Σελίδες

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Μ.Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ , ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΊΚΟς. Η ΠΟΛΗ. Λαογραφικές και εθνογραφικές οπτικές. Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ, ΑΘΗΝΑ 2016, diastixo, 19 Νοεμβρίου 2016



Ο Ευάγγελος Αυδίκος αρχίζει την εισαγωγή του στον τόμο με συγκεντρωμένα άρθρα και άλλα κείμενά του για την πόλη με τη φράση: «Ένα από τα ερωτήματα που έχουν ταλαιπωρήσει τους επιστήμονες είναι ο ορισμός της πόλης». Και δεν έχει άδικο.
Η βιβλιογραφία, αλλά και η εν γένει θεώρηση του φαινομένου της πόλης, θα εμπλουτιζόταν, νομίζω, και με την παρουσία του Γάλλου κοινωνιολόγου και στοχαστή Henri Lefebvre, και ιδίως με το βιβλίο του Μαρξισμός και πόλη (μεταφρασμένο από τον Γιώργο Αποστολάκη, 1976).
Προφανώς, ο Αυδίκος παραθέτει κι ένα λαϊκό μύθο αισώπειας υφής, ο οποίος δείχνει μεν ότι λογαριάζει ως προτιμότερη τη ζωή του χωριού από τη ζωή της πόλης, αλλά μπορεί να εξηγηθεί και αλλιώς, καθώς λέγεται ότι ο συγγραφέας του Κεφαλαίου είχε υπόψη του τον παραπάνω μύθο όταν «εξισώνει το ζώο της πόλης με το ζώο των αγρών στη δυστυχία» (βλ. το κείμενό μου «Ψυχή και Πολιτισμός», βασισμένο εν μέρει στον Λεφέβρ, στο βιβλίο μου Παιδαγωγικά της Λαογραφίας, 2001, σ. 38).
Οι κοινωνιολόγοι και άλλοι, περισσότερο συγγενείς επιστήμονες παρατηρούν ορθά ότι η πόλη με την καπιταλιστική ανάπτυξη γινόταν ολοένα πιο πολυάνθρωπη και κατ’ αναλογίαν πιο πολύπλοκη. Ωστόσο, αξίζει να θυμόμαστε ότι η πόλη, ως λέξη και όρος, πλάσθηκε στην ελληνική αρχαιότητα (οι παλαιότεροι ιστορικοί μιλούσαν, όχι μόνο για την Αθήνα, για πόλη-κράτος), πλάσθηκε, μ’ άλλα λόγια, πριν από τον καπιταλισμό, κάτι που υποδηλώνει στο βάθος ένα αρχετυπικό ένστικτο συσσώρευσης πλάτους, το οποίο ο Μαρξ προσδιόρισε οικονομολογικά ως «πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου». Αλλά το κεφάλαιο υπήρχε πριν από την ονομασία του. Η αρχαία ελληνική δουλοκτησία είναι η μητέρα του καπιταλισμού, που αναδείχθηκε ασυγκρίτως υπέρτερος (με την πρόοδο!) εκείνης.
Με μια τέτοια εκδοχή, ο λαϊκός μύθος δεν αποτελεί «ρομαντική αντίληψη» που κυριάρχησε για πολλά χρόνια, αλλά πρόρρηση (έχει και το λαϊκό ένστικτο τις προφητικές δυνατότητές του) της πόλης, που άρχιζε πολύ νωρίς να δείχνει τον βουλιμικό εαυτό της.
Γι’ αυτό και ο Αυδίκος, αποδεχόμενος την άποψη «των σύγχρονων μελετητών του αστικού φαινομένου», σημειώνει πως «η πόλη μοιάζει με το δίπολο Τζέκιλ και Χάιντ. Ασκεί τρομερή γοητεία, καθώς είναι η γη της επαγγελίας για όσους έχουν τη φιλοτιμία να αναρριχηθούν στην κλίμακα της δημοσιότητας, ενώ ταυτόχρονα φοβίζει με τη δύναμη που διαθέτει». Γη της επαγγελίας βέβαια θεωρήθηκε εξαιτίας της βιομηχανικής ανάπτυξης, με το στήσιμο των εργοστασίων (όχι βέβαια στα χωριά, ευτυχώς, θα μπορούσε ίσως να πει κανείς τώρα), που έγιναν η Κίρκη των αγροτών, μετέπειτα εργατών, τους οποίους μεταμόρφωνε με τον τρόπο που μεταμόρφωνε η μάγισσα τους συντρόφους του Οδυσσέα. Ο Αυδίκος μεταφέρει μια δραματική σελίδα από το βιβλίο του Ένγκελς για τους όρους ζωής των εργατών στην Αγγλία. Η δυάδα του Κομμουνιστικού Μανιφέστουπίστευε ότι θα έκανε πάλι τους εργάτες ανθρώπους, τους αναβάθμισε μάλιστα σε δύναμη επαναστατική, που θα λύτρωνε την ανθρωπότητα από την αδικία και την εκμετάλλευση. Με τη δεδομένη πια συνταρακτική εξέλιξη, αλίμονο.
Η πόλη πάντως δεν «φοβίζει με τη δύναμη που διαθέτει». Δίπλα στη γη της επαγγελίας έχει γίνει και ένα αντικειμενικό φόβητρο, όχι μόνο για τους δειλούς.
Ένα, περιορισμένης προς το παρόν εκτάσεως, φαινόμενο έχει προκύψει, μια διάθεση επιστροφής (και πιο γενικά στροφής) στο χωριό. Όχι ως ρομαντική νοσταλγία, αλλά γιατί η βαθιά ριζωμένη ανεργία σπρώχνει κάποιους στη γη που τους τρέφει και μπορούν να επιβιώσουν.
Ο ευγενέστατος, ρομαντικός βέβαια, Πλάτων Δρακούλης είχε οραματιστεί το δημιουργικό δέσιμο χωριού και πόλης (μιλούσε για αγροτοπόλεις), όμως αυτά αποδείχτηκαν χίμαιρες για το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα.
Ο Αυδίκος κάνει μνεία πολλών μελετητών, ερευνητών, κυρίως κοινωνιολόγων και (κοινωνικών) ανθρωπολόγων, που ασχολήθηκαν με τις δομές και τις λειτουργίες της πόλης. Όσον αφορά την ελληνική Λαογραφία, νομίζω πως υπερβάλλει, υποστηρίζοντας ότι έγινε «για να υπηρετήσει το αίτημα για εθνικό κράτος». Εντούτοις, γνωρίζει ασφαλώς ότι πρώτη φορά ιδρύθηκε πανεπιστημιακή έδρα Λαογραφίας το 1947. Δεν ήρθε κάπως πολύ αργά, αν ήταν να υπηρετήσει έναν τέτοιο σκοπό; Το εθνικό (και το εθνικιστικό) απασχόλησε έθνη που διεκδικούσαν ή αποζητούσαν την όποια ελευθερία τους στο 19ο αιώνα ή και στις αρχές του 20ού. Γράφει επίσης ότι «οι λαογράφοι δογματοποιούν τον αγροτικό χώρο ως αντικείμενο μελέτης για τη λαογραφία». Νομίζω, πάντως, ότι αυτό γινόταν και για το λόγο ότι η Ελλάδα είταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της χώρα αγροτική, βιομηχανικά υπανάπτυκτη. Αυτή ήταν η ταυτότητά της. Ακόμα, το 1975, όταν έγραφα το διδακτικό πανεπιστημιακό σύγγραμμά μου για τους φοιτητές, έλεγα πως ο Έλληνας είναι αγρότης και αστός μαζί.
Δεν παραλείπω να πω ότι πολύ νωρίς, πριν από τη σύσταση του ελληνικού έθνους και σε κράτος, ξένοι ιστορικοί απέρριπταν παντελώς κάθε σχέση του με την ελληνική αρχαιότητα (Γίββων τον 18ο αιώνα, Φαρμεράιερ τον επόμενο και άλλοι). Και Έλληνες διανοούμενοι, πρωτίστως ο Νικόλαος Πολίτης, ο μετέπειτα ιδρυτής της επιστημονικής Λαογραφίας (1909), και ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, επισήμαναν, όχι με τη φαντασία τους, ο πρώτος επιχειρηματολογώντας με βάση τον πολιτισμό της σημαντικά βραδυπορούσας στη βιομηχανία αγροτικής κοινότητας, ο δεύτερος αναδιφώντας την παραδεδομένη γραπτή ιστορία στους παρελθόντες αιώνες – παρ’ όλες τις μεταβολές που επιφέρει πάντα ο χρόνος, πολιτισμικές συνέχειες και συνάψεις (εν πρώτοις στη γλώσσα).
Συνήθως απαντώ στα λεγόμενα περί της «αρχαιοπληξίας» της Λαογραφίας (όχι του Αυδίκου, άλλων, που παπαγαλίζουν χωρίς να έχουν καμία γνώση της ιστορίας της ελληνικής Λαογραφίας, γιατί οι Γίβωννες παραδόξως έχουν ξαναφανεί, Έλληνες τώρα) παραπέμποντας στο προγραμματικό κείμενο που δημοσίευσε ο Πολίτης στον πρώτο τόμο της Λαογραφίας, επιστημονικού οργάνου της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, ιδρυμένης την ίδια χρονιά (1909). Δεν υπάρχει στη διακήρυξη αυτή καμία απολύτως έστω νύξη περί έρευνας, προβολής κ.λπ. της ασυνέχειας. Το σύνολο των υπό μελέτη και έρευνα κατατιθεμένων εκεί θεμάτων και ζητημάτων ανάγονται αποκλειστικά και μόνο στους νεότερους χρόνους. Το «απώτατο παρελθόν ως ένα αυστηρό πλαίσιο που οριοθετεί το αντικείμενο της λαογραφίας», η οποία θα το συνδέσει αναγκαία με το παρόν, είναι υπερβολή.
Αντίθετα, η κριτική παρατήρηση του Αυδίκου για τους πρώτους λαογράφους (κυρίως Πολίτη, Μέγα, Κυριακίδη) πως αποκλειστικό μέλημά τους υπήρξε το χωριό και άφησαν απ’ έξω την πόλη, αξίζει να συζητηθεί. Παρατηρεί ότι στους τόμους της Λαογραφίας (1909 κ.ε.) «δεν δημοσιεύονται κείμενα για την πόλη». Ενώ θα έπρεπε να ασχοληθεί «με σημαντικές διαστάσεις του λαϊκού πολιτισμού της πόλης, όπως ο Καραγκιόζης και τα ρεμπέτικα».
Είναι σημαντικές, αλλά δεν είναι από τις σημαντικότατες, όπως άλλες, με τις οποίες χτίζεται η κοινότητα ή η κοινωνία. Οι πρώτοι λαογράφοι αποφάσισαν να ασχοληθούν με τον τρόπο ζωής στο χωριό, τον «κύκλο της ζωής» (γέννηση, γάμο, θάνατο), τον υλικό βίο (διατροφή, ένδυση, στέγαση· μνημειώδες είναι όλο το έργο για τη λαϊκή αρχιτεκτονική του Γεωργίου Μέγα, όπου ασχολήθηκε και με τα αρχοντικά των πλούσιων Ελλήνων της διασποράς).
Γιατί δεν τα έκαναν αυτά οι πρώτοι λαογράφοι για την πόλη; Γιατί η ώρα της ελληνικής πόλης δεν είχε έλθει ακόμα. Τα πράγματα άρχιζαν σιγά σιγά να αλλάζουν στο χωριό και την πόλη, στο χωριό αρχικά ελάχιστα. Ωστόσο, για να θυμηθώ και τον Καβάφη, «εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προερχόμενα αντιλαμβάνονται (...). Η μυστική βοή τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων». Ένας τέτοιος σοφός είταν και ο Πολίτης, οπαδός της εξέλιξης, υπεραισιόδοξος, μάλιστα, θα έλεγα. Το ακόλουθο παράθεμά του θα το γνωρίζουν δυστυχώς λίγοι από τους λαογράφους: «Η ιστορία της γραμματολογίας πάντων των ευρωπαϊκών λαών μας διδάσκει ότι η δημοτική ποίησις ήκμαζεν εφ’ όσον πάσαι αι τάξεις παρομοίαν είχον ανάπτυξιν. Παρήκμασε δε και σχεδόν εξηφανίσθη αναλόγως των γραμμάτων εν εκάστῳ έθνει. Περίτρανον απόδειξιν παρέχει ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, ο μη διατηρήσας της δημώδους ποιήσεως αυτού ειμή ολίγιστα και παντελώς ασήμαντα λείψανα. Όθεν ας ελπίσωμεν ότι και η παρακμή της ιδικής μας δημοτικής ποιήσεως δεν είναι τεκμήριον πνευματικής καταπτώσεως, αλλά μάλλον ευοίωνον προμήνυμα λαμπροτέρας ανθήσεως της ελληνικής ποιήσεως» (Λαογραφία, 5, 1915, σ. 521). Και αξιολογώντας ρεαλιστικά τα τότε παρόντα, παρότρυνε τους μαθητές του, και τους δασκάλους κυρίως, να συγκεντρώνουν τα πάντα από τον τότε λαϊκό πολιτισμό (αγροτικό κατά βάση) της πατρίδας τους. Εξάλλου ο ίδιος είχε εγγράψει στο θεματολόγιο του μανιφέστου του και τα «βιομηχανικά επιτηδεύματα» που θα όφειλαν να εξετάζουν οι λαογράφοι στο εγγύς μέλλον. Ο Αυδίκος το μνημονεύει, καθώς και τα λαογραφικά τού «στρατιωτικού βίου» που επίσης τα ενέταξε ο Πολίτης στη διακήρυξή του. Συνεχίζει ωστόσο: «Περιορίστηκε εκεί όμως. Οι προτεραιότητες της εποχής ήταν άλλες». Υπάρχει και η εκδοχή, όμως, ότι οι προτεραιότητες, μάλλον η μία και κύρια, ήταν να συγκεντρωθεί όσο πιο έγκαιρα ήταν δυνατό ο παραδοσιακός αγροτικός πολιτισμός που υποχωρούσε.
Οι μεγάλες αλλαγές ήλθαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν άρχιζε και η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, προπάντων, από την περιφέρεια στην πρωτεύουσα. Μαζί με τους εσωτερικούς μετανάστες έμπαινε, σιγά σιγά, στο «άστυ» και η Λαογραφία. Ένας από αυτούς που εγκαινίαζαν τη φάση αυτή ήταν και ο Αυδίκος με την πρωτοποριακή διατριβή του: Πρέβεζα (1945-1990). Όψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης. Λαογραφική μελέτη. Είχε πλέον διαμορφωθεί η ανθούσα σήμερα Αστική Λαογραφία. Ο Αυδίκος αναφέρει εκπροσώπους της. Και πάλι όμως διστάζει να μνημονεύσει και λαογράφους που μελετούν ακόμα το παρελθόν. Που έχει πολλά ακόμα να πει.


  1. Απαντώ με κάποια λόγια που έγραψα μετά την ανάγνωση του μαρξιστή Λεφέβρ για τη σύγχρονη πόλη (Παιδαγωγικά της Λαογραφίας, σ. 32): «Δεν αποκρύπτει ένα είδος νοσταλγίας για τη ζωή του παρελθόντος, προπάντων γιατί η ζωή τότε είχε, παρ’ όλες τις ανεπάρκειες, τις καθυστερήσεις, τις δυστυχίες, μια φανερή και σταθερή οργάνωση, είχε, όπως ο ίδιος λέει, ένα σταθερό πλάνο που τη διείπε και την όριζε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου