Σελίδες

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ,Για τον χρόνο και για τον καιρό,Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3.1.16


Σε κάθε ανασκόπησή μας, με την αφορμή ενός από τα συμβατικά ορόσημά μας, δεν προσπαθούμε μονάχα να βάλουμε σε στοιχειώδη τάξη όσα συνέβησαν και να τους δώσουμε αναδρομικά μορφή και νόημα. Επιχειρούμε και να παγώσουμε τον χρόνο, όχι απλώς να τον ανακαλέσουμε. Να νιώσουμε για λίγο δεσπότες και ρυθμιστές του, μολονότι εκ γενετής αθύρματά του. Αυτό ισχύει κατεξοχήν για όσους έχουν διαβεί πια το δαντικά φημισμένο «μεσοστράτι της ζωής τους». Αυτοί ζουν με τον πλέον οδυνηρό τρόπο την αϊνσταϊνική «σχετικότητα του χρόνου», στην πιο παρερμηνευμένη εκδοχή της, ή μάλλον στην περισσότερο εξαρτημένη από τα αισθήματα του παρατηρητή: όσο λιγότερος χρόνος απομένει, υπακούοντας στους όρους της αναπόδραστης βιολογικής γήρανσης και της πνευματικής καταπόνησης, τόσο πιο γρήγορα περνάει. Πιθανότατα και τόσο πιο μονότονα, δηλητηριασμένος από τη ρουτίνα και την επανάληψη, τους δολιοφθορείς της ανθρώπινης αντοχής.

Η αντοχή αυτή δεν έχει να κάνει με τη σωματική ακμή ή εμφάνιση (είναι απλώς αστείες ψευδαισθήσεις, λοιπόν, τα ποικίλα λίφτινγκ), αλλά με τα «μικρά γκρίζα κύτταρα» που μοιραζόμαστε με τον Ηρακλή Πουαρώ. Αν αυτά αποκάμουν ή αν απλώς βαρεθούν, καμία «ένεση ηθικού» ή τεχνητή παράταση βίου δεν μπορεί να τα ξανανιώσει, να τους ξαναδώσει λίγη όρεξη. Η κρυογονική ή κλωνοποιητική υπόσχεση μιας δεύτερης νιότης μπορεί να εξελίσσεται σε επικερδή βιομηχανία, θηρεύοντας θύματα ανάμεσα στους πιο μεγιστάνες από τους μεγιστάνες, παραβλέπει όμως αλαζονικά την αυθεντική ανθρώπινη συνθήκη: την ύπαρξη ορίων· την ύπαρξη ενός τέλους που ενδέχεται να μην είναι πάντοτε κατάρα.

«Οντα της στιγμής» είναι οι άνθρωποι. Δεν έπεφτε έξω ο Κ. Π. Καβάφης όταν ανακεφαλαίωνε με τον απλούστερο δυνατό τρόπο την κοινή ανθρώπινη εμπειρία και αίσθηση. Και δεν λάθευε η Σαπφώ, όταν έλεγε, και αυτή με τρόπο απλούστατο (σε ποίημά της που «αποκρυπτογραφήθηκε» πριν από μια δεκαετία), πως «αγήραον άνθρωπον έοντ’ ου δύνατον γενέσθαι». Δηλαδή: «Ανθρωπος απ’ τα γηρατειά ανίκητος δεν γίνεται, κανείς». Και τα ’λεγε αυτά, ιστορώντας το πάθημα του Τιθωνού, του μεγαλύτερου αδελφού του Πριάμου.

Τον αγάπησε παθιασμένα η Ηώς, η θεϊκή Αυγή, και παρακάλεσε τον Δία να του χαρίσει την αθανασία. Παρέλειψε όμως, μες στη ζάλη του έρωτα, να ζητήσει από τον Κεραυνότατο του Ολύμπου να δωρίσει στον αγαπημένο της την αιώνια νιότη. Και γερνούσε ο έρμος και ζάρωνε, με χαμένη τη δυνατότητα του θανάτου. Ωσπου τον λυπήθηκε η Ηώς, πάντοτε νέα αυτή, και τον μεταμόρφωσε σε τζιτζίκι. Για τους ανθρώπους –ο καθένας κι ένας Τιθωνός–, ο χρόνος είναι ήδη ξοδεμένος, ήδη παρελθόν, πριν καν προλάβουν να συλλαβίσουν τη λέξη «παρόν». Πρωτίστως όμως αποτελεί το καθαυτό ντι-εν-έι τους. Είναι το άλλο όνομα της ανθρωπινότητάς τους.

Το 2015, για να χρονοπροσγειωθούμε απότομα, θ’ αφήσει κάμποσα σημάδια στο σώμα του χρόνου, είτε στην περιορισμένη ελληνική του διάσταση το δούμε είτε στην ευρύτερη. Δεν ήταν ένα αδιάφορο έτος δίχως κληροδοσία, αλλά μια χρονιά με πρωτότυπα γνωρίσματα. Με καίριες διαφορές από τα προηγούμενα, τόσο στη χώρα μας όσο και στο περιβάλλον της.

Τη μεγάλη εικόνα, την παγκόσμια, τη σημαδεύει βαθιά, σαν χαρακιά, ο πόλεμος στη Συρία, με την καταγωγή και τις συνεπαγωγές του. Με τον παροξυσμό της θεοληψίας και της τρομοκρατίας δηλαδή, αλλά και με την τεραστίων διαστάσεων προσφυγιά από δύο ημιδιαλυμένες ηπείρους (την Ασία και την Αφρική) προς την ήπειρο που φαντάζει ονειρική στα μάτια των απελπισμένων: την Ευρώπη· μια Ευρώπη που τη γέρασαν πρόωρα οι πολλές αμαρτίες της και η αδυναμία ή η απροθυμία της να σχεδιάσει ένα όντως κοινό σπίτι και μέλλον. Ολοένα και βαθύτερα εκγερμανιζόμενη, υπακούει στα δόγματα του δόκτορος Σόιμπλε, χωρίς να καταφέρνει καν να αρθρώσει σε σαφή και αποφασισμένο πολιτικό λόγο τη σποραδικά εκδηλούμενη μεμψιμοιρία της. Για να επιτρέψουμε στη μελαγχολία μας να λογοπαίξει, προς το παρόν η Ευρώπη είναι σκέτο παρελθόν.

Αντίθετα, και ο πόλεμος –ο ενδοσυριακός και ο ενδοϊρακινός– και η προσφυγιά έχουν πολύ μέλλον μπροστά τους. Αν προς στιγμήν αφήσουμε στην άκρη το διαχρονικό πρώτο κινούν, την απληστία των μεγάλων δυνάμεων για ισχύ και πλούτο, που δεν εξυπηρετείται με τη λύση προβλημάτων αλλά με την πρόκλησή τους και τη συντήρηση των ήδη υπαρχόντων, δεν μπορεί παρά να απορήσουμε: Πώς είναι δυνατόν να μη φαίνεται ακόμη πουθενά φως, δηλαδή η αρχή έστω για το τέλος του πολέμου, ενώ υποτίθεται ότι κουτσά-στραβά έχει συμπηχθεί μία από τις μεγαλύτερης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης συμμαχίες εναντίον των τζιχαντιστών του ISIS;

Πώς ένα παντοδύναμο στράτευμα, που το απαρτίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι δορυφόροι τους, και το οποίο έχει την κάτι παραπάνω από συμβολική υποστήριξη της Κίνας, της Ιαπωνίας, του Καναδά, της Αυστραλίας κτλ., αδυνατεί να κατατροπώσει το αβυσσαλέα βάρβαρο «Ισλαμικό Κράτος»; Γιατί, όσο πάμπλουτο κι αν υποθέσουμε πως είναι το Χαλιφάτο, χάρη στο λαθρεμπόριο πετρελαίου και αρχαιοτήτων (ακόμη και με κράτη που δηλώνουν αντίπαλοί του, όπως μετά στοιχείων καταγγέλλεται), αλλά και χάρη στην κρυφή υποστήριξη ορισμένων ουσιαστικά θεοκρατούμενων αραβικών χωρών, διαθέτει ολιγάριθμο στρατό και οριακών δυνατοτήτων εξοπλισμό. Οι «εθελοντές» και οι μισθοφόροι που το ενισχύουν και τα ψυχοτρόπα που γράφτηκε ότι χρησιμοποιούν οι «μαχητές» του δεν αρκούν για να εξηγήσουν το γεγονός ότι ούτε οι αεροπορικές επιθέσεις Αμερικανών, Ρώσων και Γάλλων ούτε οι χερσαίες επιχειρήσεις Κούρδων, Σύρων και Ιρακινών δείχνουν να το πλήττουν ιδιαίτερα. Γίνεται κάθε μέρα και σαφέστερο ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί ώσπου οι εμπλεκόμενοι «σύμμαχοι» να προσδιορίσουν επακριβώς τη διανομή της λείας. Πάντα βάσει αρχών και αξιών.

Για να περάσουμε τώρα από τον χρόνο στον καιρό, που τουλάχιστον στην αρχαιοελληνική σκέψη δεν ταυτίζονταν, το 2015 είχε να προσφέρει με τη λήξη του ένα δώρο μισό, στενόκαρδο και μικρόμυαλο: τη συμφωνία του Παρισιού για τη μερική αντιμετώπιση της απορρύθμισης του καιρού και της ανατροπής της νόρμας του, από τις παρενέργειες των οποίων υποφέρει σχεδόν καθημερινά ο πλανήτης, με διαφορετική μορφή και σφοδρότητα κάθε κομμάτι του. Και πάλι, οι κατεξοχήν υπεύθυνοι υπολόγισαν πως η συντήρηση του προβλήματος είναι (προς το παρόν και μόνο γι’ αυτούς) αποδοτικότερη από τη λύση του. Συνεχίζουν δηλαδή να βλέπουν τον χρόνο τυχοδιωκτικά· σαν ευκαιρία. Και όχι σαν τέταρτη διάσταση του ανθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου