γου­διού δη­μιουρ­γεί απο­ρί­ες:

Κι ο νιος από ταις μυ­ρο­διαίς έπε­σ’, απο­κοι­μή­θη
και το τα­χύ ση­κώ­θη­κε σαν μή­λο μα­ραμ­μέ­νο.
―Δός μου κυ­ρά μ’ τα γρό­σια μου, δος μου και τα  φλω­ριά μου.
―Εγώ χω­ρά­φι σου­’δω­σα να σπεί­ρης, να θε­ρί­σης,
μα ’τον τα βό­δια σ’ αχα­μνά, τ’ αλέ­τρια τσα­κι­σμέ­να
και το γυ­νί ξε­μπού­λω­το.
 

Με δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις στις λέ­ξεις, το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι το ίδιο. Ο πε­λά­της απο­κοι­μή­θη­κε και όταν ξυ­πνά­ει, έντρο­μος θυ­μά­ται ότι έδω­σε όλα τα χρή­μα­τά του, χω­ρίς όμως να λά­βει την ηδο­νή. Η απά­ντη­ση της Βουρ­γά­ρας εί­ναι απο­λαυ­στι­κή: 

α.
―Εγώ χω­ρά­φι σού ’δω­σα να σπεί­ρης να θε­ρί­σης,
σαν εί­ναι τα βώ­δια σου άρ­ρω­στα, το αλέ­τρι σου σπα­σμέ­νο!
Σύ­ρε, ξέ­νε, στην ξε­νη­τειά να κα­ζα­ντή­σης κι άλ­λα.
(Πα­χτί­κος, 1905, 340)


β.
Κι εγώ χω­ρά­φι σ’ έδω­κα να κά­μης να ορ­γώ­σης -
και συ τα βώ­δια σ’ άρ­ρω­στα, τ’ αλέ­τρι τσα­κι­σμέ­νο.
Σύ­ρε, ξέ­νε μ’, στον τό­πο σου, κι άλ­λα να κερ­δή­σης
και στο γύ­ρι­σμά σου πέ­ρα­σ’ πά­λι απ’ έδώ.

(Λου­λου­δό­που­λος , 1903, 58, 47)


γ.
Και ο νε­ός απο­κοι­μή­θη­κε από τη μυ­ρω­διά τους,
και την αυ­γή ση­κό­νε­ται σα μή­λο μα­ρα­μέ­νο,
σα μή­λο, σαν τρα­ντά­φυλ­λο, σαν κί­τρο μα­ρα­μέ­νο.
Δος μου, Βουρ­γά­ρα μ’, τ’ άσπρα μου, δος μου και τα φλω­ριά μου
.
―Βρε γω χω­ρά­φι σου ’δο­σα να σπεί­ρης να θε­ρί­σης.

Σαν εί­ν’ τα βόι­δια σ’ αχα­μνά, τ’ αλέ­τρι σου σπα­σμέ­νο
και ο ζευ­γο­λά­της άρ­ρω­στος, βα­ρεά για να πε­θά­νη;

(Λε­λέ­κος, 1868, 118-119, αρ. 96)

δ.
Δος μου, Βουρ­γά­ρα μ’, τα φλου­ριά μ’, τα πι­ντα­κό­σια γρό­σια.
―Ιγώ χου­ρά­φι σ’ έδου­σα να σπεί­ρεις, να θι­ρί­σεις
μα ήταν τα βό­δια σ’ άρ­ρου­στα, τ’ αλέ­τρι σ’ τσα­κι­σμέ­νου
κι του υνί σ’ ξι­βού­λου­του κα­τα­χα­ντα­κου­μέ­νου.
(Με­λί­κης, 2002, σελ. 27) 

Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι δια­μορ­φώ­νει την εντύ­πω­ση, σε όλες τις πα­ραλ­λα­γές του, πως ο πε­λά­της έπε­σε θύ­μα εξα­πά­τη­σης από τη Βουρ­γά­ρα. Το σκη­νι­κό ήταν η χρή­ση λου­λου­διών και μυ­ρω­δι­κών που θα διευ­κό­λυ­ναν να απο­κοι­μη­θεί ο τα­ξι­διώ­της, ο έτσι κι αλ­λιώς εξα­ντλη­μέ­νος. Η αί­σθη­ση αυ­τή αυ­ξά­νε­ται στην πα­ραλ­λα­γή που κα­τα­γρά­φει ο Γιώρ­γης Με­λί­κης («Τ’ς Βουρ­γα­ρο­πού­λας»)[51]:

Όλουν τουν κό­σμου γύ­ρι­σα κι όλα τα βι­λα­έ­τια
κι από­χτη­σα χί­λια φλου­ριά κι πι­ντα­κό­σια γρό­σια,
σε μια βρα­διά τα ξό­δι­ψα για μια βουρ­γα­ρο­πού­λα,
να κοι­μη­θού­μι αγκα­λιά, να κοι­μη­θού­μι αντά­μα.
Βουρ­γά­ρα ήταν έξυ­πνη κι απ’ άλ­λους μα­θη­μέ­νη
κρα­σί, ρα­κί τουν έδου­σιν όσπου να του μι­θύ­σει
κι του προυί σα ξύ­πνη­ι­σιν κι ήρ­θιν στα λουι­κά του.
 

Στην πα­ραλ­λα­γή εί­ναι εμ­φα­νής ο μη­χα­νι­σμός της απά­της, που χρη­σι­μο­ποιεί ένα κλα­σι­κό μο­τί­βο της, το με­θύ­σι. Η Βουρ­γά­ρα νί­πτει τας χεί­ρας της. Η ίδια έθε­σε στη διά­θε­σή του το κορ­μί της. Χρη­σι­μο­ποιεί γνω­στές με­τα­φο­ρές από τον λαϊ­κό πο­λι­τι­σμό γι’ αυ­τά τα μέ­σα:

α. Χω­ρά­φι να σπεί­ρης να θε­ρί­σης
β. Χω­ρά­φι να ορ­γώ­σης
γ. Χω­ρά­φι σού ’δω­σα να σπεί­ρης, να θε­ρί­σης
δ. Χω­ρά­φι να σπεί­ρης, να θε­ρί­σης
ε. Χω­ρά­φι να σπεί­ρης, να θε­ρί­σης 

Η γυ­ναί­κα ανα­πα­ρι­στά­νε­ται ως χω­ρά­φι. Ήταν έτοι­μο για όρ­γω­μα που χρη­σι­μο­ποιεί­ται μια φο­ρά. Τα υπό­λοι­πα τρα­γού­δια προ­τι­μούν το δί­δυ­μο των ρη­μά­των «να σπεί­ρης, να θε­ρί­σης».
Με­τα­θέ­τει, συ­νε­πώς, την ευ­θύ­νη στον πε­λά­τη, ο οποί­ος πα­ρο­μοιά­ζε­ται ως γε­ωρ­γός του οποί­ου τα γε­ωρ­γι­κά ερ­γα­λεία εί­ναι χα­λα­σμέ­να, ώστε να αντα­πο­κρι­θεί στο έρ­γο του. Οι φρά­σεις εί­ναι σχε­δόν στε­ρε­ο­τυ­πι­κές:

α. Τα βώ­δια σου άρ­ρω­στα, το αλέ­τρι σου σπα­σμέ­νο
β. Τα βώ­δια σου άρ­ρω­στα, τ’ αλέ­τρι τσα­κι­σμέ­νο
γ. Τα βόι­δια σ’ αχα­μνά, τ’ αλέ­τρι σ’ σπα­σμέ­νο
ο ζευ­γο­λά­της άρ­ρω­στος, βα­ρεά για να πε­θά­νη;
δ. Μα ήταν τα βό­δια σ’ άρ­ρου­στα, τ’ αλέ­τρι σ’ τσα­κι­σμέ­νου
κι του υνί σ’ ξι­βού­λου­του κα­τα­χα­ντα­κου­μέ­νου

Η ευ­θύ­νη, λοι­πόν, ανή­κει στον πε­λά­τη. Συμ­βο­λι­κο­ποιού­νται τα γεν­νη­τι­κά όρ­γα­νά του. Τα βό­δια (όρ­χεις) εί­ναι άρ­ρω­στα ή αχα­μνά και το αλέ­τρι (πέ­ος) σπα­σμέ­νο ή τσα­κι­σμέ­νο. Σε δύο τρα­γού­δια η από­δο­ση της ευ­θύ­νης επε­κτεί­νε­ται και σε δεύ­τε­ρο στί­χο. Ο ζευ­γο­λά­της εί­ναι άρ­ρω­στος, συ­νε­πώς δεν εί­χε τις δυ­νά­μεις να λά­βει την ηδο­νή. Με άλ­λα λό­για, τον κα­τη­γο­ρεί για σε­ξουα­λι­κή ανι­κα­νό­τη­τα, η οποία ει­κο­νο­ποιεί­ται στο τρα­γού­δι από τη Με­λί­κη (κι του υνί σ’ ξι­βού­λου­του κα­τα­χα­ντα­κου­μέ­νου). Δεν έγι­νε η σε­ξουα­λι­κή πρά­ξη, επει­δή το υνί (το πέ­ος) αδυ­να­τού­σε να αντα­πο­κρι­θεί.
Ωστό­σο, η αί­σθη­ση της πλε­κτά­νης εντεί­νε­ται από τα λό­για της Βουρ­γα­ρο­πού­λας, με τα οποία τε­λειώ­νουν δύο τρα­γού­δια:

Σύ­ρε ξέ­νε στην ξε­νη­τειά να κα­ζα­ντή­σης κι άλ­λα.
(Πα­χτί­κος , 1905, 340)

―Σύ­ρε, ξέ­νε μ’, στον τό­πο σου, κι άλ­λα να κερ­δή­σης
και στο γύ­ρι­σμά σου πέ­ρα­σ’ πά­λι απ’ έδώ.
(Λου­λου­δό­που­λος , 1903, 58, 47) 

Με λι­τό και υπαι­νι­κτι­κό τρό­πο απο­κα­λύ­πτε­ται ο κυ­νι­σμός του μη­χα­νι­σμού της απά­της, ο οποί­ος έχει στη­θεί για να πα­ρα­πλα­νή­σει στε­ρη­μέ­νους τα­ξι­διώ­τες και ξε­νι­τε­μέ­νους.
Η πορ­νεία, προ­φα­νώς, εί­ναι ένα πα­γκό­σμιο φαι­νό­με­νο, που έχει τις ρί­ζες της στο απώ­τα­το πα­ρελ­θόν. Σ’ αυ­τήν ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή δια­φο­ρο­ποι­ή­θη­κε και απέ­κτη­σε διά­φο­ρες μορ­φές. Ήταν ανα­με­νό­με­νο αυ­τή η διά­στα­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας να απο­τυ­πω­θεί και σε διά­φο­ρα εί­δη του λαϊ­κού πο­λι­τι­σμού. Εκεί επι­κε­ντρώ­θη­κε το κεί­με­νο, ιδί­ως στις πα­ροι­μί­ες και στα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια.
Στις πα­ροι­μί­ες χρη­σι­μο­ποιεί­ται η συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή του λαϊ­κού λό­γου, με με­τα­φο­ρι­κό τρό­πο, ώστε να σχο­λιά­σει κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές. Αυ­τό, όμως, έχει ως πρω­το­γε­νές υλι­κό την πα­ρα­τή­ρη­ση της συ­μπε­ρι­φο­ράς της πόρ­νης, εί­τε αυ­τής που προ­σφέ­ρει εκ­χρη­μα­τι­σμέ­νες υπη­ρε­σί­ες εί­τε της γυ­ναί­κας που έχει έκ­κε­ντρη κοι­νω­νι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­το το γε­γο­νός ότι η που­τά­να πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ανα­ξιό­πι­στη και αρ­νη­τι­κό κοι­νω­νι­κό πρό­τυ­πο. Η θε­τι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται ελά­χι­στα και συ­χνά αυ­το­α­ναι­ρεί­ται από άλ­λη πα­ροι­μία.
Στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι τα τρα­γού­δια με ανα­φο­ρές στην πορ­νεία δεν έχουν ιδιαί­τε­ρη τα­ξι­νό­μη­ση. Δια­χέ­ο­νται σε διά­φο­ρες κα­τη­γο­ρί­ες. Έχω την εντύ­πω­ση ότι θα έχουν λο­γο­κρι­θεί από τους συλ­λο­γείς. Εί­ναι βέ­βαιο ότι κά­ποια αυ­τά έχουν υπο­στεί πα­ρεμ­βά­σεις από τους δη­μιουρ­γούς (;), ώστε η εξέ­λι­ξή τους να εί­ναι συμ­βα­τή με το απο­δε­κτό κοι­νω­νι­κό πρό­τυ­πο.
Πα­ρ’ όλα αυ­τά, όσα τρα­γού­δια απο­δελ­τιώ­θη­καν επι­τρέ­πουν να κα­τα­νοη­θεί ότι η πορ­νεία πα­ρει­σφρέ­ει στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, συ­χνά υπαι­νι­κτι­κά και με τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση συμ­βο­λι­κών εκ­φρα­στι­κών μέ­σων.
Το κεί­με­νο αυ­τό δεν κλεί­νει το θέ­μα. Κα­τα­θέ­τει μια πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Άγνω­στος Συλ­λο­γέ­ας, «Που­τά­να», http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​249392
Άγνω­στος Συλ­λο­γέ­ας, «Που­τά­να», http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​browse?​rpp=20&​off​set=50&​etal=-​1&​sort_​by=-​1&​typ​e=lem​ma&​val​ue=%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%84%CE%AC%CE%BD%CE%B1&​ord​er=ASC
Addiss Stephen, “Hat A Dao, the Sung Poetry of North Vietnam”, Journal of the American Oriental Society 93 (1973): 18-11.
Agrawal Anuja, «Kinship and trafficking the case of the Bedia community», Canadian Women Studies 22 (2003) : 131-135.­
Αλε­ξί­ου Στυ­λια­νός (επιμ.), Βα­σί­λειος Δι­γε­νής Ακρί­της και τα άσμα­τα του Αρ­μού­ρη και του υιού του Αν­δρο­νί­κου. Βι­βλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας, Αθή­να 2013.
Αρα­βα­ντι­νός Π., Συλ­λο­γή Δη­μω­δών Ασμά­των εκ­δι­δο­μέ­νη υπό των υιών αυ­τού. Εκ του Τυ­πο­γρα­φεί­ου Πέ­τρου Περ­ρή, εν Αθή­ναις 1880 (ανα­τύ­πω­ση, Δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια της Ηπεί­ρου. Εκ­δό­σεις Δα­μια­νός-Δω­δώ­νη 1996).
Αυ­δί­κος Ευάγ­γε­λος, Ει­σα­γω­γή στις Σπου­δές του Λαϊ­κού Πο­λι­τι­σμού. Εκ­δό­σεις Κρι­τι­κή 2009.
Αυ­δί­κος Ευάγ­γε­λος, Η Πό­λη. Λα­ο­γρα­φι­κές και Εθνο­γρα­φι­κές Οπτι­κές. Εκ­δό­σεις Ι. Σι­δέ­ρης 2016.
Αυ­δί­κος Ευάγ­γε­λος Γρ., «Ει­σα­γω­γή». Στον τό­μο Ε. Αυ­δί­κος Ελ. Αγ­γε­λί­να, Σ. Κο­ζιού (επιμ.), Πρα­κτι­κά συ­νε­δρί­ου «Ο έρω­τας μέ­σα από το Δη­μο­τι­κό Τρα­γού­δι» αφιε­ρω­μέ­νο στον Claude Fauriel (1772-1844). Δή­μος Λί­μνης Πλα­στή­ρα, Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λί­ας/Τμή­μα Ιστο­ρί­ας, Αρ­χαιο­λο­γί­ας και Κοι­νω­νι­κής Αν­θρω­πο­λο­γί­ας, Γε­νι­κά Αρ­χεία του Κρά­τους Νο­μού Καρ­δί­τσης, Καρ­δί­τσα 2020, σελ. 13-38.
Αυ­δί­κος Ευάγ­γε­λος Γρ., Έρω­τας ο επί­βου­λος και το Δη­μο­τι­κό Τρα­γού­δι. Πά
­θη και Πό­νοι. Manifesto, Αθή­να 2023.
Bauman R. - G. Briggs, “Poetics and Performances as Critical Perspectives on Language and Social Life”, Annual Review of Anthropology 19 (1990): 59-88.
Βρό­ντης Α., Της Ρό­δου πα­ρα­δό­σεις και τρα­γού­δια. Τύ­ποις «Απόλ­λω­νος», Εν Ρό­δω 1930.
Bullough, V. L., B. Bullough, Women and prostitution: A social history. Prometheus, Buffalo, NY 1987.
Burkert Walter, 
Αρ­χαία Ελ­λη­νι­κή Θρη­σκεία. Αρ­χαϊ­κή και κλασ­σι­κή θρη­σκεία, μτ­φρ. Ν. Π. Μπε­ζε­ντά­κος - Αφρ. Αβα­για­νού. Εκ­δό­σεις Καρ­δα­μί­τσα 1993.
Γε­ωρ­γιά­δης Νέ­αρ­χος, Ρε­μπέ­τι­κο και πο­λι­τι­κή, 3η έκ­δο­ση. Σύγ­χρο­νη Επο­χή 2009.
Δα­μια­νά­κος Στά­θης, «Πρό­λο­γος». Στο βι­βλίο: Γιάν­νης Ζαϊ­μά­κης, «Κα­τα­γώ­για ακ­μά­ζο­ντα». Πα­ρέκ­κλι­ση και πο­λι­τι­σμι­κή δη­μιουρ­γία στον Λάκ­κο Ηρα­κλεί­ου (1900-1940). Πλέ­θρον 1999, σελ. 13-19.
Δα­μια­νά­κος Στά­θης, Πα­ρά­δο­ση ανταρ­σί­ας και λαϊ­κός πο­λι­τι­σμός. Πλέ­θρον 2003.
Davidson J., Αρ­χαί­οι Αθη­ναί­οι. Ηδο­νές, κα­τα­χρή­σεις και πά­θη, μτ­φρ. Χίλ­ντα Πα­πα­δη­μη­τρί­ου. Πε­ρί­πλους, Αθή­να 2003.
Δη­μο­σθέ­νης, Κα­τά Νε­αί­ρας, τ. 15, μτ­φρ. φι­λο­λο­γι­κή ομά­δα Κά­κτου. Κά
­κτος 1994.
Elliot A. J., M. A. Maier (2014), “Color psychology: effects of perceiving color on psychological functioning in humans”, Annual Review of Psychology 65 (2014): 95-120.
Ζαϊ­μά­κης Γιάν­νης, «Κα­τα­γώ­για ακ­μά­ζο­ντα». Πα­ρέκ­κλι­ση και πο­λι­τι­σμι­κή δη­μιουρ­γία στον Λάκ­κο Ηρα­κλεί­ου (1900-1940). Πλέ­θρον 1999.
Fipro Christina, «Sex and Song: Clandestine Prostitution in Tonkin’s Ả Đào Music Houses», Journal of Vietnamese Studies 11.2 (2016): 1-36.
Flacelière R., Ο έρω­τας στην Αρ­χαία Ελ­λά­δα, μτ­φρ. Αντρέ­ας Κα­ρα­ντώ­νης, εκδ. Πα­πα­δή­μα 2009.
Foucault, Μ., Οι μη κα­νο­νι­κοί. Πα­ρα­δό­σεις στο Κο­λέ­γιο της Γαλ­λί­ας, 1974-1975, μτ­φρ. Σ. Σια­μαν­δού­ρας, Εστία 2012.
Καν­δη­λώ­ρος Τά­κης Χ., «Κρύ­βω», αρ. 489, 581, Γορ­τυ­νία Αρ­κα­δί­ας http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​273794
Καν­δη­λώ­ρος Τά­κης Χ., «Κε­ρα­τάς», αρ. 482, 725, Γορ­τυ­νία Αρ­κα­δί­ας
http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​205813
Κα­πλά­νο­γλου Γε­ώρ­γιος Κ. - Μα­ριάν­θη Γ. Κα­πλά­νο­γλου, Πα­ροι­μί­ες της Κο­ζά­νης. Θέ­μα­τα - Χρή­σεις - Ερ­μη­νεί­ες. Αθή­να 2012.
Κα­ρα­γιάν­νης Βαγ­γέ­λης, Τα αδιά­ντρο­πα Λε­σβια­κά Λα­ο­γρα­φι­κά, πρό­λο­γος Μ. Γ. Με­ρα­κλή. Εκ­δό­σεις Φι­λιπ­πό­τη 1983.
Karaiskakis Sitsa, “Das Lehrgeducht. Λό­γοι δι­δα­κτι­κοί του πα­τρός προς τον υιόν Von Markos Derphanas 1543”Λα­ο­γρα­φία 11 (1934-37): 1-66.
Κα­ρί­να Αλε­ξάν­δρα, Επαγ­γέλ­μα­τα και ονό­μα­τα γυ­ναι­κών ως έμ­φυ­λες ανα­πα­ρα­στά­σεις στο αστι­κό λαϊ­κό και στο ρε­μπέ­τι­κο τρα­γού­δι. Αρι­στο­τέ­λειο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης/Παι­δα­γω­γι­κή Σχο­λή/Τμή­μα Επι­στη­μών Προ­σχο­λι­κής Αγω­γής/Πρό­γραμ­μα Με­τα­πτυ­χια­κών Σπου­δών/Επι­στή­μες της Αγω­γής, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2018.
Κα­τσα­λί­δας Γρη­γό­ρης Ν., Δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια από τη Βό­ρειο Ήπει­ρο, ει­σα­γω­γή – επι­μέ­λεια – συ­γκρι­τι­κή σκέ­ψη Γ. Δ. Κα­ψά­λης. Εκ
­δό­σεις Gutenberg 2001.
Kelly R.C., Etoro Social Structure: A Study in Structural Contradiction. An Arbor : University of Michgan Press.
Κολ­λυ­βά-Χα­τζη­μι­χά­λη Αγ­γε­λι­κή, «Που­τά­να», αρ. 1423, φυλ. 36Α, αρ.289, Χφ. Κολ­λυ­βά, Επτά­νη­σος http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​254527
Κολ­λυ­βά-Χα­τζη­μι­χά­λη Αγ­γε­λι­κή, Αρ. 1423, φύλ. 38 Β, Χφ. Κολ­λυ­βά http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​254547
Κο­ντο­μί­χης Πα­ντα­ζής, Δη­μο­τι­κά Τρα­γού­δια της Λευ­κά­δας. Εκ­δό­σεις Γρη­γό­ρη 1985.
Κου­κου­λέ Μαί­ρη, Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Αθυ­ρο­στο­μία. Νε­φέ­λη 2019.
Λε­λέ­κος Μι­χα­ήλ Σ., Δη­μο­τι­κή Αν­θο­λο­γία. Εκ των Πιε­στη­ρί­ων Νι­κο­λά­ου Ρου­σο­πού­λου, Εν Αθή­ναις 1868.
Λε­ντά­κης Α., Ιε­ρά Πορ­νεία. Δω­ρι­κός 1990.
Λε­ντά­κης Α., Ο έρω­τας στην Αρ­χαία Ελ­λά­δα: οι εταί­ρες, τό­μος 4, Κα­στα­νιώ­της, 1999.
Λε­σβια­κά Λα­ο­γρα­φι­κά – Τα αδιά­ντρο­πα – Πα­ροι­μί­εςhttps://​myt​ilin​ia-​dia​lekt​os.​blo​gspo​t.​com/​2010/​01/​blog-​post_​17.​html, ανάρ­τη­ση 17 Ια­νουα­ρί­ου 2010, επί­σκε­ψη 8 Οκτω­βρί­ου 2023.
Lister Kate, Εταί­ρες, ιε­ρό­δου­λες και πόρ­νες. Ιστο­ρία του αγο­ραί­ου έρω­τα, μτ­φρ. Ηλί­ας Μα­γκλί­νης. Εκ­δό­σεις Κα­πόν 2021.
Λιου­δά­κι Μα­ρία, «Που­τά­να», αρ. 1148, σελ. 178, Σι­γή Βι­θυ­νί­ας http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​263104
Λου­κια­νός, Εται­ρι­κοί Διά­λο­γοι, μτ­φρ. φι­λο­λο­γι­κή ομά­δα Κά­κτου, Κά­κτος 1992.
Λου­λου­δό­που­λος Μιλ­τιά­δης Α. , Ανέκ­δο­τος Συλ­λο­γή ηθών, εθί­μων, δημ. ασμά­των, προ­λή­ψε­ων, δει­σι­δαι­μο­νιών, πα­ροι­μιών, αι­νιγ­μά­των, κλπ των Κα­ρυών (επαρ­χί­ας Κα­βα­κλή). Τυ­πο­γρα­φεί­ον «Αμοι­βαιό­της», Εν Βάρ­νη 1903.
Μα­νασ­σεί­δης Συ­με­ών Α., «Άρ­χο­ντας», αρ. 360-168-113
http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​152771
Με­λα­χρι­νός Από­στο­λος, Δη­μο­τι­κά Τρα­γού­δια. Ει­σα­γω­γή, Ανέκ­δο­τα, Κλέ­φτι­κα, Ιστο­ρι­κά, Ακρι­τι­κά, Πα­ρα­λο­γές, Της Αγά­πης. Έκ­δο­ση Βι­βλιο­πω­λεί­ου Πέ­τρου Κα­ρα­βά­κου, Αθή­να 1946.
Με­λί­κης Γιώρ­γης (συλ­λο­γή –επι­μέ­λεια), Τα Λα­ο­γρα­φι­κά της Με­λί­κης. Με­λε­τή­μα­τα, τό­μος Β΄. Λα­ο­γρα­φι­κός Όμι­λος Με­λί­κης και Πε­ρι­χώ­ρων, 1985/Ανα­τύ­πω­ση από Δή­μο Με­λί­κης 2002.
Μη­τσά­κης Μι­χα­ήλ, «Η κυ­ρά Κώ­σται­να». Στον τό­μο Μ. Μη­τσά­κης, Αφη­γή­μα­τα και τα­ξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις, τό­μος Α΄, φι­λο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια Μα­νό­λης Σέρ­γης. Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Βι­βλιο­θή­κη-΄Ιδρυ­μα Κώ­στα και Ελέ­νης Ου­ρά­νη, Αθή­να , σελ. 362-370.
Μου­στά­κα Χα­ρί­κλεια,, Κοι­νω­νι­κές όψεις της πορ­νεί­ας στην αρ­χαία Ελ­λά­δα. Οι εταί­ρες. Δι­πλω­μα­τι­κή ερ­γα­σία. Πα­νε­πι­στή­μιο Αι­γαί­ου/Τμή­μα Κοι­νω­νι­κής Αν­θρω­πο­λο­γί­ας και Ιστο­ρί­ας/Πρό­γραμ­μα Με­τα­πτυ­χια­κών Σπου­δών, Μυ­τι­λή­νη 2018.
Μπα­λα­χού­της Κώ­στας, Η ιστο­ρία του λαϊ­κού τρα­γου­διού, τό­μος 1. Victory Media S.A., Αθή­να 2010.
Μπου­κά­λας Πα­ντε­λής, Όταν το ρή­μα γί­νε­ται όνο­μα. Η «αγα­πώ» και το σφρί­γος της ποι­η­τι­κής γλώσ­σας των δη­μο­τι­κών. Πιά­νω γρα­φή να γρά­ψω… Δο­κί­μια για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι - 1. Εκ­δό­σεις Άγρα 2016.
Μπου­κά­λας Πα­ντε­λής, Το αί­μα της αγά­πης. Ο πό­θος και ο φό­νος στη δη­μο­τι­κή ποί­η­ση. Πιά­νω γρα­φή να γρά­ψω… Δο­κί­μια για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι  - 2. Εκ­δό­σεις Άγρα 2017.
Μπου­κά­λας Πα­ντε­λής, Κόκ­κι­ν’ αχεί­λι εφί­λη­σα. Το τα­ξί­δι του φι­λιού και ο έρω­τας σαν υπερ­βο­λή. Πιά­νω γρα­φή να γρά­ψω… Δο­κί­μια για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι - 3. Εκ­δό­σεις Άγρα 2019.
Μυ­ρο­γιάν­νης Εμ­μα­νου­ήλ, «Που­τά­να», αρ. 26, σελ. 39, 162, Μα­ρα­θό­κα­μπος Σά­μου, http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​264708
Νε­στο­ρί­δης Κ, «Πρα­μα­τευ­τής», αρ. 883, σελ. 432, Ο 83, Λα­κω­νία. http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​261716
Νε­στο­ρί­δης Κ., «Ρου­φιά­να», αρ. 333, 1768, Λα­κω­νία http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​291167
Νι­κο­λαϊ­δου Εύα, Τα σπί­τια της αμαρ­τί­ας χθες και σή­με­ρα. Μια δη­μο­σιο­γρα­φι­κή έρευ­να για το φαι­νό­με­νο της πορ­νεί­ας από την αρ­χαιό­τη­τα έως σή­με­ρα. Κά­κτος 2022.
Οι­κο­νό­μου Λε­ω­νί­δας, «Το “ρε­μπέ­τι­κο” και το “λαϊ­κό” τρα­γού­δι στις κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες και στη δη­μό­σια σφαί­ρα». Στον τό­μο: Δε­μερ­τζό­που­λος Χ. , Γ. Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου (επιμ.), Συ­νη­θι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι. Προ­σεγ­γί­σεις στη λαϊ­κή κουλ­τού­ρα και την εμπει­ρία της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Πά­τρα: Εκ­δό­σεις Opportuna, 2020, σελ. 277-302.
Πα­πα­ζα­χα­ρί­ου Ευάγ­γε­λος (Ζά­χος)Λε­ξι­κό της ελ­λη­νι­κής αρ­γκό. Κά­κτος 1999.
Πα­παϊ­ω­άν­νου Γιάν­νης, Ντό­μπρα και στα­ρά­τα. Αυ­το­βιο­γρα­φία. Κά­κτος 1982.
Πα­πα­τρέ­χας Γε­ρά­σι­μος, «Ακα­μά­τρα», Λ.Α., αρ. 2293, σελ. 18, Ξη­ρό­με­ρο Αι­τω­λο­α­καρ­να­νί­ας, 1957. http://​rep​osit​ory.​ken​trol​aogr​afia​s.​gr/​xmlui/​handle/​20.​500.​11853/​156714
Passow Arn. , Τρα­γού­δια Ρω­μαί­ι­κα. Typis B. G. Tevbreri, Lipsiae 1859.
Πα­χτί­κος Γε­ώρ­γιος Δ., 260 δη­μώ­δη ελ­λη­νι­κά άσμα­τα από του στό­μα­τος του ελ­λη­νι­κού λα­ού. Τύ­ποις Π. Δ. Σα­κελ­λα­ρί­ου, Εν Αθή­ναις 1905.
Πε­τρό­που­λος Ηλί­ας, Το μπουρ­δέ­λο. Ήτοι, λα­ο­γρα­φι­κή πραγ­μα­τεία πε­ρί των εν Ελ­λά­δι οί­κων ανο­χής και του πλη­ρώ­μα­τος αυ­τών. Εκ­δό­σεις
Γράμ­μα­τα, Αθή­να 1980.
Πε­τρό­που­λος Ηλί­ας, Πα­ροι­μί­ες του υπο­κό­σμου. Εκ­δό­σεις Νε­φέ­λη 2002.
Πι­σι­μί­σης Βα­σί­λης, Βούρ­λα - Τρού­μπα. Μια πε­ρι­ή­γη­ση στον χώ­ρο του πε­ρι­θω­ρί­ου και της πορ­νεί­ας του Πει­ραιά (1840-1968), πρό­λο­γος Στρά­τος Δορ­δα­νάς. Μωβ Εκ­δό­σεις, Αθή­να 2021 / Νέα ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη έκ­δο­ση.
Πο­λί­της Αλέ­ξης (επιμ.), Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι: Κλέ­φτι­κα, Ερ­μής/Νέα Ελ­λη­νι­κή Βι­βλιο­θή­κη, Αθή­να 1973· ανα­τύ­πω­ση 1981.
Πο­λί­της Ν. Γ., Με­λέ­ται πε­ρί του βί­ου και της γλώσ­σης του ελ­λη­νι­κού λα­ού, τό­μος Δ΄: Πα­ροι­μί­αι, Βι­βλιο­θή­κη Μα­ρα­σλή, Pelekanos Books 2013,
Rana U. - D. Sharma, «Prostitution in northern Central India: an ethnographical study of Bedia community», International Journal of Anthropology and Ethnology, 4.2. (2020): 1-16. https://​ijae.​spr​inge​rope​n.​com/​art​icle​s/​10.​1186/​s41257-​020-​0027-​5
,
Ringdal N. J., Love for sale: A world history of prostitution (R. Daly, Trans.).
Grove Press, New York. NY 2004.
Salles C., Η άλ­λη όψη της αρ­χαιό­τη­τας. Ο υπό­κο­σμος, μτ­φρ. Κ
. Τσι­τα­ρά­κης. Πα­πα­δή­μας 2007.
Setchell J. M., Jean Wickings E., “ Dominance, status signals and coloration in male mandrills (Mandrillus sphinx)”, Ethology 111 (2005): 25-50.
Simmons Alexy, «
Red Light Ladies in the American West: Entrepreneurs and Companions», Australian Journal of Historical Archaeology, 7 (1989): 63-69.
Σκου­τέ­ρη-Δι­δα­σκά­λου Νό­ρα, «Προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες του ανό­μου και νο­μί­μου έρω­τα». Στο βι­βλίο της Αν­θρω­πο­λο­γι­κά για το γυ­ναι­κείο ζή­τη­μα. Ο Πο­λί­της, Αθή­να 19912, σελ. 261-278.
Σπυ­ρι­δά­κη, Θ., Η γυ­ναί­κα στα μά­τια των αν­δρών. Στον τό­μο : Κο­τα­ρί­δης, Ν. (επιμ.), Ρε­μπέ­τες και ρε­μπέ­τι­κο τρα­γού­δι. Πλέ­θρον 1996, σελ. 97-124.
Στα­μα­τά­κος Ιω­αν., Λε­ξι­κόν της Αρ­χαί­ας Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σης, Α-Ω. Βι­βλιο­προ­μη­θευ­τι­κή, Αθή­να 1972.
Στα­μα­τιά­δου Μα­ρία, «Εταί­ρες και πόρ­νες στην εξου­σία». Στον τό­μο: Η απα­γο­ρευ­μέ­νη ιστο­ρία της Ελ­λά­δας. Αρ­χέ­τυ­πο 2010.
Στε­φά­νου Γ., Οι εταί­ρες. Μπά­υ­ρον 1983.
Στρά­βω­νας, Γε­ω­γρα­φι­κά, τό­μος 8, μτ­φρ. Κ. Θ. Αρα­πο­πού­λου. Πά­πυ­ρος 1965.
Τζα­νά­κη Δή­μη­τρα, «Πορ­νεία και “ανε­λευ­θε­ρία” στον Με­σο­πό­λε­μο», Επι­θε­ώ­ρη­ση Κοι­νω­νι­κών Ερευ­νών, 150 (2018): 1-39.
Tracol-Huynh Isabelle, “Between stigmatisation and regulation: prostitution incolonial Northern Vietnam”, Culture, Health & Sexuality 12(2010): S73-S87.
Τρα­γού­δια Τζου­μέρ­κων. Συλ­λο­γή Χρί­στου Ν. Λα­μπρά­κη. Σύλ­λο­γος Βουρ­γα­ρε­λιω­τών Ατ­τι­κής, Αθή­να 2013.
Vanoyeke V., Η πορ­νεία στην Ελ­λά­δα και την Ρώ­μη, μτ­φρ. Λή
­δα Παλ­λα­ντί­ου. Πα­πα­δή­μας 2006.
Wy Yin, Jingyi Lu, E. Van Dijk, Hong Li, S. Schnall, “ The Color Red Is Implicitly Associated With Social Status in the United Kingdom and China”, Frontiers in Psychology,
σελ. 1-16, https://​www.​fro​ntie​rsin.​org/​art​icle​s/​10.​3389/​fpsyg.​2018.​01902/​full, ανάρ­τη­ση 5 Οκτω­βρί­ου 2018, επί­σκε­ψη 11 Οκτω­βρί­ου 2023.

1.    Είναι γνωστό ότι η Ερμούπολη είχε αναπτυγμένο δίκτυο πορνείας, στο οποίο εντάχθηκαν πολλές γυναίκες πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στο νησί μετά την Επανάσταση του 1821 (Δρίκος 2002, 17). 

2.    Αναφέρεται η Νικαρέτη από τον Δημοσθένη (Κατά Νεαίρας, 59. 18-19). 

3.    Ο Λουκιανός στους Εταιρικούς Διαλόγους παραθέτει ένα τέτοιο παράδειγμα. 

4.    Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ασπασίας, διάσημης εταίρας, που ζευγάρωσε με τον Περικλή, τον ισχυρό άντρα της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. 

5.    Αναφέρεται η περίπτωση του Άρπαλου, με πλούτη αλλά και ερωτικό πάθος για την Πυθιονίκη, την εταίρα σύντροφό του, ο οποίος ανήγειρε μνημείο προς τιμήν της στην Ιερά Οδό (Vanoyeke 2006, 68). 

6.    Η λατρεία της Πανδήμου Αφροδίτης υπήρχε και σε άλλες επιφανείς πόλεις της εποχής (Αθήνα, Θήβα, Στεφάνου 1983). 

7.    Η συσχέτιση μιας ερωτικής πράξης με την ανάγκη για πρόσληψη μιας ευρύτερα πολιτισμικής κληρονομιάς ήταν πάγια τακτική και στους Ετόρο της Νέας Γουινέας (Kelly 1997. Πρβ. Αυδίκος 2023, 61). 

8.    Καπλάνογλου, ό.π. 

9.    Και στην Ινδία παρεμβαίνει στη συζήτηση, με έμμεσο τρόπο, το θρησκευτικό αίσθημα. «Κατά τη διάρκεια συζήτησης με ηλικιωμένο της κοινότητας Μπέντια στο χωριό Fathepur, είπε ότι αυτοί είναι καλλιτέχνες και γι’ αυτό είναι τα παιδιά της θεάς Saraswati (στους ινδουιστές, θεά της γνώσης και της τέχνης)» ( Rana – Sharma, ό.π., 6). 

10.                      «Μια εξηνταεπτάχρονη γυναίκα των Μπέντια που έχει εμπλακεί στην πορνεία, είπε στην τοπική γλώσσα ότι κατά τον χρόνο που μπορούσε να έχει εισόδημα, όλα τα μέλη της οικογένειας τη σέβονταν. Άρχισα να κερδίζω στην ηλικία των 13 χρόνων και ανέλαβα τη φροντίδα όλων των μελών. Τώρα κανένας δεν με φροντίζει. Έζησα σε μια γωνία του σπιτιού. Δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για φάρμακα» (Rana – Sharma, ό.π., 9-10). 

11.                      Το τραγούδισμα Ả Đào ήταν μια μορφή παραδοσιακής μουσικής που τραγουδιόνταν από γυναίκες και χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Απευθυνόταν δε η μουσική αυτή στην εγγράμματη υψηλή κοινωνία (Fipro, ό.π., 1-2). Bl. Addiss, 1973, 18-11. 

12.                      Καλαμπάκα και Καστράκι / μια πεντάρα το μουνάκι (Πετρόπουλος, ό.π., 62) 

13.                      Μουσική, στίχοι Κώστας Μπέζος, 1930. 

14.                      Αξιοποιεί τον όρο της επιτέλεσης της ποιητικής λειτουργίας των Bauman- Briggs, 1990, 73. 

15.                      Ελάχιστες οι εξαιρέσεις, λόγου χάρη η παροιμία Κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού

16.                      Μωρέ βουνί, κακό βουνί , π…. καταβόθρα

17.                      Πάρε σκύλο από μαντρί, γυναίκα από σόι

18.                      Οι παροιμίες αντλούνται από το Κέντρο Έρευνας της Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/browse?rpp=20&offset=50&etal=-1&sort_by=-1&type=lemma&value=%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%84%CE%AC%CE%BD%CE%B1&order=ASC 

19.                      Πουτάνας yος πολύσπορος, πουτάνας yος πολήξερος (Γεώργιος Καββαδίας, 1876) . Ο γιος της πουτάνας είναι γέννημα πολλών σπερμάτων και φέρει τα γνωρίσματα και τις ιδιότητες πολλών αντρών. Αυτό λέγεται καθ’ υπερβολή ή από άγνοια των σχετικών με τη γονιμοποίηση. Θα προσέθετα ότι οι χαρακτηρισμοί «πολύσπορος» και «πολήξερος» είναι συμπληρωματικοί, σκιαγραφώντας την πλούσια βιωματική εμπειρία του γιου της πουτάνας από τη γνωριμία τόσων διαφορετικών πελατών της μάνας του. 

20.                      α. Καινούργιο δρόμο μην περνάς, παλιά πουτάνα μην ψηφάς. β. Είναι παλιά πουτάνα, είναι παλιά αμαρτία

21.                      Είπε η τσατσά την καλτεριμιτζού πουτάνα

22.                      Προαγωγός 

23.                      Είναι στο πλαίσιο της αντίληψης μιας άλλης παροιμίας: που νιομάθει, δεν γερονταφήνει

24.                      Πουτάνες, στα κρεβάτια σας

25.                      Σ’ αυτή την κατηγορία ανοίγουν και οι ακόλουθες παροιμίες, των οποίων η σημασία διευρύνεται ακόμη περισσότερο. Πουτάνα χαρακτηρίζονται πράγματα (θάλασσα, αμυγδαλιά), των οποίων η συμπεριφορά είναι απρόβλεπτη και έξω από τις επιθυμίες:

·         Μωρή πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια.

·         Μωρή πουτάνα αμυγδαλιά π’ ανοίγεις τον Γενάρη δεν καρτερείς την άνοιξη ν’ ανοίξουμ’ όλοι αντάμα.

26.                      Για μια περιήγηση στη βιβλιογραφία βλ. την «Εισαγωγή» (Αυδίκος 2020, 13-38, και 2023, 9-29. 

27.                      Μπουκάλας 2016, 2017 και 2019. 

28.                      Για τη χρήση της λέξης πουτάνα ως βρισιάς βλ. στον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας http://georgakas.lit.auth.gr/d... 

29.                      Πορτογυρίστρα, βρίσκεται συνεχώς στους δρόμους. 

30.                      «Κούρβα ουσ. (θηλ.) 1. (λαϊκό) κούρμπα. 2. (παλαιότ.) ιερόδουλη, πόρνη. [< μεσν. κούρβα]» (Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, σύνταξη-επιμέλεια Χριστόφορος Γ. Χαραλαμπάκης, τόμος 3. Ακαδημία /Το Βήμα 2016). 

31.                      Η παροιμία από τους Πομάκους: Στάρα κούρβα ντομ ραστούρβα γριά πουτάνα = οικογένεια γκρεμίζει ιhttp://www.zagalisa.gr/content/paroimies-gia-tin-oikogeneia-kai-tis-koinonikes-sxeseis?page=3 

32.                      Υβριστικά χρησιμοποιείται και στο τραγούδι «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης» : Και τότε η κούρβα η Μαξιμού τον γέροντα ατιμάζει (Αλεξίου, 2013, σελ. 142, στίχος 1518). 

33.                      Το τραγούδι που προηγείται της εξόδου έχει ως εξής:
Μια κόρη ρόδα εμάζωνε κι άνθια του Παραδείσου.
Κι γιος του ρήγα επέρασε και τηνέ χαιρετάει.

Ζευγάρι ρόδα της ζητεί και τέσσερα του δίνει
κι αμέσως της εφόρεσε διαμάντι δαχτυλίδι.
Κι η μάννα της την ήβλεπεν απ’ ώριο παραθύρι.

―Βραδί σ’αρθούν τ’αδέρφια σου ’γώ θα σε μαρτυρήσω.
Το βράδυ πούρθαν οι αδερφοί, το λέει των παιδιών της.
―Παιδιά μ’, μια κόρην έχομε κι εκείνη πλανεμένη.
―Μάνα μ’, και ποιος την πλάνεψε και στέκει πλανεμένη;
―Ο γιος του ρήγα πέρασε και τηνέ χαιρετάει.

Ζευγάρι ρόδα της ζητεί και τέσσερα του δίνει.
Κι αμέσως της εφόρεσε διαμάντι δαχτυλίδι.
Ένας την πιάνει απ’ τα μαλλιά κι άλλος απ’ τα ποδάρια
κι ο τρίτος ο μικρότερος της παίρνει το κεφάλι,

και στο σακκούλι τόβαλε στο μύλο να το πάει. 

34.                      Προηγούνται οι ακόλουθοι στίχοι:
Μικρή Βουργάρα θέριζε σ’ ένα κοντό κριθάρι,
είχε δρεπάνι δαμασκί, παλαμαριά ’σημένια,

γοργά, γοργά ν-εθέριζε, γοργά καρδιοπονούσε
.
μέσ’ το δρεπάν’ ακούμπησε παιδί για να γεννήση

και στην ποδιά της τόβαλε, κ’ έτρεχε να το θάψη.
Μια πέρδικα την σταύρωσεν εις ένα σταυροδρόμι.
―Πού πας, Βουργάρα, το παιδί, πού πας για να το θάψης;
Δεν είναι κρίμα κι’ ασπλαχνιά να μην το κουναρίσης;
Εγώ ’χω δώδεκα πουλιά κανένα δε σκοτόνω

και συ έχεις ένα μοναχό και δε θα το φυλάξεις; 

35.                      Προηγούνται οι στίχοι:
Για ιδέστε τη την Κώσταινα, τη μικροπαντρεμένη
πώς κλαίει και πώς μοιρολογάει, πώς χύνει μαύρα δάκρυα.
Η πεθερά της το’λεγε, η πεθερά της λέει:
―Γιά σύρε στρώσε στον οντά, ψηλά στο σιανεσίνι (=αγνάντιο),
γιατί θα λα ’ρθ’ο Κώσταντας, θα λα ’ρθ’ο Κωσταντίνος.
Με γέλιο πήγε στον οντά, με γέλιο πάει και στρώνει.
Και μια ’πεσε να κοιμηθεί, λίγον ύπνο να πάρει
κι απλώνει τα χεράκια της, πιάνει τ’ ασημοκούμπια.

Και τότες βάνει τις φωνές, βάνει το μοιρολόι.
Κι Αράπης τής το έλεγε κι Αράπης τής το λέει: 

36.                      Παχνί. 

37.                      Υπερήφανο άλογο. 

38.                      Οι πρώτοι στίχοι του τραγουδιού:
Τρεις άρχοντες εκάθουνταν σε μια καλή ταβέρνα.
Εκεί στο φα εκεί στο πιε αθθιβολές εφέρα
-
ένας διάται στο σπαθί και άλλος στο χατζάρι,
διάται και της Μαυριανής, για την καλήν του λέει.
―Ως είν’ ο ήλιος καθαρός και το φεγγάρι άσπρο,
έτσ’ είν’ και μόνα η Καλή καθάρια απ’ άλλον άντρα.
Ένας απ’ τους συντρόφους του κι από την συντροφιά του

αντιλόθη κ’ είπεν του κ’ ήκαψεν την καδριά του:
―Εμπρός σου παίζει και γελά κι οπίσω σου δανείζει.
―Αρχόντισσά ’ν’ κι ας χαίρεται, πλούσια ’ναι κι ας δανείζει.

―Καλόν να δάνειζε φλουρί, να δάνειζε λοάρι
κι ας μην εδάνειζε φιλί, που δεν το ζάρ’ ό κόσμος.
 

39.                      Όλγα Μοσχοπούλου, 68 ετών, Νεόκαστρο Ημαθίας. 

40.                      Από καρυδιά. 

41.                      Όνομα. 

42.                      Ο ποταμός σούρνει κλαριά και η θάλασσα καράβια στης Θοδωρούλας την αυλή σφάζονται παλληκάρια. 

43.                      Θωμάς Μαλακόπουλος, Παλ. Πρόδρομος Ημαθίας, 70 ετών. 

44.                      Μπαίνουν. 

45.                      Πού. 

46.                      Πληροφορήτρια: Κρυστάλλω Γιοβαννοπούλου, Αγκαθιά Ημαθίας, 50 ετών. 

47.                      Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
χίλια φλωριά καζάντησα και πεντακόσια γρόσια·
μιανής Βουλγάρας τά ’δωσα, μιανής Βουλγαροπούλας
να κοιμηθούμε μια βραδιά σε περιβόλι μέσα,
να πέφτουν τ’ άνθια επάνω μας, τα μήλα στην ποδιά μας.
Και ο νηος αποκοιμήθηκε και το πρωί σηκώθηκε.

Παίρνει νερό καί νίβεται πετσέτα καί σκουπιέται.
― Βουλγάρα μ’, δος μου τα φλουριά, τα χίλια πεντακόσα.
―Εγώ χωράφι σού ’δωσα να σπειρης να θερίσης,
σαν είναι τα βώδια σου άρρωστα, το αλέτρι σου σπασμένο!,
Σύρε ξένε στην ξενητειά να καζαντήσης κι άλλα. (Παχτίκος, 1905, 339-40) 

48.                      Δώδεκα χρόνια έκαμα μέσα στή Βουλγαρία.
Χίλια φλουριά καζάντησα και πεντακόσια γρόσια
-
για μια βουλγάρα τ’ άδωκα, για μια βουλγαροπούλα
-
για να πλαγιάσω μια βραδιά, σε δυο μηλιαίς αντάμα.
Να ρίχνουν τ’ άτια πάνω μας, τ’ αρκούδια μερωμένα.

Κι ο νηος οπού κοιμήθηκε και το ταχιά σηκώθη.
Παίρνει νερό και νίβεται
- μαντήλι καί σφουγγιέται.
―Δος μου, Βουλγάρα, τα φλουριά, τα πεντακόσια γρόσια
.
Βουλγάρα μόν’ τον ήλεγε βουλγάρα μόν’ τον λέγει:
―Κι εγώ χωράφι σ’ έδωκα να κάμης να οργώσης
-
και συ τα βώδια σ’ άρρωστα, τ’ αλέτρι τσακισμένο.
Σύρε, ξένε μ’, στον τόπο σου, κι άλλα να κερδήσης
και στο γύρισμά σου πέρασ’ πάλι απ’ έδώ.
 (Λουλουδόπουλος, 1903, 58, 47) 

49.                      Όλουν τουν κόσμου γύρισα κι όλα τα βιλαέτια
κι απόχτησα χίλια φλουριά κι πιντακόσια γρόσια,
σε μια βραδιά τα ξόδιψα για μια βουργαροπούλα,
να κοιμηθούμι αγκαλιά, να κοιμηθούμι αντάμα.
Βουργάρα ήταν έξυπνη κι απ’άλλους μαθημένη,
κρασί, ρακί τουν έδουσιν όσπου να του μιθίσει

κι του προυί σα ξύπνηισιν κι ήρθιν στα λουικά του.
―Δος μου, Βουργάρα μ’, τα φλουριά μ’, τα πιντακόσια γρόσια.
―Ῑγώ χουράφι σ’έδουσα να σπείρεις, να θιρίσεις
μα ήταν τα βόδια σ’ άρρουστα, τ’ αλέτρι σ’ τσακισμένου
κι του υνί σ’ ξιβούλουτου, καταχαντακουμένου.
 (Μελίκης, 2002, σελ. 27). 

50.                      Ένας πασάς ροβόλαε στης Βουργαριάς τόν κάμπο,
βλέπει τον κάμπο κ’ είν’ πλατύς και το νερό περίσσιο.
Βάνει ζευγάρια τριάντα δυο, ζευγίταις τριανταπέντε,
βάνει κ’ ένα κρασόπουλο, μικρή Βουργαροπούλα.
Όσοι διαβάταις καν διαβούν, όλοι κρασί γυρεύουν.
Διαβαίν’ κ’ ένας πραγματευτής κ’ ένας καλός αφέντης.
―Βουργάρα, βάλε μας κρασί, κρασί ρακί να πιούμε.
Και το κρασί της είν’ ξινό και το ρακί φαρμάκι.
―Χίλια φλωριά καζάντησα και πεντακόσια γρόσια·
πάρ’ τα Βουργάρα μια βραδιά να κοιμηθούμε αντάμα
―Μετά χαράς σ’ αφέντη μου να κοιμηθούμ’ αντάμα.
Σήκου Μαριώ και στρώσε μας έξω στο περιβόλι,
στρώσε πάτους βασιλικούς καλούς και μαντζουράνες,
βάλε και στο προσκέφαλο σαράντα λίτρες μόσκο.
 Κι ο νιος από τις μυρουδιές έπεσ’ αποκοιμήθη και το ταχύ σηκώθηκε σα μήλο μαραμένο. ―Δος μου κυρά μ’ τα γρόσια μου, δος μου και τα φλωριά μου. ―Εγώ χωράφι σου’δωσα να σπείρης, να θερίσης, μα ’τον τα βόδια σ’ αχαμνά, τ’ αλέτρια τσακισμένα,
και το γυνί ξεμπούλωτο.
 

51.                      Πληροφορητής: Αθανάσιος Μαμουρόπουλος, Μελίκη Ημαθίας, 75 ετών. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου