Σελίδες

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Αθηνά Αθανασίου,λιτότητα εναντίον ισότητας,


 

Βιβλιοκριτική για το συλλογικό έργο Γυναίκες και Λιτότητα: Η οικονομική κρίση
και το μέλλον της ισότητας των φύλων
, σε επιμέλεια Μαρίας Καραμεσίνη – Jill Rubery


Ο συλλογικός αυτός τόμος, που επιμελήθηκαν η Μαρία Καραμεσίνη και η Jill Rubery, αποτελεί μια συστηματική καταγραφή των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών λιτότητας στις γυναίκες και την ισότητα των φύλων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ την περίοδο 2008-2012. Το θεωρητικο-πολιτικό στίγμα του βιβλίου αφορά το πεδίο όπου διασταυρώνονται τα καθεστώτα της νεοφιλελεύθερης κρίσης και οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Η οπτική του φύλου προτείνεται όχι απλώς ως μια αναγκαία προσθήκη ή και διόρθωση των δεδομένων της κρίσης αλλά και ως εναλλακτικό αφήγημα για την κρίση και την κυρίαρχη σήμερα πολιτική ατζέντα της λιτότητας. 
Η συλλογική αυτή μελέτη προτείνει ένα εμπειρικά εμπεριστατωμένο πλαίσιο ανάλυσης της κρίσης υπό την οπτική του φύλου, όπου η κρίση δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική συγκυρία ύφεσης αλλά και κρίσιμη καμπή στην ιστορική συνέχεια των δομικών κρίσεων του καπιταλισμού, οι οποίες επιφέρουν θεσμικές και ιδεολογικές αλλαγές που αφορούν το καθεστώς ή το συμβόλαιο του φύλου. Έτσι, ο τόμος Γυναίκες και Λιτότητα: Η οικονομική κρίση και το μέλλον της ισότητας των φύλων (μτφρ. Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Καράμπελας, Μιχάλης Λαλιώτης, εκδ. νήσος / Εργαστήριο Σπουδών Φύλου – Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2015) συνεισφέρει διττά – τόσο στις σπουδές φύλου τη διάσταση της κριτικής στη νεοφιλελεύθερη οικονομία, όσο και στα οικονομικά της εργασίας τη διάσταση της έμφυλης ανάγνωσης.

Το φύλο ως πεδίο κριτικής ανάλυσης της κρίσης 
Οι λόγοι της κρίσης και οι πολιτικές της νεοφιλελεύθερης λιτότητας εμπεδώνουν και ενισχύουν τις έμφυλες ιεραρχίες. Η νεοφιλελεύθερη κρίση σάρωσε κάθε λογική κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κεκτημένων, που αφορούν την εργασία, την κοινωνική πρόνοια και την εκπαίδευση, ενώ επέφερε βαρύ πλήγμα στα αιτήματα και τις κατακτήσεις της ισοελευθερίας. Μια από τις δυσμενέστερες συνέπειες της κρίσης είναι ότι υπονόμευσε όχι μόνο τις όποιες δημοκρατικές κατακτήσεις αλλά και την ίδια τη νομιμότητα της διεκδίκησής τους. 
Το φρονηματικό δόγμα ΤΙΝΑ («δεν υπάρχει εναλλακτική») παραπέμπει όχι μόνο στη μονοπώληση πόρων και ισχύος αλλά και νοήματος. Συνδέεται με τον αυταρχικό ρεαλισμό που καθορίζει ποιων οι φωνές και οι εμπειρίες περιλαμβάνονται στον δημόσιο λόγο της κρίσης και ποιων όχι, ποιες μορφές ζωής εκτίθενται περισσότερο στη βιοπολιτική της κρίσης και ποιες μορφές ζωής ήταν σε κρίση ήδη πριν από την «κρίση», αλλά και, τέλος, ποιες κριτικές επιστημολογίες της κρίσης παραλείπονται από το «μεγάλο αφήγημα» της κρίσης. Μια τέτοια κριτική επιστημολογία, που παραλείπεται στους κυρίαρχους λόγους της κρίσης και αναδεικνύεται με διαφωτιστικό τρόπο στον υπό συζήτηση τόμο, είναι αυτή της οπτικής του φύλου. Τα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο αποτυπώνουν έμπρακτα ότι η οπτική του φύλου είναι μια τέτοια κρίσιμη κριτική επιστημολογία που φωτίζει τις αθέατες όψεις των πολιτικών της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, όπως είναι η εμπέδωση και η σκλήρυνση των έμφυλων περιχαρακώσεων, η θηλυκοποίηση της φτώχειας, αλλά και η υπαγωγή των γυναικών στον «φυσικό» ρόλο της οικιακής φροντίδας και της απαξιωμένης εργασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής ενόψει του αποδεκατισμού του δημόσιου συστήματος φροντίδας. Το βιβλίο συμβάλλει στην κριτική αναθεώρηση της σύγχρονης συγκυρίας μέσα από το αναλυτικό πρίσμα των Σπουδών Φύλου.
Η μελέτη του φύλου δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια ακόμη θεματική της οποίας η προσθήκη στην ανάλυση λογίζεται –σύμφωνα με την κανονιστική επιστημολογία του θετικισμού– στην καλύτερη περίπτωση ως δευτερεύουσα λεπτομέρεια και στη χειρότερη ως περιττή πολυτέλεια ή περισπασμός. Αντίθετα, συνιστά θεωρητικοπολιτική σκευή της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας που αφορά την έννοια του πολιτικού, της κοινωνικής συγκρότησης των υποκειμένων, της ισότητας, της διαφοράς, των σχέσεων εξουσίας, και των αντιστασιακών και μετασχηματιστικών δυναμικών. Μετά την ανάγνωση του βιβλίου αυτού, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η όποια ανάλυση του καθεστώτος της νεοφιλελεύθερης λιτότητας χωρίς την αναλυτική οπτική του φύλου δεν είναι απλώς ελλιπής αλλά θεμελιωδώς εσφαλμένη, ενίοτε συνένοχη με τις προϊδεάσεις του κυρίαρχου λόγου και σίγουρα ανεπαρκής τόσο στην αναλυτική όσο στην κριτική της στόχευση. 

Νεοφιλελευθερισμός και αντιφεμινισμός
Το ότι η οπτική του φύλου αποτελεί κρίσιμη κριτική επιστημολογία φαίνεται και από το ρεύμα του αντιφεμινισμού που διεκδικεί στις μέρες μας ολοένα και μεγαλύτερη ορατότητα στην πολιτική σκηνή – ένα ρεύμα που συνάδει με ένα ευρύτερο πλέγμα κοινωνικού συντηρητισμού. Ένα τέτοιο σύμπτωμα αποτελεί ο παροξυσμός σεξισμού στον δημόσιο λόγο, όπως οι απαξιωτικές φράσεις «κυρία Τασία», ή το «κάποια κυρία που λέει ανοησίες», που ακούστηκαν πρόσφατα από θεσμικούς παράγοντες. Ας το επαναλάβουμε: αυτό δεν είναι απλώς αγένεια ή λεκτική απρέπεια. Είναι λόγος μίσους και σεξιστική μνησικακία, που βρίσκεται στην καρδιά κάθε ακροδεξιάς κουλτούρας. Και δεν απαντιέται με αναδίπλωση στους αυτοματισμούς της συντηρητικής «κοινής λογικής», αλλά με σταθερά, αξιακά προσανατολισμένη πολιτική στάση. Μάλιστα, γνωστός αρθρογράφος της εφημερίδας Καθημερινή, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Το ανάθεμα του σεξισμού» (9.10.2015), χλευάζει και καταγγέλλει όσες τολμούν να ασκούν κριτική στον σεξισμό. Ο αρθρογράφος, ως αυθεντικός εκφραστής του ρεύματος του «ανοιχτόμυαλου» pop σεξισμού, καλεί την κοινωνία και το «έθνος» να περιφρουρήσει την ηθική αξία του σεξισμού και να αμυνθεί απέναντι στην επικίνδυνη κοινωνική παρεκτροπή του αντισεξισμού και των ξενόφερτων «μεταμοντέρνων Gender Studies». 
Στο στόχαστρο αυτού του μισογυνικού και αντιφεμινιστικού παροξυσμού, που αποκαλύπτει άθελά του τη θανάσιμη αγωνία των φορέων του για την ανατρεπτική προοπτική του φεμινισμού, μπαίνουν διάφορες «επικίνδυνες» στερεότυπες μορφές, από τις «γλωσσούδες» γυναίκες που μιλούν στον δημόσιο λόγο αντί να κάθονται στη θέση τους, έως τις γυναίκες που, σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, μπορούν ευκολότερα να βρίσκουν δουλειά στην άτυπη οικονομία.1
Το βιβλίο αυτό λειτουργεί και σαν αντίδοτο στον υφέρποντα αντιφεμινισμό, που, συχνά μεταμφιεσμένος ως αξιοκρατικό ιδεώδες της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής, τείνει να εξελιχτεί σε επιδραστική συνιστώσα του πολιτικού κατεστημένου, καθώς αναζωογονεί και αναπαλαιώνει διάφορες εκδοχές του δόγματος «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες που αντιπροσωπεύονται στον τόμο, το νεοσυντηρητικό πλαίσιο της κρίσης γίνεται πεδίο παραγωγής λόγων που διεκδικούν να αποκαταστήσουν τη «φυσική» τάξη πραγμάτων εμπεδώνοντας την έμφυλη ιεραρχία ως «κοινή λογική». Αυτό γίνεται, στο πλαίσιο της κυρίαρχης και κυριαρχικής νεοφιλελεύθερης λογιστικής, μέσω μιας πατερναλιστικής και συγκαταβατικής θυματοποίησης των γυναικών ως κατεξοχήν «ευάλωτη ομάδα», ή μέσω της προτυποποίησής τους ως παραδειγματικά ανθεκτικών υποκειμένων πρόθυμων να αναλάβουν την ευθύνη της επιχειρησιακής αυτορρύθμισης της επισφάλειάς τους. Σε κάθε περίπτωση, θριαμβεύει η στερεότυπη ουσιοκρατία του έμφυλου διπολισμού και οι κανονιστικές κατασκευές της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας. 
Ας αναλογιστούμε πώς οι μόνες μητέρες έφτασαν, την εποχή της Θάτσερ, να αποτελούν στο λόγο της δεξιάς σύμβολο εξάρτησης, κοινωνικής μειονεξίας και κατάχρησης της «ευεργεσίας» του βρετανικού κράτους πρόνοιας (κράτος-νταντά, «nanny-state»), ή πώς οι αφροαμερικανές μητέρες κατασκευάστηκαν ως επονείδιστη ταυτότητα και δυσβάσταχτο φορτίο για το βορειοαμερικανικό ασφαλιστικό σύστημα. Ήδη από τη δεκαετία του ’80 ο νεοσυντηρητισμός και η νεοφιλελεύθερη απαξίωση του κοινωνικού κράτους είχε κατασκευάσει για να στιγματίσει και να κυνηγά αυτή την ταυτότητα-παρία: τις γυναίκες της εργατικής τάξης (η δεύτερη τέτοια ταυτότητα-παρίας ήταν οι «μολυσματικοί ομοφυλόφιλοι»). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο ηθικός πανικός πήρε οικονομικά χαρακτηριστικά, μετατράπηκε σε οικονομικό ρίσκο της τοξικής εξάπλωσης.

Κρίσιμη καμπή για την ισότητα των φύλων
Η συγκριτική ανάλυση που προσφέρει ο τόμος αυτός αποτυπώνει με τον πλέον διαφωτιστικό τρόπο τη ριζική περιστολή θεσμικών δομών και πολιτικών που προήγαγαν την ισότητα των φύλων στην περίοδο πριν από την κρίση στις εννέα επιλεγμένες υπό μελέτη χώρες. Με αυτή την έννοια, η κρίση αποτελεί κρίσιμη καμπή για τα καθεστώτα φύλου (βλ. κείμενο Jill Rubery), όπως αυτά συνυφαίνονται με την ταξικά μεροληπτική οικονομία του νεοφιλελευθερισμού που αναδιανέμει προς τα πάνω πόρους και ισχύ. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αναδιανομής από τα φτωχά κοινωνικά στρώματα προς τις ελίτ της αγοράς, οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και οι πολιτικές λιτότητας μετατοπίζουν το βάρος της προσαρμογής στην κρίση χρέους στις γυναίκες. Η υποτίμηση της εργασίας των γυναικών αναδεικνύεται σε θεμελιώδη κινητήρια δύναμη της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. 
Τα ευρήματα από την πρώτη φάση της κρίσης καταγράφουν μια ορισμένη σύγκλιση προς τα κάτω των χασμάτων φύλου στην απασχόληση και την ανεργία, όχι όμως επειδή βελτιώθηκαν οι συνθήκες για τις γυναίκες, αλλά επειδή επιδεινώθηκε η κατάσταση των ανδρών. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, εφόσον η ανεργία αυξήθηκε ταχύτερα στους άνδρες, τα ποσοστά ανδρών και γυναικών συνέκλιναν. Ωστόσο, όπως αποτυπώνεται με διαύγεια στο βιβλίο, τα δεδομένα προβλέπεται να ανατραπούν από τις πολιτικές λιτότητας, που έχουν ήδη δυσμενείς συνέπειες τόσο στη γυναικεία εργασία όσο και στην πρόσβαση των εργαζόμενων γυναικών σε υποστηρικτικές κοινωνικές υπηρεσίες. Όπως γράφει χαρακτηριστικά η Μαρία Καραμεσίνη, «Είναι προφανές ότι ο ταχύτερος ρυθμός αύξησης των μερικώς απασχολούμενων ανδρών κατά τη διάρκεια της κρίσης οδήγησε σε “αρρενοποίηση” της μερικής απασχόλησης, άρα σε “θηλυκοποίηση” των συνθηκών εργασίας τους». Έτσι, η «θηλυκοποίηση» των συνθηκών στην αγορά εργασίας, δηλαδή η εξίσωση προς τα κάτω των διαφορών φύλου στην απασχόληση και στην ανεργία, εγγράφει τη «θηλυκότητα» ως σημαίνον της υπάγωγης ταυτότητας. 
Η προσεκτική ανάλυση των επιμελητριών και των συγγραφέων του τόμου οδηγεί σε μια ακόμη αξιοσημείωτη, για μένα, επισήμανση: Η μείωση των διαφορών φύλου στα πρότυπα απασχόλησης συνοδεύτηκε σχεδόν παντού από τη διατήρηση ή ακόμα και από τη διεύρυνση των εντός φύλου ταξικών, ηλικιακών και εθνικών/εθνοτικών ανισοτήτων, μολονότι με σημαντικές αποκλίσεις από χώρα σε χώρα (βλ. κείμενο Καραμεσίνη και Rubery). Αυτή η διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ γυναικών καθιστά απαραίτητη τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους το φύλο τέμνεται με την κοινωνική τάξη, τη φυλή, την εθνότητα. Αντί να παραπέμπει σε μια ενιαία ταυτοτική θεμελίωση, η κατηγορία «γυναίκες» ιεραρχείται στη βάση ταξικών και άλλων διαβαθμίσεων. Άρα πρέπει να γίνει βασική μέριμνά μας η ανάλυση των πιο φυσικοποιημένων όψεων της κρίσης, όπως είναι η ανασφάλιστη εργασία της οικιακής φροντίδας που επωμίζονται μετανάστριες από τον παγκόσμιο νότο, οι αποκλεισμοί του οικογενειοκρατικού μοντέλου φροντίδας, οι έμφυλες και σεξουαλικές νόρμες που διέπουν τη βιοπολιτική του νεοφιλελευθερισμού. 
Το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο αντιμάχεται με σφοδρότητα την κοινωνική ισότητα και το κοινωνικό συμβόλαιο του φύλου, το οποίο, με ένα πλέγμα κοινωνικών παροχών του κοινωνικού κράτους, είχε συμβάλει στη μερική τουλάχιστον «αποοικογενειοποίηση» της φροντίδας, επιτρέποντας έτσι στις γυναίκες, κυρίως αυτές των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, να αναζητήσουν αμειβόμενη εργασία. Αυτή η κριτική στη νεοφιλελεύθερη επιταγή για ανάθεση της κοινωνικής προστασίας στην οικογένεια και επιστροφή των γυναικών στην εργασία φροντίδας είναι σημαντικό, ωστόσο, να συνδυαστεί με την πολύτιμη φεμινιστική κριτική στο κράτος. Και θεωρώ επιτακτική την ανάγκη να συμπεριληφθεί στο ερευνητικό και πολιτικό μας φαντασιακό η ύπαρξη ή η διεκδίκηση του δικαιώματος ύπαρξης διαφορετικών, μη-ετεροκανονικών μορφών συσχετικότητας και οικιακής ή εξω-οικιακής αλληλεγγύης.

Επισφάλεια, υποτίμηση της εργασίας και έμφυλες διακρίσεις
Εκτός από αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς μέσω «κρίσεων», ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί μια ευρύτερη και διάχυτη λογική και λογιστική αυταρχικής διακυβέρνησης, της οποίας ύστατο πεδίο άσκησης είναι η πειθαρχική πολιτική ανατομία του σώματος με όρους άνισης κατανομής πόρων και ισχύος. Σ’ αυτό το πλαίσιο της ριζικής απο-δημοκρατικοποίησης, οι έμφυλες διακρίσεις κατέχουν κεντρική θέση. 
Οι συνθήκες κρίσης και επισφάλειας αποτελούν εύφορο έδαφος για την περαιτέρω εδραίωση των ήδη κυρίαρχων έμφυλων διακρίσεων: οι γυναίκες στο σπίτι και οι άνδρες φρουροί της τιμής του έθνους και εγγυητές της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Και όλοι και όλες μαζί, συμμορφωμένοι/ες στους διακριτούς φυσικούς τους ρόλους και προορισμούς, πίσω ολοταχώς στις αρχές του «οίκου», εκεί που η οικο-νομία (ως νομή του οίκου) αποκτά τη διττή έννοια αφενός του οικονομικού καταμερισμού εργασίας και αφετέρου της ρύθμισης της σεξουαλικότητας και της αναπαραγωγής. Με αυτή την έννοια, η επισφάλεια δεν αναφέρεται σε μια «φυσική κατάσταση» θυματοποίησης των γυναικών ούτε ως ευκαιρία νοσταλγικής εξιδανίκευσης παλαιότερων, δήθεν «ασφαλέστερων» εργασιακών καθεστώτων, ιδιαίτερα αν αυτά συνεπέφεραν μια «σταθερή ζωή» θεμελιωμένη στις προδιαγραφές της οικοκεντρικής θηλυκότητας. 
Οι ανισότητες δεν περιλαμβάνουν μόνο τις υλικές και εργασιακές σχέσεις, και την πρόσβαση σε κοινωνικά επιδόματα και δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και την κανονιστική βία που διέπει τα κοινωνικά πρότυπα αναφορικά με τους αρμόζοντες και προσδοκώμενους «ρόλους» των έμφυλων υποκειμένων. Η ανισότητα υπονομεύει την ίδια τη δυνατότητα του ανήκειν επί ίσοις όροις σε ένα κοινό πολιτικό «εμείς». Η εμπέδωση και η ενίσχυση της νοηματοδότησης του φύλου με όρους φυσικοποιημένης βιολογικής διαφοράς είναι κρίσιμη διάσταση της κοινωνικής και πολιτικής ανισότητας. Έτσι, η έμφυλη ισότητα υφίσταται πιέσεις από την «αναζωογονημένη» πατριαρχική ιδεολογία που κατατάσσει τις γυναίκες ως «βιολογικά προδιατεθειμένες» για νοικοκυρές και τροφοί-φροντίστριες. Η περίπτωση της Πορτογαλίας, όπως αποτυπώνεται στον τόμο, είναι διαφωτιστική από αυτή την άποψη. Οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να διαλέξουν ανάμεσα στον γκρεμό και το ρέμα: να ψάξουν για ολοένα και πιο επισφαλείς και λιγοστές θέσεις εργασίας ή να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας και να επιστρέψουν στους επιβεβλημένους έμφυλους ρόλους τους μέσα στην οικογενειακή εστία.
Συχνά η ανάλυση της νεοφιλελεύθερης επισφαλειοποίησης της εργασίας επισκιάζει το γεγονός ότι κάποια γυναικεία εργασία, όπως η μεταναστευτική εργασία, ήταν πάντοτε επισφαλής: δευτερεύουσα, υποτιμημένη, αναλώσιμη, αλλά και δομικά απαραίτητη για την κοινωνική αναπαραγωγή των πατριαρχικών και καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας· επίσης, στατική και περιορισμένη στη γεωγραφική και συμβολική επικράτεια του οίκου, αλλά ταυτόχρονα επιτακτικά αναγκαία για τη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς» και τη διακίνηση του κεφαλαίου. Αρκεί να αναλογιστούμε την άμισθη οικιακή εργασία των γυναικών και την υπερ-εκμεταλλευμένη εργασία πάνω στην οποία στηρίχτηκε η αποικιοκρατική κυριαρχία, αλλά και η καπιταλιστική οικονομία. Η απλήρωτη γυναικεία εργασία, αλλά και, γενικότερα, η εκμετάλλευση των γυναικείων σωμάτων υπήρξε θεμελιώδης αν και από τις πλέον αθέατες και αποσιωπημένες διαστάσεις της ιστορίας του καπιταλισμού. Η ιστορία των περιφράξεων δεν αφορούσε μόνο γαίες, αλλά και σώματα περιφραγμένα σε πλέγματα εξουσίας φύλου, τάξης και έθνους. Φαίνεται, έτσι, επιτακτικό να αναλύσουμε το φάσμα των διακρίσεων που υπο-χρεώνουν κάποια υποκείμενα στην αξιωματική λογική του κεφαλαίου, και αφορούν, ταυτόχρονα και αλληλένδετα, την τάξη, το φύλο, τη φυλή και την εθνότητα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, έχει ιδιαίτερα επίκαιρο και επιτακτικό νόημα η έκκληση που απευθύνει η Μαρία Καραμεσίνη «να ξαναδώσουμε απελευθερωτικό νόημα στην ισότητα των φύλων». Η πολιτική προτεραιότητα στην ισότητα, και μάλιστα στην «ισοελευθερία» (κατά τον Ετιέν Μπαλιμπάρ2), αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια ανανεωτική αναδιευθέτηση του πολιτικού και δημοκρατική αναθεμελίωση της ιδιότητας του πολίτη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. και Έφη Αβδελά – Αγγέλικα Ψαρρά, «Απόκρυφες πτυχές της μελανής ψήφου», Η Αυγή, Ενθέματα, 1.7.2012. 
2. Ετιέν Μπαλιμπάρ, «Η πρόταση της ισοελευθερίας», Θέσεις, τεύχος 42, Ιανουάριος-Μάρτιος 1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου