Σελίδες

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Νίκος Παναγιωτόπουλος,Αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Φίλιπ Ροθ, EFSYN,18.5.16


panagiotopoylos.jpg

 Νίκος ΠαναγιωτόπουλοςΕυρηματικός σεναριογράφος και ευφάνταστος πεζογράφος ο Νίκος Παναγιωτόπουλος | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Βιβλία στο προσκέφαλο

Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ευρηματικός σεναριογράφος (πρόσφατα γύρισε και την πρώτη του μικρού μήκους ταινία - τα «Ρέστα») και ευφάνταστος πεζογράφος ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο («Γραφικός χαρακτήρας») με νηφάλιες, συγκινητικές αυτοβιογραφικές μικροϊστορίες σκιαγραφεί εαυτόν και την εποχή.
Κι εδώ, όμως, αντανακλάται σε βιβλία που τον καθόρισαν ως αναγνώστη και συγγραφέα, βιβλία που ξεφυλλίζουν εκ των έσω τις μέρες του, το πέρασμα του χρόνου - πραγματικού και αφηγηματικού. Από τις «20.000 λεύγες υπό την θάλασσα» έως τις «Ιστορίες από την Κολιμά», με πολλούς ενδιάμεσους αναγνωστικούς σταθμούς, αλλά τη σφραγίδα του Αμερικανοεβραίου Ροθ εμμονική και αδιάπτωτη.

❖ ❖ ❖ ❖ ❖ 

Μία από τις ιστορίες στον «Γραφικό χαρακτήρα» (το τελευταίο μου βιβλίο) περιγράφει πότε και πώς ξεκίνησε το πιο πλούσιο, το πιο αποκαλυπτικό, το πιο συναρπαστικό ταξίδι της ζωής μου – η περιπέτεια της ανάγνωσης: Τα πρώτα μου βιβλία τα αγόρασε ο πατέρας από έναν πλανόδιο βιβλιοπώλη, που τον πλήρωνε με εβδομαδιαίες δόσεις. Για καλή μου τύχη, στην πρώτη παρτίδα ο δοσάς συμπεριέλαβε το «20.000 λεύγες υπό την θάλασσα» του Ιουλίου Βερν.
Επιβιβάστηκα συγκλονισμένος στον θρυλικό Ναυτίλο και με οδηγό τον σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο πλοίαρχο Νέμο ανοίχτηκα στον ανεξάντλητο ωκεανό της μυθοπλασίας.
Στο Γυμνάσιο πια, έχοντας καταβροχθίσει τον Βερν και τον Λουντέμη κι έχοντας τσαλαβουτήσει στον Καζαντζάκη, διαπίστωσα ότι η ποίηση μπορεί να είναι πολύ πιο βαθιά, προκλητική και ενδιαφέρουσα από τις ρίμες του Πολέμη, του Παπαντωνίου και του Δροσίνη. Η αφηγηματικότητα σε κάποια από τα «Ποιήματα» του Καβάφη υπήρξε αποκαλυπτική. Ο Σεφέρης και ο Ελύτης ακολούθησαν, αλλά βρήκαν τον δρόμο μέσα μου στρωμένο. Προσπάθησα να τους μιμηθώ αλλά, ευτυχώς, σχετικά γρήγορα κατάλαβα πως δεν ήταν αυτό που αναζητούσα.
Το «1984» του Οργουελ υπήρξε η δεύτερη –πιο ώριμη– επαφή μου με την επιστημονική φαντασία. Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, τότε εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την εξέλιξη. Το παιχνίδι τού να επινοείς κόσμους για να κατανοήσεις τον πραγματικό αποδείχτηκε συναρπαστικό. Το αποκορύφωμά του ήταν «Το ηλεκτρικό πρόβατο» του Φίλιπ Κ. Ντικ, που το ξανασυνάντησα χρόνια αργότερα, διασκευασμένο για τον κινηματογράφο, στο καθηλωτικό «Blade runner» του Ρ. Σκοτ.
Τα τέσσερα βιβλία του J.D. Sallinger για μένα ήταν πάντα ένα, ασχέτως αν «Ο φύλακας στη σίκαλη» παραγκωνίζει συστηματικά τα άλλα τρία σε κάθε σχετική αναφορά. Το ιδιότυπο συγγραφικό του σύμπαν και η μυθοπλαστική κατασκευή που κρύβει αποτελεσματικά τις δημιουργικές ωδίνες νομίζω πως με διαμόρφωσαν καθοριστικά τόσο ως αναγνώστη όσο και ως συγγραφέα.
Κάτι ανάλογο μου συνέβη με το -τόσο διαφορετικό κι όμως εξίσου γοητευτικό- αφηγηματικό τοπίο μέσα στο οποίο τοποθετεί τους ήρωές του ο Γουίλιαμ Φόκνερ. Παρά το ότι τον γνώρισα με το «Καθώς ψυχορραγώ» από τα πολλά αριστουργήματά του, κρατώ το «Η βουή και το πάθος».
Η ευρηματικότητα και η κομψότητα των ιστοριών του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, το απόλυτο συνταίριασμα ύφους και περιεχομένου, αποτέλεσαν ένα διαρκές, αξεπέραστο πρότυπο. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διαλέξω ένα από τα βιβλία του, αλλά, ευτυχώς, ήρθε ο Αχιλλέας Κυριακίδης να μεταφράσει Απαντα τα Πεζά του και έλυσε το πρόβλημα.
Η γνωριμία μου, ωστόσο, με τον λογοτεχνικό θησαυρό της Λατινικής Αμερικής έγινε χάρη στο «Εκατό χρόνια μοναξιά» (τότε ακόμα που στον τίτλο περίσσευε ένα σίγμα) του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ακολούθησαν όλα τα άλλα βιβλία του. Εξαιτίας του διάβασα τον Χοσέ Δονόσο, τον Μανουέλ Σκόρσα, τον Χουάν Ρούλφο και τον Κάρλος Φουέντες.
Χάρη σε εκείνον γνώρισα τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή συγγραφείς στον κόσμο. Παρ’ όλο που η τεχνική του αγγίζει δυσθεώρητα όρια στο «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα», από το τεράστιο έργο του εγώ κρατώ «Το πράσινο σπίτι», μια αργόσυρτη, μεθυστική αλληγορία για το Περού. Οταν το πρωτοδιάβασα έκανα μήνες να ανοίξω άλλο βιβλίο.
Κάτι αντίστοιχο μου συνέβη και με την «Εμμονη αγάπη» του Ιαν Μακγιούαν, ενός σπουδαίου τεχνίτη που δεν παύει να εκπλήσσει με την ευρύτητα της θεματολογίας του και τους λογοτεχνικούς του τρόπους. Νομίζω πως στο «Σάββατο» ο συνδυασμός των δύο κυριολεκτικά απογειώνεται.
Προσφάτως ανακάλυψα τον Βαρλάμ Σαλάμοφ, έναν συγγραφέα για τον οποίο μέχρι τότε δεν γνώριζα το παραμικρό – καθώς το σκήπτρο του αντικαθεστωτικού είχε παραδοθεί στον Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν.
Οι «Ιστορίες από την Κολιμά», που τόλμησαν να βγάλουν οι εκδόσεις Ινδικτος, είναι από τα σπουδαιότερα βιβλία που διάβασα ποτέ. Βρίσκεται μονίμως στο κομοδίνο μου, και κάθε τόσο το ανοίγω και διαβάζω κάποια από τις ιστορίες στην τύχη, για να μην ξεχνάω από τι είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι.
Ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Φίλιπ Ροθ. Νιώθω τυχερός που μου επιτράπηκε να μεταφράσω ένα από τα βιβλία του, τον «Καθηγητή του πόθου». Το έργο του είναι τεράστιο και σημαντικό.
Από τα δεκάδες αριστουργήματά του ξεχωρίζω «Το σύνδρομο Πόρτνοϊ», γιατί ήταν το πρώτο του βιβλίο που διάβασα και μου έμαθε εκτός των άλλων πως το χιούμορ είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, και το «Αμερικάνικο ειδύλλιο» που είναι, κατά τη γνώμη μου, το σπουδαιότερο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει.
Αν ήμουν όμως υποχρεωμένος να διαλέξω σώνει και καλά ένα από τα βιβλία του, θα επέλεγα «Το θέατρο του Σάμπαθ», για το θέμα του, για την πολυπλοκότητά του, και γιατί συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο όλες τις αρετές του σημαντικότερου εν ζωή συγγραφέα στον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου