Σελίδες

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Ποθητή Χαντζαρούλα,μπένεντικτ άντερσον (1936-2015) ,ΧΡΟΝΟΣ 33 (1.2016)




Ο Μπένεντικτ Άντερσον, μελετητής του φαινομένου του εθνικισμού, πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου στην Ανατολική Ιάβα της Ινδονησίας, σε ηλικία 79 ετών. Η επιρροή του βιβλίου του Φαντασιακές κοινότητες: Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού (Νεφέλη 1996), το οποίο κυκλοφόρησε το 1983, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αναγνωρίστηκε ως ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και σημαντικότερα βιβλία του 20ού αιώνα.[1]
Ο Άντερσον ξεκινά από τη διαπίστωση ότι, ενώ τους τελευταίους δύο αιώνες εκατομμύρια άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους στο όνομα του έθνους, ο εθνικισμός δεν είχε, όπως οι υπόλοιποι -ισμοί, ένα θεωρητικό της τάξης του Χομπς, του Τοκβίλ ή του Μαξ Βέμπερ, ενώ η μαρξιστική θεωρία τον αντιμετώπιζε ως ενοχλητική ανωμαλία. Αν και αναλαμβάνει το καθήκον της θεωρητικής επεξεργασίας του, υποστηρίζει ότι ο εθνισμός δεν πρέπει να αναλυθεί ως ιδεολογία, αλλά ως ίδιας τάξης πολιτισμικό φαινόμενο με τη θρησκεία ή τη συγγένεια. Ο Άντερσον ορίζει το έθνος ως φαντασιακή κοινότητα, ως μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, κυρίαρχη και οριοθετημένη. Ο Άντερσον τονίζει ότι ο όρος φαντασιακή δηλώνει τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο μια κοινότητα συλλαμβάνει και αντιλαμβάνεται τον εαυτό της αλλά και το γεγονός ότι, αν και κανένα μέλος της δεν θα συναντήσει τα περισσότερα από τα άλλα μέλη, αισθάνεται παρ’ όλα αυτά ότι συναποτελούν κοινότητα με την έννοια μιας οριζόντιας αδελφικής σχέσης. Ο Άντερσον επισημαίνει ότι το έθνος ως φαντασιακή κοινότητα δεν πρέπει να συγχέεται με την αντίληψη του Έρνστ Γκέλνερ για τα έθνη ως επινοήσεις, καθώς η επινόηση συγχέεται με την πλαστότητα και υπονοεί ότι υπάρχουν πιο αληθινές κοινότητες από τα έθνη.
Αναζητώντας τις ρίζες του εθνικισμού, ο Άντερσον επιχειρεί μια υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, θεωρώντας ότι ο εθνικισμός ήταν αποτέλεσμα οικονομικών, τεχνικών και διανοητικών αλλαγών που συνέβησαν από τον 19ο αιώνα και έπειτα.[2] Το έθνος θα ήταν αδιανόητο χωρίς μια νέα αντίληψη του χρόνου – του κενού, ομοιογενούς χρόνου, που χαρακτηρίζεται από χρονική σύμπτωση και μετριέται με το ρολόι και το ημερολόγιο. Αυτή η αντίληψη του χρόνου βρίσκει την έκφρασή της στο μυθιστόρημα και στην εφημερίδα (αργότερα προσθέτει το μουσείο, το χάρτη και την απογραφή), δύο μορφές που παρείχαν τα τεχνικά μέσα για την αναπαράσταση της φαντασιακής κοινότητας που είναι το έθνος, επιτρέποντας διαφορετικά μέλη του έθνους να φαντάζονται μια ταυτόχρονη ύπαρξη. Μέσω αυτής της αντίληψης του χρόνου είναι εφικτή η ιδέα ενός κοινωνικού οργανισμού που κινείται με βάση το ημερολόγιο μέσα σε έναν ομοιογενή, κενό χρόνο και της οποίας το έθνος αποτελεί πραγμάτωση ως συμπαγής κοινότητα που κινείται σταθερά μέσα στην Ιστορία είτε προς τα πίσω είτε προς τα εμπρός. Η δεύτερη προϋπόθεση για τη γέννηση του έθνους ήταν η ανάδυση του έντυπου καπιταλισμού που οδήγησε στην παγίωση των καθομιλούμενων γλωσσών και στη δημιουργία έντυπων γλωσσών. Ο όρος έντυπος καπιταλισμός οφείλεται στην ιδιαιτερότητα του βιβλίου που συνίσταται αφενός στην παραγωγή του ως εμπορεύματος μέσα από καπιταλιστικές διαδικασίες και αφετέρου στην «κατανάλωσή» του και στην επιρροή που αυτή ενέχει. Το βιβλίο μπήκε στην τιτάνια μάχη για την κατάκτηση της διάνοιας και η Μεταρρύθμιση όφειλε την επικράτησή της στην αυξανόμενη αγορά εντύπων στην καθομιλουμένη. Η σύνδεση ενός συστήματος παραγωγής, μιας τεχνολογίας των επικοινωνιών και της ποικιλίας των καθομιλούμενων γλωσσών δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός πεδίου στο οποίο οι συν-αναγνώστες αναγνώριζαν τον εαυτό τους και συγκροτούσαν σχέσεις αλληλεγγύης.
Ο Άντερσον καταλήγει σε τρία διαφορετικά «στάδια» εμφάνισης του εθνικισμού, τα οποία διαμορφώνουν τρία διαφορετικά μοντέλα που το καθένα δανείζεται στοιχεία από το προηγούμενο: τον πρωτοπόρο «αμερικανικό» εθνικισμό, τον «γλωσσικό» εθνικισμό της Ευρώπης και τον αυτοκρατορικό «επίσημο» εθνικισμό που συγκροτήθηκε αρχικά ως συνδετικός κρίκος του έθνους και των δυναστικών αυτοκρατοριών και μεταφέρθηκε στα αποικιακά εδάφη της Αφρικής και της Ασίας. Η ιστορικά καθορισμένη εμφάνιση του εθνικισμού στον Νέο Κόσμο δεν έρχεται σε αντίθεση με τον καθολικό χαρακτήρα του πολιτισμικού φαινομένου του εθνικισμού στα μετέπειτα στάδιά του, στην Ευρώπη και στα αποικιακά εδάφη. Το «τελευταίο κύμα» εθνικισμών που αναπτύχθηκαν στο αποικιακό κράτος ως απάντηση στον νέου τύπου πλανητικό ιμπεριαλισμό το διερευνά ο Άντερσον μέσα τρεις θεσμούς –την απογραφή, το χάρτη και το μουσείο– ως αποικιακές τεχνολογίες που αποτέλεσαν τη γραμματική των φαντασιακών συλλήψεων του αποικιακού κράτους. Με αυτήν τη μελέτη που προστέθηκε στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, ο Άντερσον διεύρυνε τη θεωρητική επεξεργασία της γενεαλογίας του έθνους. 

Ο Άντερσον γεννήθηκε στην Κουνμίνγκ της Νότιας Κίνας το 1936 από ιρλανδό πατέρα και αγγλίδα μητέρα, από όπου μετανάστευσε με την οικογένειά του το 1941 στην Καλιφόρνια, κατόπιν στην Ιρλανδία και έπειτα στην Αγγλία. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Καίμπριτζ (1957) και πολιτικές επιστήμες ταυτόχρονα με σπουδές της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ασίας στο πανεπιστήμιο Cornell (1967). Ήταν ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Cornell της Νέας Υόρκης, στο οποίο δίδαξε από το 1967 έως το 2002.
Το πεδίο της έρευνάς του κατά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του ήταν η Ινδονησία. Ο Άντερσον πήγε στην Ιάβα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για να μελετήσει την πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ινδονησίας αλλά, λειτουργώντας περισσότερο ως κοινωνικός ανθρωπολόγος παρά ως πολιτικός επιστήμονας, πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα για δυόμισι χρόνια εστιάζοντας στην κουλτούρα των ανθρώπων της. Άλλωστε το πεδίο των σπουδών συγκεκριμένων περιοχών του πλανήτη (εκτός βέβαια από τη Δύση!), γνωστού ως area studies, ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό πολυ-επιστημονικό αναδυόμενο πεδίο στη μεταπολεμική εποχή και στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Στρατηγικός στόχος του πεδίου ήταν η μελέτη του «εθνικού χαρακτήρα» ή της «εθνικής κουλτούρας» (ιαπωνική, κινεζική, εβραϊκή, ρωσική) μέσα από τη σχέση τους με τον τόπο καταγωγής με στόχο τη χάραξη πολιτικής. Την αμερικανική κυβέρνηση απασχολούσε το ζήτημα της απειλής της κομμουνιστικής Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και οι «μη αμερικανοποιημένοι» Σοβιετικοί, Κινέζοι ή Εβραίοι, οι οποίοι συμπεριφέρονταν «εθνικά».[3]
Ο Άντερσον, επηρεασμένος από τον αντι-ιμπεριαλισμό της αμερικανικής Αριστεράς, συμμετείχε στο κίνημα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και υποστήριξε τα αντι-ιμπεριαλιστικά εθνικιστικά κινήματα. Το 1966 ολοκλήρωσε μαζί με τη Ruth McVey μια ανάλυση για το «αποτυχημένο» στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Οκτωβρίου 1965 στην Ινδονησία με τίτλο «A Preliminary Analysis of the October 1, 1965, Coup in Indonesia» (γνωστό ως «Cornell paper»). Το κείμενο, αν και αποτελούσε μια προκαταρτική εξέταση και ερμηνεία των γεγονότων και δεν προοριζόταν για δημοσίευση (ώστε να μην διακινδυνεύσουν συνάδελφοι και φοιτητές να απολογηθούν για τις απόψεις που εκφράζονταν στο άρθρο), διέρρευσε και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τη στρατιωτική ηγεσία και την κυβέρνηση του στρατηγού Σουχάρτο. Το κείμενο εκδόθηκε τελικά το 1971 και οδήγησε στην αποπομπή του Άντερσον από την Ινδονησία και την απαγόρευση εισόδου του στη χώρα, που κράτησε μέχρι το 1998.
Ο Άντερσον και η McVey είχαν αναλύσει το πραξικόπημα ως εσωτερική διαμάχη του στρατού, ανάμεσα στους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς της Τζακάρτα και τους πιο χαμηλόβαθμους απογοητευμένους στρατιωτικούς της Διεύθυνσης της μεραρχίας Ντιπονεγκόρο στο Σεμαράγκ της Κεντρικής Ιάβας. Αυτή η ανάλυση ερχόταν σε αντίθεση με την προπαγάνδα της στρατιωτικής ηγεσίας –η οποία επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή σφαγή των ινδονήσιων αριστερών το 1965– και του στρατηγού Σουχάρτο, ο οποίος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, υποστηρίζοντας ότι το πραξικόπημα υποκινήθηκε και σχεδιάστηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Άντερσον επανέρχεται στο πραξικόπημα το 2000 και αναλύει περαιτέρω τις υποθέσεις του αναφορικά με την εμπλοκή του ίδιου του Σουχάρτο στο πραξικόπημα (και στην αποτυχία του) και τον διπλό ρόλο του, με απώτερο στόχο την εγκαθίδρυση ενός δικτατορικού καθεστώτος, από τα πιο αιματηρά στην ιστορία του 20ού αιώνα.[4] Ο Άντερσον δημοσίευσε περισσότερα από 250 άρθρα, ενώ στις μονογραφίες του περιλαμβάνονται τα παρακάτω έργα: In the Mirror: Literature and Politics in Siam in the American Era (1985), Language and Power: Exploring Political Cultures in Indonesia (1991), Under Three Flags: Anarchism and the Anti-Colonial Imagination (2005).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Το περιοδικό Time το κατέταξε ως ένα από τα 100 σημαντικότερα αγγλόγλωσσα βιβλία από το 1923 έως σήμερα˙ http://entertainment.time.com/2011/08/30/all-time-100-best-nonfiction-books/slide/imagined-communities-by-benedict-anderson/.
2. Βλ. τη συνέντευξή του στον Alexander Semyonov στο περιοδικό Ab Imperio το 2003, η οποία μεταφράστηκε από τον Γ. Χατζηδημητράκη και δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής στις 20.12.2015˙https://enthemata.wordpress.com/2015/12/20/anderson-2/#more-21239.
3. Brian Keith Axel, «Introduction: Historical Anthropology and its Vicissitudes», στο Brian Keith Axel, From the Margins: Historical Anthropology and its Futures, Duke University Press, Ντάραμ 2002, σσ. 47–65.
4. Benedict Anderson, «Petrus Dadi Ratu [Petrus Becomes King!]», New Left Review, 3, May-June 2000˙http://newleftreview.org/II/3/benedict-anderson-petrus-dadi-ratu#_ednref3.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου