Σελίδες

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Αυγουστιάτικη κύηση

      Ο Έκο , κάποια χρόνια πριν, έγραψε πως ο Αύγουστος είναι ο μήνας που δεν υπάρχουν ειδήσεις.Προφανώς, η επισήμανση του επιφανούς ιταλού κοινωνιολόγου στηρίζεται στην ιταλική πραγματικότητα.Πιο γενικά, στην εμπειρία της δυτικής κοινωνίας, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα. Οι διακοπές μαζεύτηκαν τον Αύγουστο. Η εξοικονόμηση ενέργειας και πόρων, με άλλα λόγια η οικονομία, διαμόρφωσε την αγορά των διακοπών. Ο Αύγουστος έγινε το αντίβαρο των άλλων έντεκα μηνών.Αποτέλεσε το όνειρο και την απαντοχή όλων των εργαζομένων.Η υπομονή τροφοδοτούνταν από την προσμονή και τη φαντασίωση πρασινογάλαζων διακοπών.Ο Αύγουστος έγινε το άλλοθι ακόμη και μιας ενδεκάμηνης στερημένης ζωής, που μπορούσε ωστόσο να μπαλατζάρει με μια θέση σε πτήση τσάρτερ.
       Τον Αύγουστο λοιπόν οι πόλεις αδειάζουν θυμίζοντας κουφάρια τυμπανιαία.Τον Αύγουστο που’ναι παχιές οι μύγες» είναι η παροιμιακή έκφραση.Τότε δηλαδή που όλα χάνουν το ρυθμό τους.Γίνονται υποτονικά, άνευρα.     Η παραγωγή τραβάει φρένο και όλες οι αποφάσεις αναβάλλονται για το Σεπτέμβριο.
   Όλα αυτά περιγράφουν τα στοιχεία που συγκροτούν το όνειρο της μεταπολεμικής αγοράς του χρόνου των διακοπών.Αυτό το μοντέλο στην οργάνωση των διακοπών άρχισε να απλώνεται και στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα.Οι δρόμοι στις μεγάλες πόλεις θυμίζουν τους αυτοκινητόδρομους στις αμερικανικές ταινίες που χάνονται στον ορίζονται χωρίς να φανεί  έστω κι ένα αυτοκίνητο.
      Ο Έκο λοιπόν περιγράφει τα τελευταία τριάντα χρόνια της δυτικής κοινωνίας.Με άλλα λόγια, αναφέρεται στη σχέση πολιτικής, ειδήσεων και ελεύθερου χρόνου.Είναι μια συγκεκριμένη ανάγνωση των κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα που δε συμφωνεί με τον Έκο. Είναι η προετοιμασία για το χειμώνα που έρχεται. «Από Αύγουστο χειμώνα», έλεγαν-και συνεχίζουν να λένε-οι άνθρωποι στην περιφέρεια. Αυτό είναι  υπενθύμιση μιας σπουδαίας είδησης που ο Αύγουστος φέρνει. Το θυμίζει ο μύθος του τζίτζικα και του μέρμηγκα. Ο             χειμώνας έρχεται και η προετοιμασία ξεκινάει από τον Αύγουστο.Όποιος δε λάβει υπόψη του αυτή την πραγματικότητα τον περιμένει δύσκολος χειμώνας.
       Τον τελευταίο καιρό όμως ο Έκο διαψεύδεται από την πολιτική εξουσία. Ο Αύγουστος μπορεί να μην παράγει ειδήσεις.Σίγουρα όμως εγκυμονεί. Αλλαγές, νομοσχέδια.Ακόμη και οι τηλεοπτικοί σταθμοί διατηρούν στη διαπασών την ένταση της εκφώνησης των δελτίων ειδήσεων αποτρέποντας τη χαλάρωση του νευρικού συστήματος.Ίσως οι πολιτικοί μας ηγήτορες να δανείστηκαν τη σοφία της λαϊκής παροιμίας.Μόνο που αυτή φρόντιζε να προλάβει τα χειρότερα, να προστατεύσει τους ανθρώπους από την ακηδία. Υπενθύμιζε τον αιώνιο κύκλο.Όλα είναι  ρόδα που γυρίζει.Οι εποχές έρχονται και φεύγουν.Τίποτε δεν είναι μόνιμο.Χρειάζεται λοιπόν εγρήγορση.Η ηδονή του παρόντος υπονομεύει το μέλλον.
    Θα μπορούσαν οι πολιτικοί ηγήτορες να επαναλάβουν τα ίδια λόγια.Φροντίζουν για το μέλλον.Αυτή είναι η έγνοια της αυγουστιάτικης κύησης.Και τότε ενδεχομένως να αφήσουν ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης για τη φρονιμάδα τους.Όμως, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Η λαϊκή παροιμία κινητοποιεί, δίνει ελπίδα.Η αυγουστιάτικη κύηση των νομοσχεδίων σπέρνει πόνο, απογοήτευση, ανησυχία.Προκαλεί ανημπόρια.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος, Θάλασσα, κυρά θάλασσα, κείμενο δημοσιευεμένο στο ένθετο ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ στις 4 Ιουλίου 2008

Η ταξινόμηση στη λαϊκή σκέψη γίνεται με τρόπο διπολικό.
Η θάλασσα εκπροσωπεί την επικίνδυνη ετερότητα.Είναι αυτή που προσφέρει τους θαλασσινούς δρόμους· αυτή που καταπίνει αγαπημένους και οικείους· αυτή που ευθύνεται για την ξενιτιά.
 
Τα τελευταία χρόνια, ένα από τα θέματα που σταθερά επανέρχονται στον εορταστικό λόγο, παραμονές Χριστουγέννων, είναι η ανάγκη να καθιερωθεί το καράβι, σε μια χώρα που περιβάλλεται από τη θάλασσα, ως το βασικό σύμβολο της τελετουργίας αντικαθιστώντας το δέντρο ως δάνειο εθιμικό σύμβολο. Μοιραία η συζήτηση διολισθαίνει σε αντιπαράθεση ανάμεσα στο τοπικό και το οθνείο, το δικό μας και το ξένο. Το δίπολο αυτό, κάποιες φορές, διογκώνεται απεικονίζοντας μιαν υφέρπουσα αντίθεση και αντίσταση προς τα επείσακτα πολιτιστικά στοιχεία.
Ωστόσο το δίλημμα «καράβι ή δέντρο» είναι κλασική περίπτωση ενός λόγου γενικευτικού, που υπακούει σε διάφορες σκοπιμότητες, χωρίς να βρίσκεται σε αντιστοίχηση με την πολυεπίπεδη πολιτισμική ταυτότητα. Είναι η περίοδος που γιγαντώνεται το οικολογικό κίνημα και η επιλογή του καραβιού να επωμιστεί ευρύτερη σημασιοδότηση επιβάλλεται από τη στάση των οικολόγων απέναντι στο κόψιμο των δέντρων. Δεν προκύπτει από τη βαθιά γνώση του πολιτισμικού κεφαλαίου στον ελλαδικό χώρο.
Ετσι, όσο κι αν ο Σεφέρης σωστά γράφει πως «δεν μπορείς να ξεφύγεις τη θάλασσα που σε λίκνισε»- και πώς μπορεί να συμβεί αυτό ντάλα καλοκαίρι-, γράφοντας για τη θάλασσα δεν μπορείς να αποφύγεις την εικόνα του βουνού. Συνυπάρχουν στη λαϊκή σκέψη εκφράζοντας δύο, συχνά διαφορετικά, πολιτισμικά συστήματα. Αυτό φαίνεται στις δύο παροιμίες: «Θάλασσα, κυρά θάλασσα! Να ΄χες βλάχους να γελάς και λεμόνια να κυλάς» και «Βλάχους΄ στο βουνό, σιγαλή θάλασσα».
Και στις δύο η μετακίνηση στο χώρο προκαλεί πολιτισμική σύγχυση και αποδυναμώνει τους ρόλους, δημιουργώντας καρικατούρες. Ετσι, ο βλάχος που στον ορεινό χώρο υμνολογείται και είναι πρότυπο θάρρους, αγωνιστικότητας και φορέας δυναμισμού, στη θάλασσα γίνεται άθυρμα των κυμάτων, ανίκανος να αντιδράσει. Το δίπολο, κατά την παροιμία, είναι μια κανονιστική αρχή που οργανώνει τις κοινωνικές σχέσεις μέσα σε δεδομένο
περιβάλλον.
Η θάλασσα, λοιπόν, για τους ορεινούς είναι ο τόπος της αταξίας. Η ταξινόμηση στη λαϊκή σκέψη γίνεται με τρόπο διπολικό. Η θάλασσα εκπροσωπεί την επικίνδυνη ετερότητα. Είναι αυτή που προσφέρει τους θαλασσινούς δρόμους· αυτή που καταπίνει αγαπημένους και οικείους· αυτή που ευθύνεται για την ξενιτιά. «Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγουριανά κινήσι κι ου καλός μου να πάει στην ξινιτιά». Υπάρχει πληθώρα δημοτικών τραγουδιών ή και παραλογών, όπου τα καράβια, ως συνεκδοχή της θάλασσας, συνοψίζουν τον πόνο του αποχωρισμού, τη νοσταλγία της επιστροφής αλλά και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Η θάλασσα και τα καράβια της αποτέλεσαν για τις γυναίκες το σύμβολο της συναισθηματικής στέρησης. Ηταν αυτή που τους πίκραινε, που μαράζωνε το σώμα και την ψυχή τους.
Ετερότητα, όμως, ήταν η θάλασσα και για τους νησιώτες, όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Θαλασσοπόροι γίνονταν, σε μέρη μακρινά ταξίδευαν, πλούτος, κάποιες φορές, εισέρρεε στο νησί. Παρ΄ όλα αυτά, η θάλασσα που έζωνε το νησί ήταν επικίνδυνη, εχθρική. Την αντιμετώπιζαν με καχυποψία και ανησυχία. Ηταν ο δρόμος των πειρατών αλλά και του απροσδιόριστου κινδύνου. Ετσι, πάλι οι οικισμοί χτίζονταν στο εσωτερικό, μακριά από τη θάλασσα. Αντιμετώπιζαν τη θάλασσα ως φορέα μιαρότητας. Αυτό φαίνεται από τις
αμέτρητες εκκλησιές και ξωκλήσια που περιβάλλουν την περιάκτια ζώνη των νησιών. Είναι ο τρόπος να καθαγιάσουν το χώρο, κάθε φορά που είχαν την ανάγκη να διευρύνουν προς τη θάλασσα το ζωτικό, παραγωγικό χώρο. Στη Σαμοθράκη οι ντόπιοι υπολογίζουν τους ιερούς χώρους σε 999. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όλα τα νησιά.
Η θάλασσα και το βουνό, συνεπώς, ήταν πάντα συμπληρωματικοί πόλοι. Η αντίθεση αναδείκνυε τη διαδικασία σύνθεσης του πολιτισμικού συστήματος. Το ρόλο αυτό- και τη συμβολικοποίησή του- αναλαμβάνει ο άγιος Νικόλαος. «Του αγίου Νικολάου, που ΄ν΄ της γης και του πελά(γ)ου» είναι η φράση που συνοψίζει την αλληλεξάρτηση θάλασσας και βουνού. Είναι ο κατ΄ εξοχήν προστάτης των ναυτικών, ο άγιος της θάλασσας που λατρεύεται και στο βουνό. Στην Πίνδο ο άγιος Νικόλαος είναι ο προστάτης ή λατρεύεται σε πολλά χωριά.
Αυτή η ενότητα διερράγη στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Η θάλασσα έγινε το σύμβολο του νέου τρόπου ζωής, του τουρισμού και όλων των συμπεριφορών που τον συνόδευσαν. Διαμορφώθηκαν νέα σχήματα, νέοι τρόποι σκέψης, νέα συμβολικά αγαθά. Το βουνό ξεχάστηκε. Η θάλασσα επέβαλε την κυριαρχία της. Μόνο που η παλιά ετερότητα δεν ξεχάστηκε. Η θάλασσα έγινε μιαρή. Συχνά, μαρτυράει την απρονοησία του πολιτισμού μας, που την μολύνει καθημερινά.

Γιώργος Σταματόπουλος, Απο-στάσεις, Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, 16 Ιουλίου 2011, απόσπασμα από το άρθρο του


 Πολιτισμός δεν είναι οι πανηγυριώτικες εκδηλώσεις, που κατακλύζουν κάθε καλοκαίρι τη χώρα (φοράνε δυο σεγκούνες και δυο μαντίλια, χορεύουν στερεότυπα και ανιαρά και τιμάνε -λένε- την παράδοση). ΤΙ τραβάει και αυτή η παράδοση... Ανθρωποι που στο παρελθόν την ανίχνευσαν στο βάθος της θα ένιωθαν θλίψη από το πώς «επιδεικνύεται» κάθε καλοκαίρι στις πλατείες των χωριών και των πόλεων. Το ζείδωρον της παράδοσης (ο τρόπος του τόπου μας) είναι η μαγιά για το πλάσιμο του παρόντος και την προετοιμασία για το άλμα στο μέλλον... λέμε τώρα.
ΑΥΤΟΙ οι άνθρωποι δεν είδαν στην παράδοση το καρακιτσαριό, είδαν τη λιτότητα και το μεγαλείο του ελάσσονος, είδαν την παραίτηση από τα περιττά, την αυστηρότητα της γραμμής του καθαρού ορίζοντα, το θαύμα χρωμάτων και αρωμάτων της ελληνικής φύσης· είδαν την αλληλεγγύη να επιμένει και να καθορίζει την ηθική και πολιτική στάση των μελών των κοινοτήτων. Ενιωσαν τον σεβασμό προς τον πρόσφυγα και τον αδύνατο, έψαυσαν το ανάγλυφον της ελλαδικής αγωνίας, ήπιαν τις στάλες που έφερναν οι αέρηδες από τις εσχατιές της χώρας, λούστηκαν σε καθαρά ποτάμια και καθαρές θάλασσες, ήπιαν τη ζέστη του ήλιου (τη δροσιά του...).
ΕΝΤΑΞΕΙ· ο πολιτισμός αυτός υπέκυψε στη σαρωτική επικράτεια της κουλτούρας του πλουτισμού. Μολύνθηκαν ύδατα και αλλοιώθηκαν συναισθήματα και συνειδήσεις. Το μυαλό τεμπέλιασε (ε, μετά τόσο τηλεοπτικό βομβαρδισμό ανοησιών και στίλβουσας τιποτέλειας, τι να 'κανε το κακόμοιρο).
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ της παράδοσης-που-θέλει-να-γίνει- μέλλον ήταν κοντά στη Δημοκρατία εντούτοις. Τώρα χάθηκαν όλα. Από κείνον τον πολιτισμό μάς έμεινε η καρικατούρα, ένα σώμα άυλο. Ας μη μιλάμε για παράδοση λοιπόν. Ας μη μιλάμε για πολιτισμό. Ας μη μιλάμε για Δημοκρατία. Να ξεκινήσουμε διαφορετικά...

27ο Αντάμωμα Βλάχων στο Μέτσοβο, 1-2-3 Ιουνίου 2011

Για μια ακόμη φορά οι Βλάχοι ήταν πιστοί στο ετήσιο΄αντάμωμά τους.Φέτος πραγματοποιήθηκε για δεύτερη συνεχόμενη φορά στο Μέστο, που φαίνεται πως έχει όλες τις προϋποθέσεις για επιτυχή διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων.Ξενοδειακά συγκροτήματα, εύκολη πρόσβαση από την κεντρική, δυτική και βόρεια Ελλάδα, καλοί χώροι για να φιλοξενήσουν τις εκδηλώσεις. Ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση 84 σύλλογοι Βλάχων που χόρεψαν το Σάββατο στην κεντρική πλατεία για σχεδόν 4 ώρες.Στον τρανό χορό της Κυριακής ήταν λίγοι οι σύλλογοι, σημάδι των καιρών αλλά και του σφιχτού προϋπολογισμού που δεν επιτρέπει διανυνκτέρευση.
   Τα ανταμώματα είναι ένας ενδιαφέρων θεσμός, πρόσφορος για πολυπίπεδη προσέγγιση. ΄Μπορεί να μιλήσουν για το πώς βλέπουν οι Βλάχοι τους εαυτούς τους, αλλά και τη σχέση τους με την πολιτεία και τα όργανά της.
    Πέρα απ' αυτά, ο προσεκτικός θεατής μπορούσε να επισημάνει και τη διαμόρφωση ενός νέου μουσικού μορφώματος που οφείλεται στα πενιχρά οικονομικά μέσα. Ένα σχεδόν μουσικό συγκρότημα αναλαμβάνει να βγάλει πέρα όλες τις υποχρεώσεις παίζοντας και τραγουδώντας τα πάντα. Αποτέλεσμα αυτού είναι να χάνεται η ιδιαιτερότητα του τοπικού ρυθμού και της μουσικής έκφρασης , μια και οι μουσικοί είναι απίθανο να γνωρίζουν όλες τοις απχρώσεις. Ο μουσικός πολιτισμός των Βλάχων είναι τεράστιος. Διαθέτει ποικιλομορφία. Αυτά τα στοιχεία δεν πρέπει να χαθούν και καλό είναι να προβληματίσει τους υπευθύνους.
  Ένα άλλο σημείο που σχετίζεται με το αντάμωμα είναι το μέλλον του. Θα επιβιώσει; Και πώς; Μήπως χρειάζεται να γίνουν αλλαγές; Άκουσα τα ερωτήματα αυτά από πολλούς.