Σελίδες

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Μικέλα Χαρτουλάρη,Υπέρ της ανυπακοής, ΕΦΣΥΝ


padouro.jpg

Ο Λεονάρδο Παδούρα έξω από το σπίτι του στα περίχωρα της Αβάνας

Συμφωνώντας με τον πρωταγωνιστή του, αυτός ο σημαντικότερος συγγραφέας της σύγχρονης Κούβας πήρε το καλλιτεχνικό και πολιτικό ρίσκο να κάνει ένα πολύ τολμηρό «ανακάτεμα» με άξονα την έννοια της αίρεσης, της απόκλισης, της ανυπακοής. Ετσι γεννήθηκαν οι Αιρετικοί (Καστανιώτης, μτφρ. Κώστας Αθανασίου), μια μεγαλειώδης και πολυπρόσωπη τοιχογραφία ετερόδοξων συνειδήσεων, με κορυφαία εκείνη του ιδιοφυούς ζωγράφου Ρέμπραντ. Ενα μυθιστόρημα 800 σελίδων που αναπτύσσεται σε τρεις αινιγματικές περιπέτειες ναυαγών της ζωής, εξελίσσεται σε τρεισήμισι αιώνες και τρεις ηπείρους, διασταυρώνεται με τη Μεγάλη Ιστορία και λειτουργεί ως ζωντανή μαρτυρία για την Κούβα από το 1939 μέχρι σήμερα. Ενα μυθιστόρημα που εστιάζει στις σφαίρες της πίστης και της τέχνης, για να οδηγήσει εντέλει τον αναγνώστη στην καρδιά του καυτού πολιτικού -και επίκαιρου- προβλήματος που λέγεται: ελευθερία της βούλησης, της γνώμης, της έκφρασης. Ελευθερία της επιλογής.
Σε μια κρίσιμη ιστορικοπολιτική συγκυρία, σημαδεμένη από την επίθεση στο περιοδικό Charlie Hebdo και στους σκιτσογράφους που αψήφησαν τον Νόμο του Μωάμεθ, ο 60άρης σήμερα Κουβανός καθιστά προνομιακούς πρωταγωνιστές του τους Εβραίους παραβάτες των δογματικών Νόμων του Γιαχβέ, όπως και τους παραβάτες των νόμων της κοινωνικής ηθικής, του κατεστημένου ή της αγοράς. Υπαινικτικά, όμως, αναφέρεται και σε όσους δεν υποτάχθηκαν στους σκληροπυρηνικούς πολιτικούς νόμους της πατρίδας του, όπως οι Κουβανοί που διέφυγαν στις ΗΠΑ ή που παραπλάνησαν τους νόμους, όπως έκανε κι ο ίδιος από το 1991 με τις αστυνομικές του ιστορίες.
Τώρα που έχουν περάσει πέντε χρόνια από τον διεθνή θρίαμβο του μυθιστορήματός του Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (Καστανιώτης, μτφρ. Κ. Αθανασίου), όπου με ήρωες τον Τρότσκι, τον δολοφόνο του και έναν σύγχρονο Κουβανό πραγματεύεται την άνθηση, τη στρέβλωση και την ήττα της μεγάλης επαναστατικής ουτοπίας του 20ού αιώνα, ο Παδούρα ανοίγεται. Υπογράφει το πλέον κριτικό έργο του απέναντι στο καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο, αλλά ταυτόχρονα κάνει μια ελεγεία στην «αιρετική» Κούβα. Και τοποθετείται ρητά ενάντια στην υποταγή ως στρατηγική της επιβίωσης.

Περιπέτειες συναρπαστικές

Καταλύτης στη δράση είναι ένας χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ όπου απεικονίζεται, ως μη όφειλε, ένας νεαρός Εβραίος που μοιάζει υπερβολικά με τις απεικονίσεις του Ιησού στη χριστιανική αγιογραφία. Αυτό το αμφίσημο αριστούργημα του 17ου αιώνα ήταν το διαβατήριο στη ζωή για μια οικογένεια Πολωνοεβραίων φυγάδων, τους οποίους κορόιδεψε το 1939 ένας διεφθαρμένος Κουβανός αξιωματούχος πουλώντας τους ψεύτικες βίζες σωτηρίας. Επέβαιναν στο «Σεντ Λούις», το τραγικό πλοίο με τους 937 Εβραίους πρόσφυγες, το οποίο είχε αποπλεύσει από το Αμβούργο για την Αβάνα, όπου τότε ανθούσε μια εβραϊκή κοινότητα. Ομως το άπληστο καθεστώς κράτησε κλειστό το λιμάνι της Κούβας, και το ίδιο έπραξαν οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, οπότε οι φυγάδες μεταφέρθηκαν πάλι πίσω στη Γερμανία των στρατόπεδων εξόντωσης. Το 2007, παρ' όλα αυτά, το πορτρέτο επανεμφανίζεται μυστηριωδώς σε μια δημοπρασία στο Λονδίνο. Τότε μπαίνει στο παιχνίδι ο Κόντε, και χάρη σ’ αυτόν αποκαλύπτεται μια αριστουργηματική και επίσης αμφίσημη προσωπογραφία της Αβάνας του ’50 και του τώρα. Τον Κόντε προσλαμβάνει ο πραγματικός δικαιούχος του πίνακα, ένας παράξενος Αμερικανοεβραίος που δεν αποζητά μια οικονομική αλλά μια ηθική αποκατάσταση.
Ο πατέρας του, ο Ντανιέλ, ο οποίος θα ζήσει στην Αβάνα και στο Μαΐάμι και θα επιλέξει να αλλαξοπιστήσει δύο φορές αναζητώντας μια πιο ευρύχωρη ταυτότητα, που να μη φυλακίζει τη συνείδησή του, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της πρώτης ιστορίας. Στη δεύτερη, κυριαρχεί ο Ελίας, που θα ζήσει στο Αμστερνταμ του 1640 και θα επιλέξει να γίνει κρυφά μαθητής και μοντέλο του Ρέμπραντ, γνωρίζοντας ότι η συνέπεια των «ειδωλολατρικών» επιλογών του θα είναι ο εξοστρακισμός του από την εβραϊκή κοινότητά του. Στην τρίτη, κεντρικό πρόσωπο είναι η αδικοχαμένη Τζούντι, μια σύγχρονη Ιουδήθ στη σημερινή Αβάνα, η οποία έχει αλωθεί από τους εμπόρους ναρκωτικών. Ενα ανήσυχο κορίτσι που στρέφεται στον μηδενισμό και γίνεται emo όταν συνειδητοποιεί πως δεν έχει πια επιλογές, διότι δεν υπάρχει πια τίποτα στο οποίο να πιστέψει.
Το μυστικό των θαυμάσια μεταφρασμένων Αιρετικών είναι ότι όλοι οι χαρακτήρες καλούνται να πάρουν αποφάσεις ρήξης σε κρίσιμες στιγμές. Ο Παδούρα τούς ψυχογραφεί και αποτυπώνει εξαιρετικά την υπαρξιακή αγωνία τους μπροστά στη ριψοκίνδυνη και οδυνηρή ελευθερία. Οπως γράφει, «το μοναδικό που πραγματικά σου ανήκει είναι η ελευθερία σου για επιλογή».

Η εξομολόγηση του Κουβανού

Στην 20ετία της λεγόμενης «ειδικής περιόδου» μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη συνακόλουθη κατάρρευση της οικονομίας της Κούβας, που ήταν ήδη τιμωρημένη με το βορειοαμερικανικό εμπάργκο, ο Παδούρα ζούσε σε απόλυτη ένδεια. Τρεφόταν με σούπες από φλούδες μπανάνας, αλλά δεν έπαψε να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως το Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη (2005), που ερμήνευαν τις συνέπειες της φτωχοποίησης και των κοινωνικών αποκλεισμών. Στους Αιρετικούς, ο Κόντε αναφέρεται σε εκείνη την εποχή των διαψεύσεων. Και επισημαίνει ότι η τραυματική συνειδητοποίηση, πως η χώρα του δεν θα γινόταν ποτέ αυτό που με τόσες θυσίες είχε επιδιώξει να γίνει, ήταν μια διαδικασία που έκανε αυτόν και την αγαπημένη του να νιώσουν «πολύ πιο μόνοι αλλά και πιο ελεύθεροι και κύριοι του εαυτού τους».
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση εδώ, ότι ακούει μια εξομολόγηση του συγγραφέα, και δεν θα είναι η μοναδική. Οι Αιρετικοί κλείνουν, λ.χ., με τον Κόντε να «φωτογραφίζει» τον Φιντέλ Κάστρο, έναν ηγέτη μη ανεκτικό στην αίρεση, που κυνήγησε τους ομοφυλόφιλους καλλιτέχνες (βλ. Μάσκες, 1997) αλλά εκμαύλισε κάποιους συγγραφείς. Τον παρουσιάζει να «υπόσχεται τα πάντα» και να αποδεικνύεται «κάλπης, άρρωστος από τη δίψα για εξουσία και από το καταδυναστευτικό πάθος του για κυριαρχία πάνω σε άλλους ανθρώπους και στο μυαλό τους».
Ο Παδούρα επέλεξε να κάνει μια δύσκολη ακροβασία προκειμένου να μην προδώσει τη συγγραφική του συνείδηση. Δεν υπήρξε ποτέ στρατευμένος λογοτέχνης αλλά και δεν κυνηγήθηκε ούτε λογοκρίθηκε από τον Φιντέλ, τιμήθηκε μάλιστα το 2012 με το σημαντικότερο κουβανέζικο βραβείο. Τώρα που η Κούβα κάνει μια οικονομική στροφή, γράφει πιο ανοιχτά την άποψή του, ωστόσο δεν έχει ριζοσπαστικοποιηθεί όπως πολλοί ομότεχνοί του, που βιώνουν την κρίση στη Δύση. Αντίθετα, λέει για τον ρόλο της τέχνης, με τη φωνή του Ρέμπραντ: «Η τέχνη είναι δύναμη. Οχι για να εξουσιάζει χώρες και να αλλάζει κοινωνίες, για να προκαλεί επαναστάσεις ή για να καταπιέζει άλλους. Είναι δύναμη για να αγγίζει κανείς την ψυχή των ανθρώπων και να αποθέτει εκεί τους σπόρους της βελτίωσης και της ευτυχίας τους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου