Σελίδες

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Ευάγγελος Αυδίκος *, Παναγιά γραμμένη, EFSYN, 2.9.16


Μου έκανε εντύπωση η ταμπέλα του μαγαζιού. Ορεινό καφέ «Γραμμένη Πέρδικα». Ευρηματικός ο καφετζής, σκέφτηκα.
Τα βήματά μου, ίσως υπακούοντας στο χούι του ερευνητή που ξεψαχνίζει τις εικόνες και τις λέξεις, με οδήγησαν στο καφενείο. Ηταν στη σκιά του επιβλητικού κτιρίου του παλιού Δημοτικού Σχολείου που αναπολούσε τις παλιές δόξες μαζί με τα τρία πλατάνια που κοσμούσαν την πλατεία στο χωριό Μελισσουργοί της Αρτας.
Βρεθήκαμε εκεί με μια ομάδα φοιτητών του Θερινού Σχολείου Τζουμέρκων. Ηταν ένα από τα χωριά για την άσκησή τους στην έρευνα αλλά και τη μύησή τους σε εικόνες και αντιλήψεις που τις απωθούμε στο βάθος του «αστικού» εαυτού μας. Τόποι ξεχασμένοι αλλά και με δωρική αξιοπρέπεια.
Φύσαγε δαιμονισμένα, το χωριό μοιάζει σφηνωμένο ανάμεσα στα Τζουμέρκα και τα απέναντι βουνά που εκείνο το πρωί είχαν όρεξη και διάθεση για παιχνίδι με τον αέρα που γοητευόταν με τη δύναμή του.
Ο καφετζής, ο Σιαμέτης, γνωρίζοντας τα χούγια της περιοχής, έβαλε για φράγμα ένα νάιλον τείχος. Κι έτσι μπορούσε να ξεδιπλώσει τις ζορμπακικές πτυχές της προσωπικότητάς του. Ενας καφετζής ξεχωριστός που δοκίμαζε τις αντοχές των λιγοστών θαμώνων του καφενείου.
Ενας εκπρόσωπος ενός λαϊκού πολιτισμού, που διασώζει σπέρματα μιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς. Ενας θεομπαίχτης του κομφορμισμού και της ευπρέπειας.
Ενας ασεβής που κρύβει με δεξιοτεχνία την τρυφερότητα που νιώθει μέσα του για τον ξένο που δεν διστάζει να τον κεράσει αλλά και να σύρει πρώτος τον χορό σπάζοντας μπουκάλια και ποτήρια. Ενα σκηνικό μεταμοντέρνο, θα έλεγαν όσοι δεν γνωρίζουν το μεγαλείο αλλά και τις αντιφάσεις της λαϊκότητας, που γίνεται υλικό για μπαρούτι και στημόνι για μια ουσιώδη ανθρωπιά.
Μασώντας αργά τη μακαρονόπιτα της οικοδέσποινας, άκουγα τον άλλο ασεβή της ελληνικής ιστορίας που φιλοξενήθηκε στο χωριό τον Μάιο του 1945.
Μέσα στην άδεια πλατεία άκουγα τον ήχο από τις μπότες του Αρη Βελουχιώτη, που ανέβαινε τις σκάλες του πέτρινου κτίσματος, για να μιλήσει, ίσως για τελευταία φορά, σε μια λαϊκή συγκέντρωση. Ακρα του τάφου σιωπή όση ώρα μιλούσε ο καπετάνιος. Ισως όλοι να ένιωθαν την καυτή ανάσα του τέλους που πλησίαζε.
Το πρωινό που βρεθήκαμε στους Μελισσουργούς απλωνόταν μια παρόμοια σιωπή που αγκάλιαζε τα τρία πλατάνια της πλατείας, τη βρύση αλλά και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που δέσποζε στο ύψωμα πάνω από την πλατεία.
Τη σιωπή αυτή έσκιζε η βροντερή φωνή του παπά του χωριού, που ανιστορούσε την ιστορία της εκκλησίας αλλά και τα αλλοτινά μεγαλεία του χωριού. Ενας παπάς βγαλμένος κι αυτός από τις λαϊκές αφηγήσεις, όπου η «ασέβεια» προς το στερεότυπο είναι ο πρόναος για πολλαπλούς ρόλους στα εγκαταλειμμένα χωριά της ορεινής Ελλάδας.
Αυτή η Ελλάδα νιώθει το χάδι για λίγες μέρες το καλοκαίρι. Ανέχεται τις παραξενιές και τον αστικό εγωκεντρισμό των χωριανών στα πανηγύρια, στα οποία μεταφέρουν την ανασφάλεια και τη ματαιοδοξία τους. Ισως, αναρωτιέσαι ακούγοντας με ευκρίνεια τη φωνή σου που βγαίνει ως ψίθυρος, είναι καλύτερα έτσι.
Ο έρημος τόπος. Ο αμακιγιάριστος. Με τον τρόπο αυτό φαίνονται οι ρυτίδες του. Ακούγονται οι καημοί του.
Τρανή απόδειξη το μοναστήρι της Παναγιάς, αφιερωμένο στα Εισόδια. Χρειάστηκε να κατεβούμε στον Μελισσουργιώτικο, να πατήσουμε πάνω στις μεγάλες πέτρες και την ξύλινη σκάλα που είχε απλώσει ένας άλλος «ασεβής», ο κτηνοτρόφος Κώστας Καλλιαρντάς.
Ενας γλυκός άνθρωπος που δείχνει την αγάπη του στην επιστήμη και τους πνευματικούς ανθρώπους ανοίγοντας με τα χέρια του το μονοπάτι. Την ίδια στιγμή γίνεται «ασεβής» προς την ηγεσία της τοπικής εκκλησίας που άφησε το μοναστήρι απροστάτευτο.
Παναγιά γραμμένη το μοναστήρι. Με υπέροχες τοιχογραφίες. Με ενδιαφέρουσες εικόνες. Μάρτυρας μιας εποχής που το μοναστήρι ήταν στον δρόμο ενός μονοπατιού που οδηγούσε από την Ηπειρο στη Θεσσαλία. Ενα μοναστήρι σήμερα ζωντανή μαρτυρία όλων εκείνων που αφήνουν την πολιτιστική μας κληρονομιά ορφανή. Απόδειξη της ευθύνης όλων.
Παναγιά γραμμένη, λοιπόν, που διαβρώνεται από την εγκατάλειψη. Χρώματα που ξεθωριάζουν. Μορφές που αλλοιώνονται. Μια γροθιά σ’ όσους διαχειριστές της εξουσίας χορεύουν στα καλοκαιρινά πανηγύρια χωρίς να ακούνε τη φωνή της «Παναγιάς». Ως πότε θα είναι ακόμη γραμμένη;
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου